ΙΙ. Ουσιαστικά ζητήματα
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 ν. 3528/2007 «2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα.». Ταυτόσημη ρύθμιση εισάγει και η διάταξη του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007).
ΙΙ.1. Ανάκληση ΕΝΤΟΣ διετίας από τη δημοσίευση της πράξης διορισμού.
Με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.2 ν. 3528/2007 δεν εισάγεται διοικητική κύρωση, αλλά σκοπείται η άρση της παρανομίας που εμφιλοχώρησε κατά τον διορισμό και ως εκ τούτου η ανάκληση του διορισμού συνιστά απλό διοικητικό μέτρο.
Η ανάκληση του διορισμού του υπαλλήλου προϋποθέτει ότι χωρίς το προσόν το οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν διέθετε κατά τον χρόνο του διορισμού αυτός δεν θα ήταν διοριστέος στη συγκεκριμένη θέση. Κατά λογική ακολουθία, η διάταξη η οποία προβλέπει το τυπικό αυτό προσόν πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες δικαίου υπέρτερης από αυτήν τυπικής ισχύος, όπως είναι το Σύνταγμα, και επί κανονιστικής πράξης ότι αυτή είναι σύμφωνη με την εξουσιοδοτική διάταξη. Τούτο συνεπάγεται ότι ο καθ’ ου το επίδικο μέτρο δύναται ακόμη και το πρώτον κατά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης ανάκλησης να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της διαπιστωθείσης ως ελλείπουσας προϋπόθεσης διορισμού.
Για την πληρότητα της αιτιολογίας της πράξης ανάκλησης στην περίπτωση που δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευση της πράξεως διορισμού, αρκεί η διαπίστωση της παρανομίας της Διοικήσεως από την αρμόδια Υπηρεσία, αιτιολογία μάλιστα η οποία αρκεί κατ’ άρθρο 17 παρ. 2 ν. 2690/1999 να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου αυτής.
ΙΙ.2. Ανάκληση ΜΕΤΑ την παρέλευση διετίας από την δημοσίευση της πράξης διορισμού.
Και στην περίπτωση αυτή, δεν εισάγεται διοικητική κύρωση, αλλά σκοπείται η άρση της παρανομίας που εμφιλοχώρησε κατά τον διορισμό και ως εκ τούτου η ανάκληση του διορισμού συνιστά απλό διοικητικό μέτρο.
Όπως και στην περίπτωση της ανάκλησης εντός διετίας από το διορισμό, έτσι κι εδώ, η ανάκληση του διορισμού του υπαλλήλου προϋποθέτει ότι χωρίς το προσόν το οποίο διαπιστώθηκε ότι δεν διέθετε κατά τον χρόνο του διορισμού αυτός δεν θα ήταν διοριστέος στη συγκεκριμένη θέση. Κατά λογική ακολουθία, η διάταξη η οποία προβλέπει το τυπικό αυτό προσόν πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες δικαίου υπέρτερης από αυτήν τυπικής ισχύος, όπως είναι το Σύνταγμα, και επί κανονιστικής πράξης ότι αυτή είναι σύμφωνη με την εξουσιοδοτική διάταξη. Τούτο συνεπάγεται ότι ο καθ’ ου το επίδικο μέτρο δύναται ακόμη και το πρώτον κατά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης ανάκλησης να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της διαπιστωθείσης ως ελλείπουσας προϋπόθεσης διορισμού.
Ωστόσο, ως προς την πληρότητα της αιτιολογίας της πράξης ανάκλησης μετά την πάροδο διετίας διαφοροποιούνται θεμελιωδώς οι σχετικές απαιτήσεις. Εν προκειμένω, για να είναι νόμιμη η ανακλητική πράξη απαιτείται, πέραν της διαπίστωσης της παρανομίας από τη Διοίκηση, να εκφέρει η τελευταία σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κρίση, σύμφωνα με την οποία ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοικήσεως εν σχέσει προς την επιλογή του έναντι των συνυποψηφίων του.
Συνεπώς, μόνον αν έχει παρέλθει η διετία απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας, η προηγούμενη κλήση του διορισθέντος για ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 ΚΔΔιαδ, καθ’ όσον μόνον μετά την παρέλευση της διετίας απαιτείται για την έκδοση της ανακλητικής πράξεως η διαπίστωση από την Διοίκηση της υπαίτιας συμπεριφοράς του διορισθέντος, την οποία προβλέπει ο νόμος.
Η ανάκληση του διορισμού στην πιο πάνω ειδική περίπτωση είναι, καταρχήν, υποχρεωτική και δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό∙ τούτο δικαιολογείται όχι μόνο από τη μέριμνα του νομοθέτη για την αποκατάσταση της σοβαρά διαταραχθείσας νομιμότητας, με τον διορισμό σε θέση υπαλλήλου προσώπου που δεν κατέχει τα νόμιμα προσόντα, καθώς και των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την επιλογή τους προς πλήρωση των δημόσιων θέσεων, αλλά και εξαιτίας των σοβαρών ενδείξεων ότι ο διορισθείς στερείται του αναγκαίου για υπάλληλο ήθους. Εξάλλου, η δόλια συμπεριφορά του τού στερεί, καταρχήν, την προσδοκία για διατήρηση της θέσης του.
ΚΑΜΨΗ των ανωτέρω θα ήταν δυνατόν να υπάρξει σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η παρέλευση ιδιαιτέρως μακρού χρόνου από τον διορισμό σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως οι ιδιάζουσες συνθήκες της προσωπικής και υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου, θα καθιστούσαν την ανάκληση αντίθετη στις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, ενόψει των οποίων πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερμηνεύονται και οι πιο πάνω διατάξεις του Κώδικα. Στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση δύναται, εκτιμώντας τις εξαιρετικές περιστάσεις, είτε να μην ανακαλέσει τον διορισμό είτε να τον ανακαλέσει για το μέλλον. Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων πρέπει να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον της Διοίκησης, κατά την έκθεση των απόψεων του υπαλλήλου, με επίκληση και υποβολή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Σε περίπτωση που ο καθ’ ου η ανάκληση υπάλληλος δεν επικαλεστεί και υποβάλει τέτοια στοιχεία, η πράξη ανάκλησης του διορισμού του δεν απαιτείται να φέρει αιτιολογία περί μη συνδρομής εξαιρετικών περιστάσεων που θα δικαιολογούσαν τη μη ανάκλησή του, αλλά μόνο περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου.