ΙΙ.3. Νομολογία.

ΣΕ 2739/2005

3. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 2 του κυρωθέντος με τον Ν. 2683/1999 (Α’ 19) Υπαλληλικού Κώδικα ορίζεται ότι : «Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίσθηκε, προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία . . .». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, παράνομη και ως εκ τούτου ανακλητή πράξη διορισμού σε προκηρυχθείσα κενή οργανική θέση υπαλλήλου είναι, μεταξύ άλλων, η πράξη που ερείδεται σε παράνομη επιλογή του διορισθέντος υπαλλήλου μεταξύ συνυποψηφίων που εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για τον διορισμό στην ίδια προκηρυχθείσα θέση. Περίπτωση παράνομης επιλογής, κατά τα ανωτέρω, συντρέχει και όταν η Διοίκηση εκφέρει την κρίση της περί επιλογής υποψηφίου κατά πλάνη περί τα πράγματα. Στην περίπτωση αυτή, αν δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της πράξεως διορισμού, αρκεί η διαπίστωση της πλάνης της Διοικήσεως από την αρμόδια Υπηρεσία, για να είναι νόμιμη η έκδοση και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξεως με την οποία ανακαλείται η πράξη του διορισμού. Αντιθέτως, αν έχει παρέλθει η διετία, για να είναι νόμιμη η ανακλητική πράξη απαιτείται, επιπροσθέτως, να εκφέρει η Διοίκηση κατά νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κρίση, σύμφωνα με την οποία ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοικήσεως εν σχέσει προς την επιλογή του έναντι των συνυποψηφίων του. Συνεπώς, μόνον αν έχει παρέλθει η διετία απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του διορισθέντος για ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 του κυρωθέντος με τον Ν. 2690/1999 (Α’ 45) Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, καθ’ όσον μόνον μετά την παρέλευση της διετίας απαιτείται για την έκδοση της ανακλητικής πράξεως η διαπίστωση από την Διοίκηση της υπαίτιας συμπεριφοράς του διορισθέντος, την οποία προβλέπει ο νόμος.

 

ΣΕ 631/2010

8. Επειδή, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους προβλήθηκε ότι κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ο Υπουργός ανακάλεσε την πράξη διορισμού του εκκαλούντος, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως αναπληρωτής δάσκαλος από το 2001 έως το 2003 με βάση το επίμαχο πτυχίο, στη συνέχεια έλαβε μέρος στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ βασιζόμενος στην πιο πάνω προκήρυξη, περιλήφθηκε στον πίνακα διοριστέων και διορίστηκε σε θέση δασκάλου και είχε, συνεπώς, την εύλογη πεποίθηση ότι το πτυχίο του επέτρεπε το διορισμό και τη σταδιοδρομία του ως δασκάλου. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι : α) με το ν. 1566/1985 θεσπίστηκε νέο σύστημα στελέχωσης της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με δασκάλους πτυχιούχους των τετραετούς φοίτησης παιδαγωγικών τμημάτων των πανεπιστημίων και τέθηκαν οι προπαρατεθείσες ειδικές μεταβατικές διατάξεις για τις υφιστάμενες τότε παιδαγωγικές ακαδημίες και την Ανώτερη Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης. Συνεπώς, αφενός μεν οι νέες πάγιες ρυθμίσεις εξυπηρετούσαν κατά το νομοθέτη ιδιαίτερα σημαντικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφετέρου δε οι ενδιαφερόμενοι, όπως ο εκκαλών, μπορούσαν να γνωρίζουν τα δικαιώματα που θα τους παρείχε το πτυχίο της Ανώτερης Εκκλησιαστικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ήδη πριν από την εισαγωγή τους σε αυτή, β) ο εκκαλών στερείται του βασικού τυπικού προσόντος για το διορισμό του, ήτοι του απαιτούμενου τίτλου σπουδών, γ) τόσο το ΑΣΕΠ, το οποίο ανακάλεσε τον πίνακα διοριστέων καθ΄ ο μέρος αφορούσε τον εκκαλούντα, εντός λίγων μηνών από τη δημοσίευσή του, όσο και ο Υπουργός, ο οποίος ανακάλεσε την πράξη διορισμού του εκκαλούντος εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 20 παρ. 2 του ΥΚ διετίας, ανακάλεσαν τις παράνομες πράξεις τους εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, δ) ο εκκαλών, θα μπορούσε να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για τη ζημία και την ηθική βλάβη που ενδεχομένως υπέστη από το συνδυασμό των προαναφερθεισών παράνομων και νόμιμων πράξεων της Διοίκησης (βλ. ΣτΕ 980/2002, σκ. 7), εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί κατά το νόμο όροι της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Συνεπώς, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν δύναται να συναχθή ότι ο εκκαλών, αν και στερούμενος του βασικού τυπικού προσόντος για το διορισμό του, είχε δικαίωμα να διορισθεί σε θέση δασκάλου και να σταδιοδρομήσει ακολούθως στη θέση αυτή μέχρι τη συνταξιοδότησή του (πρβλ. ΣτΕ 856/2009, 2888/1997).

 

ΣΕ 2811/2019 παρ. στην επταμ

2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 2304/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά: α) της … πράξης του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) (Γ΄ …), με την οποία ανακλήθηκε αναδρομικά από … πράξη του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του πρώην Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδας (Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε.) (τ. ν.π.δ.δ. …), με την οποία ο εκκαλών είχε διορισθεί σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού στο ανωτέρω Ταμείο και β) της …. απάντησης του Προέδρου του Δ.Σ. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. στις από … και … αιτήσεις παραίτησης του εκκαλούντος, με την οποία γνωστοποιήθηκε στον τελευταίο ότι λόγω της κατά τα ανωτέρω ανάκλησης του διορισμού του, παρέλκει η εξέταση των αιτήσεων αυτών, με την αιτιολογία ότι δεν υφίσταται σε ισχύ υπαλληλική σχέση με το εν λόγω νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.).

3. Επειδή, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85/12.5.2016), το συσταθέν με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) μετονομάστηκε σε Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), ορίστηκε δε ότι το νέο αυτό Ταμείο συγκροτείται από τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης και τον κλάδο εφάπαξ παροχών, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Περαιτέρω, με την παράγραφο 5 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 75 του πιο πάνω νόμου 4387/2016, ορίστηκε ότι: «Στον κλάδο εφάπαξ παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. εντάσσονται τα παρακάτω ταμεία, τομείς, κλάδοι και λογαριασμοί πρόνοιας ως εξής: Α. … Δ. Ο κλάδος πρόνοιας του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.) με τους Τομείς του: α. …, β. …, γ. Τομέα Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε., δ. … Ε. …». Ακολούθως, με τις παραγράφους 9 και 11 του άρθρου 85 του ν. 4387/2016 ορίστηκε ότι: «9. Στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας, ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισής τους. Οι ασφαλισμένοι των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών πρόνοιας καθίστανται ασφαλισμένοι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 37. 10. … 11. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσόμενων ταμείων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών Προνοίας συνεχίζονται από το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.». Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4387/2016, οι οποίες εντάσσονται στο Στ΄ Μέρος του νόμου αυτού και ισχύουν από 1.1.2017, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου, το Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. εντάχθηκε στον κλάδο πρόνοιας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., από την πιο πάνω ημερομηνία. Συνεπώς, το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικός διάδοχος του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., νομίμως παρίσταται και συνεχίζει την παρούσα δίκη ως εφεσίβλητο (βλ. σχετ. ΣτΕ 1071/2018, σκ. 3, 1164/2018, σκ. 3 κ.ά.).

4. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ΥΚ – ν. 3528/2007, Α´ 26) ορίζεται ότι: «Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίσθηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία …».

5. Επειδή, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος όχι μόνο διορίστηκε παρανόμως αλλά επιπλέον ήταν ο ίδιος που προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται και μετά την παρέλευση της διετούς προθεσμίας εντός της οποίας ανακαλούνται, καταρχήν, οι παράνομοι διορισμοί. Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό∙ τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του. Κάμψη των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται και η πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση δύναται, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον. Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων.

6. Επειδή, στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζεται ότι: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».

7. Επειδή, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ως ισχυρισμοί η προβολή των οποίων με το δικόγραφο της έφεσης απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου αυτής, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα αναγόμενο αποκλειστικά στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση (βλ. ΣτΕ 3734, 1989/2015 κ.ά.). Αντιθέτως, δεν αποτελούν τέτοιους ισχυρισμούς όσοι αφορούν την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβληθείσας διοικητικής πράξης και τη μη λήψη υπόψη συναφών προς το ζήτημα αυτό ισχυρισμών και στοιχείων (βλ. ΣτΕ 829/2016, 2155/2014 κ.ά.) ή την εκτίμηση των αποδείξεων.

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο εκκαλών διορίσθηκε σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού στο τότε υφιστάμενο Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε. με την… πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου. Ακολούθως, μεταφέρθηκε στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., στον κλάδο Προνοίας του οποίου εντάχθηκε το Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Στο πλαίσιο σχετικού ελέγχου προέκυψε ότι αυτός δεν κατείχε τον τίτλο σπουδών που δήλωσε και υπέβαλε ως τυπικό προσόν διορισμού στις αρμόδιες υπηρεσίες κατά τη διαδικασία διορισμού του. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της διαδικασίας επιλογής ο εκκαλών υπέβαλε στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων φωτοαντίγραφο του επικυρωθέντος στις … από το ΚΣΤ΄ Αστυνομικό Τμήμα Αθηνών φωτοαντιγράφου απολυτηρίου του Λυκείου Βέλου με ημερομηνία έκδοσης …, στο οποίο αναγράφεται ότι αυτό εκδόθηκε κατόπιν της … πράξης του Συμβουλίου Διδασκόντων και ότι αφορά τον εκκαλούντα, με έτος γέννησης … και αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου 19. Κατά το στάδιο του διορισμού του στο Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε. ο εκκαλών υπέβαλε σ’ αυτό επικυρωμένο στις … από το Αστυνομικό Τμήμα Κολωνού φωτοαντίγραφο απολυτηρίου του Λυκείου Βέλου με ημερομηνία έκδοσης …, στο οποίο αναγράφεται ότι αυτό αφορά τον εκκαλούντα, με έτος γέννησης … και αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου 12. Στα πλαίσια της έρευνας που διενεργήθηκε, η Διεύθυνση Διοικητικού του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. με το …. έγγραφό της προς το Γενικό Λύκειο Βέλου Κορινθίας απέστειλε φωτοαντίγραφο του ανωτέρω τίτλου σπουδών προς επιβεβαίωση της έκδοσής του και της ακρίβειας των στοιχείων του. Με το … απαντητικό έγγραφο του Διευθυντή του εν λόγω Λυκείου, βεβαιώνεται ότι ο τίτλος σπουδών που στάλθηκε προς έλεγχο δεν αντιστοιχεί με ακρίβεια στα στοιχεία του αρχείου του σχολείου και ειδικότερα διαφοροποιείται από τα στοιχεία που έπρεπε να αναγράφονται στον πρωτότυπο τίτλο που εκδόθηκε στις … με την … πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων ως προς το μικρό όνομα, το έτος γέννησης και τον αριθμό μητρώου ή δημοτολογίου. Κατόπιν τούτου, ο εκκαλών κλήθηκε με το …. έγγραφο του Πρόεδρου του Δ.Σ. του Ταμείου σε ακρόαση στις …, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45), προκειμένου να υποβάλει εγγράφως ή προφορικώς τις απόψεις του ως προς τα ανωτέρω διαπιστωθέντα, προσκομίζοντας τον πρωτότυπο απολυτήριο τίτλο ή προσφάτως εκδοθέν αποδεικτικό απόλυσης από το Λύκειο Βέλου Κορινθίας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο προς ανταπόδειξη των ανωτέρω διαλαμβανομένων. Στο έγγραφο αυτό διαλαμβάνεται ότι ο εκκαλών καλείται «ενόψει της προβλεπόμενης στο β΄ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 3528/2007 ανάκλησης της κατά παράβαση νόμου πράξης διορισμού». Ο εκκαλών στις … υπέβαλε στην Υπηρεσία αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας τριάντα ημερών με συνημμένη ιατρική γνωμάτευση (το από … ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής), σύμφωνα με την οποία πάσχει από χρόνια καταθλιπτική συνδρομή, εμφανίζει έξαρση των συμπτωμάτων και συνιστάται αναρρωτική άδεια διάρκειας ενός μηνός και επανεξέταση και ταυτοχρόνως την … αίτηση παραίτησης λόγω θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων και δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν εξέθεσε τις απόψεις του αν και κλήθηκε προς τούτο, εκδόθηκε η …. προσβληθείσα ενώπιον του εφετείου πράξη του Προέδρου του Δ.Σ. του Ταμείου, με την οποία ανακλήθηκε αναδρομικά -από 11.6.1996- ο διορισμός του λόγω έλλειψης τυπικού προσόντος (τίτλου σπουδών), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του ΥΚ, με την ακόλουθη αιτιολογία: «[Ο εκκαλών] εν γνώσει του συνέβαλε στη σχετική διαδικασία πρόσληψης, εφόσον γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν κατείχε τον τίτλο που υπέβαλε ως απαραίτητο τυπικό προσόν και ως εκ τούτου αίρεται ο χρονικός περιορισμός της ανάκλησης της διοικητικής πράξης του διορισμού». Ο εκκαλών υπέβαλε και δεύτερη αίτηση παραίτησης (10312….4), η οποία δεν έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Ταμείου, με την αιτιολογία, η οποία περιέχεται στο …. έγγραφό του, ότι λόγω της ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος, παρέλκει η εξέταση των αιτημάτων περί παραίτησής του, διότι δεν υφίσταται σε ισχύ υπαλληλική του σχέση με το Ταμείο. Εξάλλου, με το …. Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ο εκκαλών παραπέμφθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για τον λόγο ότι κατάρτισε το ανωτέρω πιστοποιητικό, το οποίο ήταν πλαστό και το χρησιμοποίησε για να διοριστεί στο Τ.Π.Π.Ο.Σ.Ε. Το Εφετείο με την …. απόφασή του έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, αφού θεώρησε ότι κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό η πράξη για την οποία παραπέμφθηκε ο εκκαλών συνιστούσε πλαστογραφία με χρήση (Π.Κ. 216 παρ. 1, 2).

9. Επειδή, κατά της …. ανακλητικής του διορισμού του πράξης του Προέδρου του Δ.Σ. του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. και της ….απάντησης του ίδιου οργάνου στις από 12.2.2014 και 4.3.2014 αιτήσεις παραίτησής του ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

10. Επειδή, με την αίτηση ακυρώσεως ο εκκαλών προέβαλε ότι η προσβληθείσα πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι, αν και κλήθηκε, εμποδίστηκε να διατυπώσει τις απόψεις του το κρίσιμο χρονικό διάστημα λόγω προβλημάτων υγείας που ανέκυψαν. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η ψυχολογική πίεση που υπέστη κατόπιν της ανωτέρω κλήσης, τον επηρέασε δυσμενώς και επέτεινε τις εκδηλώσεις της καταθλιπτικής συνδρομής, από την οποία πάσχει, όπως προκύπτει από τις…, …. και … ιατρικές γνωματεύσεις, και χρήζει σε περιόδους έξαρσης φαρμακευτικής αγωγής, αδυνατώντας να επιμεληθεί και του ίδιου τού εαυτού του. Εξάλλου, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου περιλαμβάνεται το από ….4 ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής που υπογράφεται από τον …., Ψυχίατρο Επιμελητή Α΄, και συνυποβλήθηκε με την από … αίτηση του εκκαλούντος για χορήγηση αναρρωτικής άδειας, στο οποίο αναφέρεται ότι αυτός: «Πάσχει από χρόνια καταθλιπτική συνδρομή και προσήλθε στα εξωτερικά ιατρεία, όπου παρακολουθείται για εξέταση. Στην παρούσα εμφανίζει έξαρση συμπτωμάτων. Συνιστάται αναρρωτική άδεια διάρκειας ενός μηνός και επανεξέταση».

11. Επειδή, το εφετείο απέρριψε αυτόν τον λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι ανεξάρτητα του ότι δεν προσκομίζονται οι ιατρικές βεβαιώσεις που να πιστοποιούν το γεγονός της ασθένειας του εκκαλούντος, η πιο πάνω διαταραχή της υγείας του (καταθλιπτική συνδρομή) δεν μπορεί να θεμελιώσει την προβαλλόμενη ανωτέρα βία, αφού από τα αναφερόμενα στο πιο πάνω σημείωμα πραγματικά περιστατικά, δεν προκύπτει ότι από τις …. που του επιδόθηκε η κλήση προς ακρόαση και μέχρι την ταχθείσα ημερομηνία (….) για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, ο ίδιος τελούσε σε απόλυτη αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως είτε δια τρίτου προσώπου και ως εκ τούτου παρεμποδίστηκε να ενημερώσει την Υπηρεσία για το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας και να ζητήσει παράταση της ορισθείσας προθεσμίας για παροχή εξηγήσεων. Εξάλλου, από την υποβληθείσα εκ μέρους του αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας δεν μπορεί να συναχθεί άνευ άλλου τινός η αδυναμία του να παράσχει εξηγήσεις -όπως αβάσιμα ισχυρίζεται-, δεδομένου ότι ο ίδιος παρά το γεγονός ότι δεν ανταποκρίθηκε στην κλήση προς ακρόαση, εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στην Υπηρεσία προκειμένου να υποβάλει την από …. αίτηση παραίτησης λόγω συνταξιοδότησης. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η Διοίκηση κάλεσε τον εκκαλούντα, όπως όφειλε, προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με την επικείμενη ανάκληση της απόφασης διορισμού του, τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος από τα άρθρα 20 παρ. 2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

12. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η ανωτέρω κρίση του εφετείου είναι εσφαλμένη, διότι εξέλαβε την αδυναμία του εκκαλούντος να εκθέσει τις απόψεις του ή να ζητήσει παράταση της σχετικής προθεσμίας ως λόγο ανωτέρας βίας, ενώ επρόκειτο για έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, με αποτέλεσμα την απόλυτη αδυναμία του να εκδηλώσει πλήρως και εγκαίρως τη βούλησή του. Κατά τούτο, η εκκαλούμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με την 2873/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, ναι μεν ο εκκαλών δεν υπέβαλε ρητό αίτημα να του χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας να εκθέσει τις απόψεις του, πλην η από 12.2.2014 αίτησή του για χορήγηση αναρρωτικής άδειας με συνημμένο το από … ιατρικό σημείωμα Εξωτερικών Ιατρείων του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής υποβλήθηκε στην Αναπληρώτρια Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Διοικητικού, η οποία είχε ορισθεί ως αρμόδια να ακούσει τις απόψεις του εκκαλούντος. Συνεπώς, η Διοίκηση γνώριζε την ανωτέρω αδυναμία του να εκθέσει τις απόψεις του και, ως εκ τούτου, όφειλε να του χορηγήσει την απαιτούμενη προθεσμία. Επί του ζητήματος εάν παράταση της προθεσμίας για ακρόαση του διοικούμενου μπορεί να χορηγηθεί αυτεπαγγέλτως όταν η Διοίκηση -και μάλιστα το αρμόδιο όργανο- γνωρίζει την αδυναμία του να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προβάλλεται επίσης ότι, κατά παράβαση των -εφαρμοστέων δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ. 18/1989- άρθρων 336 παρ. 3 και 338 του ΚΠολΔ, το εφετείο με την ανωτέρω κρίση του δέχθηκε ότι από την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εκκαλούντος στην Υπηρεσία προκειμένου να υποβάλει την από 12.2.2014 αίτηση παραίτησης συνάγεται αμάχητο τεκμήριο ότι αυτός είχε την ικανότητα να εκθέσει τις απόψεις του ή να ζητήσει παράταση της σχετικής προθεσμίας. Κατά τον εκκαλούντα, επί του ζητήματος αυτού, το οποίο ανάγεται στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν από το εφετείο και όχι στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

13. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στις …επιδόθηκε στον εκκαλούντα κλήση να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις του ή να προσέλθει προς ακρόαση για το ζήτημα της ανάκλησης του διορισμού του στις …. Αυτός στις … υπέβαλε: α) παραίτηση λόγω συνταξιοδότησης και β) αίτηση για χορήγηση αναρρωτικής άδειας με συνημμένο το ανωτέρω από … ιατρικό σημείωμα. Δεν υπέβαλε όμως εγγράφως τις απόψεις του ούτε προσήλθε προς ακρόαση ούτε υπέβαλε αίτηση παράτασης της προθεσμίας που του είχε ταχθεί. Το εφετείο από τα γεγονότα αυτά συμπέρανε ότι ο εκκαλών ήταν σε θέση, από άποψη ψυχικής υγείας, να ζητήσει εγκαίρως παράταση της προθεσμίας προς ακρόαση. Συνεπώς, το ζήτημα εάν ενδεχόμενη αδυναμία του εκκαλούντος να ζητήσει την παράταση αυτή θα συνιστούσε λόγο ανωτέρας βίας (βλ. σχετ. ΣτΕ 540/2015) ή θα οφειλόταν σε έλλειψη συνείδησης των πραττομένων, όπως υποστηρίζει ο εκκαλών, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της κρίσης του εφετείου. Επομένως, κατά το μέρος αυτό ο λόγος έφεσης θα έπρεπε να απορριφθεί. Εξάλλου, η με βάση τα εκτεθέντα περιστατικά συναγωγή του συμπεράσματος αυτού από το εφετείο, συνιστά εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και όχι ερμηνεία κανόνων δικαίου, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα θα έπρεπε να απορριφθούν. Τέλος, από καμία διάταξη ή από την αρχή της χρηστής διοίκησης ή από άλλη αρχή δεν συνάγεται ότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα η Διοίκηση όφειλε να χορηγήσει αυτεπαγγέλτως παράταση της προθεσμίας προς ακρόαση στον εκκαλούντα, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα θα έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα.

14. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα το εφετείο έκρινε ότι η πράξη ανάκλησης του διορισμού του εκκαλούντος έφερε επαρκή αιτιολογία, ενώ δεν έφερε αιτιολογία, ιδίως ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του δόλου, κατά παράβαση του άρθρου 17 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ερχόμενη σε αντίθεση με τις 387/2013 και 1711/2011 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Προβάλλεται επίσης ότι κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), το εφετείο έκρινε την ορθότητα της αιτιολογίας της ανακλητικής του διορισμού πράξης με βάση τα διαλαμβανόμενα στο προαναφερθέν … Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Οι λόγοι αυτοί θα έπρεπε να απορριφθούν, ως προβαλλόμενοι χωρίς έννομο συμφέρον, διότι κατά τη δίκη ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα … απόφαση, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη του εκκαλούντος λόγω παραγραφής, αυτός δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Την πράξη της πλαστογραφίας τού ως άνω απολυτηρίου, ομολόγησα από την πρώτη στιγμή ότι διέπραξα. … αποδεικνύεται από το ίδιο το πλαστογραφημένο έγγραφο που προσκόμισα ενώπιον της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά την υποβολή της από … αίτησής μου για δήλωση σειράς προτίμησης για διορισμό σε κλάδο, ότι είχε καταρτιστεί σε χρόνο προγενέστερο. … Η πράξη έγινε πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν επιπολαιότητά μου. … Η πράξη έγινε το …, γιατί γνώριζα ότι επίκειται διορισμός. Εάν γνώριζα ότι θα μπορούσα να διοριστώ και ως υποχρεωτικής εκπαίδευσης στο Δημόσιο, δεν θα έκανα αυτή την ανοησία. Είναι η πιο μελανή σελίδα της προσωπικής μου ιστορίας. … Ζητώ συγγνώμη. …» (βλ. σελ. 4 και 11 της απόφασης).

15. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πέμπτη σκέψη, η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που θα επέτρεπε τη μη ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος έπρεπε να προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, με επίκληση και υποβολή των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, όταν ο εκκαλών κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις του. Δεδομένου ότι ο εκκαλών δεν το έπραξε, ούτε κατά τα προεκτεθέντα ζήτησε παράταση της προθεσμίας που του τάχθηκε για να εκθέσει τις απόψεις του, η πράξη ανάκλησης του διορισμού του δεν απαιτούνταν να φέρει αιτιολογία περί μη συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν τη μη ανάκλησή του, αλλά μόνο περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου. Συνεπώς, νομίμως, αν και με κάπως διαφορετική αιτιολογία, το εφετείο απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως σύμφωνα με τους οποίους κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, το εφετείο δεν εκτίμησε τη δυσανάλογη βαρύτητα των συνεπειών της ανακλητικής του διορισμού πράξης σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με την έκδοσή της σκοπό, όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη έφεση θα έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα.

16. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας των τιθέμενων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Δ. Βανδώρος και δικάσιμος η 2.4.2020.