I. Το θεσμικό πλαίσιο άσκησης της αίτησης για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
I.1. Νομιμοποιούμενοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 53, νομιμοποιούμενος προς άσκηση αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση είναι οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 ΕΣΔΑ. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών.
I.2. Αρμόδιο σχηματισμός.
Σύμφωνα με το άρθρο 54, η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) των διοικητικών εφετείων, ανατίθεται σε Πρόεδρο Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (γ) των διοικητικών πρωτοδικείων, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
I.3. Προθεσμία άσκησης της αίτησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 55, η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής.
Ο αιτών δεν μπορεί να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση για υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία έλαβε χώρα σε προηγούμενο βαθμό δικαιοδοσίας, με αφορμή την κατάθεση αίτησης για καθυστέρηση δίκης από ανώτερο δικαστήριο.
II.4. Τρόπος άσκησης της αίτησης – ελάχιστο περιεχόμενο.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 55 και 56 παρ. 3, η αίτηση:
- κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση
- κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος, με κάθε πρόσφορο μέσο στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
- περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας εκείνου που την ασκεί, χρονολογία, υπογραφή, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό τηλεφώνου ή του τηλεομοιοτύπου (φαξ) του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Περαιτέρω, η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του πδ 18/89 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τέλος, η αίτηση συνοδεύεται και από παράβολο ποσού ύψους 200€ (κατατιθέμενο ως και την ημέρα της συζήτησης).
- Απαραίτητο ελάχιστο περιεχόμενο της αιτήσεως είναι η μνεία των ακόλουθων στοιχείων : (α) το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, (β) οι αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, (γ) συνοπτική περιγραφή ανακύψαντων νομικών ή πραγματικών ζητημάτων (δ) λήψη θέσης ως προς την πολυπλοκότητα αυτών και (ε) σαφές και ορισμένο αίτημα, το οποίο μπορεί να συνίσταται είτε απλά στη διαπίστωση της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, είτε στην χρηματική του ικανοποίηση, οπότε και στην τελευταία αυτή περίπτωση πρέπει να ορίζεται και ορισμένα το αιτούμενο ποσό επί ποινή απαραδέκτου του αιτήματός του.
I.5. Διαδικασία.
Σύμφωνα με το άρθρο 56, μετά την άσκηση της αίτησης ορίζεται, με πράξη του Προέδρου, ο δικαστής που θα την εξετάσει καθώς και η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η πράξη αυτή κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών,
Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Με την έκθεση το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση.
I.6. Κριτήρια διαπίστωσης της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Σύμφωνα με το άρθρο 57, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής:
α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία παραπονείται ότι η διάρκεια της υπερέβη την εύλογη διάρκεια, δηλαδή κατά πόσον υπήρξε παρελκυστική (αν υπεβλήθησαν αιτήματα αναβολών),
β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων (συνεκτιμάται και το γεγονός αν τα τιθέμενα ζητήματα εκκρεμούσαν ενώπιον επταμελούς ή Ολομελείας ή η διαδικασία είχε ανασταλεί κατ’ άρθρο 1 ν. 3900/2010),
γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών (ιδίως τη μη ή την καθυστερημένη αποστολή φακέλου),
δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
Εφόσον διαπιστωθεί, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται εν συνεχεία για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως :
(α) την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου. Η λήξη της περιόδου δεν υπολογίζεται από την καθαρογραφή της απόφασης αλλά από τη δημοσίευσή της εκτός κι αν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη από την καθυστερημένη καθαρογραφή της απόφασης.
(β) την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης.
Ως προς τον υπολογισμό του επιδικαζόμενου ποσού χρηματικής ικανοποίησης, τούτο θα πρέπει να είναι εύλογο κατά συνεκτίμηση προς το βιωτικό επίπεδο της χώρας και τις τυχόν δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες κατά το χρόνο εκδίκασης της αίτησης.
I.7. Απόφαση.
Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, ανερχόμενη έως και το πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου, εάν δε απορριφθεί ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη, το ποσό της δαπάνης μπορεί να ανέλθει έως και το δεκαπλάσιο του ύψους του παραβόλου.
Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο.
Σύμφωνα με το άρθρο 58, η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες, περί εντάλματος πληρωμής, διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται μετά την παρέλευση των έξι (6) μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών.
II. Αιτιολογική έκθεση επί των άρθρων 53 – 58 ν. 4055/2012.
«Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η οποία συνήθως προκαλείται από προβλήματα συστημικού χαρακτήρα αναγόμενα στην οργάνωση των εθνικών δικαιοδοτικών συστηµάτων, αποτελεί την πιο συχνή παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για την Προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) µε πάγια νοµολογία έχει αποφανθεί ότι το ανωτέρω πρόβληµα θίγει την αποτελεσµατική απονοµή δικαιοσύνης και απειλεί το δικαίωµα ουσιαστικής πρόσβασης σε αυτήν. Επισηµαίνει επίσης, ότι ο µεγάλος όγκος προσφυγών µε αντικείµενο την καθυστέρηση των εθνικών δικών βάλλει κατά της δικής του αποτελεσµατικής λειτουργίας και ενδέχεται να υπονοµεύσει το κύρος του. Τα κράτη – µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης καλούνται να αντιµετωπίσουν τις καθυστερήσεις ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων µε εθνικά µέσα, σύµφωνα µε την αρχή της επικουρικότητος, η οποία επιβάλλει η προστασία των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου να εξασφαλίζεται καταρχάς σε εθνικό επίπεδο και να ελέγχεται επικουρικά από το ΕΔΔΑ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου µε αποφάσεις του έχει νοµολογήσει ότι το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ εγγυάται την ύπαρξη στο εσωτερικό δίκαιο προσφυγής η οποία εξασφαλίζει στον ενδιαφερόµενο την πραγµατική άσκηση των δικαιωµάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Σύµβαση. Η προσφυγή αυτή πρέπει να είναι αποτελεσµατική, χωρίς τούτο να σηµαίνει ότι η έκβασή της πρέπει να είναι πάντοτε ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα, η «αρχή» δε από την οποία εξετάζεται η προσφυγή δεν απαιτείται να είναι δικαστήριο αλλά µπορεί να είναι διοικητικό όργανο υπό την προϋπόθεση ότι οι εγγυήσεις που το περιβάλλουν και οι εξουσίες που του έχουν ανατεθεί εξασφαλίζουν την αποτελεσµατικότητα της προσφυγής (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Kudla κατά Πολωνίας της 26 Οκτωβρίου 2000, Κόντη Αρβανίτη κατά Ελλάδος της 10-4-2003, Δακτυλίδη κατά Ελλάδος της 27-3-2003 ιδίως παρ. 47). Έχει επίσης κριθεί ότι αποτελεσµατική είναι η προσφυγή κατά το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ και στην περίπτωση που έχει αποζηµιωτικό και µόνον χαρακτήρα για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, που σηµειώθηκε στα εθνικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση υποθέσεων (βλ. απόφαση ΕΔΔΑΔ Scordino κατά Ιταλίας Μείζονα Σύνθεση, της 29-3-2006).
Μέχρι σήµερα έχουν εκδοθεί σε βάρος της χώρας µας πάνω από 245 καταδικαστικές αποφάσεις που διαπιστώνουν παραβιάσεις των άρθρων 6 παρ.1 και 13 της ΕΣΔΑ συνολικά για όλα τα δικαστήρια (δικαίωµα για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρό νου και δικαίωµα σε εθνική προσφυγή για προβολή και αποκατάσταση του εν λόγω παραπόνου, αντίστοιχα). Από τις υποθέσεις αυτές 158 περίπου υποθέσεις δηλαδή το µεγαλύτερο ποσοστό αφορούν τις δίκες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συµβουλίου Επικρατείας. Οι λοιπές αφορούν δίκες ενώπιον των πολιτικών (39) και ποινικών δικαστηρίων (48). Η πολιτεία έχει καταβάλει ήδη σηµαντικά ποσά που έχουν επιδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου επί προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιόν του για δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των προσφευγόντων από την καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεων τους. Παρατηρείται δε προοδευτική αύξηση των επιδικαζοµένων αποζηµιώσεων τα τελευταία έτη, λόγω του σηµαντικού αριθµού των υποθέσεων που άγονται ενώπιον του Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου για παραβίαση των άρθρων 6 παρ.1 και 13. Αρκεί να σηµειωθεί, προκειµένου να γίνει κατανοητό το µέγεθος του προβλήµατος, ότι τα δύο τρίτα των ελληνικών υποθέσεων για τις οποίες διαπιστώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου παραβιάσεις της ΕΣΔΑ αφορούν την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και την έλλειψη αποτελεσµατικής προσφυγής (Επί των εκκρεµών ενώπιον της Επιτροπής Υπουργών µε τα τελευταία στοιχεία αποτελούν το 57%). Ενδεικτικά δε αναφέρεται ότι τα έτη 2010-2011 κατεβλήθησαν 4.000.000 ευρώ περίπου ως δίκαιη ικανοποίηση και µάλιστα στην συντριπτική πλειοψηφία για ηθική βλάβη, αφού σπανίως υφίσταται αιτιώδης συνάφεια µεταξύ υλικής ζηµίας και υπερβάσεως του ευλόγου χρόνου.
Παρά τις σηµαντικές πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί τα τελευταία χρόνια και ιδίως µε τον τελευταίο ν. 3900/2010 για την επιτάχυνση των ρυθµών απονοµής της δικαιοσύνης, εξακολουθεί να παραµένει σοβαρό πρόβληµα της πολιτείας για την απονοµή της δικαιοσύνης. Ήδη, στις 21.12.2010 εκδόθηκε σε βάρος της χώρας µας η πρώτη απόφαση- πιλότος (προσφυγή 50973/08 Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδος) µε την οποία διαπιστώνεται αφενός παραβίαση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συµβουλίου της Επικρατείας, αφετέρου η ύπαρξη συστηµικού προβλήµατος, λόγω του µεγάλου αριθµού των υποθέσεων, στις οποίες διαπιστώνεται παρόµοια παραβίαση ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και του Συµβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή καλείται το Ελληνικό Κράτος να υιοθετήσει, εντός έτους από της τελεσιδικίας της, ήτοι µέχρι 21.3.2012, αποτελεσµατική προσφυγή ή συνδυασµό προσφυγών σε εθνικό επίπεδο για την αντιµετώπιση του προβλήµατος, σύµφωνα µε τα κριτήρια της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου.
Η υποχρέωση συµµόρφωσης προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου απορρέει ιδίως από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, που παρακολουθείται δυνάµει της ίδιας διάταξης από την Επιτροπή Υπουργών του Συµβουλίου της Ευρώπης. Εν όψει των ανωτέρω, επιβάλλεται η Ελληνική Πολιτεία να θεσµοθετήσει τις απαραίτητες διαδικασίες για την εξέταση και αντιµετώπιση της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης από εθνικά όργανα χωρίς την ανάγκη προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου. Το Συµβούλιο της Ευρώπης µε την Σύσταση CM/Rec (2010) προτρέπει τα κράτη – µέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία νοµοθετικά µέτρα για τη διεξαγωγή των εθνικών δικών εντός ευλόγου χρόνου, εξασφαλίζοντας για τις διαδικασίες που έχουν υπερβεί τα χρονικά αυτά περιθώρια την αποκατάσταση των ενδιαφεροµένων µε εθνικά µέσα. Αν και ο στόχος παραµένει η ταχεία απονοµή της δικαιοσύνης, η αποκατάσταση αυτή µπορεί να είναι και χρηµατική, σύµφωνα και µε τη σχετική νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου σε περίπτωση διαπίστωσης υπέρβασης του ευλόγου χρόνου της διαδικασίας (Scordino1 ό.α., ιδίως παρ.186, 187 και την πιλοτική απόφαση Αθανασίου παρ. 54). Η εκδίκαση των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί βεβαίως µέληµα ενός κράτους δικαίου, στοιχείο του οποίου είναι η ταχεία απονοµή της δικαιοσύνης που ενδιαφέρει πρωτίστως τους Έλληνες πολίτες και τους εν γένει εµπίπτοντες στην δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Η απονοµή της δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρόνου και η υιοθέτηση προσφυγής ή συνδυασµού προσφυγών για την αποκατάσταση, κατά κύριο λόγο, της ηθικής βλάβης των διαδίκων, και κάθε άλλης ζηµίας που τελεί σε άµεση αιτιώδη συνάφεια µε την υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, πλην του Δηµοσίου, των δηµοσίων νοµικών προσώπων όταν ασκούν δηµόσια εξουσία και της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε περίπτωση υπέρβασης του ευλόγου χρόνου της διαδικασίας, µε βάση τα κριτήρια της νοµολογίας του ΕΔΔΑ, σε εθνικό επίπεδο λόγω της αρχής της επικουρικότητος που διέπει την Ευρωπαϊκή Σύµβαση, συµβάλλει σηµαντικά στην πολιτική εικόνα της χώρας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αλλά και µε την κρατούσα αντίληψη της νοµολογίας του ΕΔΔΑ (βλ. ιδίως Cochiarella κατά Ιταλίας, απόφαση της µείζονος Σύνθεσης της 29.3.2006) οδηγεί σε ορθολογισµό των επιδικαζοµένων απαζηµιώσεων για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της διαδικασίας (Βλ. πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ Gordana ADZI-SPIRKOSKA και άλλοι κατά της ΦΥΡΟΜ της 3.11.2011). Η δίκαιη ικανοποίηση σε εθνικό επίπεδο δεν µπορεί να είναι κατώτερη του 66% του ποσού που θα χορηγούσε το ΕΔΔΑ σε παρόµοιες υποθέσεις. Αντιθέτως αποζηµίωση 20% του ποσού αυτού δεν είναι συµβατό µε την σύµβαση (Jakupovic κατά Κροατίας της 31.7.2007).
Η πρόβλεψη προσφυγής δεν προδικάζει µια ευνοϊκή οπωσδήποτε εξέλιξη για τον προσφεύγοντα. Όµως η προσφυγή πρέπει να είναι αποτελεσµατική, ώστε είτε να µπορεί να αποτρέψει την προβαλλόµενη παραβίαση ή την συνέχισή της, είτε να µπορεί να αποκαταστήσει την προκληθείσα βλάβη στον ενδιαφερόµενο από την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσής του και απορρέει, όπως έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ, (Apicella και Scordino κατά Ιταλίας, της 29.3.2006 της Μείζονος Σύνθεσης) από τα αισθήµατα άγχους, που του προκαλούνται από την αβεβαιότητα του χρόνου έκβασης της υποθέσεώς του. Ως προς την περαιτέρω ζηµία η αγωγή αποζηµίωσης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ µπορεί να αποτελεί επαρκές ένδικο βοήθηµα για την αποκατάστασή της (Τσουκαλάς κατά Ελλάδος της 22.7.2010, Βλ. αντίθ. απόφ. Vasiliadis της 3-2-2011,αρ. προσφ.7487/08).
Με το παρόν σχέδιο καθιερώνεται αίτηση δίκαιης ικανοποίησης (εύλογης χρηµατικής αποκατάστασης) των διαδίκων για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, όπως αυτή έχει ερµηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, η οποία εξετάζεται στα πλαίσια της εθνικής έννοµης τάξης και εποµένως δεν απαιτείται προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου. Την αί τηση µπορούν να ασκήσουν όλοι οι διάδικοι που έλαβαν µέρος στη δίκη, εξαιρουµένων του Δηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δηµοσίων νοµικών προσώπων, τα οποία δεν είναι φορείς δικαιώµατος άσκησης προσφυγής, κατά το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι πρόκειται για οργανισµούς που ασκούν δηµόσια εξουσία. Με την αίτηση οι διάδικοι προβάλλουν ότι η διαδικασία καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριµένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγµατικών και νοµικών ζητηµάτων που ανέκυψαν στη δίκη.».