2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται στην Ολομέλεια με την από 29.10.2019 πράξη της Προέδρου του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση της «Σύμβασης Παραχώρησης του Έργου της Μελέτης, Κατασκευής, Χρηματοδότησης, Λειτουργίας, Συντήρησης και Εκμετάλλευσης του Νέου Διεθνούς Αερολιμένα Ηρακλείου Κρήτης και Μελέτης – Κατασκευής και Χρηματοδότησης των Οδικών του Συνδέσεων», που κυρώθηκε με το ν. 4612/2019 (Α΄ 77) καθώς και «κάθε άλλης διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, εκδοθείσας συναφώς ή στο πλαίσιο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας συνάψεως της εν λόγω συμβάσεως».
3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει με προφανές έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς η παραχωρησιούχος ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “….”.
4. Επειδή, ο 9ος κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο αιτών, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως. Συνεπώς, ως προς αυτόν η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, κατ’ άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
5. Επειδή, η όγδοη εκ των αιτούντων δεν νομιμοποιήθηκε με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989, όπως ισχύει, τρόπους και συνεπώς, ως προς αυτήν, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
6. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινόμενη αίτηση από τους λοιπούς αιτούντες, δεδομένου ότι, κατά τα προσκομισθέντα από αυτούς στοιχεία, τα μεν πρώτα δύο σωματεία έχουν ως καταστατικούς σκοπούς, μεταξύ άλλων, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής του Δήμου Καστελλίου Ηρακλείου Κρήτης και ήδη Δήμου Μινώα Πεδιάδας, τα δε φυσικά πρόσωπα φέρονται ως μόνιμοι κάτοικοι επίσης στην ευρύτερη περιοχή εγκαταστάσεως του έργου (Δήμοι Μινώα Πεδιάδας και Ηρακλείου) και ισχυρίζονται ότι επαπειλούνται κίνδυνοι για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος από την κατασκευή και λειτουργία του αεροδρομίου και της οδικής του σύνδεσης. Όλοι δε οι ανωτέρω αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, εφ’ όσον προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, ερειδόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την ….2009 απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Πολιτισμού και Μεταφορών και Επικοινωνιών (α.ε.π.ο.) εγκρίθηκαν ενιαίως οι περιβαλλοντικοί όροι “για τον Νέο Αερολιμένα Καστελίου στο Νομό Ηρακλείου Κρήτης και την οδική του σύνδεση με το Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης και την οδό Ηρακλείου – Μάρθας”, με ισχύ έως 31.12.2019. Επακολούθησε περιβαλλοντική διερεύνηση για τη μείωση του μήκους του διαδρόμου απογείωσης αεροσκαφών, και κατόπιν εκπονήσεως ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης, αποφασίστηκε από την Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ ότι δεν απαιτείτο τροποποίηση της α.ε.π.ο. του έργου (σχετ. το οικ…..2011 έγγραφο). Αιτήσεις ακυρώσεως που άσκησαν κατά της ανωτέρω απόφασης (α.ε.π.ο.) περιβαλλοντικά σωματεία και κάτοικοι της περιοχής, μεταξύ των οποίων και κάποιοι από τους ήδη αιτούντες, ασκώντας το κατά το Σύνταγμα και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, απορρίφθηκαν με τις 2939-2940/2017 αποφάσεις επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Ακολούθως, μετά την κήρυξη ως άγονου προηγούμενου διαγωνισμού, με την από …2014 διακήρυξη προκηρύχθηκε νέος διεθνής ανοικτός διαγωνισμός για την υλοποίηση του έργου της μελέτης, κατασκευής, χρηματοδότησης, λειτουργίας, συντήρησης και εκμετάλλευσης του Νέου Διεθνούς Αερολιμένα Ηρακλείου Κρήτης και Μελέτη – Κατασκευή και Χρηματοδότηση των Οδικών του Συνδέσεων, o οποίος ολοκληρώθηκε με την ανακήρυξη ως αναδόχου της ένωσης προσώπων «…» με διακριτικό τίτλο «…» (βλ. την υ.α. ….14.9.2018), τα μέλη της οποίας, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη της διακήρυξης, συνέστησαν ανώνυμη εταιρεία κατά το Ελληνικό Δίκαιο, με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «….». Κατά τη δημοπράτηση του έργου, το Δημόσιο προέβη σε τροποποιήσεις των τεχνικών παραμέτρων του έργου στα τεύχη της, οι οποίες αποτέλεσαν στη συνέχεια αντικείμενο του υποβληθέντος από την Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων/ Κατασκευής Έργων με Σύμβαση Παραχώρησης Πελοποννήσου και Βορείου Ελλάδος (Ε.Υ.Δ.Ε./ΚΕΣΠ Π&ΒΕ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων με α.π. …7.9.2017 φακέλου τροποποιήσεως (…), κατ’ άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 4014/2011. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη μελέτη τροποποιήσεως της α.ε.π.ο. το έργο στο σύνολό του, κατατάσσεται στην υποκατηγορία Α1 της κατηγορίας Α΄, «α/α 24: Αερολιμένες εμπορικής και επιβατικής κίνησης» της υπουργικής απόφασης …/2016 (….) “Τροποποίηση και κωδικοποίηση της ΥΑ 1958/2012 – Κατάταξη δημοσίων και ιδιωτικών έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες”, τα επιμέρους δε στοιχεία του ανήκουν στην 1η ομάδα «Έργα χερσαίων και εναέριων μεταφορών». Κατά την ειδικότερη κατάταξή τους η οδική σύνδεση προς Χερσόνησο αποτελεί αυτοκινητόδρομο και κατατάσσεται στην υποκατηγορία Α1, ενώ η οδική σύνδεση προς Αρκαλοχώρι αποτελεί υπεραστική αρτηρία (κατηγορίας ΑΙΙ κατά ΟΜΟΕ-ΛΚΟΔ) και κατατάσσεται στην υποκατηγορία Α2. Στις 21.02.2019 υπεγράφη μεταξύ αφενός του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών και αφετέρου της ως άνω εταιρείας (ήδη παρεμβαίνουσας) και εκ τρίτου των εταιρειών – αρχικών μετόχων αυτής, Σύμβαση Παραχώρησης του Έργου. Η σύμβαση αυτή ενσωματώνει όλες τις προβλέψεις και τις ρυθμίσεις των τευχών δημοπράτησης του έργου, με βάση τις οποίες είχε διενεργηθεί ο διεθνής διαγωνισμός για την ανάδειξη του αναδόχου. Το αντικείμενο της συμβάσεως περιλαμβάνει α) τη μελέτη – κατασκευή – χρηματοδότηση – λειτουργία – συντήρηση και εκμετάλλευση του Νέου Διεθνούς Αερολιμένα Ηρακλείου Κρήτης στην περιοχή Καστελλίου του Δήμου Μινώα Πεδιάδος της Περιφέρειας Κρήτης (Π.Ε. Ηρακλείου), το οποίο χωροθετείται σε επαφή με το στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Καστέλι και το οποίο θα λειτουργεί παράλληλα με αυτό, προς αντικατάσταση του εν λειτουργία Διεθνούς Αερολιμένα Ηρακλείου “Ν. Καζαντζάκη” που βρίσκεται στην περιοχή της Αλικαρνασσού και β) τη μελέτη, κατασκευή και χρηματοδότηση των οδικών προσβάσεων σύνδεσης του Αεροδρομίου με το Βόρειο και Νότιο Οδικό Άξονα Κρήτης, δηλαδή αφενός του νέου κλειστού αυτοκινητοδρόμου μήκους 18 χλμ. περίπου, διατομής δύο (2) λωρίδων ανά κατεύθυνση και λωρίδα πολλαπλών χρήσεων με διαχωρισμένο οδόστρωμα για τη σύνδεση του αεροδρομίου με το Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης (Β.Ο.Α.Κ.) στην περιοχή της Χερσονήσου και αφετέρου της οδικής σύνδεσης, μήκους 6 χλμ. περίπου διατομής μίας (1) λωρίδας ανά κατεύθυνση με Λωρίδα Πολλαπλών Χρήσεων χωρίς διαχωρισμένο οδόστρωμα, από το Αεροδρόμιο μέχρι τον άξονα Ηράκλειο – Αρκαλοχώρι – Βιάννος, για τη σύνδεση με το Νότιο Οδικό Άξονα Κρήτης (Ν.Ο.Α.Κ.), (άρθρο 4.2 της συμβάσεως). Κατά τους όρους της συμβάσεως (βλ. άρθρα 6 και 7), η παραχωρησιούχος εταιρεία αναλαμβάνει πλήρως την υποχρέωση και τους κινδύνους χρηματοδότησης του έργου, καθώς και τον κίνδυνο των εσόδων ή άλλως τον κυκλοφοριακό κίνδυνο του έργου. Το Δημόσιο, πέραν της χρηματοδοτικής συμβολής του στη δαπάνη κατασκευής του έργου, δεν αναλαμβάνει άλλο κίνδυνο, πέραν του κινδύνου της μη έγκαιρης παράδοσης του χώρου εκτέλεσης του έργου και της μη τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεών του. Η διάρκεια ισχύος της συμβάσεως αρχίζει από την ημερομηνία υπογραφής της και λήγει μετά την πάροδο τριάντα επτά (37) ετών από την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης, στα οποία περιλαμβάνεται η περίοδος παραχώρησης τριάντα πέντε (35) ετών και η περίοδος εγγυήσεως δύο (2) ετών (άρθρα 5.5. και 5.6 της συμβάσεως). Η Σύμβαση Παραχώρησης υλοποιείται σε δύο διαδοχικά επίπεδα και συγκεκριμένα: α. Πρώτο επίπεδο: Από την υπογραφή της Συμβάσεως, υλοποιούνται οι ενέργειες των συμβαλλομένων που απαιτούνται για την επίτευξη της Ημερομηνίας Έναρξης Παραχώρησης και επιπλέον το Δημόσιο δικαιούται να ζητήσει από τον Παραχωρησιούχο να εκτελέσει “πρόδρομες εργασίες” (άρθρο 5.7) από την ημερομηνία υπογραφής της Συμβάσεως μέχρι την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης, όπως έρευνες, μελέτες, το κόστος των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% του Τιμήματος Μελετών – Κατασκευών. β. Δεύτερο Επίπεδο: Με την εξαίρεση των προθεσμιών που άρχονται από την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης Παραχώρησης, η Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης αποτελεί σημείο αφετηρίας όλων των προθεσμιών που αναφέρονται στη Σύμβαση (άρθρο 5.2.5). Ειδικότερα, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση αυτή, το Δημόσιο αναθέτει στην Εταιρεία το ως άνω Έργο (άρθρο 4.1). Έναντι της μεταβίβασης στο Δημόσιο εκ μέρους των Αρχικών Κοινών Μετόχων των μετοχών τους στην Εταιρεία που αντιστοιχούν στο Προσφερόμενο Ποσοστό Μετοχικού Κεφαλαίου που σύμφωνα με την Προσφορά ανέρχεται σε 45,90% του Μετοχικού Κεφαλαίου, το Δημόσιο παραχωρεί ως αντάλλαγμα στην Εταιρεία το Αποκλειστικό Δικαίωμα Εκμετάλλευσης του Έργου, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις της Σύμβασης, που συνίσταται στο αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης του Αεροδρομίου και της Ζώνης Εμπορικών Χρήσεων, περιλαμβανομένων του δικαιώματος παραχώρησης Δικαιωμάτων Αεροδρομίου, του δικαιώματος να καθορίζει, επιβάλει και εισπράττει Τέλη Αεροπορικών Δραστηριοτήτων και Έσοδα Μη Αεροπορικών Δραστηριοτήτων και της εκμετάλλευσης κάθε άλλης νόμιμης χρήσης που συνδέεται με την ανάπτυξη και λειτουργία του Αεροδρομίου και της Ζώνης Εμπορικών Χρήσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια της Περιόδου Παραχώρησης. Η ανωτέρω παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης του έργου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 5.2.1 (b) της συμβάσεως (άρθρο 4.1.1). Επιπλέον του Αποκλειστικού Δικαιώματος Εκμετάλλευσης του Έργου, το Δημόσιο αναλαμβάνει να παράσχει στην Εταιρεία: (i) τη Χρηματοδοτική Συμβολή του, που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των εκατόν ογδόντα εκατομμυρίων (180.000.000) ευρώ, (ii) το δικαίωμα απόληψης του Αναλογούντος Ποσού Τ.Ε.Α.Α. Περιόδου Μελετών – Κατασκευών, (iii) το δικαίωμα απόληψης του Αναλογούντος Ποσού Τ.Ε.Α.Α. Περιόδου Λειτουργίας (άρθρα 4.1.2 και 7.3 της συμβάσεως). Αντιστοίχως, «η Εταιρεία θα καταβάλλει στο Δημόσιο για τα δικαιώματα και τα προνόμια που της παραχωρούνται με την παρούσα Σύμβαση, πρόσθετο αντάλλαγμα που θα αντιστοιχεί σε ποσό ίσο με ποσοστό δύο επί εκατό (2%) επί των συνολικών εσόδων εκμετάλλευσης της Εταιρείας Αεροδρομίου του κάθε οικονομικού έτους της Περιόδου Λειτουργίας του Αεροδρομίου (το “Αντισταθμιστικό Αντάλλαγμα”). […]» (άρθρο 4.1.3.1). Επίσης, «η Εταιρεία αναλαμβάνει να εκτελέσει το Έργο σύμφωνα με τους όρους της παρούσας και των Προσαρτημάτων της. Ειδικότερα, αναλαμβάνει [μεταξύ άλλων] (i) […] (iii) Να εκτελέσει όλες τις Κατασκευές και όσες άλλες εργασίες συμβατικά απαιτούνται μέχρι και τη λήξη της Περιόδου Παραχώρησης, […]» (άρθρο 4.4.1). Κατά τους ορισμούς της συμβάσεως, «Άδεια» είναι κάθε άδεια, συναίνεση, απόφαση, έγκριση ή εξουσιοδότηση, παροχή ή σύνδεση, η οποία απαιτείται σε σχέση με την εκτέλεση του Έργου σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία και η οποία εκδίδεται από το Δημόσιο ή οποιαδήποτε Αρμόδια Αρχή ή οποιονδήποτε Οργανισμό Κοινής Ωφελείας (άρθρο 3.1.1), «Άδεια Ίδρυσης – Κατασκευής Έργου» είναι η άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 14.1 (άρθρο 3.1.2), «Αρμόδια Αρχή» είναι οποιαδήποτε υπηρεσία του Δημοσίου ή κάθε άλλη δημόσια αρχή, οργανισμός ή νομικό πρόσωπο ελεγχόμενο από το Δημόσιο, είτε εθνική, είτε περιφερειακή, δημοτική ή τοπική (περιλαμβανομένου του Δημοσίου αλλά ειδικά εξαιρουμένου κάθε Οργανισμού Κοινής Ωφελείας), η οποία έχει ειδική δικαιοδοσία σχετικά με την εκτέλεση του Έργου (άρθρο 3.1.23), «Εγκεκριμένοι Περιβαλλοντικοί Όροι» είναι οι περιβαλλοντικοί όροι του Έργου όπως αυτοί που περιλαμβάνονται στο Προσάρτημα 2 της παρούσας, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 3.1.66), «Έργο» είναι η μελέτη, χρηματοδότηση, κατασκευή, λειτουργία, συντήρηση, εκμετάλλευση και εγγύηση του Έργου Παραχώρησης και η μελέτη, χρηματοδότηση, κατασκευή και εγγύηση των Τοπικών Έργων, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 2 του Προσαρτήματος 2 της παρούσας (άρθρο 3.1.81), «Έργο Παραχώρησης» ή «Ε.Π.» είναι το κατά φυσική υπόσταση τμήμα του Έργου του οποίου η Εταιρεία έχει την εκμετάλλευση, ως μέρος του Συμβατικού Ανταλλάγματος και το οποίο, περιλαμβανομένης της Κινητής Περιουσίας, είναι ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 3.1.82), «Κατασκευές (του Έργου)» είναι καθετί που, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Παραχώρησης, απαιτείται προκειμένου να μελετηθεί, να κατασκευαστεί, να συντηρείται, να λειτουργεί, να επεκτείνεται, να αναβαθμίζεται και να τελεί υπό εκμετάλλευση το Έργο. Οι κατασκευές διακρίνονται περαιτέρω σε: (i) «Κατασκευές Περιόδου Τ1» που είναι όλες όσες απαιτούνται για την εν γένει πλήρη και άρτια ολοκλήρωση του κατά την φυσική υπόστασή του Έργου. (ii) «Κατασκευές Περιόδου Λειτουργίας Τ2» […]» (άρθρο 3.1.100) «Το κείμενο της παρούσας Σύμβασης … αποτελεί το μόνο σε ισχύ κείμενο της Σύμβασης Παραχώρησης, το οποίο και θα υποβληθεί … για να κυρωθεί με νόμο στο σύνολό του, πλην των Προσαρτημάτων του, με την εξαίρεση του Τμήματος 1 του Προσαρτήματος 1 (Σχέδιο Καταστατικού) και του Προσαρτήματος 12 (Επιτρεπόμενες Χρήσεις Γης)» (άρθρο 3.3.1). «Η Έναρξη της Παραχώρησης τελεί υπό την αίρεση εκπλήρωσης σωρευτικά των ακόλουθων προϋποθέσεων: (a) Εκ μέρους του Δημοσίου: Εντός προθεσμίας πέντε (5) μηνών από την υπογραφή της παρούσας […] 1. της ψήφισης από την Βουλή των Ελλήνων του νόμου, με τον οποίο κυρώνεται η παρούσα Σύμβαση, το Καταστατικό της Εταιρείας και το Προσάρτημα 12 της Σύμβασης Παραχώρησης (Επιτρεπόμενες Χρήσεις Γης), […] και της δημοσίευσης του κυρωτικού αυτού νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (η «Ημερομηνία Δημοσίευσης»), 2. […] 5. της έκδοσης νέας απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν. 4014/2011, ως ισχύει. b) Εκ μέρους της Εταιρείας και των Αρχικών Κοινών Μετόχων: 1. της τροποποίησης του Αρχικού Καταστατικού της Εταιρείας σύμφωνα με τους όρους και εντός της προθεσμίας του άρθρου 9.3.1 της παρούσας. 2. εντός της προθεσμίας που θα ορίσει το Δημόσιο με την έγγραφη γνωστοποίηση του Άρθρου 5.2.2. κατωτέρω: (i) της ικανοποίησης όλων των όρων και προϋποθέσεων για την εκταμίευση ποσών βάσει των Καθορισμένων Δανειακών Συμβάσεων εκτός από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 5.2.1 (a) της παρούσας που αφορούν στο Δημόσιο, […]» (άρθρο 5.2.1). «Η ημερομηνία, κατά την οποία θα διαπιστωθεί και επιβεβαιωθεί εγγράφως από τα Συμβαλλόμενα Μέρη, σύμφωνα με το κείμενο που συμφωνείται στο Τμήμα 3 [σ.σ. Τμήμα 4] του Προσαρτήματος 1 της παρούσας (η «Επιβεβαίωση Πλήρωσης Προϋποθέσεων Άρθρου 5.2.1 της Σύμβασης Παραχώρησης και Άδεια Ίδρυσης και Κατασκευής Αερολιμένα») ότι έχει πληρωθεί το σύνολο των ανωτέρω προϋποθέσεων, περιλαμβανομένης και της Αναπροσαρμογής Χρηματοδοτικής Συμβολής, αποτελεί την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης. Η Επιβεβαίωση Πλήρωσης Προϋποθέσεων Άρθρου 5.2.1 της Σύμβασης Παραχώρησης και Άδεια Ίδρυσης και Κατασκευής Αερολιμένα αποτελεί την Άδεια Ίδρυσης και Κατασκευής του Νέου Διεθνούς Αερολιμένα Ηρακλείου Κρήτης» (άρθρο 5.2.4). «Ανά πάσα στιγμή μετά την υπογραφή της παρούσας και μέχρι την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης το Δημόσιο δικαιούται να ζητήσει από την Εταιρεία, να προβεί σε Κατασκευές Περιόδου Τ1, όπως ιδίως μελέτες και έρευνες σχετικές με το Έργο, καθώς και εργασίες του Άρθρου 13.2 της παρούσας [: για ενδεχόμενη ανεύρεση αρχαιολογικών ευρημάτων πριν από την εκτέλεση Κατασκευών]. Το κόστος των εργασιών αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε στα εκατό (5%) του Τιμήματος Μελετών – Κατασκευών της Προσφοράς.» (άρθρο 5.7.1). «Κατά τη διάρκεια της Περιόδου Παραχώρησης, η Εταιρεία υποχρεούται να συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους που καθορίζονται στους Εγκεκριμένους Περιβαλλοντικούς Όρους του Έργου, […] καθώς και με όλους τους ισχύοντες στην Ελλάδα σχετικούς νόμους περί προστασίας του Περιβάλλοντος (οι «Περιβαλλοντικές Απαιτήσεις»). […]» (άρθρο 11.2.1) «Σύμφωνα με το Άρθρο 5.2.4 της παρούσας το Δημόσιο χορηγεί στην Εταιρεία την Επιβεβαίωση Πλήρωσης των Προϋποθέσεων Άρθρου 5.2.1 της Σύμβασης Παραχώρησης και Άδεια Ίδρυσης – Κατασκευής Αερολιμένα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις της παρούσας Σύμβασης. Με την εξαίρεση τυχόν περαιτέρω περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων που δεν καλύπτονται από τους Εγκεκριμένους Περιβαλλοντικούς Όρους και με την επιφύλαξη των αδειών του Άρθρου 14.2.1 της παρούσας [«αδειών δικτύων οργανισμών κοινής ωφελείας»], καμία άδεια ή έγκριση οποιασδήποτε μορφής του Δημοσίου (περιλαμβανομένης οποιασδήποτε άλλης Αρμόδιας Αρχής) θα απαιτείται να ληφθεί, κατά την Περίοδο Μελετών – Κατασκευών, από την Εταιρεία, τον Κατασκευαστή ή από οποιουσδήποτε υπεργολάβους τους, σε σχέση με τη μελέτη, κατασκευή και ανάπτυξη του Αεροδρομίου, του Οδικού Δικτύου Σύνδεσης και οποιωνδήποτε άλλων Μονίμων ή Προσωρινών Κατασκευών στο Ακίνητο, τις εργασίες στις Περιοχές Άρσης Εμποδίων και τις εργασίες υποδομών στην Ζώνη Εμπορικών Χρήσεων. […]» (άρθρο 14.1). «Μετά την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης και εντός της Πρώτης Τμηματικής Προθεσμίας, η Εταιρεία υποχρεούται να συντάξει και να υποβάλει προς έγκριση στον Ανεξάρτητο Μηχανικό, με κοινοποίηση στο Δημόσιο, το Χρονοδιάγραμμα Εφαρμογής της Περιόδου Μελετών – Κατασκευών (ή «Χρονοδιάγραμμα Εφαρμογής Περιόδου Τ1») που θα προσαρτηθεί στη Σύμβαση Παραχώρησης σε αντικατάσταση του Χρονοδιαγράμματος Περιόδου Μελετών – Κατασκευών της Προσφοράς που προσαρτάται στην παρούσα ως Προσάρτημα 6 […]» (άρθρο 16.1.1.). «17.3.1 Ο Ανεξάρτητος Μηχανικός θα ελέγξει και θα εγκρίνει τις Μελέτες, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση με τα Προσαρτήματά της και τη Σύμβαση Ανεξάρτητου Μηχανικού, […]. 17.3.2 Εντός μηνός από την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης, η Εταιρεία και ο Ανεξάρτητος Μηχανικός θα συμφωνήσουν εγγράφως τυχόν λεπτομέρειες του προβλεπόμενου στη Σύμβαση Ανεξάρτητου Μηχανικού τρόπου υποβολής στον Ανεξάρτητο Μηχανικό των Μελετών και των προθεσμιών εντός των οποίων ο Ανεξάρτητος Μηχανικός θα υποχρεούται να εκδίδει το Πιστοποιητικό Έγκρισης Μελέτης. Η σχετική συμφωνία κοινοποιείται υποχρεωτικά στο Δημόσιο.» (άρθρο 17.3). «Μέσα σε προθεσμία που θα συμφωνηθεί μεταξύ της Εταιρείας και του Ανεξάρτητου Μηχανικού σύμφωνα με το Άρθρο 17.3.2 της παρούσας και θα γνωστοποιηθεί στο Δημόσιο, ο Ανεξάρτητος Μηχανικός οφείλει να εκδώσει και να παραδώσει στην Εταιρεία ένα Πιστοποιητικό Έγκρισης Μελέτης […]. Από την ημερομηνία έκδοσης του Πιστοποιητικού Έγκρισης Μελέτης από τον Ανεξάρτητο Μηχανικό, οι εγκεκριμένες Μελέτες θεωρούνται “καλές προς κατασκευή” και η Εταιρεία δύναται να αρχίσει άμεσα τις σχετικές εργασίες, με την επιφύλαξη του άρθρου 17.4.6 της παρούσας» (άρθρο 17.4.1.). «Με την επιφύλαξη του Άρθρου 5.7.1 της παρούσας, η Εταιρεία δεν δικαιούται να ξεκινήσει την κατασκευή οποιουδήποτε τμήματος των Κατασκευών Περιόδου Τ1, εάν πρώτα δεν έχουν εγκριθεί οι σχετικές Μελέτες που αφορούν στο τμήμα αυτό σύμφωνα με τα Άρθρα 17.3 και 17.4 της παρούσας» (άρθρο 17.6). «Η Εταιρεία θα ολοκληρώσει τις Κατασκευές Περιόδου Τ1 […] (i) Εντός εξήντα (60) μηνών από την Ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης (η «Συνολική Προθεσμία της Περιόδου Μελετών – Κατασκευών» ή η «Συνολική Προθεσμία»), όπως η προθεσμία τυχόν παραταθεί σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Σύμβασης […]» (άρθρο 18.1.1). “Από την έναρξη ισχύος του Κυρωτικού Νόμου, η Σύμβαση διέπεται πρωτίστως από τις διατάξεις του Κυρωτικού Νόμου, οι οποίες ως ειδικές υπερισχύουν κάθε άλλης διάταξης, με την επιφύλαξη των αμέσως εφαρμοστέων διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.” (άρθρο 35.1).
8. Επειδή, στη συνέχεια με το άρθρο πρώτο του ν. 4612/2019 (Α΄ 77/23.5.2019) κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η ανωτέρω Σύμβαση Παραχώρησης, ενώ με το άρθρο δέκατο πέμπτο του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι «1. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν δεν ισχύει. 2. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Όπως βεβαιώνεται δε με το υπ’ αριθ. πρωτ. οικ….3.2.2020 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, μέχρι την ημερομηνία του εγγράφου δεν έχουν επέλθει οι προϋποθέσεις του προπαρατιθέμενου άρθρου 5.2.1 της επίμαχης Σύμβασης Παραχώρησης, ως προς την Έναρξη της Περιόδου Παραχώρησης του υπόψη Έργου. Εξ άλλου, με την υπ’ αριθ. πρωτ. …4.6.2019 απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, εγκρίθηκε δυνάμει του άρθρου 5.7 της επίδικης συμβάσεως, η εκτέλεση πρόδρομων εργασιών από την παραχωρησιούχο εταιρεία που εντάσσονται στις παρακάτω Ομάδες Ομοειδών Εργασιών Διαίρεσης του Έργου: “Β1: Έρευνες – εργασίες σε ποσοστό μέχρι 60% του συνολικού Τιμήματος της Ομάδας Ομοειδών Εργασιών κατά την Προσφορά. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η εκτέλεση των διερευνητικών τομών για τον εντοπισμό των αρχαιολογικών εμποδίων. Β2: Μελέτες σε ποσοστό μέχρι το 15% του συνολικού Τιμήματος της Ομάδας Ομοειδών Εργασιών κατά την Προσφορά. Β3: Εγκατάσταση σε ποσοστό μέχρι το 30% του συνολικού Τιμήματος της Ομάδας Ομοειδών Εργασιών κατά την Προσφορά.” Ήδη δε, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, σε συνέχεια της υποβολής του ΦΤ-2017, λόγω εμφιλοχωρήσεως αλλαγών στο σχεδιασμό του έργου κατά το στάδιο της δημοπράτησής του, εκδόθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 4014/2011, κατά τα προβλεπόμενα και από τη σύμβαση [βλ. άρθρο 5.2.1 (a) περ. 5], η …15.10.2019 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με την οποία τροποποιήθηκαν οι εγκριθέντες με την κ.υ.α. …28.8.2009 περιβαλλοντικοί όροι για τον Νέα Αερολιμένα Καστελίου και την οδική του σύνδεση, προκειμένου να ενσωματωθούν στην απόφαση αυτή οι ως άνω τροποποιήσεις. Κατά τα προκύπτοντα από την απόφαση αυτή, κατά της οποίας ήδη τα αιτούντα φυσικά πρόσωπα έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως (…./2019) που εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, η Διοίκηση διαπίστωσε και στάθμισε ότι οι τροποποιήσεις στον περιβαλλοντικά αδειοδοτημένο σχεδιασμό δεν μεταβάλλουν τα βασικά στοιχεία του έργου, ενώ η εξειδίκευση των παραμέτρων σχεδιασμού των επί μέρους εγκαταστάσεων πραγματοποιείται με τρόπο έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ίδια ή υψηλότερη προστασία του περιβάλλοντος. Εξ άλλου, εν όψει λήξεως της ισχύος των περιβαλλοντικών όρων την 31.12.2019, έχει ήδη υποβληθεί στην αδειοδοτούσα αρχή (ΔΙΠΑ/ΥΠΕΝ), με το υπ’ αριθ. πρωτ. … 31.10.2019 έγγραφο της ΕΥΔΕ Κατασκευών Συγκοινωνιακών Έργων με Σύμβαση Παραχώρησης, φάκελος ανανεώσεως των εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων του έργου, στον οποίο περιλαμβάνεται και η από 24.10.2019 μελέτη για την εν λόγω ανανέωση.
9. Επειδή, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει κριθεί ότι απόκειται στα εθνικά δικαστήρια, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαική ΄Ενωση (ΣΕΕ), να διασφαλίζουν την νομική προστασία που παρέχουν στους πολίτες οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και να κατοχυρώνουν το πλήρες αποτέλεσμα αυτών (βλ. την απόφαση Impact ΔΕΕ απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, C- 441/14, ΔΕΚ απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2007, C- 432/05, Unibet), ενώ το άρθρο 19 παρ.1 ΣΕΕ, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. και ΔΕΕ απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, C- 628/15, The Trustees of the BT Pension Scheme, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, C- 73/16, Puškár, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, C- 685/15, Online Games Handels). Εξάλλου, ελλείψει σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους-μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων και των δικονομικών ρυθμίσεων των ενδίκων προσφυγών που σκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τις οποίες οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο. Προς τούτο, οι δικονομικές ρυθμίσεις δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας). Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τέλος, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., έχει την έννοια ότι πρέπει να παρέχεται στον πολίτη δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (ΔΕΕ απόφαση της 17.7.2014, C-169/14, Morcillo,). ΄Εχει, επίσης, κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. C-128/09 έως C-131/09, C-134/09 και C-135/09, Βoxus κ.λπ.) ειδικώς για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη με αντικείμενο την αμφισβήτηση της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων σχετικών με τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων σε θέματα περιβάλλοντος ότι, για τα σχέδια/έργα που εγκρίνονται είτε με πράξη μη νομοθετικού χαρακτήρα είτε με νομοθετική πράξη που δεν πληροί τις καθοριζόμενες στο άρθρο 1 παρ. 5 της οδηγίας 85/337 (και ήδη άρθρου 1 παρ. 4 της οδηγίας /2011/92) προϋποθέσεις, από το γράμμα του άρθρου 10α της οδηγίας 85/337 (και ήδη άρθρου 11 της οδηγίας 2011/92) συνάγεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν τη δυνατότητα προσφυγής η οποία να καθιστά εφικτή την αμφισβήτηση, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου το οποίο έχει συσταθεί με νόμο, τόσο της ουσιαστικής όσο και της τυπικής νομιμότητας των αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ. Κατά την έννοια δε του ως άνω άρθρου, όταν ένα σχέδιο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών εγκρίνεται με νομοθετική πράξη, το ζήτημα αν η εν λόγω νομοθετική πράξη ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής πρέπει να μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο, υπό το πρίσμα των εθνικών δικονομικών κανόνων, ασκούμενο από δικαστήριο ή άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο που έχει συσταθεί με νόμο· αν υποτεθεί δε ότι δεν προβλέπεται καμία προσφυγή κατά τέτοιας πράξεως, η οποία να εξασφαλίζει τα χαρακτηριστικά και την έκταση του ελέγχου που επισημάνθηκαν ανωτέρω, απόκειται σε κάθε εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται υποθέσεως στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του να ασκεί τον έλεγχο που περιγράφεται στην προηγούμενη περίπτωση και να αντλεί, ενδεχομένως, τις έννομες συνέπειες αφήνοντας ανεφάρμοστη την επίμαχη νομοθετική πράξη.
10. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα άρθρα 95 παρ. 1 (στοιχ. α΄) του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το Σύνταγμα, προβλέποντας με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄, τον ακυρωτικό έλεγχο των πράξεων των διοικητικών αρχών μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως, αποκλείει την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας. Ο αποκλεισμός του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας ισχύει σε κάθε περίπτωση τυπικού νόμου, δηλαδή και εκείνου, ο οποίος δεν θεσπίζει γενικούς κανόνες δικαίου αλλά εισάγει ατομικές ρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, ακόμη και όταν η εκ του νόμου ατομική ρύθμιση έννομης σχέσης ή κατάστασης είναι εξαντλητική και δεν καταλείπεται στην εκτελεστική λειτουργία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, ο ακυρωτικός δικαστής, τηρώντας τον κανόνα του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος, αδυνατεί να ελέγξει ευθέως την υπό μορφή τυπικού νόμου ατομική ρύθμιση. Δύναται, όμως, στην περίπτωση αυτή, εν όψει του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος), μορφή της οποίας είναι και ο κατά το άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ ακυρωτικός έλεγχος, να θεωρηθεί ως παραδεκτώς προσβαλλόμενη κάθε πράξη οργάνου της Διοίκησης, η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στον νόμο, έστω και αν η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σ’ αυτόν. Εξ’ άλλου, η αίτηση ακυρώσεως με την οποία προσβάλλεται ευθέως τυπικός νόμος είναι οπωσδήποτε απαράδεκτη στην περίπτωση κατά την οποία ο τυπικός νόμος περιέχει μεν ατομικές ρυθμίσεις, δεν προβαίνει, όμως, ο ίδιος σε εξαντλητική ρύθμιση της έννομης σχέσης ή κατάστασης, για την οποία πρόκειται, αλλά καταλείπει πεδίο έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων, τις οποίες μπορεί παραδεκτώς να προσβάλει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον και, με τον τρόπο αυτό, να ελεγχθεί από το Δικαστήριο το συνταγματικό κύρος των ρυθμίσεων που περιέχει ο τυπικός νόμος (ΣτΕ Ολομ. 870-73/2018, 2154/2015 πρβλ. ΣτΕ 3976-3982/2009).
11. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση με την οποία ζητείται από τους αιτούντες η ακύρωση των διατάξεων του ν. 4612/2019 (πρώτο άρθρο), με τον οποίο κυρώθηκε η ανωτέρω σύμβαση παραχώρησης, διεπόμενη πλέον από τις ρυθμίσεις του, ασκείται απαραδέκτως. Και τούτο διότι κατά τα προεκτεθέντα ο ακυρωτικός δικαστής αδυνατεί να ελέγξει ευθέως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος, την υπό μορφή τυπικού νόμου ρύθμιση, έστω και αν έχει ατομικό χαρακτήρα. Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο κυρωτικός νόμος εν προκειμένω προσβάλλεται παραδεκτώς προς διασφάλιση αφενός της πλήρους αποτελεσματικότητας της οδηγίας 2011/92/ΕΕ «Για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον» (L 26/2012, εφεξής οδηγία ΕΠΕ, όπως ισχύει) και αφετέρου της απορρέουσας από τα άρθρα 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο της ΣΕΕ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας καθόσον πριν από τη νομοθετική κύρωση της επίδικης σύμβασης παραχώρησης, η οποία επέχει τη θέση “άδειας” για την έναρξη κατασκευής του νέου Αερολιμένα Ηρακλείου και των Οδικών του Συνδέσεων, κατά την αυτοτελή έννοια του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, δεν τηρήθηκε η περιβαλλοντική εθνική και ενωσιακή νομοθεσία. Τα προβαλλόμενα όμως από τους αιτούντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι και υπό την εκδοχή ότι η κυρωθείσα σύμβαση ενέχει την “άδεια”, κατά την αυτόνομη έννοια του άρθρου 1 παρ. 2 στοιχ. γ΄ της οδηγίας ΕΠΕ, την απόφαση, δηλαδή, της αρμόδιας αρχής που παρέχει στον κύριο του έργου το δικαίωμα να πραγματοποιήσει εργασίες στην κατεύθυνση της υλοποίησης τούτου, η οποία (άδεια) έχει ενσωματωθεί δια της κυρώσεως της συμβάσεως στον νόμο, για την επέλευση των δυσμενών για τα δικαιώματα και συμφέροντα των αιτούντων εννόμων συνεπειών των εμπεριεχομένων στο συγκεκριμένο κυρωτικό νόμο ρυθμίσεων καταλείπεται ρητώς πεδίο έκδοσης ατομικών διοικητικών πράξεων (εκτελεστικών του νόμου). Στις τελευταίες συγκαταλέγεται, μεταξύ άλλων, η πράξη με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο, μετά την υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης και έως ότου επέλθει η ημερομηνία έναρξης αυτής, δίδει εντολή στην παραχωρησιούχο εταιρεία να προβεί σε «Πρόδρομες εργασίες» και συγκεκριμένα σε Κατασκευές Περιόδου Τ1, κατ’ άρθρο 5.7.1 της κυρωθείσας συμβάσεως, όπως είναι ιδίως μελέτες και έρευνες σχετικές με το έργο καθώς και εργασίες σχετιζόμενες με αρχαιολογικές έρευνες (άρθρο 13.2), ή η άδεια ίδρυσης – κατασκευής του Έργου, την οποία κατά τους ορισμούς των άρθρων 14.1 και 5.2.4 της κυρωθείσας συμβάσεως χορηγεί το Δημόσιο στην παραχωρησιούχο εταιρεία, αμέσως μετά την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που τάσσονται από το άρθρο 5.2.1. αυτής. Με την προσβολή δε των πράξεων αυτών δύναται, εάν συντρέχουν όλες οι νόμιμες δικονομικές προϋποθέσεις, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως η συμβατότητα των ρυθμίσεων που περιέχει ο τυπικός νόμος με τις ρυθμίσεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου. Εφόσον, επομένως προβλέπεται επίκαιρο στάδιο δικαστικής προστασίας κατά των επίμαχων ρυθμίσεων του προσβαλλόμενου νόμου, το απαράδεκτο ευθείας προσβολής διατάξεων τυπικού νόμου δεν έχει ως συνέπεια να παραβιάζεται το κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δικαίωμα δικαστικής προστασίας ούτε η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τις διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίζουν την ένδικη προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 13.3.2007, C-432/05, Unibet). Περαιτέρω οι αιτούντες, κατ’ επίκληση συναφούς νομολογίας του Δ.Ε.Ε., διατείνονται ότι, εφόσον η απαιτούμενη νέα περιβαλλοντική έγκριση του επίδικου έργου έγινε, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της διοικητικής διαδικασίας, με εθνικό νομοθετικό μέτρο (δηλ. τον κυρωτικό νόμο), το ζήτημα αν η εν λόγω νομοθετική πράξη ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της οδηγίας ΕΠΕ είναι αναγκαίο να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, έστω και αν αυτό συνεπάγεται για το εθνικό δικαστήριο τη μη εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας που απαγορεύει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά νομοθετικής πράξης ή την τροποποίηση της πάγιας εθνικής νομολογίας η οποία δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης. Οι πληττόμενες, όμως, διατάξεις του προσβαλλόμενου κυρωτικού νόμου δεν συνιστούν ούτε υποκρύπτουν, κατά το ουσιαστικό περιεχόμενό τους, την περιβαλλοντική αδειοδότηση του νέου Αερολιμένα όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες. Ειδικότερα, εν προκειμένω η νέα περιβαλλοντική έγκριση του επίμαχου έργου Παραχώρησης, για το οποίο υπήρξε αρχικά εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων με την κ.υ.α. …28.08.2009, που παρέμενε σε ισχύ τόσο κατά το χρόνο διενέργειας της διαγωνιστικής διαδικασίας όσο και κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως και δημοσιεύσεως ακολούθως του κυρωτικού νόμου, δεν έγινε κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της διοικητικής διαδικασίας, με εθνικό νομοθετικό μέτρο (τον κυρωτικό νόμο) αλλά, κατά τα οριζόμενα στο ν. 4014/2011, εκδόθηκε σχετικώς η με αριθ. πρωτ. ….15-10-2019 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Περιβαλλοντικής Πολιτικής του ΥΠΕΝ, με την οποία τροποποιήθηκαν οι αρχικώς εγκριθέντες περιβαλλοντικοί όροι του επίδικου έργου. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, η οποία αποτελεί μια εκ των σωρευτικά απαιτούμενων προϋποθέσεων, που θέτει το άρθρο 5.2.1. της Σύμβασης Παραχώρησης για την έναρξη της Παραχώρησης και την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της και η οποία είναι αυτοτελώς προσβλητή από τους θιγόμενους τρίτους, μπορεί να προβληθούν λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι στο κύρος του κυρωτικού νόμου. Όπως δε έχει ανωτέρω εκτεθεί, σχετική αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων φυσικών προσώπων (με στοιχ. 3-9 στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης) κατ’ αυτής εκκρεμεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο. Όσα δε αντιθέτως προβάλλουν οι αιτούντες πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το ζήτημα αν ο προσβαλλόμενος κυρωτικός της συμβάσεως παραχώρησης νόμος συνιστά, όπως υποστηρίζουν οι αιτούντες, τον “ειδικό νόμο” σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4014/2011 ή την “συγκεκριμένη πράξη εθνικής νομοθεσίας” η οποία εξαιρείται, ως τέτοια, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΕΠΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5 αυτής (προστέθηκε με την οδηγία 2014/52), που αφορούν τη δημόσια διαβούλευση, δύναται να τεθεί, κατά τα προεκτιθέμενα, στο πλαίσιο προσβολής των προβλεπόμενων από τον ίδιο τον νόμο εκτελεστικών της κυρωθείσας συμβάσεως πράξεων, οπότε και μπορεί, αν συντρέχουν και όλες οι λοιπές νόμιμες δικονομικές προϋποθέσεις, να εξετασθεί παρεμπιπτόντως η συμβατότητα του νόμου με τις διατάξεις της οδηγίας ΕΠΕ και ειδικώς αν ο εν λόγω κυρωτικός νόμος ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 4014/2011. Εξ άλλου, κατά τα συναγόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 2 και 3 της αυτής οδηγίας, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευελιξία ως προς το στάδιο δικαστικού ελέγχου και τη φύση του αρμόδιου για τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού οργάνου (βλ. απόφαση Boxus σκ. 53-57 και προτάσεις Γεν. Εισαγγελέα Eleanor Sharpston σε συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-128-131/09, C-134-135/09, σκέψεις 95-97). Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των αιτούντων περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν ανακύπτει κρίσιμο, για την επίλυση της ένδικης διαφοράς, ζήτημα ερμηνείας των ενωσιακών διατάξεων (άρθρα 1 παρ. 2 περ. α΄ και γ΄, 2 παρ. 1 και 5 και 4 παρ. 1 της οδηγίας ΕΠΕ).
12. Eπειδή, τέλος, η αόριστη μνεία στο δικόγραφο της αίτησης ως συμπροσβαλλόμενης και «κάθε άλλης διοικητικής πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης προγενέστερης ης μεταγενέστερης…» δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει την υπόθεση από την άποψη αυτή (ΣτΕ 1303/2019 Ολομ.).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Κηρύσσει τη δίκη καταργημένη ως προς τον ένατο αιτούντα.
Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς αιτούντες.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Δέχεται την παρέμβαση.