Κατά την πάγια (μέχρι προσφάτως) νομολογιακή θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο πλαίσιο των συνταξιοδοτικών διαφορών που ανήκουν στην δικαιοδοσία του κατ’ άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ’ Συντ., η σύνταξη των δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών και δημοσίων λειτουργών αποτελεί συνέχεια του καταβαλλόμενου κατά την ενεργό υπηρεσία «μισθού» ή «παροχής» αντιστοίχως που λαμβάνουν όσοι τελούν σε ειδική νομική σχέση με το Κράτος, όντες δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί. Συναφώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση πράξης κανονισμού σύνταξης είναι το υποκείμενο να είχε αποκτήσει νόμιμα την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού και η πραγματική δημόσια υπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης να είχε παρασχεθεί στο πλαίσιο νομίμως ιδρυθείσας δημόσιας υπαλληλικής σχέσης.

Από τα παραπάνω, επομένως, συνάγεται ότι δημόσια υπηρεσία που παρέχεται χωρίς προηγούμενο νόμιμο διορισμό δεν αποτελεί υπηρεσία δημόσιου υπαλλήλου ή λειτουργού και, ως εκ τούτου, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμη και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα έκδοσης πράξης κανονισμού σύνταξης. Το συμπέρασμα αυτό ίσχυε και σε περίπτωση ανάκλησης πράξης διορισμού υπαλλήλου ή λειτουργού ως παράνομης, η οποία ενεργούσε αναδρομικώς αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοσή της, μεταξύ των οποίων και την αναγνώριση του χρόνο υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν ως συντάξιμης.

Απόφαση ΙΙ Τμήματος Ελεγκτικού Συνεδρίου υ[‘ αριθμ. 332/2017 :

«ΙΙ. Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο πρώτο του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.) και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 1508/2002, 3777/2008, 4731/2014, 640/2015 κ.ά.), καθώς και η αρχή της προβλεψιμότητας,  επιβάλλουν τη διατήρηση ευνοϊκών για τον καλόπιστο διοικούμενο νομικών και πραγματικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν δυνάμει διοικητικής πράξης, η ανατροπή των οποίων δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί από το θιγόμενο, εκτός εάν η ανατροπή των καταστάσεων αυτών επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, ενόψει και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, απαιτείται η τήρηση μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και των δικαιωμάτων ή των νομίμων προσδοκιών των θιγομένων από τη μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος ή από την ανάκληση των πράξεων της διοίκησης.

IIΙ. Ο συνταγματικός νομοθέτης επιφυλάσσει ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημοσίους υπαλλήλους, δημοσίους λειτουργούς και τους στρατιωτικούς που συνδέονται με ειδική νομική σχέση με το Κράτος. Ειδικότερα, το ισχύον Σύνταγμα περιλαμβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέει η ιδιαίτερη θέση των εν λόγω κρατικών υπαλλήλων και λειτουργών (βλ. άρθρα 16, 21, 45, 23 παρ. 2, 29 παρ. 3, 87 επ., 103 και 104 του Συντάγματος), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθμίσεις για την προπαρασκευή και την νομοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος), την απονομή των συντάξεων (άρθρο 80 του Συντάγματος), αλλά και την ειδική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονομή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος). Από το σύνολο δε των ρυθμίσεων αυτών και ιδίως από τις εγγυήσεις και τις δεσμεύσεις με τις οποίες περιβάλλονται οι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι λόγω της σπουδαιότητας της αποστολής τους σε σχέση με τη λειτουργία του Κράτους (προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών, ακαδημαϊκή ελευθερία των πανεπιστημιακών, μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων), συνάγεται ότι το Σύνταγμα υποδέχεται ως ιδιαίτερο θεσμό το ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων, των δημοσίων λειτουργών και των στρατιωτικών (πρβλ. αποφ. ΑΕΔ 16/1983, ΑΠ 701/2014, 968/2013).  Στο πλαίσιο δε αυτό, ως «σύνταξη» νοείται η περιοδική παροχή που καταβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο, σε δημόσιο λειτουργό ή σε στρατιωτικό αντί μισθού και ως συνέχεια αυτού, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία, το κόστος της οποίας βαρύνει κατ’ αρχήν τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ για την απονομή της εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες, προσαρμοσμένοι στην ιδιομορφία της σχέσης δημοσίου δικαίου που συνδέει το εν λόγω κρατικό λειτουργό ή υπάλληλο με την υπηρεσία του. Επομένως, η σύνταξη, υπό την προεκτεθείσα της έννοια, όπως αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα, φέρει το χαρακτήρα της «αμοιβής», που καταβάλλεται ως συνέχεια του μισθού της κατηγορίας αυτής δικαιούχων με βάση την ειδική νομική  σχέση που τους συνδέει με το Κράτος, αποτελώντας όρο της απασχόλησής τους στο πλαίσιο συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης (ΕΔΔΑ Zeibek κατά Ελλάδας, απόφ. της 9.7.2009, σκ. 37,  Αποστολάκης κατά Ελλάδας, απόφ. της 22.10.2009, σκ. 35, ΔΕΕ απόφ. της 26ης Μαρτίου 2009, C-559/07, Ελ.Συν.Ολ. 4324/2014).

ΙV. Α. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α΄ 210), ορίζει, στο άρθρο 1 παρ. 1 (άρθρο 1 παρ. 1 του α.ν. 1854/1951), ότι: «…», στο άρθρο 11 παρ. 1 και 2 (άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του α.ν. 1854/1951), ότι: «…» και, στο άρθρο 14 παρ. 1 (άρθρο 14 παρ.1 του α.ν. 1854/51 όπως αντικ. με άρθρα 2 παρ. 1. ν. 1813/88, 2 παρ. 14 Ν.2703/99 και 3 παρ. 3 ν.3408/2005) ότι: «…».

Β. Περαιτέρω, ο ν. 1811/1951 «Περί Κώδικος καταστάσεως των Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων» (Α΄ 141), που ίσχυε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, όριζε, στο άρθρο 28, ότι: «….», στο άρθρο 29 παρ. 1, ότι: «…», στο άρθρο 30 παρ. 1 και 2, ότι: «…», στο άρθρο 32, ότι: «…» και, στο άρθρο 33, ότι: «…».

Γ. Τέλος, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου (βλ. και α.ν. 261/1968), η ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης, ως παράνομης, από το αρμόδιο γι’ αυτό όργανο, την εξαφανίζει αναδρομικώς, από τότε που εκδόθηκε, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν την έκδοσή της και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοση της πράξης αυτής.

V. Από το συνδυασμό των παρατιθέμενων διατάξεων συνάγεται ότι ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος έχει συμπληρώσει εικοσιπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, δικαιούται ισόβια σύνταξη που βαρύνει το Δημόσιο Ταμείο. Για να αναγνωρισθεί δε ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία υπαλλήλου, δεν αρκεί να έχει πράγματι αυτή παρασχεθεί έναντι καταβολής μηνιαίου μισθού (έμμισθη), αλλά απαιτείται αυτός που την παρέσχε να είχε αποκτήσει την υπαλληλική ιδιότητα. Και τούτο, διότι ενόψει της λειτουργίας της σύνταξης των δημοσίων υπαλλήλων, στο πλαίσιο του θεσμοθετηθέντος από το Σύνταγμα ειδικού υπηρεσιακού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος τους, ως στοιχείου της ειδικής νομικής σχέσης που τους συνδέει με το Κράτος, για την αναγνώριση υπηρεσίας υπαλλήλου ως πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και τον υπολογισμό αυτής ως συντάξιμης, απαιτείται αυτή να παρασχέθηκε στο πλαίσιο νομίμως ιδρυθείσας δημόσιας υπαλληλικής σχέσης. Τούτο άλλωστε αποτυπώνεται και στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, στην οποία ρητά ορίζεται ότι ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία θεωρείται αυτή που παρέχεται πραγματικά «από αυτούς που διατελούν σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 1, 2 και 3 του Κώδικα αυτού», δηλαδή τελούν σε νομίμως καθιδρυθείσα υπαλληλική σχέση. Περαιτέρω, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι αναγκαία, κατά νόμο, προϋπόθεση για την ίδρυση της υπαλληλικής σχέσης είναι ο διορισμός σε κενή οργανική θέση, ο οποίος ενεργείται με πράξη του αρμόδιου προς τούτο οργάνου, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στο διοριζόμενο. Επομένως, υπηρεσία που παρέχεται χωρίς προηγούμενο νόμιμο διορισμό δεν αποτελεί υπηρεσία δημόσιου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμη. Τούτο ισχύει και σε περίπτωση ανάκλησης, ως παράνομης, πράξης διορισμού υπαλλήλου, η οποία, κατά την προεκτεθείσα γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, ενεργεί ex tunc, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν την έκδοσή της και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από την έκδοση της πράξης αυτής, μεταξύ των οποίων και την αναγνώριση του χρόνο υπηρεσίας που παρασχέθηκε από αυτόν ως συντάξιμης. […]».

Πρώτη ένδειξη μεταστροφής της νομολογίας του ΕλΣυν από την ως άνω πάγια αλλά και αυστηρή θέση, αποτέλεσε η αναγνώριση απόκλισης σύμφωνα με την οποία, στην ειδικότερη περίπτωση που «[…] η έκδοση της ανακληθείσας παράνομης πράξης διορισμού δεν προκλήθηκε από δόλια ενέργεια του υπαλλήλου αλλά από σφάλμα της διοίκησης, τα αρμόδια συνταξιοδοτικά όργανα οφείλουν, ενόψει και της αρχής της αναλογικότητας, να σταθμίσουν, τις βαίνουσες αντιθέτως αρχές της νομιμότητας και της προστασίας της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και εφόσον, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάθε περίπτωσης, η βλάβη που επέρχεται σ’ αυτόν είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη από το όφελος για το δημόσιο συμφέρον, να θεωρήσουν ως συντάξιμο το χρόνο υπηρεσίας που πράγματι παρασχέθηκε από αυτόν βάσει του ανακληθέντος διορισμού. Στις περιπτώσεις αυτές η ίδια η διοίκηση οφείλει να αναλαμβάνει τον κίνδυνο των σφαλμάτων των οργάνων της (αρχή του estoppel βλ. και την απόφ. του ΕΔΔΑ της 5.1.2000 Beyeler κατά Ιταλίας, σκ. 120) και δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις εσφαλμένες ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της, να αγνοεί μια ευνοϊκή για το διοικούμενο πραγματική κατάσταση και να αρνείται την υπέρ αυτού συναγωγή ωφελημάτων και νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή, όταν μάλιστα δεν διακυβεύονται άμεσα συμφέροντα τρίτων (πρβ. αποφ. ΕΔΔΑ της 26.11.2013 «Bogdel κατά Λιθουανίας», σκ. 65 και 66, της 12.11.2013 «Pyrantiene κατά Λιθουανίας», σκ. 55, της 16.5.2013, της 20.5.2010 «Lelas κατά Κροατίας», σκ. 73, της 11.6.2009 «Trgo κατά Κροατίας», σκ. 67, της 13.12.2007, «Gashi κατά Κροατίας», σκ. 40, της 5.11.2002 «PINCOVÁ και PINC κατά Τσεχίας», σκ. 58,  contra  Ελ. Συν. Ολ. 2015/2008, ΙΙ Τμ. 4741/2013, 2505/2004). […]» (ΕΣ ΙΙ 332/2017, όμοια περίπτωση και η 1566/2017 κ.α).

Με σειρά πρόσφατων αποφάσεων, ωστόσο, το Ελεγκτικό Συνέδριο φαίνεται να απομακρύνεται επί της αρχής από την ως άνω εκτεθείσα πάγια θέση δεχόμενο ότι η στέρηση της σύνταξης σε υπάλληλο του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και ανεξαρτήτως της υπαιτιότητάς του κατά την πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Συναφώς, η συνταξιοδοτικώς δρώσα Διοίκηση οφείλει να εξετάσει εάν, με βάση το πραγματικά διανυθέντα χρόνο υπηρεσίας, ο αιτών την έκδοση πράξης κανονισμού σύνταξης συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από το Δημόσιο και, σε καταφατική περίπτωση, να κανονίσει τη σύνταξη που θα δικαιούτο, εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση του διορισμού (ΕλΣυν 1025/2020, όμοια 947/2020).

Τα βασικότερα σημεία του αιτιολογικού της εν λόγω νομολογιακής μεταστροφής μπορούν να συνοψιστούν ως εξής :

  • η υποχρέωση της συνταξιοδοτικής διοίκησης να μην προσμετρήσει ως συντάξιμο χρόνο τον διανυθέντα σε υπηρεσία του Δημοσίου σε περίπτωση αναδρομικής απώλειας της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας συνιστά διοικητικό μέτρο που, κατ’ αρχήν, δύναται, ενόψει των συνταγματικών αρχών της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, να συναχθεί με σαφήνεια και χωρίς αμφιβολία από τον νόμο και τη σχετική παγία νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, ιδίως δε, στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε τον παράνομο διορισμό του. το μέτρο αυτό συνιστά επέμβαση στο συνταξιοδοτικό σκέλος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, εντάσσεται δε μαζί με τα αντίστοιχα μέτρα επέμβασης στη μισθολογική κατάσταση του υπαλλήλου (καταλογισμός αποδοχών) στον κύκλο των αποκαταστατικών της νομιμότητας συνεπειών της ανάκλησης.
  • Δοθέντος ότι η ανάκληση καθ’ εαυτή αποβλέπει στην αποκατάσταση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, με την άμεση απομάκρυνση του μη πληρούντος τα τυπικά προσόντα υπαλλήλου, οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές συνέπειες της ανάκλησης, σκοπούν θεμιτώς όχι στην τιμωρία του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, αφού ως συνέπειες κατ’ αρχήν επέρχονται ανεξαρτήτως της υποκειμενικής συμπεριφοράς του υπαλλήλου, αλλά αφενός στην αποκατάσταση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών διά της άρσης του status του δημοσίου υπαλλήλου και των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών ωφελειών που απορρέουν από αυτό και αφετέρου στην προστασία και ανόρθωση των συναφών οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου.
  • Συνεπώς, τα μέτρα αυτά και ειδικότερα τα μέτρα που λαμβάνονται στο συνταξιοδοτικό σκέλος της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, ως απόρροια της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, είναι πρόσφορα, κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δοθέντος ότι κατ’ αρχήν δεν υφίσταται εναλλακτικό μέτρο δυνάμενο να εξυπηρετήσει εξίσου αποτελεσματικά την αποκατάσταση των ως άνω συνταγματικών αρχών και των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου.
  • Η κατ’ αρχήν συμβατότητα των συνταξιοδοτικών συνεπειών της ανάκλησης του παράνομου διορισμού, ως διοικητικού μέτρου, προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας, καθώς και προς την αρχή της αναλογικότητας, κατά τα προεκτεθέντα, τελεί υπό την επιφύλαξη του χρονικού σημείου στο οποίο συντελείται η ανάκληση σε σχέση με τον διορισμό, ενόψει και των επιπτώσεων που επιφέρουν στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου που απώλεσε την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, ώστε να διασφαλίζεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ αφενός του αποκαταστατικού σκοπού αυτής και των αντανακλαστικών συνταξιοδοτικών μέτρων και αφετέρου των συνταγματικώς προστατευόμενων ατομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου.
  • Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η ανάκληση της πράξης διορισμού, ακόμη και επί υπαίτιας συμπεριφοράς του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου, χωρεί μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από τον διορισμό, πολλώ δε μάλλον σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο υπάλληλος έχει εξαντλήσει τον υπηρεσιακό του βίο στο Δημόσιο, έχοντας διανύσει μεγάλο μέρος του εν γένει εργασιακού του βίου και συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο, αυτό δε έχει καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα επωφεληθεί των υπηρεσιών του, χωρίς να έχει ασκήσει τη νόμιμη ευχέρειά του να προβεί σε έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών διορισμού προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, η πλήρης στέρηση της σύνταξης από το Δημόσιο, που αντιστοιχεί στην de facto παρασχεθείσα αυτή υπηρεσία, παρ’ ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στα τυπικά προσόντα της θέσης, και της συνδεόμενης με αυτήν υγειονομικής περίθαλψης, αντίκειται προς τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές θίγοντας τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων.
  • Τα συνταξιοδοτικά αυτά μέτρα που στηρίζονται σε ανάκληση του παράνομου διορισμού, η οποία χωρεί σε χρόνο μακρότατο από τον αρχικό διορισμό, ενώ έχουν συμπληρωθεί οι όροι συνταξιοδότησης του υπαλλήλου, υπερακοντίζουν τον κατ’ αρχήν θεμιτό σκοπό που υπηρετούν (βλ. σκέψη VII.Γ) και θίγουν, κατά παράβαση και της κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, τον πυρήνα ατομικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από την ανατραπείσα δημοσιοϋπαλληλική σχέση και την μακροχρόνια de facto απασχόληση του υπαλλήλου. Συγκεκριμένα, με την επιβολή των μέτρων αυτών δεν επιτυγχάνεται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που αυτά υπηρετούν, ήτοι της ένεκα της καθολικής ανατροπής του status του δημοσίου υπαλλήλου άρσης και των συνταξιοδοτικών ωφελειών που συνάπτονται με αυτό, στο πλαίσιο αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και της ανόρθωσης των οικονομικών συμφερόντων του Δημοσίου και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία σε συνδυασμό με τη αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο πρώτο  Συντάγματος, επιβάλλει, ενόψει της μακροχρόνιας απασχόλησης του έστω παρανόμως και με δική του υπαιτιότητα διορισθέντος υπαλλήλου στο Δημόσιο, ως στοιχείο της κοινωνικής του υπόστασης και της συνταγματικά προστατευτέας προσωπικότητάς του, την αναγνώριση σ’ αυτόν περιουσιακών δικαιωμάτων, κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, ειδικότερα δε μίας αμοιβής για την επί μακρότατο χρόνο παρασχεθείσα εργασία και μίας συνταξιοδοτικής παροχής ανάλογης προς αυτήν, εφόσον έχει συμπληρώσει και τις λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις. Τούτο δε, στο βαθμό που, ανεξαρτήτως προηγούμενης ασφαλιστέας εργασίας του υπαλλήλου, για τον συγκεκριμένο χρόνο απασχόλησης δεν προβλέπεται η υπαγωγή σε άλλο σύστημα ασφάλισης, λόγω του συνταγματικού και νομοθετικού διαχωρισμού του απορρέοντος από τα άρθρα 103, 73, 80 και 98 παρ. 1 περιπτ. στ΄ του Συντάγματος συστήματος επαγγελματικής ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων αφενός και αφετέρου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ενώ τυχόν εκπλήρωση εκ μέρους του απωλέσαντος τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα των όρων υπαγωγής σε άλλες μορφές κοινωνικής προστασίας με προνοιακό χαρακτήρα, που δεν συναρτώνται με την παροχή εργασίας, δεν αρκούν για να ισοσκελίσουν, υπό όρους αναλογικής ισότητας κατ’ άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος, την απώλεια κάθε περιουσιακής ωφέλειας από την ανατραπείσα υπαλληλική σχέση.
  • Η μη αναγνώριση ως συντάξιμης της διανυθείσας υπηρεσίας στο Δημόσιο λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά πάροδο μακρότατου χρόνου από αυτόν και η εξ αυτού του λόγου μη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη αντιβαίνει και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ,. Στην έννοια της περιουσίας εμπίπτουν και τα απορρέοντα από διοικητικές πράξεις οικονομικά συμφέροντα του ατόμου, όπως εκείνα που γεννώνται από ιδρυθείσα υπαλληλική σχέση και τουλάχιστον μέχρι την ανάκληση αυτής, μεταξύ των οποίων και η αναγνώριση της υπηρεσίας ως συντάξιμης για την καταβολή σύνταξης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι μεν αληθές ότι κατ’ αρχήν μία μη νομίμως συσταθείσα υπαλληλική σχέση και μάλιστα με δόλια σύμπραξη του παρανόμως διορισθέντος υπαλλήλου δεν ιδρύει ούτε κατά το εθνικό δίκαιο ούτε κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου νόμιμη αξίωση για καταβολή αποδοχών και σύνταξης, ως συνέχειας αυτής, πλην όμως η για μακρότατο χρόνο de facto απασχόληση του έστω κακόπιστου υπαλλήλου, χωρίς το Δημόσιο ως εργοδότης να ασκεί την προβλεπόμενη στον νόμο ευχέρειά του για έλεγχο της γνησιότητας των δικαιολογητικών, αρμοδιότητα που εντασσόταν στη σφαίρα ευθύνης του προς διασφάλιση των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσια θέση, γεννά κατά το εθνικό δίκαιο αξίωση του υπαλλήλου για καταβολή αμοιβής κάποιου ύψους και για καταβολή ανάλογης προς αυτήν σύνταξης, ενόψει της προστασίας που παρέχεται από τα άρθρα 2 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 α του Συντάγματος. Η αξίωση δε αυτή εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της οικείας διάταξης της ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, τα μέτρα της ανάκλησης της πράξης παράνομου διορισμού που προκλήθηκε ή υποβοηθήθηκε από τον υπάλληλο, καθώς και της ένεκα της ανάκλησης και της απώλειας του status του δημοσίου υπαλλήλου μη αναγνώριση της υπηρεσίας του ως συντάξιμης συνιστούν κατ’ αρχήν θεμιτά μέτρα αποκατάστασης των αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την πρόσβαση σε δημόσια θέση. Ενόψει, όμως, των αρχών της υπεροχής του δικαιώματος, της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας, που διατρέχουν το σύνολο των ρυθμίσεων της ΕΣΔΑ, διαπιστώνεται ότι, σε αντιστοιχία προς τις παραδοχές σε επίπεδο εθνικού δικαίου, η στέρηση της σύνταξης λόγω ανάκλησης της πράξης διορισμού, που λαμβάνεται σε χρόνο κατά τον οποίο ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει τις σχετικές χρονικές προϋποθέσεις με την προσμέτρηση του μακρότατου χρόνου υπηρεσίας του στο Δημόσιο, αντιβαίνει στις ως άνω αρχές και, ως εκ τούτου, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσιακή σφαίρα του δικαιούχου, υπό την έννοια της επέμβασης σε ώριμη συνταξιοδοτική σχέση, ως άμεση απόρροια της ανάκλησης, χωρίς την τήρηση των αναγκαίων, κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, διαδικαστικών εγγυήσεων, όπως η τήρηση μίας διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας η υπαίτια συμπεριφορά εκτιμάται σε σχέση τόσο με τη λειτουργία της υπηρεσίας όσο και σε σχέση με το δικαίωμα σε σύνταξη, που ως εκ της φύσης του δεν παρουσιάζει έντονη συνάφεια με την άμεση αποκατάσταση των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας στην πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, παρέχεται η δυνατότητα ουσιαστικής άμυνας του υπαλλήλου, επιμέτρησης των συνεπειών εκ μέρους του οικείου διοικητικού οργάνου και εν τέλει η δυνατότητα προσβολής των κρίσεων της Διοίκησης με ένδικα βοηθήματα ουσίας οδηγεί σε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Σε κάθε δε περίπτωση η πλήρης στέρηση της σύνταξης του εν λόγω υπαλλήλου και της συνδεόμενης με αυτήν υγειονομικής περίθαλψης χωρίς, υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις, να παρέχεται η δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης για τη διανυθείσα υπηρεσία από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, διαταράσσει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του κατ’ αρχήν θεμιτού σκοπού του μέτρου και των δικαιωμάτων του υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, παραβιάζει την διάταξη αυτή της ΕΣΔΑ.