1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία ασκείται ατελώς κατόπιν της 141/2.10.2018 πράξης της Προέδρου του Γ΄ Τμήματος, περί παροχής προς την προσφεύγουσα ευεργετήματος πενίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 37 και 40 του π.δ. 18/1989 και 194 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής (πρακτικό ….), με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, μόνιμη υπάλληλο του κλάδου ΔΕ Αδελφών Νοσοκόμων, η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό παραπτώματα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς.
2. Επειδή, στη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 141 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α΄ 26), όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο πρώτο παρ. ΣΤ΄, υποπαρ. ΣΤ2 του ν. 4152/2013 (Α΄ 107/9.5.2013), ορίζεται ότι: «Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης δεν υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αλλά σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας». Εν όψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Διοίκησης της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 489/2019, 640/2018, 1361/2016, 3880, 294/2015, 2878/2014 κ.ά.).
3. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προσβάλλεται απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής. Ως εκ τούτου, ο Υπουργός Υγείας δεν είναι κύριος διάδικος στην παρούσα δίκη, η δε παράστασή του στο ακροατήριο πρέπει να θεωρηθεί ως προφορική παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Η παρέμβαση, όμως, αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), στη δίκη της προσφυγής δεν επιτρέπεται παρέμβαση, εκτός από την περίπτωση απόλυσης λόγω καταργήσεως θέσεως (βλ. ΣτΕ 550/2019, 25/2014, 1189/2012, 3093/2008 κ.ά.).
4. Επειδή, στις διατάξεις των άρθρων 106, 107 παρ. 1, 108 παρ. 1 και 109 παρ. 1, 2 και 5 του ως άνω Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο τέλεσης του αποδιδόμενου στην προσφεύγουσα πειθαρχικού παραπτώματος, ήτοι μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 (Α΄ 54), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: άρθρο 106: «Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογισθεί.», άρθρο 107: «1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: α) …, ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων… 2. …», άρθρο 108: «1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και το σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας. 2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν: α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό…», άρθρο 109: «1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) …, στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, … και η) η οριστική παύση. 2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. … . 5. α. … Για το παράπτωμα της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους. β. … . γ. Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή.». Οι διατάξεις του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα αντικαταστάθηκαν εκ νέου με το άρθρο 4 του ν. 4325/2015 (Α΄ 47) με το ίδιο περιεχόμενο, ορίστηκε δε ρητώς ότι για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης. Περαιτέρω, στο άρθρο 152 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι: «Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους: α) …, β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα…». Στο άρθρο 153 παρ. 1 ότι: «Ο υπάλληλος απολύεται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 100, 165 και 167 του παρόντος. Δεν απολύεται ο υπάλληλος, αν η ανικανότητα του επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων». Εξάλλου, στο άρθρο 100 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπάγγελτα ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας του άρθρου 54 του παρόντος, είναι όμως, κατά την εκτίμηση της υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη. 2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) και για τα δυσίατα νοσήματα τα δύο (2) έτη. 3. Κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από τη λήξη του ανώτατου ορίου διαθεσιμότητας οι επιτροπές των άρθρων 165 ή 167 υποχρεούνται, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας, να γνωμοδοτήσουν για την ικανότητα του υπαλλήλου να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 153 του παρόντος. Ο υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτησή του ή αυτεπάγγελτα και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας…», στο άρθρο 165, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4210/2013 (Α΄ 254) ότι: «1. Σε κάθε νομό και νομαρχιακό διαμέρισμα συνιστώνται, με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, μία ή περισσότερες πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές που αποτελούνται από τρία (3) μέλη και συγκροτούνται από γιατρούς του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στο νομό ή το νομαρχιακό διαμέρισμα. Οι πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες να γνωματεύουν, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας: α) για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών, β) για το χαρακτηρισμό νοσημάτων που χρήζουν νοσηλείας για τη χορήγηση άδειας έως είκοσι δύο (22) εργάσιμων ημερών το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 2 του παρόντος και γ) για κάθε άλλο θέμα υγείας του υπαλλήλου το οποίο έχει σχέση με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. … Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες: α) για την κρίση ενστάσεων κατ’ αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών κατά το άρθρο 56 παρ. 5, β) για την απόλυση από την υπηρεσία λόγω ασθένειας όταν δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 153 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του παρόντος και γ) για την κρίση της αποκατάστασης της υγείας όσων αναδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος. …», και στο άρθρο 167 ότι: «1. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστώνται ειδικές υγειονομικές επιτροπές αποτελούμενες από τρεις (3) καθηγητές ιατρικών τμημάτων Πανεπιστημίων οποιασδήποτε βαθμίδας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται η συγκρότηση των ειδικών υγειονομικών επιτροπών κατά ειδικότητα σε σχέση προς τα είδη των δυσίατων νοσημάτων, η χωρική αρμοδιότητα τους και ο τρόπος λειτουργίας τους, καθώς και η αμοιβή των μελών τους και του γραμματέα. 2. Οι ειδικές υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών σε υπαλλήλους που πάσχουν από δυσίατα νοσήματα και για την απαλλαγή τους από την υπηρεσία εφόσον δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντα τους, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας που οφείλεται στα νοσήματα αυτά. Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται σε προσφυγή στις επιτροπές του άρθρου 166 του παρόντος, τόσο από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όσο και από τη Διοίκηση, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίησή τους. 3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους, ορίζονται τα μέλη των επιτροπών αυτών, μετά από πρόταση των οικείων ιατρικών τμημάτων, καθώς και ο γραμματέας.».
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2803, 489/2019, 2654/2017, 294/2015, 196/2008, 997/2005, 1068/2001), για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του πειθαρχικού παραπτώματος σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 του Υ.Κ. απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικώς μεν η δια συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, υποκειμενικώς δε η υπαίτια συμπεριφορά του υπαλλήλου, δηλαδή η παράβαση να οφείλεται είτε σε πρόθεση του υπαλλήλου (δόλος) είτε σε μη επίδειξη εκ μέρους του της απαιτούμενης, ανάλογα με τις περιστάσεις, επιμέλειας (αμέλεια). Η δεύτερη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή η υπαιτιότητα του υπαλλήλου, δεν συντρέχει αν αυτός, κατά τον χρόνο τέλεσης των ενεργειών ή παραλείψεων που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, στερείτο της ικανότητας προς καταλογισμό, πράγμα το οποίο συμβαίνει και όταν ο υπάλληλος κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο έπασχε από ψυχική νόσο, η οποία τον καθιστούσε ανίκανο να αντιληφθεί τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται, κατ’ άρθρο 106 παρ. 1 του Υ.Κ., η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η τυχόν δε αρξαμένη παύει και κινείται η διαδικασία των άρθρων 100, 165 και 167 του αυτού Κώδικα περί έρευνας της συνδρομής των προϋποθέσεων απόλυσης του υπαλλήλου λόγω πνευματικής ανικανότητας. Εξάλλου, η κρίση περί της συνδρομής σε συγκεκριμένη περίπτωση λόγων που αίρουν την ικανότητα προς καταλογισμό του διωκομένου υπαλλήλου ανήκει κατ’ αρχάς μεν στο πειθαρχικό συμβούλιο ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί ο υπάλληλος, το οποίο υποχρεούται, εφ’ όσον κρίνεται αναγκαίο, να διατάξει την εξέταση του υπαλλήλου από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, τελικά δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά την εκδίκαση της κατ’ άρθρο 43 π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) προσφυγής του υπαλλήλου, κρίνει εκ νέου την υπόθεση όχι μόνο κατά το νομικό αλλά και κατά το πραγματικό μέρος αυτής, δυνάμενο να προβεί σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε διάγνωση της ευθύνης του υπαλλήλου, επομένως και σε κρίση περί της συνδρομής στο πρόσωπό του λόγων που αίρουν την ικανότητά του προς καταλογισμό.
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την … απόφαση του Διοικητή του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Κηφισιάς «Οι Άγιοι Ανάργυροι» (Γ΄ …) η προσφεύγουσα μόνιμη υπάλληλος του Γενικού Νοσοκομείου Νέας Ιωνίας (ΓΝΝΙ) «ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΕΙΟ – ΠΑΤΗΣΙΩΝ», κατηγορίας ΔΕ κλάδου ειδικότητας ΔΕ Βοηθών Νοσοκόμων με βαθμό Ε΄, μετατάχθηκε στο Γενικό Ογκολογικό Νοσοκομείο (ΓΟΝ) Κηφισιάς «Οι Άγιοι Ανάργυροι» με την ίδια σχέση εργασίας, βαθμό και μισθολογικό κλιμάκιο και ανέλαβε καθήκοντα στις 29.1.2014, από δε της 3.2.2014 έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης απουσίαζε από την υπηρεσία της. Με το …. έγγραφο του Διοικητή του νοσοκομείου αυτού, το οποίο παρέλαβε η ίδια στις …, η προσφεύγουσα κλήθηκε σε έγγραφη απολογία διότι από τις … απουσίαζε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα από την υπηρεσία. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του νοσοκομείου (πρακτικό …), η προσφεύγουσα παραπέμφθηκε στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς. Κατόπιν τούτου, με το … έγγραφο του Διοικητή του ανωτέρω νοσοκομείου η προσφεύγουσα παραπέμφθηκε για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων από … μέχρι … που εκδόθηκε η ανωτέρω παραπεμπτική απόφαση του Δ.Σ. του νοσοκομείου. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας επέβαλε στην προσφεύγουσα την ποινή της οριστικής παύσης για το ανωτέρω παράπτωμα, αφού διαπίστωσε ότι η απουσία από την εργασία της δεν οφείλεται σε κάποια εύλογη αιτία, αφού η διωκόμενη απολογούμενη δεν επικαλέστηκε κάποιο σχετικό περιστατικό. Τέλος, με την … απόφαση της Διοικητού του ανωτέρω νοσοκομείου (Γ΄ …) αποφασίστηκε η λύση της υπαλληλικής σχέσης της προσφεύγουσας.
7. Επειδή, στο π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής: στο άρθρο 25 ότι: «1…2. Υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει την υποβολή υπομνημάτων από τους διαδίκους μέσα σε προθεσμία που τάσσεται από αυτόν για την ανάπτυξη όσων έχουν εκτεθεί στο ακροατήριο. 3…», στο άρθρο 33, όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ότι: «Η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισηγητή της έκθεσης του. Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς. Το Συμβούλιο πάντως μπορεί κατά την κρίση του να διατάξει και κάθε συμπληρωματική απόδειξη και να υποχρεώσει οποιαδήποτε δημόσια αρχή να παράσχει έγγραφα ή πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που δικάζεται. 2…», στο άρθρο 41, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ότι: «1. Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κοινοποίηση ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης. 2…» και στο άρθρο 43 ότι: «1. Στην περίπτωση των παραπάνω προσφυγών το Συμβούλιο δικάζει και κατά νόμο και κατ’ ουσίαν και μπορεί να διατάξει και νέες αποδείξεις ή να ζητήσει διοικητικώς πληροφορίες, χωρίς να αποκλείεται και το δικαίωμα του υπαλλήλου να επικαλεσθεί οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία. 2. Όταν διατάσσεται απόδειξη με μάρτυρες, το Συμβούλιο, ορίζοντας το θέμα που πρέπει να αποδειχθεί, μπορεί να διατάξει την εξέτασή τους από τον εισηγητή της υπόθεσης ή να παραγγείλει σε δικαστική αρχή τη διενέργεια της εξέτασης. Κατά την εξέταση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα».
8. Επειδή, η προσφεύγουσα με την κρινόμενη προσφυγή της προβάλλει ότι μετά τον θάνατο του πατέρα και της αδελφής της (στις 24.2.2012 και στις 16.7.2011 αντιστοίχως) παρουσίασε ψυχικές και σωματικές διαταραχές. Ειδικότερα, τον Ιούνιο του έτους 2012 διαγνώστηκε με κατάθλιψη και ψυχογενή ανορεξία. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της νοσηλεύτηκε στο Θριάσιο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας, στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αττικόν και στο Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας. Ακολούθως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι μόνοι πόροι διαβίωσής της ήταν η εργασία της, ότι ζει «υπό το καθεστώς απόλυτης ένδειας και οικονομικής αδυναμίας» και ότι το μοναδικό της εισόδημα προέρχεται από το προνοιακό επίδομα ανασφάλιστων λόγω πιστοποιημένης αναπηρίας 67%, το οποίο λαμβάνει ανά δίμηνο και δεν της εξασφαλίζει μία αξιοπρεπή διαβίωση. Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι είχε επικαλεστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ότι πάσχει από ψυχικές διαταραχές και ότι είχε νοσηλευτεί κατά το επίμαχο διάστημα, καθώς και ότι οι διαταραχές αυτές την εμπόδιζαν να ασκήσει τα καθήκοντά της, παρόλα αυτά όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο έκρινε ότι η απουσία της δεν οφείλονταν σε κάποια εύλογη αιτία.
9. Επειδή, με το από 10.10.2019 υπόμνημα, το οποίο κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 16.10.2019, ήτοι την προηγούμενη ημέρα της συζήτησης της υπόθεσης, η προσφεύγουσα προσκόμισε το πρώτον ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, μεταξύ άλλων, τα εξής έγγραφα προς απόδειξη της βασιμότητας των αναφερομένων στην προηγούμενη σκέψη ισχυρισμών της: 1) αντίγραφο της από … ιατρικής γνωμάτευσης του …, επιμελητή Α΄ της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας, σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα πάσχει από υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή με αγχώδη στοιχεία και ψυχογενή ανορεξία σε έξαρση, βρίσκεται δε υπό συνεχή φαρμακευτική αγωγή και ψυχιατρική παρακολούθηση χωρίς ικανοποιητική βελτίωση, 2) αντίγραφο της από … ιατρικής βεβαίωσης του …, Συντονιστή Διευθυντή στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «Θριάσιο», σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα νοσηλεύτηκε με διάφορες ψυχολογικές διαταραχές από 11.6.2012 μέχρι 14.6.2012 και εξήλθε παρά τις συστάσεις των ιατρών, 3) την …. γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με την οποία διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα πάσχει από καταθλιπτική διαταραχή με αγχώδη στοιχεία και ψυχογενή ανορεξία σε έξαρση καθώς και ότι είναι ανίκανη για εργασία από 5.12.2013 μέχρι 4.1.2013, 4) αντίγραφο της από … γνωστοποίησης αποτελέσματος αναπηρίας της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Ιατρικής Αξιολόγησης του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ της Νομαρχιακής Μονάδας Καρδίτσας σύμφωνα με την οποία το συνολικό ποσοστό αναπηρίας της από 1.11.2016 μέχρι 30.10.2018 ανέρχεται σε 67% και οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση, 5) αντίγραφο του από … Γενικού Εισηγητικού Φακέλου Παροχών Αναπηρίας του ΕΦΚΑ στο οποίο αναφέρεται ως ημερομηνία εκδήλωσης της νόσου από την οποία πάσχει το έτος 2012, στο ιστορικό της καταγράφεται ότι παρουσιάζει «…συνεχή επιδείνωση της ψυχιατρικής της κατάστασης παρόλο που λαμβάνει αγωγή και παρακολουθείται ψυχιατρικώς. Πάσχει από υποτροπιάζουσα καταθλιπτική αγωγή και ψυχογενή ανορεξία σε έξαρση. Από νεαρή ηλικία παρουσιάζει τάσεις αυτοκαταστροφής, χαοτικές σχέσεις, αυτοτραυματισμούς, ψυχωτικά επεισόδια στα πλαίσια διαταραχής της προσωπικότητας…». Σε σχέση με την παρούσα κατάσταση της ασθενούς, στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι «Λόγω έξαρσης των συμπτωμάτων της ψυχογενούς ανορεξίας και καταθλιπτικού συναισθήματος μετά ψυχωτικών στοιχείων (οπτικές ψευδαισθήσεις, βλέπει νεκρούς) εισήχθη στην Ψυχιατρική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Καρδίτσας με μικρή βελτίωση», 6) Το από …. εξιτήριο από το Γενικό Νοσοκομείο Καρδίτσας σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα είχε νοσηλευθεί από 20.8.2018 μέχρι 23.8.2018 λόγω υποτροπιάζουσας καταθλιπτικής διαταραχής με ψυχωτικά στοιχεία. Στο συνημμένο στο εξιτήριο ενημερωτικό σημείωμα της Διευθύντριας της Ψυχιατρικής Κλινικής του ανωτέρω νοσοκομείου αναφέρεται ότι η προσφεύγουσα αποτελεί ασθενή «με ιστορικό νευρογενούς ανορεξίας και υποτροπιάζουσα κατάθλιψη, παρουσίασε υποτροπή με απώλεια βάρους…», σε σχέση με την πορεία της νόσου διαπιστώνεται ότι η ασθενής κατά την εισαγωγή της ήταν 41 κιλά με ύψος 1μέτρο και εξήντα επτά εκατοστά (πολύ σοβαρή μορφή).
10. Επειδή, σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 43 του π.δ. 18/1989 το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζον επί προσφυγής του άρθρου 103 του Συντάγματος εξετάζει την υπόθεση κατά το νόμο και την ουσία και υποχρεούται να λάβει υπ’ όψιν στοιχεία κρίσιμα για την στοιχειοθέτηση του πειθαρχικού παραπτώματος, τα οποία έχουν προσκομιστεί με υπόμνημα προαποδεικτικώς, πριν δηλαδή την συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του π.δ. 18/1989, ανεξαρτήτως δε αν τα στοιχεία αυτά υποβλήθηκαν με υπόμνημα το οποίο δεν πληροί τους όρους του άρθρου 23 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 διότι δεν κατατέθηκε έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν τη συζήτηση. Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, νομίμως προσκομίστηκαν, το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου (ΣτΕ 489/2019), τα ανωτέρω έγγραφα με το από 16.10.2019 υπόμνημα της προσφεύγουσας την προηγούμενη της συζήτησης της κρινόμενης προσφυγής, δεδομένου, εξάλλου, ότι τα έγγραφα αυτά υποβλήθηκαν προς απόδειξη ισχυρισμών οι οποίοι είχαν ήδη προταθεί με το δικόγραφο της προσφυγής αυτής και κατέτειναν στην αμφισβήτηση της ικανότητας καταλογισμού της προσφεύγουσας, ήτοι στην στοιχειοθέτηση του πειθαρχικού αδικήματος. Περαιτέρω, στις ανωτέρω ιατρικές γνωματεύσεις, οι οποίες αναφέρονται στην κατάσταση της υγείας της προσφεύγουσας και κατά τον κρίσιμο χρόνο, πάντως δε από το έτος 2012 -οπότε και εκδηλώθηκε η ψυχική της νόσος- μέχρι σήμερα, βεβαιώνεται η διατάραξη της ψυχικής της υγείας η οποία επιδεινώνεται συνεχώς, και δύναται να της στερήσει την ικανότητα προς καταλογισμό για το ανωτέρω παράπτωμα. Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Γ. Τσιμέκας, όμως, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Βασικό κανόνα για την οργάνωση της διοικητικής, όπως και κάθε άλλης δίκης, αποτελεί η αρχή της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής αυτής ή της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων, η οποία απορρέει από την – θεμελιώδη για την ορθή απονομή του δικαίου – αρχή της ισότητας των διαδίκων. Για την αποτελεσματική δε άσκηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, δεν αρκεί το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση και να εκφράζουν τη θέση τους επί των εκατέρωθεν υποβληθέντων ισχυρισμών, αλλά απαιτείται αμφότεροι οι διάδικοι να λαμβάνουν γνώση και να τοποθετούνται και επί των προσκομιζομένων από τους αντιδίκους τους εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων ερείδονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αυτοί στηρίζουν τους ισχυρισμούς τους∙ διότι, άλλως, αν δηλαδή δεν λάβουν, και μάλιστα εγκαίρως, γνώση των υποβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία λαμβάνει υπόψη του ο δικαστής και επί των οποίων πρόκειται να στηρίξει την απόφασή του, δεν τους παρέχεται η δυνατότητα ελέγχου και αποτελεσματικής αμφισβήτησης στοιχείων που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της δίκης κατά παράβαση των αρχών της δίκαιης δίκης και της εκατέρωθεν ακροάσεως. Έκφραση της αρχής αυτής, αποτελούν, κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διεξαγόμενη δίκη, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες εν προκειμένω διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 33 παρ. 1 του π.δ 18/1989, οι οποίες επιβάλλουν, αντιστοίχως, την υποβολή υπομνημάτων από τους διαδίκους έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση και τη διεξαγωγή της συζήτησης αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αποβλέπουν στην αποφυγή αιφνιδιασμού τόσο των διαδίκων όσο και του Δικαστηρίου και εφαρμόζονται αδιακρίτως είτε πρόκειται περί ακυρωτικής είτε περί ουσιαστικής διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ερμηνευόμενες υπό το φως των ανωτέρω αρχών, έχουν την έννοια ότι αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκομίζονται με υπόμνημα την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου, όπως εν προκειμένω οι επίμαχες ιατρικές βεβαιώσεις, προσκομίζονται απαραδέκτως και δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο∙ καθόσον η τυχόν, κατ’ εκτίμηση αυτών, έκδοση απόφασης θα παραβίαζε τόσο τις προεκτεθείσες διατάξεις -η πρώτη από τις οποίες άλλωστε ρητώς απαγορεύει την υποβολή υπομνήματος έξι μέρες πριν από τη συζήτηση- όσο -ενόψει του ότι θα έθετε σε μειονεκτική θέση τη διάδικη αρχή σύμφωνα με τα ανωτέρω- και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής μόνο μεταξύ των διαδίκων αλλά αφορά και τη σχέση του δικαστή με τους διαδίκους, υπό την έννοια ότι ο δικαστής οφείλει να μεριμνά για την ίση από μέρους του Δικαστηρίου μεταχείρισή τους. Περαιτέρω δε, κατά την ίδια γνώμη, αφού τα ανωτέρω προσκομιζόμενα στοιχεία (βλ. σκέψη 9) δεν αφορούν το χρονικό διάστημα αδικαιολόγητης απουσίας της προσφεύγουσας για το οποίο αυτή τιμωρήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση (15.9.2014 έως 30.10.2014), αλλά προγενέστερα (έτη 2012-2013) και μεταγενέστερα (έτη 2016-2018) χρονικά διαστήματα απουσίας αυτής από την υπηρεσία, τα στοιχεία αυτά δεν είναι κρίσιμα για την εν προκειμένω στοιχειοθέτηση της πειθαρχικής της ευθύνης, ούτε άλλωστε αποδεικνύεται από αυτά ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα για το οποίο τιμωρήθηκε η κατάστασή της ήταν τόσο σοβαρή ώστε να βρίσκεται σε αδυναμία να προσέλθει στην υπηρεσία της και να μην έχει πειθαρχική ευθύνη (ΣτΕ 1417/2018, 1514/2017, 136/2016).
Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος του παραδεκτού της υποβολής υπομνήματος και εγγράφων προς απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών σε χρονικό διάστημα μικρότερο των έξι (6) ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς και των λοιπών κριθέντων ζητημάτων, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η υπόθεση, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την παρέμβαση του Υπουργού Υγείας.
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.