2. Επειδή, με έγγραφο που κατατέθηκε στις 2.10.2020, 2 από τους αιτούντες ζήτησαν την αναβολή συζήτησης της υποθέσεως, επισυνάπτοντας το σχετικό παράβολο (κωδικός ηλεκτρονικού παραβόλου 353564683950 1201 0040/2020). Το αίτημα αναβολής, το οποίο αναπτύχθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αιτούντων και προφορικώς κατά την συνεδρίαση της 2.10.2020, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση, απορρίφθηκε και το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκασή της. Ενόψει τούτου, ανεξαρτήτως της εκβάσεως της δίκης, το ανωτέρω παράβολο πρέπει να επιστραφεί στους ως άνω αιτούντες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 33 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), που προστέθηκε με το άρθρο 36 παρ. 1 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4465/2017 (Α΄ 47) [ΣτΕ 1819/2020 Ολομ.].
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση: 1) της υπ’ αριθμ. Φ.253.1/67067/Α5/2.6.2020 απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Φ.253.1/56061/Α5/ 14.5.2020 υπουργικής απόφασης με θέμα: “Καθορισμός αριθμού εισακτέων σπουδαστών στις Σχολές, στα Τμήματα και στις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις Τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το ακαδ. έτος 2020-2021 (Β΄ 1853)” (ΦΕΚ Β΄ 2221/11.6.2020) και 2) της υπ’ αριθμ. Φ.253.1/99066/Α5/24.7.2020 απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο “Συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. Φ.253.1/56061/Α5/14.5.2020 υπουργικής απόφασης “Καθορισμός εισακτέων σπουδαστών στις Σχολές, στα Τμήματα και στις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις Τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το ακαδ. έτος 2020-2021” (Β΄ 1853), όπως έχει συμπληρωθεί και ισχύει” (ΦΕΚ Β΄ 3130/28.7.2020). Αίτηση αναστολής των αιτούντων κατά των ανωτέρω προσβαλλόμενων αποφάσεων απορρίφθηκε με την 179/2020 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Δικαστηρίου.
4. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης υπογράφεται από δικηγόρο, ως πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος και παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο με τους αριθμούς 2 και 5 αιτούντες. Εξάλλου, οι αιτούντες που αναφέρονται στο δικόγραφο με τους αριθμούς 4 και 6 παρέστησαν με άλλο πληρεξούσιο δικηγόρο. Εντούτοις, οι αιτούντες που αναφέρονται στο δικόγραφο με τους αριθμούς 1 και 3 δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αίτησης δικηγόρο με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως το άρθρο αυτό ισχύει, ούτε παρέστησαν με άλλο δικηγόρο. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους ανωτέρω αιτούντες με αριθμούς 1 και 3 στο δικόγραφο.
5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι κανονιστικές και, ως εκ τούτου, παραδεκτώς προσβάλλονται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1024/2018, 1523/2019). Όμως, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως (7.8.2020), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Φ.253/111360/Α5/27.8.2020 απόφαση της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων στα τμήματα και τις σχολές τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τους υποψηφίους του παλαιού συστήματος. Ενόψει δε αυτού, οι ως άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν εξαντλήσει το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο (ΣτΕ 3317/2014 Ολομ., 2106/2014 7μ., 615/2020 7μ.). Και ναι μεν η αναφυόμενη διαφορά από την μεταγενεστέρως εκδοθείσα (Φ.253/111360/ Α5/27.8.2020) υπουργική απόφαση, ως αφορώσα στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους [άρθρο 1 παρ. 1δ και 3 παρ. 1 του ν. 702/1977, (Α΄ 268)], ανήκει στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Δεδομένου, όμως, ότι η υπό κρίση αίτηση περιορίζεται στην αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλόμενων κανονιστικών αποφάσεων που αποτελούν έρεισμα της τελευταίας υπουργικής απόφασης με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων στα τμήματα και τις σχολές τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τους υποψηφίους του παλαιού συστήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, συντρέχει νόμιμος λόγος, συνιστάμενος στη σπουδαιότητα των τιθέμενων προς επίλυση με την κρινόμενη αίτηση ζητημάτων, που αφορούν στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη συνταγματικότητα του ν. 4635/2019 που μετέβαλε το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (Α΄ 150).
6. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι είναι απόφοιτοι ημερήσιων Γενικών Λυκείων (ΓΕΛ) προηγούμενων ετών που διαγωνίστηκαν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις 2020 με το σύστημα που ίσχυε το σχολικό έτος 2018-2019 διεκδικώντας την είσοδό τους σε Σχολές, Τμήματα και Εισαγωγικές Κατευθύνσεις Πανεπιστημίων του 3ου Επιστημονικού Πεδίου (“Επιστήμες Υγείας και Ζωής”), ισχυρίζονται δε ότι οι προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση πράξεις, που εφαρμόζουν το ισχύον νομοθετικό καθεστώς του ν. 4635/2019, προσβάλλουν το δικαίωμα πρόσβασής τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας-ισονομίας και της αρχής της αξιοκρατίας, και επιφέρουν την εισαγωγή τους σε Σχολή που βρίσκεται χαμηλότερα στις δηλωθείσες προτιμήσεις καθενός από αυτούς. Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκομίζει η Διοίκηση στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι αιτούντες έλαβαν πράγματι μέρος στις Πανελλαδικές εξετάσεις 2020 με το παλαιό σύστημα και πέτυχαν την εισαγωγή τους σε σχολές ή τμήματα που βρίσκονται χαμηλότερα στις δηλωθείσες προτιμήσεις τους. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασκείται από τους αιτούντες με έννομο συμφέρον (πρβλ. ΣτΕ 2817/2002, 681/2008, 988/2014, 1024/2018).
7. Επειδή, η ένωση περισσότερων αιτούντων σε κοινό δικόγραφο επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. Συνέπεια τούτου είναι ότι οι προβαλλόμενοι μη κοινοί για όλους τους αιτούντες λόγοι είναι απαράδεκτοι. Επομένως, εφόσον το από 9.9.2020 δικόγραφο προσθέτων λόγων δεν ασκείται από όλους τους ομόδικους αιτούντες (συγκεκριμένα ασκείται μόνον από 2 από τους 6 αιτούντες), οι προβαλλόμενοι με αυτό πρόσθετοι λόγοι, ως μη κοινοί για όλους τους αιτούντες, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι (ΣτΕ Ολομ. 5935/1995, 1749/2019, ΣτΕ 2739/2014, 1618/2016 κ.ά.). Περαιτέρω, δεν συντρέχει λόγος χωρισμού του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης, κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24) -όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο υπογράφων το δικόγραφο πληρεξούσιος δικηγόρος- διότι η δικονομική αυτή δυνατότητα αποσκοπεί στη θεραπεία του απαραδέκτου, το οποίο συντρέχει ως προς εκείνους τους αιτούντες που δεν συνδέονται με τον δεσμό της ομοδικίας με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο, στην προκειμένη δε περίπτωση το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης ασκείται παραδεκτώς, από άποψη ομοδικίας, αφού όλοι οι αιτούντες στρέφονται κατά των ίδιων προσβαλλόμενων πράξεων προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται επί της ίδιας πραγματικής και νομικής βάσης (βλ. ΣτΕ 4392/2011, 2473/2013, 720/2015, 3535/2017). Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκείται και εμπροθέσμως, είναι εν γένει παραδεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.
8. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 13Γ του ν. 4186/2013 (Α΄ 193), το οποίο (άρθρο) προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 100 του ν. 4610/2019 (Α΄ 70), ρυθμίζεται η πρόσβαση παλαιών αποφοίτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ως εξής: «Οι κάτοχοι απολυτηρίου οποιουδήποτε τύπου Λυκείου ή ισότιμου απολυτηρίου άλλου σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που παρέχει πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι επιθυμούν να διεκδικήσουν την εισαγωγή τους στις Σχολές, τα Τμήματα και τις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις Τμημάτων των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.), των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών (Α.Ε.Α.), των Ανώτερων Σχολών Τουριστικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.Τ.Ε.) του Υπουργείου Τουρισμού, στις Σχολές των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Σ.Ε.Ι.) και Ανώτερων Στρατιωτικών Σχολών Υπαξιωματικών (Α.Σ.Σ.Υ.), των Σχολών της Αστυνομικής και Πυροσβεστικής Ακαδημίας, της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού, καθώς και των Σχολών Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ. και Λιμενοφυλάκων για τα ακαδημαϊκά έτη που έπονται του έτους της αποφοίτησής τους από το Λύκειο μπορούν: α) είτε, εφόσον έχουν συμμετάσχει στις πανελλαδικές εξετάσεις των ημερήσιων ΓΕ.Λ. ή ημερήσιων ΕΠΑ.Λ., να μετέχουν για την εισαγωγή τους σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των θέσεων εισακτέων κάθε Τμήματος, Σχολής ή Εισαγωγικής Κατεύθυνσης, χωρίς νέα εξέταση, με την υποβολή μηχανογραφικού, με βάση την τελευταία συνολική βαθμολογία τους για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το δικαίωμα αυτό: αα) δεν αφορά τους υποψηφίους που συμμετείχαν σε πανελλαδικές εξετάσεις, διεκδικώντας θέσεις επιπλέον του αριθμού εισακτέων και ββ) μπορεί να ασκηθεί το επόμενο και το μεθεπόμενο έτος του έτους τελευταίας εξέτασης στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ειδικά μαθήματα και πρακτικές δοκιμασίες για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι θέσεις που αντιστοιχούν στο ποσοστό του δέκα τοις εκατό (10%) του αριθμού εισακτέων κατανέμονται σε ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) για όσους συμμετείχαν στις ανωτέρω εξετάσεις το αμέσως προηγούμενο έτος και σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) για όσους συμμετείχαν στις ανωτέρω εξετάσεις δύο (2) έτη πριν από το έτος υποβολής μηχανογραφικού χωρίς νέα εξέταση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων για την εισαγωγή σε Σχολές ή Τμήματα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 και της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 4. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, καθώς και των συναρμόδιων Υπουργών, όπου απαιτείται, καθορίζονται τα ειδικότερα ποσοστά επί του αριθμού των εισακτέων ανά κατηγορία ΓΕ.Λ. και ΕΠΑ.Λ.. Θέσεις του παραπάνω ποσοστού που δεν καλύπτονται μεταφέρονται στις θέσεις των υποψηφίων που συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις των ημερήσιων ΓΕ.Λ., β) είτε να συμμετέχουν, όποιο έτος επιθυμούν, στις πανελλαδικές εξετάσεις με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για τους αποφοίτους του ημερήσιου ΓΕ.Λ., γ) …». Με την παράγραφο 1 του άρθρου 166 του ν. 4635/2019 (Α΄ 167), μετά την ως άνω παράγραφο 1 του άρθρου 13Γ του ν. 4186/2013, προστέθηκε παράγραφος 1A, η οποία έχει ως εξής: «Ειδικά για το σχολικό έτος 2019-2020 οι απόφοιτοι της παραγράφου 1, οι οποίοι επιθυμούν να συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις υποψηφίων γενικού λυκείου μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν σε αυτές είτε α) με τους όρους και προϋποθέσεις, που ισχύουν το σχολικό έτος 2019-2020 είτε β) με τους όρους, προϋποθέσεις, εξεταστέα ύλη και διαδικασίες, που ίσχυσαν το σχολικό έτος 2018-2019. Η επιλογή θα γίνει κατά την περίοδο υποβολής αιτήσεων – δηλώσεων των υποψηφίων Γενικού Λυκείου. Οι υποψήφιοι, που θα επιλέξουν να εξεταστούν σύμφωνα με την περίπτωση β) του πρώτου εδαφίου θα διεκδικήσουν ποσοστό των θέσεων των σχολών και τμημάτων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το ποσοστό αυτό ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αφού οριστικοποιηθεί ο αριθμός των αποφοίτων των προηγούμενων ετών που θα διαγωνισθούν με το σύστημα που ίσχυσε το σχολικό έτος 2018-2019, ώστε να τους αποδοθεί ποσοστό θέσεων κατά προσέγγιση ανάλογο με το ποσοστό τους σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων του σχολικού έτους 2019-2020. Το ανωτέρω ποσοστό θα αποδοθεί στα κατά περίπτωση συναρμόδια Υπουργεία, προκειμένου να ορισθεί ο αριθμός εισακτέων της κατηγορίας αυτής για τα Τμήματα και τις Σχολές που τα αφορούν, με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις». Τέλος, στην παράγραφο 1 του άρθρου 13Δ του ίδιου νόμου (4186/2013), το οποίο (άρθρο) επίσης προστέθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 100 του ν. 4610/2019, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 165 του ν. 4635/2019, ορίζονται τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται: α) … ζ) Ο καθορισμός του αριθμού εισακτέων ανά Σχολή, Τμήμα ή Εισαγωγική Κατεύθυνση των Α.Ε.Ι., των Α.Ε.Α. και των Α.Σ.Τ.Ε.. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται έως τα μέσα Απριλίου κάθε έτους ύστερα από γνώμη των Τμημάτων και ισχύει για τις πανελλαδικές εξετάσεις του ίδιου σχολικού έτους».
9. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας ως άνω διάταξης του άρθρου 13Δ παρ. 1 εδ. ζ΄ του ν. 4186/2013, όπως ισχύει, εκδόθηκε η Φ.253.1/56061/Α5/14.5.2020 απόφαση της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 1853), με την οποία καθορίστηκε ο αριθμός των εισακτέων σπουδαστών στις Σχολές, στα Τμήματα και στις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις Τμημάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, κατά Σχολή ή Τμήμα ή Εισαγωγική Κατεύθυνση Τμήματος και Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Σε συμπλήρωση της απόφασης αυτής και κατ’ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, και της προαναφερθείσας διάταξης της παραγράφου 1Α του άρθρου 13Γ του ν. 4186/2013 (η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 166 του ν. 4635/2019), εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη Φ.253.1/67067/Α5/ 2.6.2020 απόφαση της ίδιας Υπουργού, με την οποία ορίζονται τα εξής: «Μετά τους ΠΙΝΑΚΕΣ με τον αριθμό εισακτέων σπουδαστών στις Σχολές, στα Τμήματα και στις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις των Τμημάτων των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, κατά Σχολή ή Τμήμα ή Εισαγωγική Κατεύθυνση Τμήματος και Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, προστίθεται παράγραφος ως ακολούθως: Για τους αποφοίτους των προηγούμενων ετών, οι οποίοι θα συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις ημερησίων ΓΕΛ 2020 με το σύστημα που ίσχυσε το σχολικό έτος 2018-2019 (παλαιό σύστημα) για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το ακαδ. έτος 2020-21, ορίζεται ποσοστό θέσεων 9,51% επί των θέσεων του αριθμού εισακτέων της υπ’ αρ. Φ.253.1/56061/Α5/14-5-2020 (Β΄ 1853) υπουργικής απόφασης για τις Σχολές, τα Τμήματα και τις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις των Τμημάτων των Πανεπιστημίων, των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ) και των Ανωτέρων Σχολών Τουριστικής Εκπαίδευσης, που αντιστοιχούν στην κατηγορία των συμμετεχόντων στις πανελλαδικές εξετάσεις ημερησίων ΓΕΛ 2020. … Τα ανωτέρω ποσοστά καθορίστηκαν με βάση τον αριθμό των αποφοίτων των προηγούμενων ετών που θα διαγωνισθούν με το σύστημα που ίσχυσε το σχολικό έτος 2018-2019 (παλαιό σύστημα) σε σχέση με το συνολικό αριθμό των υποψηφίων του σχολικού έτους 2019-2020 έτσι όπως περιγράφονται στον συνοδευτικό Πίνακα ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης …». Στην ανωτέρω πρώτη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περιέχεται, επίσης, “Πίνακας με το πλήθος υποψηφίων που δήλωσαν συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις έτους 2020 με το παλαιό και νέο σύστημα αντίστοιχα”. Στον Πίνακα αυτό παρατίθενται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία: “Σύστημα: Ημερήσιου Γενικού Λυκείου – Νέο Σύστημα (συμπεριλαμβάνονται και όσοι μαθητές Γ΄ τριετούς εσπερινού δήλωσαν συμμετοχή στις πανελλαδικές εξετάσεις της Γ΄ ημερησίου ΓΕΛ). Αριθμός αιτήσεων – δηλώσεων: 73.460, Σύστημα: Ημερήσιου Γενικού Λυκείου – Παλαιό Σύστημα. Αριθμός αιτήσεων – δηλώσεων: 7.718”. Ακολούθως, εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη Φ.253.1/99066/Α5/24.7.2020 απόφαση της ίδιας Υπουργού, με την οποία συμπληρώθηκε περαιτέρω η ως άνω Φ.253.1/56061/Α5/14.5.2020 απόφαση. Στην εν λόγω δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Α. Ορίζουμε επί του αριθμού εισακτέων της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, τον αριθμό θέσεων στις Σχολές, τα Τμήματα και τις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις των Τμημάτων ως ακολούθως: α) … β) … γ) Οι λοιπές θέσεις εισακτέων στις Σχολές, τα Τμήματα και τις Εισαγωγικές Κατευθύνσεις των Τμημάτων των Πανεπιστημίων, των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.), των Ανώτερων Σχολών Τουριστικής Εκπαίδευσης (ΑΣΤΕ) και του Τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, αντιστοιχούν σε ποσοστό 9,51% στους συμμετέχοντες το σχολικό έτος 2019-2020 στις πανελλαδικές εξετάσεις ημερήσιων Γενικών Λυκείων με τους όρους, προϋποθέσεις, εξεταστέα ύλη και διαδικασίες που ίσχυσαν το σχολικό έτος 2018-2019 (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) και κατά το υπόλοιπο στους συμμετέχοντες το σχολικό έτος 2019-2020 στις πανελλαδικές εξετάσεις ημερήσιων Γενικών Λυκείων με το σύστημα εισαγωγής που θεσπίστηκε με τον ν. 4186/2013 (Α΄ 193) και τροποποιήθηκε με τον ν. 4610/2019 (Α΄ 70) και τον ν. 4635/2019 (Α΄ 167) (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ). δ) Τυχόν θέσεις που δεν θα καλυφθούν από υποψηφίους των εδαφίων α και β της παρούσας, καθώς και από υποψηφίους του ΠΑΛΑΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΕΛ θα μεταφερθούν και θα προστεθούν στον αριθμό θέσεων που αντιστοιχούν στους υποψηφίους του εδαφίου γ που συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις των ημερησίων ΓΕΛ με το ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ε) Κατά τον αριθμητικό υπολογισμό των θέσεων, σύμφωνα με τα ποσοστά των παρ. Α – Γ της παρούσας γίνεται στρογγυλοποίηση στην πλησιέστερη ακέραιη μονάδα. Ειδικότερα αν προκύπτει δεκαδικό υπόλοιπο, που είναι μισό ή μεγαλύτερο από το μισό της ακέραιης μονάδας, η στρογγυλοποίηση γίνεται στην επόμενη ακέραια μονάδα. Αν το δεκαδικό υπόλοιπο είναι μικρότερο απ’ το μισό της ακέραιης μονάδας δεν λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν μηδενίζεται η θέση, οπότε γίνεται στρογγυλοποίηση στην ακέραιη μονάδα, ώστε σε κάθε περίπτωση να υπάρχει μία (1) τουλάχιστον θέση της κάθε κατηγορίας για κάθε Σχολή ή Τμήμα Σχολής ή Εισαγωγική κατεύθυνση των Τμημάτων. … Β. … Δ. Η ανωτέρω κατανομή θέσεων απεικονίζεται αναλυτικά στους ακόλουθους πίνακες: …».
10. Επειδή η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Εξάλλου, ο κοινός νομοθέτης ή η Διοίκηση, όταν εκδίδει κανονιστικές πράξεις με νομοθετική εξουσιοδότηση, δεν κωλύονται να εισαγάγουν ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και στις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό. Ειδικότερα, με τις ρυθμίσεις αυτές μπορεί να θεσπίζεται, να τροποποιείται και να μεταρρυθμίζεται το σύστημα επιλογής των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τη θεσμοθέτηση ακόμη και αυστηρότερων προϋποθέσεων εισαγωγής, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων. Στην περίπτωση, εξάλλου, που θεσπίζεται νέο σύστημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συνταγματικώς επιτρεπτό, κατ’ ενάσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη, να διατηρείται παράλληλα και για ορισμένο χρονικό διάστημα το καταργούμενο σύστημα εισαγωγής (βλ. ΣτΕ 2811-2827/2002 Ολομ., 988/2014 Ολομ., ΣτΕ 1024/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ ενάσκηση της ευχέρειας αυτής, χορηγήθηκε στη διοίκηση με τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 166 του ν. 4635/2019, που προστέθηκε στο άρθρο 13Γ του ν. 4186/2013, η εξουσιοδότηση να καθορίσει ιδιαίτερο ποσοστό θέσεων για τους υποψηφίους που επιθυμούσαν να διαγωνισθούν με το παλαιό σύστημα εισαγωγής. Η εξουσιοδότηση αυτή συνδυάσθηκε με τη θέσπιση αντικειμενικού κριτηρίου για τη χρήση της, δηλαδή την κατά προσέγγιση αναλογία του συνολικού αριθμού των υποψηφίων του παλαιού συστήματος στο σύνολο των υποψηφίων, βάσει της οποίας θα καθοριζόταν το ως άνω ποσοστό. Δεν αντίκειται, επομένως, η εν λόγω ρύθμιση στα άρθρα 4 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος ούτε στις απορρέουσες από τις διατάξεις αυτές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από καμία άλλωστε συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν απορρέει περαιτέρω υποχρέωση του νομοθέτη -ο οποίος, κάνοντας χρήση της προαναφερθείσας ευχέρειάς του, θέσπισε τη σχετική ρύθμιση προκειμένου να διευκολύνει τους υποψηφίους που είχαν αποκτήσει στο παρελθόν δικαίωμα να διαγωνισθούν με το παλαιό σύστημα- να προβλέψει και ότι το ποσοστό θέσεων που θα διετίθετο στους υποψηφίους του παλαιού συστήματος, θα έπρεπε να είναι ακριβώς ίσο προς την αναλογία του αριθμού τους προς τον συνολικό αριθμό υποψηφίων για κάθε σχολή, τμήμα κλπ. της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (ΣτΕ 1024/2018). Εξάλλου, λόγω της ουσιώδους διαφοροποίησης των συστημάτων εξέτασης των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις έτους 2020 (με το παλαιό και το νέο σύστημα) είναι συνταγματικώς θεμιτή και ανταποκρίνεται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας ευκαιριών, της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική του αξία και ικανότητα και της αξιοκρατίας η πρόβλεψη διακριτών θέσεων εισακτέων για κάθε σύστημα, ώστε οι υποψήφιοι κάθε συστήματος να διαγωνίζονται με ίσους όρους και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις μεταξύ τους για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ενόψει των ανωτέρω, ο καθορισμός του ως άνω ποσοστού σε 9,51%, ο οποίος έγινε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, με βάση συγκεκριμένα αριθμητικά δεδομένα, είναι νόμιμος και δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον σχετικό λόγο ακυρώσεως, κατά τον οποίο παραβιάσθηκαν με την θεσπισθείσα -με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση- κανονιστική ρύθμιση οι αρχές της ισότητας-ισονομίας, της ισότητας ευκαιριών, της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική του αξία και της αξιοκρατίας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι κατά παράβαση των ως άνω συνταγματικών αρχών οι υποψήφιοι του νέου συστήματος είχαν πρόσβαση σε μεγαλύτερο ποσοστό και σε μεγαλύτερο αριθμό θέσεων από τους υποψηφίους του παλαιού συστήματος, και πάντως, ότι το αποδιδόμενο ποσοστό των θέσεων εισακτέων έπρεπε να υπολογιστεί ανά επιστημονικό πεδίο και όχι στο σύνολο των υποψηφίων όλων των επιστημονικών πεδίων. Τούτο δε, διότι η ερμηνεία της διάταξης της παρ. 1Α του άρθρου 13Γ του ν. 4186/2013, σύμφωνα με την οποία οι θέσεις εισακτέων για τους υποψηφίους του παλαιού συστήματος πρέπει να υπολογίζονται για κάθε επιστημονικό πεδίο χωριστά, βάσει της αναλογίας των υποψηφίων του παλαιού συστήματος που διαγωνίζονται σε κάθε επιστημονικό πεδίο σε σχέση με το σύνολο των υποψηφίων που διαγωνίζονται στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, δεν βρίσκει έρεισμα στη διατύπωση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης και δεν ήταν υποχρεωτική -κατά τα προεκτεθέντα- για τον κανονιστικό νομοθέτη, ο οποίος διέθετε εν προκειμένω ευρεία διακριτική ευχέρεια, ενόψει του ότι θέσπισε μια μεταβατική ρύθμιση που ίσχυσε μόνο για τους αποφοίτους του παλαιού συστήματος οι οποίοι διαγωνίστηκαν στις πανελλήνιες εξετάσεις του 2020. Ο υπολογισμός, άλλωστε, του ποσοστού των υποψηφίων του παλαιού συστήματος σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των υποψηφίων δεν θα ήταν δυνατό να γίνει εν τοις πράγμασι ανά επιστημονικό πεδίο, όπως βεβαιώνει και το Δημόσιο στις απόψεις του προς το Δικαστήριο (βλ. την υπ’ αριθμ. Φ251/128156/Α5/24.9.2020 έκθεση υπηρεσιακών απόψεων της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Εξετάσεων και Πιστοποιήσεων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων επί της κρινομένης αιτήσεως) και στο παραδεκτώς κατατεθέν στις 9.10.2020 υπόμνημά του, «λόγω των ιδιαιτεροτήτων του παλαιού συστήματος που παρείχε τη δυνατότητα αφενός διεκδίκησης θέσεων σε Σχολές του 3ου Επιστημονικού Πεδίου (Ε.Π.) από όλες τις Ομάδες Προσανατολισμού (Ο.Π.) με την επιλογή του (4ου) μαθήματος «Βιολογία Γενικής Παιδείας ή Προσανατολισμού» και αφετέρου τη δυνατότητα υποψηφίων μιας Ο.Π. να διεκδικήσουν θέσεις σε Σχολές/Τμήματα δύο Ε.Π. με την εξέταση και σε πέμπτο μάθημα». Συνεπώς, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
11. Επειδή, εξάλλου, προβάλλεται ότι ειδικώς η διάταξη του εδαφίου δ΄ της παρ. Α της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία οι τυχόν κενές θέσεις που προέρχονται από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στα εδάφια α΄ και β΄ της ίδιας απόφασης ποσοστών επί των θέσεων εισακτέων θα μεταφερθούν και θα προστεθούν στις θέσεις εισακτέων που διαγωνίζονται με το νέο σύστημα, στερείται παντελώς νομοθετικού ερείσματος, ενώ με την ουσιαστική της ρύθμιση η διάταξη αυτή επιτείνει την άνιση και αναξιοκρατική μεταχείριση σε βάρος των υποψηφίων που επέλεξαν, όπως οι αιτούντες, να διαγωνιστούν στις πανελλήνιες εξετάσεις με το παλαιό σύστημα. Ο λόγος αυτός κατά μεν το πρώτο του σκέλος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι νομοθετικό έρεισμα της επίμαχης ρύθμισης της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης αποτελούν η παρ. 1 περίπτωση ζ′ του άρθρου 13Δ του ν. 4186/2013, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 100 του ν. 4610/2019 και η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 165 του ν. 4635/2019, καθώς και το -προμνημονευθέν στην 8η σκέψη- άρθρο 13Γ του ν. 4186/2013, στο τελευταίο εδάφιο της περ. α′ της παρ. 1 του οποίου ορίζεται ρητώς ότι «θέσεις του παραπάνω ποσοστού (των θέσεων στις οποίες εισάγονται οι απόφοιτοι προηγούμενων ετών χωρίς νέα εξέταση) που δεν καλύπτονται μεταφέρονται στις θέσεις των υποψηφίων που συμμετέχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις των ημερήσιων ΓΕ.Λ». Ο ίδιος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι ουδείς εκ των αιτούντων στην κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως είχε δηλώσει Σχολές ή Τμήματα -του 3ου Επιστημονικού Πεδίου- στα οποία προέκυψαν κενές θέσεις που μεταφέρθηκαν στις θέσεις των εισακτέων με το νέο σύστημα (βλ. το Φ. 251/131427/ Α5/30.9.2020 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Εξετάσεων και Πιστοποιήσεων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με συνημμένο πίνακα, στον οποίο φαίνονται οι δηλωθείσες σχολές, τμήματα κ.λπ. της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις οποίες παρουσιάστηκαν κενές θέσεις που μεταφέρθηκαν ανά σχολή στην κατηγορία των υποψηφίων ΓΕΛ του νέου συστήματος), ούτε η μεταφορά των κενών θέσεων που προέκυψαν σε άλλο επιστημονικό πεδίο, πέραν του 3ου ΕΠ, στις θέσεις εισακτέων με το νέο σύστημα επηρέασαν την εισαγωγή των αιτούντων στα ΑΕΙ με βάση τις δηλωθείσες προτιμήσεις τους (πρβλ. ΣτΕ 1024/2018).
12. Επειδή, τέλος, με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται ότι και οι δύο προσβαλλόμενες Υ.Α. είναι προδήλως παράνομες, διότι εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής της ισότητας – ισονομίας και συγκεκριμένα, διότι, αφότου οι υποψήφιοι για εισαγωγή μέσω πανελλαδικών εξετάσεων έτους 2020 είχαν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής τους ως προς το σύστημα με το οποίο θα εξεταστούν [παλαιό ή νέο], εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 44639/Δ2/9.4.2020 (ΦΕΚ Β΄ 1381/14.4.2020) απόφαση της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία μειώθηκε η εξεταστέα ύλη μόνο για τους υποψηφίους του νέου συστήματος. Με το από 24.9.2020 υπόμνημά τους 2 από τους αιτούντες (αναφερόμενοι στο δικόγραφο της αίτησης με αριθμ. 2 και 5) παραιτήθηκαν από τον ως άνω λόγο ακυρώσεως. Επομένως, ο λόγος αυτός δεν προβάλλεται εν ομοδικία με τους λοιπούς αιτούντες και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος (ΣτΕ 2643/2000, 4392/2011, 2473/2013, 720/2015, 1119/2019).
13. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.