Ι. Συνοπτική παρουσίαση των νομοθετικών μεταβολών που υπέστη η διάταξη του άρθρου 66 ΚΠΣΣ.

Το άρθρο 66 π.δ/τος 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, εφεξής ΚΠΣΣ) ρυθμίζει τα της αμφισβητήσεως της νομιμότητας των πράξεων κανονισμού συντάξεων τόσο εξωδίκως, ήτοι στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής διοίκησης, όσο και δικαστικώς, ήτοι με την εγκαθίδρυση ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου).

Έτσι, τυχόν σφάλματα τα οποία εμφιλοχώρησαν κατά την έκδοση πράξης κανονισμού (ή και άρνησης κανονισμού) σύνταξης δύναται να αρθούν κατόπιν της τήρησης προβλεπόμενης στο άρθρο 66 ΚΠΣΣ διαδικασίας είτε αυτεπαγγέλτως από την συνταξιοδοτικώς δρώσα Διοίκηση είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου, ανάλογα με την ειδικότερη περίπτωση.

Το άρθρο 66 ΚΠΣΣ στην αρχική του μορφή (2007) όριζε ότι κατά της πράξεως κανονισμού συντάξεως, που εκδιδόταν από τον Τμηματάρχη της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών, ασκείτο ένσταση, ήτοι ενδικοφανής προσφυγή, ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠΚΣ). Νομιμοποιούμενοι προς άσκηση της ένστασης ορίζονταν αφενός ο έχων έννομο συμφέρον (δικαιούχος) εντός έτους από της κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης πράξης σ’ αυτόν και αφετέρου ο οικείος Διευθυντής. Ο τελευταίος ασκούσε την ένσταση είτε πριν από την εκτέλεση της πράξης είτε, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, για τους ακόλουθους λόγους : α) αν η πράξη στηριζόταν σε ψευδείς καταθέσεις ή πλαστά δικαιολογητικά και τα περιστατικά αυτά προέκυπταν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα, β) αν κατά την έκδοση της πράξεως εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και γ) εφόσον δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της πράξεως.

Στη συνέχεια, με το άρθρο 6 του ν. 4002/2011 προβλέφθηκε ότι κατά της πράξης κανονισμού συντάξεως, που πλέον εκδιδόταν από τον οικείο Διευθυντή, ασκείτο ένσταση είτε από τον έχοντα έννομο συμφέρον εντός έξι μηνών από της κοινοποιήσεως είτε από το Διευθυντή Δειγματοληπτικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών «για εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων», χωρίς να ορίζεται ως προς τον τελευταίο προθεσμία. Εισήχθη δε, επιπροσθέτως, μια σημαντική καινοτομία-αλλαγή στη διαδικασία εκδόσεως των συνταξιοδοτικών πράξεων. Ενώ παγίως, κατά το μέχρι τότε (2011) ισχύον νομοθετικό καθεστώς, οι όποιες μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών πράξεων στο πλαίσιο της διοίκησης διενεργούντο, κατόπιν ασκήσεως ενστάσεως, μόνο από ιεραρχικά ανώτερο όργανο (ήτοι την ΕΕΠΚΣ), προβλέφθηκε πλέον, για πρώτη φορά, ότι το εκδόσαν την πράξη όργανο μπορούσε να τη διορθώσει (ακριβέστερα ανακαλέσει) αυτεπαγγέλτως «χωρίς περιορισμό από προθεσμία» αν συνέτρεχαν οι προαναφερθέντες τρεις λόγοι (πλαστά-ψευδή δικαιολογητικά, πλάνη περί τα πράγματα, πλάνη περί το δίκαιο).

Τέλος, με το ήδη ισχύον άρθρο 2 του ν. 4151/2013 επήλθαν οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

  • καταργήθηκε η ΕΕΠΚΣ του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία αποφαίνετο επί των ενδικοφανών προσφυγών – ενστάσεων,
  • καταργήθηκε το ενδοδιοικητικό στάδιο της ένστασης και πλέον όποιος αμφισβητεί τη νομιμότητα της πράξεως κανονισμού ασκεί έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και
  • Όσον αφορά δε στο εκδόσαν την πράξη όργανο προβλέπεται ότι δύναται αφενός μεν να διορθώσει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως του διοικουμένου, τυπικό ή ουσιαστικό στοιχείο της πράξεως, αφετέρου δε να ανακαλέσει την πράξη, εφόσον συντρέχει μία εκ των κατωτέρω προϋποθέσεων : α) κανονίσθηκε σύνταξη χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, β) η πράξη στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις ή πλαστά δικαιολογητικά και τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα και γ) κατά την έκδοση της πράξεως εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα.
                    ΕΣ

              2379/2020

Σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κ.Π.Σ.Σ., όπως αυτό ισχύει μετά το άρθρο 2 του ν. 4151/2013, Α΄103: «(…) 2. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου: α) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της πράξης (…) 4. Το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη μπορεί, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, να προβεί στη διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής, είτε αυτεπάγγελτα, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της, εφόσον διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις. Η διόρθωση γίνεται με την έκδοση τροποποιητικής πράξης. (…) 6. Οι πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, καθώς και τις διατάξεις της παραγράφου 4 υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται από τον Υπουργό Οικονομικών και από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον εντός εξήντα (60) ημερών από την έκδοσή τους ή την κοινοποίησή τους αντίστοιχα». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με τις διατάξεις του ν. 4151/2013 επήλθαν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) καταργήθηκε η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία αποφαίνετο επί των ενδικοφανών προσφυγών – ενστάσεων, β) καταργήθηκε το ενδοδιοικητικό στάδιο της ένστασης και πλέον όποιος αμφισβητεί τη νομιμότητα της πράξεως κανονισμού ασκεί έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γ) όσον αφορά στο εκδόσαν την πράξη όργανο προβλέπεται ότι δύναται να προβεί στη διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας, εφόσον, μεταξύ άλλων, διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις (πρβλ. Ολομ. Ελ. Συν. 190/2016, ΙΙΙ Τμ. Ελ. Συν. 789/2019).

 

ΙΙ. Διόρθωση πράξης κανονισμού σύνταξης (66 παρ. 4 ΚΠΣΣ).

Το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη κανονισμού σύνταξης μπορεί, χωρίς περιορισμό[1] από προθεσμία, να προβεί στη διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής, είτε αυτεπάγγελτα οποτεδήποτε είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της, εφόσον διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις. Η διόρθωση γίνεται με την έκδοση τροποποιητικής πράξης.

 

ΙΙΙ. Ανάκληση πράξης κανονισμού σύνταξης (66 παρ. 4 ΚΠΣΣ).

Το όργανο που εξέδωσε την πράξη μπορεί να ανακαλέσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε, χωρίς περιορισμό[2] από προθεσμία, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις :

α) με την πράξη αυτή κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις,

β) η πράξη κανονισμού στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή

γ) αν εμφιλοχώρησε κατά την έκδοση της πράξης κανονισμού πλάνη περί τα πράγματα.

Αντιθέτως, μόνη η διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών που έλαβε υπόψη το οικείο συνταξιοδοτικό όργανο κατά την έκδοση της πράξης δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των καθιερούμενων με την προαναφερόμενη διάταξη λόγων ανακλήσεως των συνταξιοδοτικών πράξεων.

 

ΙV. Σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 4 ΚΠΣΣ.

Η δυνατότητα της συνταξιοδοτικώς δρώσας Διοίκησης να διορθώσει ή να ανακαλέσει την πράξη κανονισμού σύνταξης για τις τασσόμενες κάθε φορά προϋποθέσεις χωρίς ωστόσο να κωλύεται από χρονικά όρια («χωρίς περιορισμό από προθεσμία»), ανατρέποντας τοιουτοτρόπως διαμορφωθείσες (ακόμη και για μακρό χρόνο) νομικές και πραγματικές καταστάσεις ήγειρε ζητήματα συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 4 ΚΠΣΣ. Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμ. 606/2015 του τρίτου Τμήματος του ΕλΣυν, η ως άνω διάταξη εκρίθη αντισυνταγματική, με το ειδικότερο σκεπτικό ότι η σχετική ρύθμιση, με την οποία επιτρέπεται η απρόθεσμη διόρθωση ή ανάκληση της πράξεως κανονισμού συντάξεως από το εκδόσαν όργανο ύστερα από επανεκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών, είναι αντίθετη προς την απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, που επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως και ότι συνακολούθως μόνο στην περίπτωση που μεσολάβησαν δόλιες ενέργειες του διοικουμένου η απρόθεσμη ανάκληση είναι νόμιμη. Κατόπιν της παραπομπής του ζητήματος στην Ολομέλεια του ΕλΣυν εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 190/2016 με την οποία εκρίθησαν τα ακόλουθα :

             ΟλΕΣ

            190/2016

Η πράξη κανονισμού συντάξεως κατά τον τύπο αποτελεί ατομική πράξη της ενεργού διοικήσεως, που η έκδοσή της προβλέπεται μόνο σε τυπικό νόμο (βλ. άρθρο 74 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά το οποίο η απονομή συντάξεως δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης) ο οποίος υποβάλλεται στη Βουλή από τον Υπουργό Οικονομικών κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος), κατά δε το περιεχόμενό της συνιστά ισόβια περιοδική χρηματική παροχή που βαρύνει καταρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό και καταβάλλεται σε φυσικά πρόσωπα, χωρίς την παροχή υπηρεσιών από αυτά, είτε βάσει της αρχής της ανταποδοτικότητας και ιδίως ένεκα των υπηρεσιών που τα πρόσωπα αυτά προσέφεραν επί μακρό χρόνο στη δημόσια διοίκηση είτε για λόγους προστασίας ή πρόνοιας. Είναι βεβαίως αληθές ότι, αν και η πράξη κανονισμού συντάξεως αποτελεί ατομική διοικητική πράξη, υπό το αρχικό καθεστώς ισχύος των διατάξεων του π.δ. 169/2007 καθώς και υπό το προϊσχύσαν αυτού νομοθετικό καθεστώς, δεν καταλείπετο έδαφος εφαρμογής των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των  διοικητικών πράξεων. Τούτο διότι υφίσταντο ειδικές διατάξεις για τον έλεγχο της νομιμότητάς τους, καθόσον, στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής διοίκησης το αρμόδιο όργανο (Διευθυντής ή Τμηματάρχης) απεκδύετο, από της εκδόσεως της πράξης κανονισμού, κάθε περαιτέρω αρμοδιότητας, η δε σχετική πράξη μπορούσε να μεταρρυθμισθεί μόνο κατόπιν ασκήσεως ενστάσεως (ενδικοφανούς προσφυγής) ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠΚΣ). Κατόπιν όμως των τροποποιήσεων που επήλθαν με τους προαναφερθέντες ν. 4002/2011 και 4151/2013 και προεχόντως με την κατάργηση της ΕΕΠΚΣ, – που ήταν το δευτεροβάθμιο όργανο το οποίο είχε την αρμοδιότητα να μεταρρυθμίζει την πράξη κανονισμού συντάξεως στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής διοίκησης -, οι πράξεις αυτές μπορούν να μεταρρυθμισθούν μόνο από το όργανο που τις εξέδωσε. Επομένως, μη υπαρχούσης πλέον ειδικής διοικητικής διαδικασίας για τη μεταρρύθμισή τους, καθίσταται πρόδηλο ότι και οι πράξεις αυτές, ως ατομικές διοικητικές πράξεις, υπόκεινται, ως προς την ανάκλησή τους, στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Στο πλαίσιο δε αυτό τυγχάνει εξεταστέο το ζήτημα εάν η αρμοδιότητα του εκδόσαντος αυτές οργάνου να τις ανακαλεί χωρίς περιορισμό από προθεσμία για πλάνη περί τα πράγματα ή πλάνη περί το δίκαιο έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης  του διοικουμένου.

VI.  Επειδή, η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη διοίκηση όχι μόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεών της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνομη πράξη, αποκαθιστώντας με τον τρόπο αυτό τη νομιμότητα. Από την άλλη βέβαια πλευρά, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου  και η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών διοικητικών πράξεων υπέρ του καλόπιστου διοικουμένου. Σύνθεση των εν λόγω αλληλοσυγκρουόμενων συνταγματικών αρχών συνιστούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, σε περίπτωση που είναι παράνομες, εντός ευλόγου χρόνου από της εκδόσεώς τους. Άλλωστε, με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 διαλαμβάνεται ότι ο εντός της πενταετίας από της εκδόσεως της πράξεως χρόνος θεωρείται εύλογος για την ανάκληση της παράνομης ατομικής διοικητικής πράξεως, ενώ το εύλογο του πέραν της πενταετίας χρονικού διαστήματος εκτιμάται κατά περίπτωση από τη διοίκηση και τελικώς από τα δικαστήρια. Η ρύθμιση δε ότι η πενταετία θεωρείται εύλογος χρόνος για την ανάκληση της παράνομης πράξεως, παρά τις επιφυλάξεις μέρους της επιστήμης, έχει κριθεί παγίως από τα Δικαστήρια ότι δεν είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, θεωρουμένου ότι εναπόκειται στον νομοθέτη, κατόπιν σταθμίσεως των δύο αλληλοσυγκρουομένων συνταγματικών αρχών (νομιμότητας και εμπιστοσύνης), η επιλογή της θεσπιστέας ρυθμίσεως, ενώ το χρονικό αυτό διάστημα (πενταετία) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπερμέτρως μεγάλο.

VIΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 4, όπως ισχύει, του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εντασσόμενη στο πλαίσιο των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανακλήσεως των ευμενών πλην παράνομων διοικητικών πράξεων, δεν κρίνεται καταρχήν ως αντίθετη προς το Σύνταγμα και ειδικότερα προς την αρχή  της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.  Στην διάταξη βέβαια αυτή δεν τίθεται κάποιο απώτατο και περιοριστικό χρονικό όριο για την ανάκληση της τυχόν παράνομης πράξεως κανονισμού. Πλην όμως, στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και της προστασίας του καλόπιστου διοικουμένου, δεν είναι ανεκτή η απρόθεσμη και χωρίς χρονικούς περιορισμούς ανάκληση από τη διοίκηση των ευμενών διοικητικών πράξεων. Συνακολούθως, η παράλειψη του νομοθέτη να θέσει χρονικά όρια ως προς την ανάκληση των τυχόν παράνομων πράξεων κανονισμού συντάξεως θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968. Επομένως, το εκδόν την πράξη όργανο δύναται να ανακαλεί την παράνομη πράξη κανονισμού συντάξεως εντός πενταετίας από της εκδόσεώς της, ενώ όσον αφορά στο πέραν της πενταετίας χρονικό διάστημα θα πρέπει να σταθμίζονται οι συντρέχουσες κάθε φορά περιστάσεις που στοιχειοθετούν το εύλογο της ανακλήσεως της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεως, εκτιμωμένου προεχόντως, όσον αφορά μεν στο μέλλον, την αρχή της νομιμότητας και ότι η σύνταξη αποτελεί ισόβια περιοδική χρηματική παροχή, όσον αφορά δε στον χρόνο ενάρξεως των αποτελεσμάτων της ανακλήσεως την ίδια τη φύση της συντάξεως, η οποία αποτελεί, καταρχήν, συνέχεια του μισθού και χορηγείται για την αξιοπρεπή διαβίωση του συνταξιούχου

Περαιτέρω, με νεότερη νομολογία του το ΕλΣυν αφενός παγίωσε την ως άνω νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 66 παρ. 4 ΚΠΣΣ κρίνοντας ότι η διάταξη αυτή επέχει εφαρμογή και στις πράξεις που εξεδόθησαν πριν την τροποποίηση που εισήγαγε ο ν.4151/2013, αφετέρου διάνθισε τους λόγους ανάκλησης μιας πράξης κανονισμού σύνταξης κρίνοντας ως συμπληρωματικά εφαρμοζόμενες και στο συνταξιοδοτικό δίκαιο τις γενικές αρχές ανάκλησης. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, ερειδόμενο στις γενικές αρχές ανάκλησης, αναγνώρισε ως λόγους ανάκλησης πράξης κανονισμού σύνταξης, πέραν εκείνων που καθιερώνονται στη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 4 ΚΠΣΣ, και τη συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος και την διαπίστωση δόλιας ενέργειας του διοικουμένου, επισημαίνοντας όμως ότι στην περίπτωση αυτή απαιτείται ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του οικείου οργάνου ως προς την διαπίστωση της συνδρομής των λόγων αυτών στην εκάστοτε κρινόμενη υπόθεση.

              ΕλΣυν ΙΙ

             340/2018

ΙΙ. Α. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Κ.Π.Σ.Σ., π.δ. 166/2000 – Α΄ 153, ήδη 169/2007 – A΄210) παρέχει διαχρονικά στο άρθρο 66 τη δυνατότητα αμφισβήτησης των συνταξιοδοτικών πράξεων όχι μόνο στους έχοντες σχετικό έννομο συμφέρον, αλλά και στο εκάστοτε προβλεπόμενο όργανο της συνταξιοδοτικής Διοίκησης, αρχικά μέσω του διοικητικού μέσου της ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) και ήδη μέσω της αυτεπάγγελτης ανάκλησης των ίδιων πράξεων από το όργανο που τις εξέδωσε. Ειδικότερα, η μέχρι την ισχύ του ν. 4151/2013 (Α΄ 103/29.4.2013)  προβλεπόμενη ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (παρ. 1 και 2 άρθρου 66) ασκείτο χωρίς περιορισμό από προθεσμία, αν α) η πράξη στηριζόταν σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προέκυπταν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση η βούλευμα, β) είχε εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα, γ) είχε κανονισθεί σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή μεγαλύτερη από αυτή που καθόριζε ο νόμος (παρ. 3 άρθρου 66). Πέραν της ανωτέρω διαδικασίας ενδοδιοικητικής αμφισβήτησης των πράξεων συνταξιοδοτικού περιεχομένου, προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180/22.8.2011) και η δυνατότητα αυτεπάγγελτης «διόρθωσης» (ακριβέστερα ανάκλησης) της πράξης από το ίδιο το εκδώσαν αυτήν όργανο, επίσης χωρίς περιορισμό από προθεσμία και εφόσον συνέτρεχαν οι ανωτέρω υπό στοιχ. α΄ έως γ΄ λόγοι. Επακολούθησε, τέλος, ο ν. 4151/2013, με το άρθρο 2 του οποίου, αφενός καταργήθηκε η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων και η ενώπιον αυτής ασκούμενη ένσταση (παρ. 1.α. και 2.β.), αφετέρου αναδιαμορφώθηκε το κωδικοποιούμενο στο άρθρο 66 σύστημα αμφισβήτησης των πράξεων αυτών ως εξής: «2.α. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκειται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου: α) από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της πράξης και β) χωρίς περιορισμό από προθεσμία, από τον Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων i) αν κατά το διενεργούμενο έλεγχο, διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων ή ii) αν η πράξη που προσβάλλεται στηρίζεται σε ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή σε ψευδή έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, εφόσον τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή βούλευμα ή iii) αν εμφιλοχώρησε πλάνη για τα πράγματα ή iv) αν με την πράξη που προσβάλλεται κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή μεγαλύτερη από αυτή που καθορίζει ο νόμος. 2.β. … 3. Το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη μπορεί, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, να προβεί στη διόρθωση οποιουδήποτε τυπικού ή ουσιαστικού στοιχείου αυτής, είτε αυτεπάγγελτα, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, είτε μετά την υποβολή σχετικής αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίησή της, εφόσον διαπιστώσει ότι κατά την έκδοση της πράξης εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι σχετικές συνταξιοδοτικές διατάξεις. Η διόρθωση γίνεται με την έκδοση τροποποιητικής πράξης. Το ανωτέρω όργανο μπορεί να ανακαλέσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, αν με την πράξη αυτή κανονίστηκε σύνταξη χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, καθώς και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων ii και iii της προηγούμενης παραγράφου. Η ανάκληση γίνεται με την έκδοση ανακλητικής πράξης. …Οι πράξεις που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, υπόκεινται στα ένδικα μέσα της παραγράφου 2. 4. …». Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, η δυνατότητα οργάνου της συνταξιοδοτικής Διοίκησης να ενεργοποιήσει μεταβολή του περιεχομένου της συνταξιοδοτικής πράξης, χωρίς περιορισμό από προθεσμία, ενέχει μια διαχρονικότητα, υπό την έννοια ότι, χωρίς να μεταβάλλονται οι λόγοι για τους οποίους θέλησε ο νομοθέτης να υφίσταται η ευχέρεια αυτή (ψευδείς καταθέσεις κ.λπ., πλάνη περί τα πράγματα, μη συνδρομή προϋποθέσεων για κανονισμό σύνταξης), μεταβλήθηκε ο τρόπος  επέλευσης του επιδιωκόμενου από αυτόν αποτελέσματος (ακύρωση, τροποποίηση πράξης), το οποίο, ενώ αρχικά μπορούσε να επιτευχθεί μέσω ένστασης ενώπιον δευτεροβάθμιου διοικητικού οργάνου (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) και, στη συνέχεια, με συντρέχουσα δυνατότητα «διόρθωσης» της πράξης από πρωτοβάθμιο όργανο, ήδη (μετά την κατάργηση της Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) μπορεί να επιφέρει μόνο η αυτεπάγγελτη ανάκληση της πράξης από το ίδιο το όργανο που την εξέδωσε. Ως εκ του διαχρονικού, συνεπώς, χαρακτήρα της ευχέρειας ανατροπής, από μέρους της Διοίκησης, των αποτελεσμάτων ευμενών συνταξιοδοτικών πράξεων για τους περιοριστικά προβλεπόμενους ανωτέρω λόγους, οι νεότερες ρυθμίσεις περί ανακλήσεως καταλαμβάνουν και πράξεις που είχαν εκδοθεί υπό το νομοθετικό καθεστώς της ενστάσεως, η μη δυνατότητα πλέον εφαρμογής του οποίου, λόγω της ολοσχερούς καταργήσεως της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., δεν μπορεί να οδηγήσει και σε ανεφάρμοστο της διαχρονικής βούλησης του νομοθέτη να επιτρέπει τη μετά από μακρό χρόνο αμφισβήτηση των πράξεων που πάσχουν από τις περιοριστικά οριζόμενες στις κείμενες διατάξεις πλημμέλειες. Στις πλημμέλειες δε αυτές συγκαταλέγονται, περαιτέρω, τόσο η πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον, στην περίπτωση αυτή, η διαπίστωση ορισμένης κατάστασης ή η συνδρομή ή έλλειψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών αποτελεί κατά νόμο προϋπόθεση έκδοσης της ανακαλουμένης πράξης ή νόμιμο στοιχείο κρίσης για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της (βλ. ΣτΕ 1535/2017, 1931/2015), όσο και η μη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για τον κανονισμό σύνταξης. Αντίθετα, μόνη η διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών που έλαβε υπόψη το οικείο συνταξιοδοτικό όργανο κατά την έκδοση της πράξης δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των καθιερούμενων με τις προαναφερόμενες διατάξεις λόγων ανακλήσεως των συνταξιοδοτικών πράξεων, όπως, άλλωστε, αντιστοίχως, συμβαίνει και στο πλαίσιο των γενικών αρχών περί ανακλήσεως των λοιπών διοικητικών πράξεων (βλ. ΣτΕ 1624/2012, 3492/2000). Η θέσπιση των προαναφερόμενων ρυθμίσεων βρίσκει κατ’ αρχήν έρεισμα στην αρχή της νομιμότητας, η οποία αποκαθίσταται όταν η Διοίκηση (εν προκειμένω η συνταξιοδοτική) προβαίνει στην ανάκληση της παράνομης (ατομικής) συνταξιοδοτικής πράξης, διαπιστώνοντας τη συνδρομή ενός εκ των ανωτέρω νόμιμων λόγων ανακλήσεως. Δεδομένου, όμως, ότι στον αντίποδα της αρχής της νομιμότητας, βρίσκεται η, συνταγματικής περιωπής, αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία επιτρέπει τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών πράξεων υπέρ του καλόπιστου διοικουμένου, εκείνου δηλαδή που δεν συνέπραξε με δόλιες ενέργειες στην έκδοση της παράνομης συνταξιοδοτικής πράξης, καθώς και ότι σύνθεση των ανωτέρω αλληλοσυγκρουόμενων αρχών αποτελούν οι γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες και οι ευμενείς, πλην παράνομες, διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοσή τους (βλ. ΣτΕ 2403/1997 Ολομ., 435/2016, 3979/2015, 3150/2014, 2245/2013, 1624/2012, 2414/2011 κ.ά), ως τέτοιου νοουμένου, σε κάθε περίπτωση, του γενικώς οριζόμενου με το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 (Α΄ 12) χρόνου πενταετίας από την έκδοση της πράξης, η παράλειψη θέσπισης από το συνταξιοδοτικό νομοθέτη απώτατου χρονικού ορίου εντός του οποίου μπορεί επιτρεπτώς να λάβει χώρα ανάκληση παράνομης συνταξιοδοτικής πράξης θεραπεύεται, όπως έχει κριθεί (βλ. ad hoc Ολομ. Ε.Σ. 190/2016), με τη συμπληρωματική εφαρμογή των ανωτέρω γενικών αρχών και στο συνταξιοδοτικό δίκαιο (πρβλ. ΣτΕ 110/2014). Στο μέτρο αυτό, η παράνομη (για τους προβλεπόμενους μόνο λόγους) συνταξιοδοτική πράξη είναι ελεύθερα ανακλητή από το όργανο που την εξέδωσε εντός πενταετίας από της εκδόσεώς της, ενώ η νομιμότητά της μετά το πέρας της πενταετίας ανάκλησης κρίνεται κατόπιν σταθμίσεως των συντρεχουσών κάθε φορά περιστάσεων (πρβλ. ΣτΕ 2485, 2245/2013, 612/2012, 3906, 2541/2008, 2919/2007), εκτιμωμένων ιδίως, στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού δικαίου, της φύσης της σύνταξης ως ισόβιας περιοδικής χρηματικής παροχής, αλλά και της χορήγησής της χάριν της εξασφάλισης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του συνταξιούχου. Η ανάκληση, ωστόσο, δεν κωλύεται από την παρέλευση μακρού χρόνου, όταν επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή όταν η έκδοση της ανακαλούμενης πράξης οφείλεται σε δόλια ενέργεια του διοικουμένου. Περί της συνδρομής, όμως, λόγων δημοσίου συμφέροντος ή δόλιας ενέργειας του διοικουμένου απαιτείται ειδικώς αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 3468/2011, 3269/2010, 4026, 3906/2008, 3557/2007, 227/2006).

              ΕλΣυν

             789/2019

9. Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης υπαγορεύεται από την αρχή της νομιμότητας και σκοπεί στην κατ’ αρχήν αναδρομική εξαφάνιση αυτής από τότε που εκδόθηκε και στην αποκατάσταση της νομικής κατάστασης που ίσχυε πριν από την έκδοσή της (ΣτΕ 3667/1992, 1931/2015). Σύμφωνα με τις γενικές αρχές ανάκλησης των διοικητικών πράξεων, οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, εφόσον είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοσή τους. Ειδικότερα, κατά το άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968, όταν η ανάκληση χωρεί εντός πέντε ετών από την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης συντελείται κατ’ αρχήν εντός ευλόγου χρόνου, χωρίς πάντως να ορίζεται από τη διάταξη αυτή ότι μετά την πάροδο της πενταετίας η ανάκληση γίνεται πέραν του ευλόγου χρόνου και ότι επομένως απαγορεύεται. Εάν η πάροδος χρόνου μεγαλύτερου της πενταετίας υπερβαίνει τον εύλογο για την ανάκληση χρόνο, είναι ζήτημα που κρίνεται από το Δικαστήριο κατά περίπτωση αναλόγως των συγκεκριμένων εκάστοτε συνθηκών. Η ανάκληση, ωστόσο, είναι επιτρεπτή χωρίς χρονικό περιορισμό, όταν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής, επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή όταν η έκδοση της ανακαλούμενης πράξης οφείλεται σε δόλια ενέργεια του διοικουμένου (σχετ. ΣτΕ 3047/2002, 2541/2008, 612, 2616, 2695/2012, 3357/2017). Περαιτέρω, στο ειδικότερο σύστημα του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, το διοικητικό μέτρο της ανάκλησης των παράνομων συνταξιοδοτικών πράξεων υποδέχεται η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 4 αυτού, εντασσόμενη στο πλαίσιο των ως άνω γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου περί ανάκλησης των ευμενών πλην παράνομων διοικητικών πράξεων. Σύμφωνα με την λόγω διάταξη, επιτρέπεται η ανάκληση συνταξιοδοτικής πράξης από το εκδόν αυτή όργανο χωρίς περιορισμό προθεσμίας, εφόσον συντρέχει κάποιος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στη διάταξη αυτή λόγους, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο κανονισμός σύνταξης χωρίς τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων. Η παράλειψη του νομοθέτη να θέσει χρονικά όρια ως προς την ανάκληση των τυχόν παράνομων συνταξιοδοτικών πράξεων θεραπεύεται με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου μόνου του α.ν.261/1968. Επομένως, το εκδόν την πράξη όργανο δύναται να ανακαλεί την παράνομη πράξη κανονισμού σύνταξης εντός πενταετίας από την έκδοσή της, ενώ για το πέραν της πενταετίας χρονικό διάστημα πρέπει να σταθμίζονται οι συντρέχουσες κάθε φορά περιστάσεις που στοιχειοθετούν το εύλογο της ανάκλησης της ευμενούς για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξης. Ειδικότερα, πρέπει να εκτιμάται προεχόντως, όσον αφορά μεν στο μέλλον, η αρχή της νομιμότητας και το ότι η σύνταξη αποτελεί ισόβια περιοδική χρηματική παροχή, το κόστος της οποίας βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό, όσον αφορά δε στον χρόνο έναρξης των αποτελεσμάτων της ανάκλησης, η ίδια η φύση της σύνταξης που αποτελεί, κατ’ αρχήν, συνέχεια του μισθού και χορηγείται για την αξιοπρεπή διαβίωση του συνταξιούχου (βλ. ΕλΣ Ολ. 190/2016). Κατά τη σχετική στάθμιση πρέπει, ενόψει και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, να διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που υπηρετείται με την ανάκληση παράνομης συνταξιοδοτικής πράξης και της προστασίας των δικαιωμάτων του θιγόμενου συνταξιούχου, έτσι ώστε η βλάβη που επέρχεται σ’ αυτόν να μην είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από το όφελος για το δημόσιο συμφέρον (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 15.9.2009 Moscal κατά Πολωνίας σκ. 51-52, 70, 72 επ., ΕλΣ ΙΙ Τμ. 332/2017, 1176/2018).

 

V. Αίτηση επανεξέτασης πράξης κανονισμού σύνταξης (66 παρ. 7, 8 ΚΠΣΣ).

Υποθέσεις για συντάξεις που κρίθηκαν οριστικά και τελεσίδικα με τη διαδικασία των παραγράφων 1 έως και 7 του άρθρου 66 ΚΠΣΣ (δηλ ακόμη κι αν έχει ασκηθεί έφεση και έχει εκδοθεί απόφαση), μπορούν να επαναφερθούν για εξέταση σε πρώτο βαθμό με αίτηση των ενδιαφερομένων (αίτηση επανεξέτασης) ή του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων, εφόσον αυτοί επικαλούνται :

α) αντίθετη αμετάκλητη απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκδόθηκε μετά τη χρονολογία έκδοσης της οριστικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται, με ποινή το απαράδεκτο της, σε προθεσμία δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία μεταβάλλεται η νομολογία που αφορά το νομικό ζήτημα της υπόθεσης,

β) έγγραφα για το περιεχόµενο των οποίων δεν έγινε κρίση.

ΠΡΟΣΟΧΗ : Τα οικονομικά αποτελέσματα των πράξεων ή αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης τους. 

                 ΟλΕΣ

              1095/2013

[…] κατά τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση χρόνο, οι πράξεις κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, που υποχρεώνουν το Δημόσιο και τον ενδιαφερόμενο και δεν μπορούν να ανακληθούν ή τροποποιηθούν από τα όργανα που τις εξέδωσαν βάσει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, παρά μόνο να ακυρωθούν ή μεταρρυθμιστούν μέσω της οριζόμενης στις ως άνω διατάξεις διαδικασίας, με την άσκηση δηλαδή των προβλεπόμενων από τις διατάξεις αυτές ενδικοφανών ή ενδίκων μέσων. Συναφώς, από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η επανεξέταση συνταξιοδοτικών υποθέσεων, που έχουν καταστεί οριστικές είτε λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση κατ’ αυτών ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ή έφεσης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε λόγω απόρριψης της ένστασης ή έφεσης που ασκήθηκαν κατ’ αυτών. Μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, ύστερα από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου, η επανεξέταση από τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα συνταξιοδοτικών υποθέσεων που έχουν καταστεί οριστικές, εφόσον γίνεται επίκληση είτε επιγενόμενης μεταβολής του νομικού καθεστώτος που διέπει την υπόθεσή του, είτε μεταγενέστερης απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως καθ’ ερμηνεία των ίδιων διατάξεων αντίθετα το νομικό ζήτημα που αφορά την υπόθεσή του, είτε, τέλος, νέων κρίσιμων εγγράφων, εγγράφων δηλαδή που μπορούν να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή στη θεμελίωση ή στην έκταση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος και τα οποία προϋπήρχαν της οικείας (οριστικής) συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης ή βεβαιώνουν πραγματικά περιστατικά προγενέστερα αυτών. Από αυτά παρέπεται ότι, πλην των ως άνω ειδικώς απαριθμούμενων περιπτώσεων, απαραδέκτως υποβάλλονται ή επαναφέρονται για νέα κρίση ενώπιον των συνταξιοδοτικών οργάνων αιτήματα, με τα οποία αμφισβητείται αμέσως ή εμμέσως η νομιμότητα πράξεων κανονισμού, ανακαθορισμού ή αναπροσαρμογής συντάξεων, που έχουν περαιωθεί οριστικώς είτε γιατί δεν ασκήθηκαν κατ’ αυτών τα προβλεπόμενα στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ενδικοφανή ή ένδικα μέσα (ένσταση ή έφεση), είτε γιατί τα ασκηθέντα κατ’ αυτών ενδικοφανή ή ένδικα μέσα απορρίφθηκαν. Σε κάθε περίπτωση πάντως τα συνταξιοδοτικά δεδομένα καθίστανται οριστικά με την παρέλευση της οριζόμενης στο άρθρο 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα ετήσιας προθεσμίας, που αρχίζει, όταν μεν εκδίδεται συνταξιοδοτική πράξη από την κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο, όταν δε δεν εκδίδεται τέτοια πράξη (παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας) από την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου προς τη συνταξιοδοτική διοίκηση στις περιπτώσεις που, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω (σκέψη ΙΙΙ), δεν τάσσεται από το νόμο ορισμένη προθεσμία για να προβεί αυτή στις νόμιμες ενέργειες.

               ΟλΕλΣυν

             1798/2018

7.  Κατά την έννοια όλων των ως άνω διατάξεων (66 παρ. 7 και 8 ΚΠΣΣ) το δικαίωμα προς απονομή συντάξεως κρίνεται μόνον άπαξ και δεν συγχωρείται η επάνοδος στα ήδη κριθέντα αφότου η σχετική πράξη του αρμοδίου συνταξιοδοτικού οργάνου καταστεί οριστική, μετά την εξάντληση των προβλεπομένων ενδικοφανών ή ενδίκων μέσων ή την παρέλευση απράκτων των προθεσμιών που ορίζονται στο νόμο για την άσκησή τους, εφόσον το αίτημα στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία και δεν υφίσταται διαφορετικό αντικείμενο για έρευνα. Κατ’ εξαίρεση, η επανεξέταση συνταξιοδοτικής υποθέσεως, που κρίθηκε µε πράξη της αρµόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία κατέστη κατά τα ανωτέρω οριστική, είναι επιτρεπτή μόνο στις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόµενος είτε επικαλείται την έκδοση αποφάσεως αντιθέτου περιεχοµένου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είτε προσκοµίζει, με την αίτησή του, νέα κρίσιµα για την υπόθεση έγγραφα. Ειδικότερα ως «νέα έγγραφα», η επίκληση των οποίων στηρίζει κατά νόμο αίτηση εξετάσεως σε πρώτο βαθμό υποθέσεως, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί συνταξιοδοτική πράξη, απορριπτική αίτησης απονομής σύνταξης σε διαζευγμένη θυγατέρα επειδή υφίστατο ενεργός ασφαλιστικός δεσμός, θεωρούνται εκείνα τα οποία δύνανται να ασκήσουν ουσιώδη επιρροή επί του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της αιτούσας, υπό την έννοια ότι η έρευνά τους θα οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, και τα οποία είτε προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης και ήταν άγνωστα ή ανέφικτη η προσαγωγή τους, είτε προέκυψαν μεν μετά την έκδοση αυτής, αλλά βεβαιώνουν πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται μέχρι το χρόνο επαγωγής του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αφού αυτός είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί εάν ο ασφαλιστικός δεσμός είναι ενεργός (βλ. Ολ. Ελ. Συν. 3/2014, 1095/2013, 1908/2009, 2400/2005, 729/1999, 317, 870/1998, πρβλ. Ολ. Ελ. Συν. 1070/2002, 158/2005 κ.α.). Μειοψήφησαν η Πρόεδρος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και η Σύμβουλος Αργυρώ Μαυρομμάτη, οι οποίες διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: ως «νέα έγγραφα», η επίκληση των οποίων στηρίζει, κατά νόμο, αίτηση εξέτασης σε πρώτο βαθμό υπόθεσης, για την οποία έχει ήδη εκδοθεί συνταξιοδοτική πράξη, θεωρούνται εκείνα από τα οποία προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα του αιτούντος, υπό την έννοια ότι η έρευνά τους θα οδηγούσε σε διαφορετικό αποτέλεσμα (Ολ. Ελ. Συν. 1908/2009, 2360/2007).

[1] Υπό την επιφύλαξη όμως της άσκησης έφεσης ενώπιον του αρμοδίου συνταξιοδοτικού Τμήματος του ΕλΣυν, οπότε και κατ’ άρθρο 66 παρ. 6 εδ. γ’ ΚΠΣΣ εξαντλείται η δικαιοδοσία του συνταξιοδοτικού φορέα.

[2] Υπό την επιφύλαξη όμως της άσκησης έφεσης ενώπιον του αρμοδίου συνταξιοδοτικού Τμήματος του ΕλΣυν, οπότε και κατ’ άρθρο 66 παρ. 6 εδ. γ’ ΚΠΣΣ εξαντλείται η δικαιοδοσία του συνταξιοδοτικού φορέα.