Ι. Ορισμός δάσους και δασικής έκτασης

Η προστασία την οποία επιφυλάσσει η συνταγματική διάταξη του άρθρου 24 στο δάσος και την δασική έκταση προϋποθέτει τον ακριβή και πλήρη ορισμό των σχετικών εννοιών. Προς το σκοπό τούτο, αρχικώς η νομολογία και κατόπιν ο αναθεωρητικός αλλά και ο κοινός νομοθέτης προχώρησαν στην οριοθέτησή τους. Πρώτη απόπειρα ορισμού της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως έλαβε χώρα με την υπ’ αριθμ. 27/1999 απόφαση του ΑΕΔ, η οποία παράπεμψε στην επιστημονική έννοια των εδαφικών αυτών οικοσυστημάτων, προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας. Σύμφωνα με αυτή :

Δάσος ή δασικό οικοσύστημα κατά την οικεία επιστήμη (δασική οικολογία) συνιστά το οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση κατά την οικεία επιστήμη υπάρχει όταν στο ανωτέρω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά.

Κρίσιμη, επομένως, κατά ΑΕΔ, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία προσδίδει σε αυτό την ιδιαίτερή του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της εννοίας του δάσους ή δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία κάθε δασικού οικοσυστήματος, που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, χωρίς να απαιτείται να βεβαιώνεται κάθε φορά, ρητώς και ειδικώς, η προϋπόθεση αυτή κατά τον χαρακτηρισμό δάσους ή δασικής εκτάσεως.

ΣΕ 2628/2016 : “[…] 9. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη στερείται επαρκούς αιτιολογίας, αφού η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει τη συνδρομή και των άλλων στοιχείων, πλην του χαρακτήρα της βλάστησης που καλύπτει τη συγκεκριμένη, έκταση, τα οποία είναι αναγκαία για τη δημιουργία δασικού οικοσυστήματος, και, ιδίως την συνύπαρξη της δασικής βλάστησης με τα άλλα στοιχεία της δασικής βιοκοινότητας σε οργανική ενότητα, καθώς και την εξυπηρέτηση των λειτουργιών της παραγωγής δασικών προϊόντων κ.λπ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως έχει παγίως κριθεί , ο νομοθέτης θεωρεί επαρκή, προκειμένου να προσδοθεί σε μία έκταση δασικός χαρακτήρας, τη μορφή της βλάστησης, από την οποία αυτή καλύπτεται, μνημονεύει δε τα λοιπά στοιχεία της έννοιας του δάσους κατά πλεονασμό, αφού η συνδρομή τους θεωρείται αυταπόδεικτη, εφόσον, βεβαίως, η έκταση για την οποία πρόκειται, καλύπτεται, πράγματι, από δασική βλάστηση.”.

Κομβικό σημείο στην προσπάθεια της εσωτερικής δικαιϊκής τάξης να εξασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία του δάσους αποτελεί η εισαγωγή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 24 Σ με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, σύμφωνα με την οποία «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».

Από την αντιπαραβολή της ερμηνευτικής αυτής δηλώσεως με την προαναφερθείσα απόφαση του ΑΕΔ συνάγεται ότι η μόνη διαφορά αυτών συνίσταται στην προσθήκη, στην υπό το άρθρο 24 ερμηνευτική δήλωση, της λέξεως «αναγκαία» πριν από τις λέξεις «επιφάνεια του εδάφους». Σύμφωνα με τα νομολογιακώς κριθέντα, ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ, η οποία αναφέρει ρητώς ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της επιστήμης της δασικής οικολογίας. Τούτου δε έπεται ότι: (α) είναι αδιάφορο το είδος ή τα είδη αγρίων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελείται η δασική βλάστηση, εάν δηλαδή είναι δασοπονικά ή μη, εφόσον τα είδη αυτά αποτελούν οργανική ενότητα και (β) η προσθήκη της λέξεως «αναγκαία» εντάσσεται στους ορισμούς του δάσους και της δασικής εκτάσεως και δεν τους ανατρέπει, δεν απαιτεί δηλαδή το Σύνταγμα μία αριθμητικώς προσδιορισμένη ελάχιστη έκταση προς δασοπονική εκμετάλλευση ή προς ικανοποίηση της «κοινής λογικής», αλλά την έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα, αναλόγως της θέσεως αυτού (υψόμετρο, γεωγραφικό πλάτος και μήκος) και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών.

Κατά την έννοια, συνεπώς, της ανωτέρω ερμηνευτικής δηλώσεως, κριτήριο υπάρξεως του δασικού οικοσυστήματος είναι η οργανική ενότητα της επ’ αυτού βλαστήσεως, τούτο δε κρίνεται εν όψει του είδους και της ηλικίας αυτής, καθώς και της θέσεως του εδάφους επί του οποίου φύεται και των επικρατουσών σε αυτό συνθηκών. Συνεπώς, οι πράξεις χαρακτηρισμού έκτασης ως δασικής ή αναδασωτέας πρέπει να φέρουν πλήρη και ορισμένη αιτιολογία ως προς τη διαπίστωση της συνδρομής των ως άνω κριτηρίων και μόνο. Αντιθέτως, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκτάσεως, ο χαρακτήρας αυτής ως χερσολίβαδου ή αγροτικού δεν αποτελούν ενδείξεις ή αντενδείξεις για τη διαπίστωση του δασικού χαρακτήρα της εκτάσεως ούτε και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση κατά τη σχετική διαδικασία.

ΣΕ 1156 /2009 : “[…] Ο χαρακτηρισμός μιας εκτάσεως ως αγροτικής σε έκθεση εκτιμήσεως ακινήτου της Οικονομικής Εφορίας για την έκδοση της οικείας πράξεως προσδιορισμού φόρου κληρονομίας, δεν δεσμεύει την κρίση της Διοικήσεως περί του δασικού χαρακτήρα αυτής.”.

ΣΕ 4503/2009 : “[…] Ο χαρακτηρισμός σε Π.Δ/γμα των κτημάτων των Ιερών Μονών ως αστικών και αγροτικών, όχι όμως και ως δασικών, δεν δύναται να ανατρέψει την κρίση της Διοικήσεως περί του δασικού χαρακτήρα της επιδίκου εκτάσεως, η οποία ερείδεται επί νεότερων στοιχείων. Ο χαρακτηρισμός της εκτάσεως ως αγροτικής στους οικείους τίτλους κτήσεως δεν δέσμευε την Διοίκηση.”.

ΣΕ 2959/2013 : “[…] Εκτάσεις στις οποίες έγινε κτηνοτροφική αποκατάσταση και χαρακτηρίστηκαν από τις Επιτροπές Απαλλοτριώσεων ως χερσολίβαδαάρθρου 3 του Ν. 998/1979». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρ. 117 παρ. 1 του της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Ν. 4173/1929 υπάγονται στις εκτάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση β της παραγράφου 6 του Συντάγματος, η απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων δεσμεύει τα αρμόδια δασικά όργανα ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας της εκτάσεως και ως προς το επιτρεπτό της χρήσης, για την οποία είχε αρχικώς γίνει η αποκατάσταση με την απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων. Για το χαρακτηρισμό όμως της εκτάσεως αρμόδια παραμένουν τα κατά το ν. 998/1979 όργανα, δηλ. ο δασάρχης και οι Επιτροπές του άρ. 10, με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που έχουν ήδη εκτεθεί σε προηγούμενες σκέψεις. Με αυτή την έννοια δεν παραβιάζεται από την ανωτέρω ρύθμιση το πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ούτε τα άρθρα 17 και 118 του Συντάγματος, όπως αβάσιμα προβάλλεται από τους παρεμβαίνοντες.”.

Μοναδική παραφωνία στην εξέλιξη του νομοθετικού πλαισίου περί προστασίας δασών αποτέλεσε ο ν.3208/2003. Ο ν. 3208/2003, τροποποιώντας το άρθρο 3 του ν.998/1979, επιχείρησε να δώσει ένα νέο ορισμό στην έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης (για τον ορισμό βλ. σκέψη 11 της ΟλΣΕ 32/2013), σύμφωνα με τον οποίο για να υπάρχει δασικό οικοσύστημα απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων στοιχείων : (α) άγρια ξυλώδη φυτά τα οποία είναι δασοπονικά, μπορούν δηλαδή να παράγουν με δασική εκμετάλλευση δασικά προϊόντα), (β) έκταση επί της οποίας φύεται η ανωτέρω βλάστηση, το ελάχιστο εμβαδόν της οποίας προσδιορίζεται αριθμητικώς και (γ) ελάχιστη συγκόμωση των επί της εκτάσεως αυτής φυομένων δασοπονικών ειδών, επίσης αριθμητικώς καθοριζόμενη. Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις ορίστηκε ότι τα δασικά οικοσυστήματα είναι : (ι) δάση εάν η συγκόμωση των δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς προσδιοριζόμενο ποσοστό της επιφάνειας επί της οποίας ευρίσκονται και (ιι) δασικές εκτάσεις εάν η συγκόμωση των θαμνώδους μορφής δασοπονικών ειδών καλύπτει αριθμητικώς επίσης προσδιοριζόμενο ποσοστό της επιφάνειας επί της οποίας ευρίσκονται.

Κατά τα κριθέντα με την ΟλΣΕ 32/2013, οι ως άνω υπό (α), (β) και (γ) προϋποθέσεις είναι αντίθετες προς το άρθρο 24 του Συντάγματος για τους εξής λόγους :

(α) εξαρτάται η ύπαρξη ενός δασικού οικοσυστήματος από τη δυνατότητα οικονομικής του εκμεταλλεύσεως, επανεισάγοντας έτσι στη θέση των υιοθετηθέντων από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ορισμών της δασικής οικολογίας εκείνους της δασοπονίας,

(β) ορίζεται ότι το δασικό οικοσύστημα πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά από δασοπονικά είδη και αφετέρου εξαρτάται η ιδιότητά του ως δασικού οικοσυστήματος από το ελάχιστο εμβαδόν της οικείας εκτάσεως, το οποίο καθορίζεται αριθμητικώς, αδιαφόρως της θέσεώς της και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών, και

(γ) εξαρτάται η ιδιότητα ενός οικοσυστήματος ως δασικού ή μη από το ανελαστικό αριθμητικό κριτήριο της συγκομώσεως του εδάφους όπου φύεται η δασική βλάστηση, όχι δε από την οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως, εν όψει του είδους και της ηλικίας της, καθώς και των ιδιομορφιών της περιοχής.

Εξ άλλου, από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου συνάγεται ότι (α) ένα οικοσύστημα είναι δασικό όταν η συγκόμωση των δασοπονικών ειδών ανέρχεται τουλάχιστον στο 25% της εκτάσεως, (β) ένα δασικό οικοσύστημα αποτελεί δάσος, όταν η συγκόμωση του ανορόφου, σε περίπτωση που δεν υπάρχει υπόροφος, είναι άνω του 25% και (γ) ένα δασικό οικοσύστημα αποτελεί δασικήέκταση, όταν τα επ’ αυτής θαμνώδη δασοπονικά είδη έχουν, επίσης, συγκόμωση άνω του 25%. Οι ανωτέρω διατάξεις, πέραν της κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματικότητάς τους, προσκρούουν και στο τελευταίο εδάφιο της υπό το άρθρο 24 του Συντάγματος ερμηνευτικής δηλώσεως, η οποία θέτει ως κριτήριο για τη διάκριση δάσους και δασικής εκτάσεως όχι το υψηλό ή το θαμνώδες της βλαστήσεως, αλλά το αραιό ή μη αυτής. Τούτο δε διότι οι διατάξεις αυτές δεν θέτουν ως κριτήριο χαρακτηρισμού μιας εκτάσεως ως δάσους ή δασικής το αραιό ή μη της επ’ αυτής δασικής βλαστήσεως, αλλά το ύψος της βλαστήσεως.

 

ΙΙ. Ορισμός αναδασωτέας έκτασης

Αναδασωτέα έκταση ορίζεται το καταστραφέν δασικό οικοσύστημα το οποίο χρήζει αποκαταστάσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 117 παρ. 3 Σ : «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».