2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση: 1) της με αρ. πρωτ. 28153/276/21.6.2019 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄ 89)» (Β΄ 2466/ 21.6.2019) και 2) του με αρ. πρωτ. Φ80020/οικ.26768/Δ16.871/19.6.2019 εγγράφου του ίδιου Υφυπουργού με τίτλο «Παροχή οδηγιών – διευκρινίσεων ως προς τον υπολογισμό και την καταβολή των συντάξεων από το ΕΤΕΑΕΠ στους δικαιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ (άρθρο εικοστό τέταρτο του ν. 4618/2019, ΦΕΚ 89 Α΄)», κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές, με ορισμένες ρυθμίσεις τους, επιφέρουν, σύμφωνα με τους αιτούντες, συνταξιούχους του Λογαριασμού Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.), δυσμενείς συνέπειες στο ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτούς επικουρικών παροχών.
3. Επειδή, η προκειμένη υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση απ’ ευθείας ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας, με την από 11.11.2019 πράξη της Προέδρου του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 14 παρ. 2 στοιχ. α΄ του π.δ/τος 18/1989 (8 Α΄).[…]
4. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43/28.2.2020) προστέθηκε στον ν. 4387/2016 (Α΄ 58) άρθρο 51Α ως εξής: «1. Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)” μετονομάζεται από την 1.3.2020 σε “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης”, αποκαλούμενος στο εξής “e-Ε.Φ.Κ.Α.”. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)”, νοείται ο “Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α)”. 2. Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσεται από την 1.3.2020 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) καταργείται και ο e-Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτού. Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσονται ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης και ο Κλάδος Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. με πλήρη οικονομική, λογιστική και περιουσιακή αυτοτέλεια έκαστος. Ο e-Ε.Φ.Κ.Α. έχει ως σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη όλων των υπακτέων στην ασφάλιση προσώπων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία, και τη χορήγηση των παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.». Εν όψει των ανωτέρω, παραδεκτώς παρεμβαίνει υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων ο e-Ε.Φ.Κ.Α., στον οποίο έχει ενταχθεί ήδη ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.
5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 (Α΄89/10.6.2019) ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.1.2019 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) αναλαμβάνει την καταβολή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης στους δικαιούχους, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύνταξης του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). Το ύψος της καταβλητέας σύνταξης καθορίζεται με εφαρμογή του ακόλουθου τύπου: Ρ = 0,45% * 9% / 6% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές. 2. Από 1.1.2019 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στο ΕΤΕΑΕΠ τις αναλογούσες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εισφορές επικουρικής ασφάλισης για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, πλέον συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 ανέρχεται στο ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ενώ για τα έτη 2024 και εφεξής θα καθοριστεί με μελέτη που εκπονεί η Εθνική Αναλογιστική Αρχή και με την οποία αναπροσαρμόζεται το ύψος του ποσού και ο τρόπος καταβολής του από την ΕΤΕ. Ειδικά για το διάστημα από 1.1 έως 31.5.2019 η ΕΤΕ καταβάλλει επιπροσθέτως στο ΕΤΕΑΕΠ και το ισόποσο των εισφορών ασφαλισμένων για επικουρική ασφάλιση για το διάστημα αυτό. 3. Στους συνταξιούχους της παραγράφου 1 η ΕΤΕ καταβάλλει τις συνταξιοδοτικές παροχές του έτους 2018 στο ύψος που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου της παραγράφου 1 και αφού συμψηφιστούν τυχόν καταβληθείσες παροχές από το ΛΕΠΕΤΕ και τον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ για το έτος αυτό. Η καταβολή ενεργείται κατά το 1/5 του συνολικού ποσού έως την 31.8.2019 και το υπόλοιπο τμηματικά και πάντως το αργότερο την 31.12.2020. 4. Για τους δικαιούχους επικουρικής σύνταξης μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η καταβλητέα σύνταξη υπολογίζεται, για το διάστημα ασφάλισης έως και 31.12.2014, με βάση τον τύπο Ρ = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές (εισφορά 6%), ενώ για το διάστημα ασφάλισης από 1.1.2015 εφαρμόζεται το Σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) και ο τύπος […] όπως ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους του ΕΤΕΑΕΠ. 5. Για την εφαρμογή του παρόντος η ΕΤΕ παρέχει στο ΕΤΕΑΕΠ αρχείο με το σύνολο των απαιτούμενων ασφαλιστικών στοιχείων, όπως ιδίως μισθολογικές καταστάσεις και βεβαιώσεις χρόνου υπηρεσίας, καθώς και το προσωπικό που κατ΄ αριθμό απασχολείται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ. Για τον υπολογισμό της παροχής του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, καθώς και ο χρόνος που αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος κατά τις διατάξεις του καταστατικού τους και της κείμενης νομοθεσίας. 6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος».
6. Επειδή, εξάλλου, στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4618/2019 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με τις προπαρατεθείσες διατάξεις «επιλύεται, εν όψει της υποχρέωσης του Κράτους να καταβάλλει επικουρική σύνταξη στους επικουρικώς ασφαλισμένους και έως την αμετάκλητη κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων ενώπιον των οποίων έχουν προσφύγει φορείς εκπροσώπησης εργαζομένων και συνταξιούχων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, το πρόβλημα της μη καταβολής σύνταξης στους δικαιούχους του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού ΕΤΕ – π.π. ΕΘΝΑΚ (ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ). Ειδικότερα, από τον Δεκέμβριο του 2017 και εντεύθεν, ήτοι για δεκαοκτώ και πλέον μήνες, οι προαναφερόμενοι λογαριασμοί έπαψαν να καταβάλλουν στους συνταξιούχους την παροχή που είχαν δικαιωθεί σύμφωνα με τις καταστατικές τους διατάξεις, κατ’ επίκληση οικονομικών δυσχερειών. Κατά της εξέλιξης αυτής οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι των ως άνω Λογαριασμών έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη αιτούμενοι να υποχρεωθεί η ΕΤΕ να καλύψει τη δαπάνη που προκαλείται από την σύμφωνη με το καταστατικό τους λειτουργία των Λογαριασμών ώστε να εξακολουθεί να τους καταβάλλεται η παροχή στο ύψος που διαμορφώνεται σύμφωνα με τις καταστατικές προβλέψεις. Δεδομένου ότι ενόσω εκκρεμεί η δικαστική διαμάχη, οι συνταξιούχοι δεν λαμβάνουν επικουρική σύνταξη, με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι, υπό το φως του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, από τον Ιανουάριο του 2019 και εντεύθεν, και πάντως έως την αμετάκλητη κρίση των αρμοδίων δικαστηρίων επί του ζητήματος, το ΕΤΕΑΕΠ αναλαμβάνει τη διαχείριση και καταβολή των συντάξεων αυτών στους δικαιούχους, στο ύψος που θα διαμορφωνόταν η παροχή εάν ίσχυαν οι κανόνες του Ενιαίου Φορέα…».
7. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδότησης της παρ. 6 του πιο πάνω άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία αφενός μεν καθορίζονται οι συγκεκριμένες ημερομηνίες εντός των οποίων η Εθνική Τράπεζα οφείλει να υποβάλει τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις και να καταβάλει τις εισφορές εργοδότη-ασφαλισμένων για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019-31.5.2019, καθώς και τις δόσεις της ετήσιας συμπληρωματικής εισφοράς των 40 εκ. ευρώ για τα έτη 2019 έως 2023, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 1 του ν. 4618/2019 (άρθρο 1), αφετέρου δε προβλέπεται η είσπραξη των καθυστερούμενων εισφορών επικουρικής ασφάλισης και της ανωτέρω συμπληρωματικής ασφαλιστικής εισφοράς από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Εισφορών (ΚΕΑΟ) (άρθρο 2) και ορίζεται ότι, σε περίπτωση ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η υπόχρεη Εθνική Τράπεζα στερείται αποδεικτικού ενημερότητας. Εξάλλου, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη (αρ. πρωτ. Φ80020/οικ.26768/Δ16.871/19.6.2019 έγγραφο του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), στην οποία δεν μνημονεύονται εξουσιοδοτικές, για την έκδοσή της, νομοθετικές διατάξεις ούτε δίδεται εντολή για δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κοινοποιήθηκαν στις υπηρεσίες του ΕΤΕΑΕΠ οι διατάξεις του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, παρασχέθηκαν δε προς αυτές, καθώς και στην ΕΤΕ και στους λογαριασμούς ΛΕΠΕΤΕ και ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ, οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των ρυθμίσεών του και για τις επί μέρους υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το ανωτέρω άρθρο.
8. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 ορίζεται ότι: «Καταργείται […] η δίκη αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει. Περαιτέρω η παρ. 3 του αυτού άρθρου 32, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 31 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), ορίζει ότι “Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξεως οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεότερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στο ότι αυτή τροποποιήθηκε ή αντικαταστάθηκε με πράξη η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα, η δίκη δεν καταργείται αν ο αιτών προβάλει με δικόγραφο, κατατιθέμενο έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, σχετικό ισχυρισμό και ζητήσει τη συνέχιση της δίκης. Με το δικόγραφο αυτό, ο αιτών μπορεί να προβάλει και νέους λόγους ακυρώσεως, στρεφόμενους κατά της νέας πράξεως. […]”, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης. […]».
9. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, δημοσιεύθηκε ο ν. 4680/2020 (Α΄72/23.3.2020), στο άρθρο 63 του οποίου, υπό τον τίτλο «Ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ στον e-ΕΦΚΑ και υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τ. Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.» ορίζονται τα εξής: «Το άρθρο 24 του ν. 4618/2019 (Α΄ 89) αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Άρθρο 24. 1. Στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ υπάγονται οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των κάτωθι Ειδικών Λογαριασμών επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε.: α) του Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΛΕΠΕΤΕ) και β) του Ειδικού Λογαριασμού Επικούρησης Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Πρώην Προσωπικού Εθνικής Ακινήτων Α.Ε. (ΕΛΕΠΕΤΕ – ΠΠΕΘΝΑΚ). 2. Το ύφος της καταβλητέας σύνταξης (Ρ) καθορίζεται ως ακολούθως: α) Για τους ήδη συνταξιούχους και για όσους υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.2018, εφαρμόζεται ο ακόλουθος τύπος: Ρ = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές. Ως συντάξιμες αποδοχές νοείται ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η χορηγηθείσα σύνταξη. β) Για όσους υπέβαλαν ή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από 1.1.2019 και εφεξής εφαρμόζεται ο ακόλουθος τύπος: (Ρ) = (i) + (ii), όπου (i) = 0,45% * έτη ασφάλισης * συντάξιμες αποδοχές, για το διάστημα ασφάλισης έως και 31.12.2014 και (ii) το Σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης (NDC) και ο τύπος […] για διάστημα ασφάλισης από 1.1.2015, όπως ισχύει για όλους τους ασφαλισμένους του τ. ΕΤΕΑΕΠ. Ως “συντάξιμες αποδοχές” θεωρούνται οι συντάξιμες αποδοχές, όπως αυτές προσδιορίζονται στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει. 3. Η σύνταξη υπόκειται σε εισφορές υγείας υπέρ Ταμείου Υγείας Προσωπικού Εθνικής Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ) για τους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ και υπέρ Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) για τους συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ, πλην όσων έχουν ενταχθεί στο ΤΥΠΕΤ, σε κρατήσεις υπέρ Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, καθώς και σε κάθε άλλη νόμιμη κράτηση. 4. Η επικουρική σύνταξη, ως καθορίζεται με τις παραγράφους 2 και 5, καταβάλλεται στους μεν συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018, στους δε συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ από 1.8.2018. Ποσά συντάξεων που έχουν ήδη καταβληθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το παρόν, εξαντλούν την υποχρέωση του ΕΤΕΑΕΠ για το χρονικό διάστημα για το οποίο έχουν καταβληθεί. 5. Εάν το καταβλητέο κατά τις 31.12.2019 ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό αυτών, σύμφωνα με την παράγραφο 2, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στους δικαιούχους ως προσωπική διαφορά, μέχρι τις 31.12.2024 και από 1.1.2025 και εφεξής οι συντάξεις καταβάλλονται στο ποσό που διαμορφώνεται βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος. 6. Από 1.1.2025 και εφεξής, οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται. 7. Οι ασφαλισμένοι του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ από 1.1.2019 καθίστανται ασφαλισμένοι του τ. ΕΤΕΑΕΠ και διέπονται ως προς τις εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, τον χρόνο ασφάλισης, τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη και κάθε άλλο θέμα που αφορά στην ασφάλιση και στις παροχές, από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε στο ΛΕΠΕΤΕ και στον ΕΛΕΠΕΤΕ-ΠΠΕΘΝΑΚ λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ. 8. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, η οποία ανέρχεται κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους. Η κατά τα ως άνω ετήσια επιπρόσθετη εισφορά της ΕΤΕ προς τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ καταβάλλεται για το έτος 2018 μέχρι τις 30.6.2020 και για τα υπόλοιπα έτη έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου τριμήνου του αμέσως επόμενου έτους. Με την επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) για τα έτη 2019 και 2020 συμψηφίζεται η επιπρόσθετη εισφορά που έχει καταβληθεί από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) στο τ. ΕΤΕΑΕΠ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, ως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το παρόν. Με τις ως άνω εισφορές εξαντλείται η υποχρέωση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος έναντι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ που προκύπτει από την οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθώς και οιουδήποτε άλλου τρίτου. 9. Η επιπρόσθετη εισφορά της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., ως ορίζεται στην παράγραφο 8, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ, ούτε προσαυξάνει τη σύνταξη αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85). 10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ρυθμίζεται κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”». Ακολούθως, εκδόθηκε η μη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπ’ αριθμ. Φ80020/ οικ.15147/Δ16.348/15.4.2020 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο “Γνωστοποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72) σχετικά με την ένταξη ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΛΕΠΕΤΕ και του ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π.ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ”.
10. Επειδή, σε περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αυτό χωρίς, κατ’ αρχάς, να ερευνά τη συνταγματικότητα της νεότερης αυτής διάταξης νόμου. Η συμφωνία της τελευταίας προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος ερευνάται μόνο σε περιπτώσεις που με τον νεότερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής διαφοράς, που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας είτε καταργώντας αναδρομικώς ή μη την πράξη, της οποίας ζητείται η ακύρωση (ΣτΕ Ολ. 685/2019, 1231-1236/2017, 522-524/2015, 2307/2014, 4754-4755/2012, 1661/2009, 4363/1997 κ.ά.). Εξάλλου, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεώτερη πράξη ομοίου περιεχομένου ή στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη, κατά το γράμμα, άλλωστε, και τον σκοπό της, δεν μπορεί, από τη φύση της, να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης οφείλεται στο ότι μεταγενέστερη διάταξη τυπικού νόμου ρυθμίζει πλέον το ζήτημα που απετέλεσε το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης (ΣτΕ 70/2018 7μ. πρβλ. ΣτΕ 31, 2062/2013 Ολ.).
11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με το προαναφερόμενο άρθρο 63 του ν. 4680/2020 υπήχθησαν οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι των ειδικών λογαριασμών ΛΕΠΕΤΕ και ΕΛΕΠΕΤΕ-Π.Π. ΕΘΝΑΚ στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ (παρ. 1) και, ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι οι ασφαλισμένοι των ως άνω λογαριασμών καθίστανται, από 1.1.2019, ασφαλισμένοι του τ. ΕΤΕΑΕΠ, με τη νεοϊδρυθείσα κοινωνικοασφαλιστική σχέση δημοσίου δικαίου να διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-EΦΚΑ (παρ. 7). Περαιτέρω, αναφορικά με τους συνταξιούχους των δύο ως άνω ειδικών λογαριασμών, προβλέφθηκαν οι τύποι υπολογισμού της καταβλητέας σύνταξης αφενός για τους ήδη συνταξιούχους και για όσους υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.2018 και αφετέρου για όσους υπέβαλαν ή υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από 1.1.2019 και εφεξής (παρ. 2), οι ρυθμίσεις δε αυτές διαφοροποιούνται από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019. Με το εν λόγω άρθρο ορίστηκαν επίσης οι εισφορές υγείας και οι κρατήσεις στις οποίες υπόκεινται οι καταβλητέες συντάξεις (παρ. 3) και προβλέφθηκε ότι οι επικουρικές συντάξεις, όπως καθορίζονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού, καταβάλλονται στους συνταξιούχους του ΛΕΠΕΤΕ από 1.3.2018, στους δε συνταξιούχους του ΕΛΕΠΕΤΕ – Π.Π. ΕΘΝΑΚ από 1.8.2018 (παρ. 4), τούτο δε σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο άρθρο εικοστό τέταρτο του ν. 4618/2019, σύμφωνα με το οποίο το ΕΤΕΑΕΠ αναλάμβανε την καταβολή των επικουρικών συντάξεων στους εν λόγω συνταξιούχους από 1.1.2019 και καθιερωνόταν η υποχρέωση της ΕΤΕ να καταβάλει τις συνταξιοδοτικές παροχές του έτους 2018. Επιπλέον, με τις νεώτερες διατάξεις του ν. 4680/2020 προβλέφθηκε η καταβολή στους ανωτέρω συνταξιούχους προσωπικής διαφοράς μέχρι τις 31.12.2024, στην περίπτωση που το καταβλητέο κατά τις 31.12.2019 ποσό συντάξεων είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει μετά τον επανυπολογισμό αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4680/2020 (παρ. 5). Προβλέφθηκε, επίσης, ότι από 1.1.2025 και εφεξής οι συντάξεις δεν αναπροσαρμόζονται (παρ. 6) και ότι η ΕΤΕ καταβάλλει στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του ΕΦΚΑ για τα έτη 2018 έως 2032 επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, ανερχόμενη κατ’ έτος σε ποσοστό 12% επί των μεικτών αποδοχών των απασχολούμενων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στην ΕΤΕ στις 31 Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους (παρ. 8), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 περί υποχρέωσης της ΕΤΕ να καταβάλλει συμπληρωματική ασφαλιστική εισφορά, η οποία για τα έτη 2019 έως 2023 θα ανερχόταν στο ποσό των 40 εκ. ευρώ ετησίως, ενώ για τα έτη 2024 και εφεξής θα καθοριζόταν με βάση μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθώς και το ισόποσο των εισφορών ασφαλισμένων για επικουρική ασφάλιση από 1.1 έως 31.5.2019. Τέλος, με το ως άνω άρθρο του ν. 4680/2020 προβλέφθηκε ότι η επιπρόσθετη ασφαλιστική εισφορά της παρ. 8 δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της καταβλητέας σύνταξης ούτε προσαυξάνει τη σύνταξη αυτή (παρ. 9) και εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων να ρυθμίσει κάθε θέμα που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του επίμαχου άρθρου (παρ. 10). Εν όψει των ανωτέρω, μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (23.3.2020), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο εικοστό τέταρτο του ν. 4618/2019, προβλέπεται, πλέον, η οριστική ένταξη των συνταξιούχων και ασφαλισμένων των δύο ειδικών λογαριασμών στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ και ρυθμίσθηκαν με νέο, διαφορετικό τρόπο οι όροι της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης δημοσίου δικαίου μεταξύ των ανωτέρω προσώπων και του εν λόγω δημόσιου φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, μετά τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω νόμου, έχει παύσει να ισχύει εφεξής όχι μόνο η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 6 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, αλλά και η κατ’ εξουσιοδότησή της εκδοθείσα υπ’ αριθ. 28153/276/21.6.2019 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρεται στις επιβαλλόμενες εκ της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 σε βάρος της ΕΤΕ υποχρεώσεις, καθώς και η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, ανεξαρτήτως της εκτελεστότητάς της (πρβλ. ΣτΕ 2307/2014 Ολ., 4754-4755/2012 Ολ., 1661/2009 Ολ., 4363/ 1997 Ολ., 1418/2018, 2657-2664/2017, 3004-3006/2017, 3253/2017, 4305/2015 7μ., 4535-4536/2012, 4538/2012, 1486/1998). Οι δε προαναφερθείσες νεότερες διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4680/2020, εν όψει του περιεχομένου τους, δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, εφόσον, πάντως, ούτε κυρώνουν ούτε καταργούν την 28153/276/ 21.6.2019 πράξη ούτε συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να παρέμβει στο έργο της δικαιοσύνης επιλύοντας αυτός την επίδικη διαφορά και μάλιστα υπέρ διαδίκου διοικητικής αρχής.
12. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου 63 του ν. 4680/2020 η ισχύς των προσβαλλομένων πράξεων έπαυσε σε χρόνο μεταγενέστερο της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Συνεπώς, η συνέχιση της ανοιγείσης δίκης και ο ακυρωτικός έλεγχος των εν λόγω πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας τελεί υπό την προϋπόθεση, που θέτει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, ότι δηλαδή ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για να συνεχιστεί η δίκη, συνιστάμενο στην αποτροπή δυσμενών συνεπειών που έχουν επέλθει εις βάρος του από την προσβαλλόμενη πράξη και που διατηρούνται και μετά την παύση ισχύος της και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της (ΣτΕ 1233/2017 Ολ., 6066-7/1996 Oλ., 2158/1998 Ολ., 4362, 4365/1997 Ολ.). Δεν τίθεται δε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, δεδομένου ότι εν προκειμένω η παύση ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων οφείλεται, όπως προαναφέρθηκε, σε μεταγενέστερη διάταξη τυπικού νόμου που ρυθμίζει πλέον τα ζητήματα που απετέλεσαν το περιεχόμενό τους και όχι σε μεταγενέστερη διοικητική πράξη (βλ. ΣτΕ 1075/2019, 70/2018, 139/2015, πρβλ. ΣτΕ 2062/2013 Ολ.).
13. Επειδή, με το από 4.6.2020 υπόμνημα, κατατεθέν πριν από τη συζήτηση, οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί, κατ’ άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, τη συνέχιση της παρούσας δίκης, προβάλλοντας ότι οι άδικες και δυσμενείς για αυτούς έννομες συνέπειες του άρθρου 24 του ν. 4618/2019, δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις, παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται για τις παροχές των ετών 2018-2024. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αιτούντες οι παροχές του έτους 2018, οι παροχές του χρονικού διαστήματος από 1.1.2019 έως 30.4.2020 αλλά και αυτές που θα τους καταβάλλονται από 1.5.2020 μέχρι 31.12.2024, υπολογίστηκαν και θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο της παρ. 1 του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019. Ο ισχυρισμός όμως, αυτός, ανεξαρτήτως α) του γεγονότος ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη αφορά αποκλειστικά υποχρεώσεις της ΕΤΕ που προέκυπταν από τη διάταξη του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 και όχι ζητήματα σχετικά με τον υπολογισμό της επικουρικής παροχής των αιτούντων, ως προς τα οποία και μόνο παραπονούνται με την παρούσα αίτηση και β) της εκτελεστότητας της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης, είναι αβάσιμος, διότι από τη χρηματική ζημία που τυχόν επήλθε στην αιτούντες από την εφαρμογή της πρώτης προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, καθ’ ό διάστημα ίσχυε, δεν στοιχειοθετείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, υπό την προεκτεθείσα έννοια, για τη συνέχιση της δίκης, δεδομένου ότι η ανόρθωση της εν λόγω ζημίας μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση των καταλλήλων ενδίκων βοηθημάτων κατά των ατομικών πράξεων εφαρμογής της ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα κρίνουν παρεμπιπτόντως και περί του κύρους των πράξεων αυτών (ΣτΕ 1231-37/2017 Ολ., 2403/2014 Ολ., 44/2018 κ.ά.). Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 οι τύποι υπολογισμού της καταβλητέας σύνταξης διαφοροποιούνται από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019, δυνάμει δε των νέων αυτών τύπων θα καταβάλλεται στους αιτούντες η επικουρική παροχή και για το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 μέχρι και 31.12.2024. Ομοίως δεν στοιχειοθετείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον, υπό την ανωτέρω έννοια, από μόνη την επίκληση από τους αιτούντες της αντισυνταγματικότητας τόσο της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου εικοστού τετάρτου του ν. 4618/2019 όσο και της νεώτερης διάταξης του άρθρου 63 του ν. 4680/2020 (πρβλ. ΣτΕ 1231/2017, 1740/2015 Ολ.). Εν όψει των ανωτέρω και ανεξαρτήτως εάν οι αιτούντες θα είχαν, κατ’ αρχήν, έννομο συμφέρον να ασκήσουν την κρινομένη αίτηση κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, που ρυθμίζει υποχρεώσεις της ΕΤΕ, καθώς και της εκτελεστότητας της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης, η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989. Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, δεν δύναται να τεθεί ζήτημα αναβολής ή όχι της παρούσας δίκης κατ’ εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989, όπως ζητούν με το αυτό υπόμνημά τους οι αιτούντες.
14. Επειδή, εν όψει του ότι η κρινόμενη αίτηση απορρίπτεται ως προς ορισμένους αιτούντες, ως προς δε τους υπόλοιπους η δίκη καταργείται, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989), δεν επιβάλλει σε κανένα από τα διάδικα μέρη δικαστική δαπάνη, κρίνει δε ότι το καταβληθέν παράβολο πρέπει να επιστραφεί σε όσους εκ των αιτούντων νομιμοποιήθηκαν προσηκόντως, οι οποίοι αποτελούν και το σύνολο σχεδόν των αιτούντων (132 από 137).