ΙΙΙ. Ισχύον νομικό πλαίσιο.

ΙΙΙ.1. Ως προς τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς εναλλακτικής θητείας.

ΙΙΙ.1.Α. Νομοθετικές ρυθμίσεις.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 3421/2005, οι λόγοι συνείδησης που δικαιολογούν την υπαγωγή σε καθεστώς εναλλακτικής θητείας πρέπει να απορρέουν από μία γενική αντίληψη για τη ζωή, βασισμένη σε συνειδητές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή ηθικές πεποιθήσεις, που εφαρμόζονται από το άτομο απαράβατα και εκδηλώνονται με τήρηση ανάλογης συμπεριφοράς. Ωστόσο, δεν δύναται να χαρακτηριστούν ως αντιρρησίες συνείδησης και ως εκ τούτου δεν υπάγονται στις σχετικές διατάξεις: α. Όσοι έχουν υπηρετήσει ενόπλως για οσοδήποτε χρονικό διάστημα στις ελληνικές ή ξένες Ένοπλες Δυνάμεις ή στα Σώματα Ασφαλείας, μετά τον ενστερνισμό των πεποιθήσεων που τους εμποδίζουν στην εκπλήρωση ένοπλης στρατιωτικής υποχρέωσης για λόγους συνείδησης. β. Όσοι έχουν λάβει άδεια οπλοφορίας ή έχουν ζητήσει να τους χορηγηθεί τέτοια άδεια, καθώς και όσοι συμμετέχουν σε μεμονωμένες ή συλλογικές δραστηριότητες σκοπευτικών αγώνων, κυνηγίου ή παρόμοιων εκδηλώσεων, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη χρήση όπλων και γ. Όσοι έχουν καταδικαστεί ή εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για έγκλημα που έχει σχέση με χρήση όπλων, πυρομαχικών ή παράνομης βίας (59 παρ. 3 ν. 3421/2005).

Κατ’ άρθρο 62 του ίδιου νόμου η υπαγωγή των αντιρρησιών συνείδησης στις διατάξεις του νόμου αυτού και η διάθεσή τους στους φορείς του δημόσιου τομέα για εναλλακτική υπηρεσία, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ύστερα από γνωμοδότηση ειδικής επιτροπής, που εξετάζει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναγνώρισης των ενδιαφερομένων ως αντιρρησιών συνείδησης είτε μέσα από τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν είτε και αυτοπροσώπως, εφόσον αυτό απαιτείται.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της υπ’ αριθμ. Φ.420/79/81978/Σ.300 (ΦΕΚ Β΄ 1854/29.12.2005) Υπουργικής απόφασης όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. ΥΑ Φ.429.1/1/280116/11.1.2011 (ΦΕΚ Β΄ 111/07.02.2011) και την υπ’ αριθμ. ΥΑ Φ.429.1/42/217818/Σ.4199 (ΦΕΚ B` 2699/02.07.2019) για την εξέταση των αιτημάτων αναγνώρισης τους ως αντιρρησιών συνείδησης, οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν στο αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο τα εξής δικαιολογητικά:

α. Αίτηση, στην οποία αναφέρουν τα πλήρη ληξιαρχικά τους στοιχεία, τη διεύθυνση διαμονής τους, καθώς και τις γραμματικές και επαγγελματικές τους γνώσεις.

β. Υπεύθυνη δήλωση στην οποία δηλώνουν τους λόγους που επικαλούνται για να αναγνωρισθούν ως αντιρρησίες συνείδησης, ότι δεν έχουν υπηρετήσει στα Σώματα Ασφαλείας ή στις Ελληνικές ή ξένες ένοπλες δυνάμεις και ότι δεν συμμετέχουν σε μεμονωμένες ή συλλογικές δραστηριότητες σκοπευτικών αγώνων, κυνηγίου κτλ, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη χρήση όπλων “μετά τον ενστερνισμό των πεποιθήσεων, που τους εμποδίζουν στην εκπλήρωση ένοπλης στρατιωτικής υποχρέωσης για λόγους συνείδησης. Η δήλωση αυτή μπορεί να συνοδεύεται από οποιαδήποτε άλλα έγγραφα στοιχεία, τα οποία είτε ενισχύουν, είτε διευκρινίζουν τους ισχυρισμούς του ενδιαφερομένου.

γ. Έγγραφα στοιχεία των αρμοδίων Αρχών από τα οποία να προκύπτει ότι δεν κατέχουν άδεια οπλοφορίας ή κυνηγίου, ούτε έχουν ζητήσει να τους χορηγηθούν τέτοιες άδειες, καθώς και ότι δεν έχουν καταδικαστεί ούτε διώκονται για έγκλημα, που έχει σχέση με χρήση όπλων, πυρομαχικών ή παράνομη βία.

Τα παραπάνω δικαιολογητικά, κατατίθενται στο αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο μέσα σε αποκλειστικές προθεσμίες, ως εξής: α. Από τους στρατεύσιμους: Εφόσον πρόκειται για πρωτόκλητους, από την ημερομηνία πρόσκλησης τους για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις, μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη σ` αυτές, ενώ όσοι κλήθηκαν για κατάταξη και έτυχαν αναβολής, μετά τη διακοπή ή λήξη της και μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη. β. Από τους ανυπότακτους: Μετά τη διακοπή της ανυποταξίας τους και μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις. γ. Από τους έφεδρους: Από την ημερομηνία πρόσκλησης τους για εκπλήρωση εφεδρικής υποχρέωσης στις Ένοπλες Δυνάμεις, μέχρι την ημερομηνία που υποχρεούνται για κατάταξη σ` αυτές.

Τα Στρατολογικά Γραφεία, αμέσως μετά την παραλαβή και τον έλεγχο των δικαιολογητικών των ενδιαφερομένων να αναγνωρισθούν ως αντιρρησίες συνείδησης και εντός πέντε ημερών, τους παραπέμπουν στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή των Ενόπλων Δυνάμεων, για εξέταση της σωματικής τους ικανότητας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν τους στρατεύσιμους.

Όσοι από τους κατά τα ανωτέρω παραπεμπόμενους στις υγειονομικές επιτροπές κρίνονται ακατάλληλοι για στράτευση (Ι/5), απαλλάσσονται από την υποχρέωση για στράτευση σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Γι` αυτούς παύει η διαδικασία αναγνώρισής τους ως αντιρρησιών συνείδησης.

Οι υγειονομικές επιτροπές των Ενόπλων Δυνάμεων αποστέλλουν αμέσως στο αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο αντίγραφο της γνωμάτευσής τους σχετικά με την κρίση της ικανότητας των παραπάνω για στράτευση ή το ενημερώνουν εγγράφως, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραπομπής, για τη μη παρουσίαση τους σε αυτές.

Θεωρείται απαράδεκτη η αίτηση, το δε σχετικό αίτημα απορρίπτεται από το αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο, για όσους δεν παρουσιάζονται με υπαιτιότητά τους στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή εντός τριάντα (30) ημερών, από την ημερομηνία που έλαβαν γνώση της παραπομπής τους σε αυτήν. Στην περίπτωση αυτή οι ενδιαφερόμενοι καλούνται για κατάταξη στις Ένοπλες Δυνάμεις ως στρατεύσιμοι με την πρώτη εκπαιδευτική σειρά στρατευσίμων από την απόρριψη του σχετικού αιτήματος.

 

ΙΙΙ.1.Β. Κρίσιμα νομολογιακά ζητήματα

α. Ως προς την αρμοδιότητα εκδίκασης των σχετικών διαφορών.

Ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής πρόβλεψης, οι διαφορές που αναφύονται από την εφαρμογή του νόμου περί εναλλακτικής θητείας ανήκουν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 95 παρ. 1 α΄Συντ.).

β. Ως προς τον αποκλειστικό χαρακτήρα των τασσόμενων προς υποβολή αιτήσεως υπαγωγής και προσκόμιση δικαιολογητικών προθεσμιών.

Με την απόφαση ΣτΕ 940/2015 (σκέψη 11) κρίθηκε ότι «[…] η θέσπιση […] αποκλειστικών προθεσμιών για την υποβολή της αιτήσεως υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνειδήσεως συνοδευόμενη από τα προβλεπόμενα στο νόμο δικαιολογητικά, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αιτήσεως αυτής, ευρίσκεται εντός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που προβλέφθηκε από το άρθρο 63 παρ. 1 του ν. 3421/2005, τα δε τιθέμενα χρονικά πλαίσια καθεαυτά δεν είναι τόσο στενά ώστε να αποκλείουν την άσκηση της ευχέρειας επιλογής εναλλακτικής θητείας που παρέχεται από το Σύνταγμα και το νόμο. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 70 του ν. 3421/2005 και 33 της υπ’ αριθ. Φ.429.1/5/150045/2006 αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας (Β΄ 34), αμφότερα με τίτλο «εκτίμηση λόγων ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητων κωλυμάτων», οι προθεσμίες αυτές αναστέλλονται για όσο χρόνο διαρκεί το απρόβλεπτο ή εξαιρετικό γεγονός, ώστε να είναι δυνατή η επάνοδος του ενδιαφερομένου, του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε λόγω μη τήρησης των προθεσμιών, εφόσον βέβαια, προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η συνδρομή του λόγου ανωτέρας βίας. Με αυτά τα δεδομένα, και λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι ο αιτών είχε υποβάλει παρόμοιο αίτημα υπαγωγής στο καθεστώς του αντιρρησία συνειδήσεως το έτος 2006, το οποίο απερρίφθη από τη Διοίκηση, και στη συνέχεια απορρίφθηκε και η αίτηση ακυρώσεως κατ’ αυτής, με την υπ’ αριθ. 4276/2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ορθώς απορρίφθηκε η από 10.8.2010 αίτησή του προς το Α΄ Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης για τον λόγο ότι δεν συνοδευόταν από τα ανωτέρω δικαιολογητικά, χωρίς, εξάλλου, να γίνεται επίκληση λόγων ανωτέρας βίας εκ μέρους του αιτούντος. Συνεπώς, ο ανωτέρω ισχυρισμός με τον οποίο προβάλλεται ότι δεν υπήρξε ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου ο αιτών να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές ώστε να αιτηθεί την έκδοση των επιτασσομένων από τις ανωτέρω διατάξεις σχετικών πιστοποιητικών (ότι δεν κατέχει άδεια οπλοφορίας κλπ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.».

γ. Δικαίωμα άσκησης διοικητικής προσφυγής κατά της πράξης απόρριψης του αιτήματος υπαγωγής.

Ελλείψει ειδικότερης νομοθετικής πρόβλεψης, κατά των πράξεων απόρριψης του αιτήματος υπαγωγής δύναται να ασκηθεί αίτηση θεραπείας κατ’ άρθρο 24 ν. 2690/1999. Σε τοιαύτη περίπτωση τυχόν εκ νέου απορριπτική απάντηση φέρει εκτελεστότητα και παραδεκτώς προσβάλλεται με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης μόνο σε περίπτωση νέας κατ’ ουσίαν έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης (βλ ενδεικτικώς ΣτΕ 4130/2015 σκ. 4), εφόσον δε η αίτηση θεραπείας ασκηθεί εντός της οικείας προθεσμίας άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της αρχικής απορριπτικής απάντησης, επιφέρει στην προθεσμία άσκησης της τελευταίας διακοπτικό γεγονός κατ’ άρθρο 46 πδ 18/89.

δ. Ως προς την σύνθεση της ειδικής γνωμοδοτικής επιτροπής.

Κατά το νόμο, η γνωμοδοτική επιτροπή απαρτίζεται από ένα σύμβουλο ή πάρεδρο του ΝΣΚ, δύο αξιωματικούς του στρατού και δύο καθηγητές ΑΕΙ φιλοσοφίας, κοινωνικών και πολιτικών επιστημών ή ψυχολογίας, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους.

Κατά το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, το κράτος έχει θετική υποχρέωση για εγκαθίδρυση και λειτουργία αποτελεσματικού μηχανισμού εξέτασης των αιτημάτων υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, η δε σχετικώς προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία πρέπει να παρέχει τις αναγκαίες και προσήκουσες εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης.

Σε συγκεκριμένη υπόθεση, απορρίφθηκε ομοφώνως υποβληθέν αίτημα από την ειδική γνωμοδοτική επιτροπή χωρίς ωστόσο στην επίμαχη συνεδρίαση να έχουν συμμετάσχει καθηγητές ΑΕΙ (ούτε τα τακτικά ούτε τα αναπληρωματικά τους μέλη), αν και είχαν λάβει χώρα νομοτύπως οι σχετικές κλητεύσεις. Η απορριπτική της υπαγωγής απόφαση του Υπουργού Άμυνας που εκδόθηκε καθ’ υιοθέτηση της εν λόγω γνώμης προσεβλήθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και μεταξύ άλλων προεβλήθη λόγος ακυρώσεως περί μη νόμιμης σύνθεσης της επιτροπής για το λόγο ότι στην επίμαχη συνεδρίαση συμμετείχαν κατά πλειψηφία αξιωματικοί του στρατού, πρόσωπα τα οποία ο αιτών φοβόταν δικαιολογημένα ότι δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν την (μη θρησκευτική) ιδεολογία του, που στήριζε το αίτημά του. Το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμο τον οικείο λόγο ακυρώσεως με το σκεπτικό ότι, οσάκις ο νομοθέτης προβλέπει σε συλλογικό όργανο της Διοικήσεως τη συμμετοχή μη υπηρεσιακών μελών, λόγω της ιδιότητάς τους ή λόγω ορισμένων ειδικών γνώσεων, τα μέλη αυτά, εάν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, μετέχουν ισοτίμως με τα λοιπά μέλη του συλλογικού οργάνου και, περαιτέρω, ότι, εφόσον όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου της προαναφερομένης επιτροπής μετέχουν σε αυτό ισότιμα, η απουσία δύο εκ των πέντε μελών του, χωρίς να επηρεάζει την απαρτία αυτού, δεν αλλοιώνει την φυσιογνωμία του. Εν συνεχεία, ο αιτών άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το οποίο ωστόσο έκρινε ότι, αν και κατ’ άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, η προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία πρέπει να παρέχει τις αναγκαίες και προσήκουσες εγγυήσεις αμερόληπτης και ανεξάρτητης κρίσης, ωστόσο η επίμαχη διαδικασία δεν παρείχε τέτοιες εγγυήσεις και ως εκ τούτου συνέτρεχε παραβίαση των θετικών υποχρεώσεων του κράτους κατά το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, υπόθεση Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος της 15.9.2016).

Συναφώς, στο πλαίσιο της ΣτΕ 1318/2017 κρίθηκαν τα ακόλουθα : «4. Επειδή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δέχθηκε στην υπόθεση Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος της 15.9.2016 (βλ. σκ. 59), αναφερόμενο στο άρθρο 62 του ν. 3421/2005, ότι με τις διατάξεις του άρθρου αυτού (ερμηνευομένων προφανώς υπό το φως του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ), επιδιώχθηκε η εξασφάλιση στη σύνθεση της Επιτροπής εξέτασης των αιτημάτων των αντιρρησιών συνείδησης, ίσου αριθμού στρατιωτικών και μελών της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι έχουν εξειδικευμένες, σχετικά με το θέμα, γνώσεις, στην εν λόγω δε Επιτροπή προεδρεύει ένας Σύμβουλος ή Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με αφορμή την εν λόγω εθνική ρύθμιση, το ΕΔΔΑ, με την ίδια ως άνω απόφασή του (σκ. 60), υπενθύμισε ότι τα Κράτη δεν έχουν μόνον τη θετική υποχρέωση (που απορρέει από τη νομολογία Bayatyan κατά Αρμενίας της 7.7.2011 και Savda κατά Τουρκίας της 12.6.2012) να προβλέπουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους μια διαδικασία εξέτασης αιτημάτων αναγνώρισης της ιδιότητας του αντιρρησία συνείδησης, αλλά οφείλουν να διασφαλίζουν, επίσης, ότι η εν λόγω διαδικασία θα είναι αποτελεσματική. Κατά την ίδια, πάλι, απόφαση, μία από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, ώστε η παραπάνω διαδικασία να θεωρείται αποτελεσματική, είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των ατόμων που έχουν επιφορτιστεί με τη διερεύνηση των σχετικών αιτημάτων.

5. Επειδή, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας εξέτασης των αιτημάτων αναγνώρισης της ιδιότητας του αντιρρησία συνείδησης, ως βασικής υποχρέωσης των Κρατών, κατ’ άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, εξαρτάται από την ανεξαρτησία του οργάνου που έχει επιφορτιστεί με την εν λόγω εξέταση. Κατά την έννοια δε της παραπάνω απόφασης του ΕΔΔΑ της 15.9.2016, στην υπόθεση Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος, η προβλεπόμενη από το άρθρο 62 παρ. 1 του ν. 3421/2005 ισότιμη εκπροσώπηση των στρατιωτικών και των μελών της κοινωνίας των πολιτών, με εξειδικευμένες στο θέμα γνώσεις, στην Επιτροπή εξέτασης των αιτημάτων των αντιρρησιών συνείδησης, εξασφαλίζει την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ανεξαρτησία και αμεροληψία της εν λόγω Επιτροπής. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν τηρηθεί η ως άνω ισότιμη εκπροσώπηση, τότε η Επιτροπή δεν θα έχει νόμιμη σύνθεση, με συνέπεια να μην είναι νόμιμη ούτε η επί της κρίσης της ερειδόμενη απόφαση του έχοντος αποφασιστική επί του θέματος (της υπαγωγής στο καθεστώς αντιρρησιών συνείδησης) αρμοδιότητα Υπουργού Εθνικής Άμυνας (πρβλ. σκ. 64 της παραπάνω απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Παπαβασιλάκης κατά Ελλάδος). Και ναι μεν με την παραπάνω απόφαση του ΕΔΔΑ κρίθηκε υπόθεση αντιρρησία συνείδησης για λόγους ιδεολογικούς και όχι θρησκευτικούς, κατά την οποία η Επιτροπή του άρθρου 62 του ν. 3421/2005 αρκείται συνήθως σε βεβαίωση της οικείας θρησκευτικής κοινότητας, χωρίς να καλεί ενώπιόν της τον ενδιαφερόμενο, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αντιρρησιών για ιδεολογικούς λόγους. Το στοιχείο, όμως, αυτό δεν είναι ικανό -ούτε, άλλωστε, προκύπτει το αντίθετο από την ανωτέρω απόφαση του ΕΔΔΑ- να άρει, στην περίπτωση αντιρρησία συνείδησης για θρησκευτικούς λόγους, την υποχρέωση ισότιμης εκπροσώπησης στην παραπάνω Επιτροπή των στρατιωτικών και των μελών της κοινωνίας των πολιτών, αφού και στις δύο ως άνω περιπτώσεις η Επιτροπή καλείται να διαπιστώσει την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα και την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων αντιρρήσεων συνείδησης, ανεξαρτήτως, δηλαδή, εάν πρόκειται για θρησκευτικούς ή ιδεολογικούς λόγους.

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, γεννήθηκε το 1995. Την 1.1.2016 έληξε η αναβολή κατάταξής του που του είχε χορηγηθεί λόγω σπουδών μέχρι τις 31.12.2015, και προγραμματίστηκε η κατάταξή του, με την 2016 Β΄ ΕΣΣΟ, στις 7.3.2016, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων. Στις 4.3.2016 υπέβαλε αίτηση υπαγωγής του στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, προκειμένου να εκπληρώσει εναλλακτική υπηρεσία. Προς τούτο, η αρμοδία επιτροπή του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 3421/2005 συνεδρίασε και γνωμοδότησε ομοφώνως υπέρ της απόρριψης του αιτήματός του, με το 18/1.6.2016 πρακτικό της. Ειδικότερα, η ως άνω επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν προέκυψε ότι ο αιτών έχει ενστερνιστεί, ζει και ενεργεί σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του δόγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά επί ικανό χρονικό διάστημα. Στη συνεδρίαση της επιτροπής μετείχε Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρος, δύο ανώτεροι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων και μία καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, ως αναπληρωματικό μέλος, τα τακτικά δε μέλη της επιτροπής -καθηγητές Α.Ε.Ι.-, αν και προσεκλήθησαν, δεν παρέστησαν. Τέλος, ο αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας, με την προσβαλλόμενη πράξη (Φ.429.39/78/283800/Σ.4703/29.8.2016), απέρριψε το αίτημα του αιτούντος με την ίδια με εκείνη της ως άνω γνωμοδότησης αιτιολογία.

7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι εν προκειμένω η σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 62 του ν. 3421/2005, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη από 29.8.2016 πράξη, δεν ήταν νόμιμη, διότι παρέστησαν τέσσερα μέλη αυτής, εκ των οποίων δύο ήταν στρατιωτικοί, οι οποίοι «διάκεινται a priori δυσμενώς προς τους αιτούμενους να αναγνωρισθούν αντιρρησίες συνείδησης», ενώ απουσίαζε και ο δεύτερος καθηγητής, με περαιτέρω συνέπεια να «αλλοιώνεται» η φύση της επιτροπής. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως κατά τα ήδη εκτεθέντα στις σκέψεις 4 και 5, δοθέντος ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω ισότιμη εκπροσώπηση στην Επιτροπή του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 3421/2005 των καθηγητών πανεπιστημίου, ως μελών της κοινωνίας των πολιτών με εξειδικευμένες γνώσεις, και των στρατιωτικών, με συνέπεια να καθίσταται, για τον λόγο αυτό, ακυρωτέα η επί της γνωμοδότησης της Επιτροπής αυτής ερειδόμενη προσβαλλόμενη απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Και ναι μεν το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει με το κατατεθέν στις 10.3.2017 υπόμνημά του ότι εν προκειμένω η σύνθεση της Επιτροπής ήταν νόμιμη, καθόσον παρέστησαν σε αυτήν τέσσερα μέλη, εκ των οποίων μία ήταν καθηγήτρια Α.Ε.Ι., σε περίπτωση δε ισοψηφίας θα υπερίσχυε η ψήφος του Προέδρου, ο οποίος δεν είναι στρατιωτικός, αλλά Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός είναι απορριπτέος, διότι η υπερίσχυση της ψήφου του Προέδρου, σε περίπτωση ισοψηφίας, δεν αναπληρώνει την παράλειψη ισότιμης εκπροσώπησης των στρατιωτικών και των μελών της κοινωνίας των πολιτών (ήτοι των καθηγητών Α.Ε.Ι.), οι οποίοι έχουν τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις για την κρίση του αιτήματος των αντιρρησιών συνείδησης.

8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, για τον ανωτέρω λόγο της μη νόμιμης σύνθεσης της Επιτροπής του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 3421/2005, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, για νέα νόμιμη κρίση, με τη συμμετοχή στην εν λόγω Επιτροπή ίσου αριθμού στρατιωτικών και καθηγητών Α.Ε.Ι. Εξάλλου, δεδομένου του ανωτέρου λόγου, για τον οποίο χωρεί η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.».

ε. Έλεγχος της αιτιολογίας της απορριπτικής απάντησης.  

Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, για να αναγνωρισθεί ο στρατεύσιμος ως αντιρρησίας συνειδήσεως, πρέπει είτε να ασπάζεται τεκμηριωμένα γνωστό ιδεολογικό ή θρησκευτικό δόγμα, εκθέτοντας πειστικά ενώπιον της ειδικής επιτροπής την γενική αντίληψη περί ζωής που του απαγορεύει την ανάληψη ενόπλου στρατιωτικής υπηρεσίας, πολλώ δε μάλλον αν είναι μέλος του οικείου ανεγνωρισμένου σχήματος ή εκκλησίας, είτε να αποδείξει, με συγκεκριμένα στοιχεία, την ειλικρίνεια και σοβαρότητα των λόγων συνειδήσεώς του. Στην ειδικότερη περίπτωση που η απαλλαγή από την στράτευση ζητείται για θρησκευτικούς λόγους, πρέπει ο ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι έχει πλήρως ενστερνισθεί τα δόγματα της οικείας θρησκευτικής κοινότητος, μεταξύ των οποίων και η μη στράτευση. Εάν, όμως, δεν αποδεικνύει την πλήρη ένταξή του σε μία τέτοια θρησκευτική κοινότητα, δεν δύναται να επικαλείται επιλεκτικώς στοιχεία των δογμάτων αυτής, προκειμένου να απαλλαγεί της ενόπλου στρατιωτικής θητείας.

Συναφώς έχει κριθεί ότι:

ΣτΕ 4130/2015 : «6. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλλου, ο αιτών γεννήθηκε το έτος 1986. Την 1η Ιανουαρίου 2014 έληξε η αναβολή κατατάξεως, η οποία του είχε χορηγηθεί δια λόγους σπουδών, ως φοιτητού του Τμήματος Μαθηματικών της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και προγραμματίσθηκε δια κατάταξη με την 2014 Β΄ Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών (Ε.Σ.Σ.Ο). Την 30η Ιανουαρίου 2014 κατέθεσε αίτηση μετά των απαιτουμένων δικαιολογητικών, προκειμένου να υπαχθεί στο καθεστώς των αντιρρησιών συνειδήσεως, επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και, ειδικώτερον, τις κοινές θρησκευτικές καταβολές του με άλλα μέλη της οικογενείας του, που είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η αρμοδία επιτροπή, επιληφθείσα της εν λόγω αιτήσεως, αφού άκουσε τις απόψεις του παραστάντος ενώπιόν της αιτούντος, έκρινε ομοφώνως ότι έπρεπε να αναβληθεί η εξέτασή της, προκειμένου να προσκομισθεί από αυτόν πιστοποιητικό της θρησκευτικής κοινότητος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, δια του οποίου να βεβαιούται ότι ο αιτών ανήκει εις αυτήν και συμμετέχει στις λατρευτικές δραστηριότητές της (αρ. πρακτικού …/….2014). Στην συνεδρίαση της ……2014 η ιδία επιτροπή απεφάσισε να αναβάλει εκ νέου την συζήτηση της αιτήσεώς του, προκειμένου να παρίστανται εις αυτήν όλα τα μέλη της, τα οποία είχαν συμμετάσχει στην συνεδρίαση της …..2014 (αρ. πρακτικού ../…2014). Στην συνεδρίαση της … Οκτωβρίου 2014, η επιτροπή γνωμοδότησε υπέρ της απορρίψεως του αιτήματός του, διότι δεν αποδείχθηκαν οι θρησκευτικοί λόγοι που είχε επικαλεσθεί ενώπιόν της, καθ’ όσον από την θεωρητική παρουσίαση των πεποιθήσεών του δεν προέκυψε ότι είχε ενστερνισθεί τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που τον εμποδίζουν να εκπληρώσει ένοπλη θητεία. Επιπροσθέτως με τα επιχειρήματά του δεν κατέδειξε ότι η ένταξή του στην εν λόγω θρησκευτική κοινότητα είναι προϊόν συνειδητής επιλογής, ενώ, εξ άλλου, δεν υπέβαλε σχετική βεβαίωση της οικείας θρησκευτικής κοινότητος, παρ’ ότι του είχε δοθεί ικανός χρόνος για να την προσκομίσει. Τέλος, δεν συνέδεσε το εσωτερικό του φρόνημα με πράξεις που υπαγορεύονται από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και εν γένει δεν παρουσίασε στάση ζωής χαρακτηριστικά αντίστοιχη με τις πεποιθήσεις, τις οποίες υποστηρίζει ότι τον εμποδίζουν να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ενόπλως (αρ. πρακτικού …/….2014). Εν συνεχεία, η Αναπληρωτής Υπουργός, δια της υπ’ αρ. Φ. …/Σ. …/….2014 αποφάσεώς της, απέρριψε το αίτημά του. Κατά της προαναφερομένης πράξεως ο αιτών άσκησε την από 08.01.2015 αίτηση θεραπείας, επικαλούμενος την όμοια περίπτωση του αδελφού του …., ο οποίος είχε υπαχθεί στο καθεστώς των αντιρρησιών συνειδήσεως, χωρίς προηγουμένως να έχει βαπτισθεί Μάρτυρας του Ιεχωβά. Η αρμοδία επιτροπή, δια του υπ’ αρ. …/….2015 πρακτικού της, γνωμοδότησε υπέρ της απορρίψεως του αιτήματός του, διότι αφ’ ενός μεν ο αιτών δεν είχε καταθέσει κάποιο νέο στοιχείο που να αφορά στον ίδιο και τις πεποιθήσεις του, αφ’ ετέρου δε δεν απέδειξε τους ισχυρισμούς του ότι έχει ασπαστεί το δόγμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά ούτε με τα στοιχεία που προσκόμισε ούτε κατά τον διάλογο στην αυτοπρόσωπη παρουσία του ενώπιον αυτής, καθώς δεν παρουσίασε στάση ζωής χαρακτηριστικά αντίστοιχη προς τις πεποιθήσεις που υποστηρίζει και που τον εμποδίζουν να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ενόπλως. Οι δε ισχυρισμοί του για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών της οικογενείας του και η απαλλαγή του από το μάθημα των Θρησκευτικών (η οποία, ως γνωστόν, γίνεται κατά δήλωση του γονέα) δεν ασκούν, κατά την αντίληψη της επιτροπής, επιρροή στην τεκμηρίωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Εν τέλει, η αίτησή του απερρίφθη δια της υπ’ αρ. Φ. …/…./…..2015 αποφάσεως του Αναπληρωτού Υπουργού Εθνικής Αμύνης με την αυτή αιτιολογία.

7. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι ο αιτών ανατράφηκε και γαλουχήθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον Μαρτύρων του Ιεχωβά, στο σχολείο ζήτησε να απαλλαγεί της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών και έχει αποδεχθεί πλήρως τις αρχές της εν λόγω θρησκευτικής κοινότητος. Ως προς δε το ζήτημα της μη βαπτίσεώς του, αναφέρει ότι και ο αδελφός του … δεν ήταν βαπτισμένος Μάρτυς του Ιεχωβά, αλλ’ υπήχθη στο καθεστώς των αντιρρησιών συνειδήσεως. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, ως προελέχθη στην σκέψη 5, εφ’ όσον ο αιτών δεν αποδεικνύει την πλήρη ένταξή του σε θρησκευτική κοινότητα, η οποία απορρίπτει την στράτευση, δεν δύναται να επικαλείται επιλεκτικώς στοιχεία των δογμάτων αυτής, προκειμένου να απαλλαγεί της ενόπλου στρατιωτικής θητείας, ούτε μπορεί να επικαλείται την απαλλαγή από την στράτευση άλλου μέλους της οικογενείας του, αφού, ανεξαρτήτως μάλιστα αν τα στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση στην περίπτωση εκείνη ήσαν όμοια, κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά. Εξ άλλου, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, η απλή δήλωση του ενδιαφερομένου για «αντιστοίχηση» των θρησκευτικών του πεποιθήσεων με εκείνες των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν αρκεί για την απαλλαγή του από την υποχρέωση εκπληρώσεως ενόπλου στρατιωτικής θητείας, αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχα προσήκοντα συνοδευτικά στοιχεία, τα οποία, εν προκειμένω, κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση της Διοικήσεως, δεν προσήχθησαν. Επομένως, η αιτιολογία της προσβαλλομένης είναι νόμιμη, τα δε προβαλλόμενα περί αντιθέσεως αυτής στα άρθρα 13 του ν. 3304/2005 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 16), 9 Ε.Σ.Δ.Α. (Φ.Ε.Κ. Α΄ 256), 18 του ν. 2462/1997 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 25) και 10 παρ. 2 του Ευρωπαϊκού Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ C 303/2007) είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.»

ΣτΕ 178/2013: «2. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, μετά την ένοπλη εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, κλήθηκε με Φύλλο Ατομικής Προσκλήσεως που του επιδόθηκε στις 11/10/2002 (5η προσβαλλόμενη πράξη) για να συμμετάσχει σε πρόγραμμα μετεκπαίδευσης εφέδρων, από 24/11/2002 έως 30/11/2002, στο 543 Τ.Ε. Με την από …/2002 δήλωση – αίτηση που ο αιτών απηύθυνε στην Διεύθυνση Στρατολογικού της ΑΣΔΕΝ, ζήτησε να απαλλαγεί από την ως άνω υποχρέωση μετεκπαίδευσης για λόγους ανωτέρας βίας, και ειδικότερα διότι, όπως προέκυπτε από το από …./2002 πιστοποιητικό της Κεντρικής Εκκλησίας των χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά Ελλάδος, ανήκει στο δόγμα αυτό από 1η Αυγούστου 2002 και συνεπώς για λόγους θρησκευτικής συνείδησης δεν μπορούσε να εκπληρώσει ένοπλη υπηρεσία, επικαλέσθηκε δε τις διατάξεις του ν. 2510/1997 που επιτρέπουν στους αντιρρησίες συνείδησης την εκπλήρωση εναλλακτικής πολιτικής υπηρεσίας Με την Φ. …./…./…2002 απόφαση Διεύθυνσης Στρατολογικού της ΑΣΔΕΝ (4η προσβαλλόμενη πράξη) απορρίφθηκε το ανωτέρω αίτημα του αιτούντος, με την αιτιολογία ότι τα προβαλλόμενα από αυτόν δεν συνιστούν ανωτέρα βία. Εξάλλου, επειδή ο αιτών δεν εμφανίσθηκε προς εκπλήρωση της κατά τα ανωτέρω, υπηρεσίας, κηρύχθηκε ανυπότακτος και το Στρατολογικό Γραφείο …. ζήτησε με το Φ. …./…/…. 2003 έγγραφό του (2η προσβαλλόμενη πράξη) τον επανακαθορισμό μονάδας κατάταξης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αιτούντος ως εφέδρου. Η Διεύθυνση Επιστρατεύσεως του Γενικού Επιτελείου Στρατού με τη Φ…./…./….2003 απόφασή της (1η προσβαλλόμενη) καθόρισε τη μονάδα κατατάξεώς του και το Στρατολογικό Γραφείο … ζήτησε με το Φ…./…./….2003 έγγραφό του προς το Αστυνομικό Τμήμα … την επίδοση στον αιτούντα του από 21/7/2003 σημειώματος κατατάξεως (3η προσβαλλόμενη πράξη). Κατά των δύο τελευταίων αυτών πράξεων (καθορισμού μονάδας κατάταξης και σημειώματος) ο αιτών άσκησε την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./….2003 προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Στρατολογικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ). Μετά την παρέλευση δύο μηνών από την άσκηση της ως άνω διοικητικής προσφυγής, στις ….2003, ο αιτών άσκησε την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως με την οποία, εκτός των ήδη αναφερομένων ανωτέρω πράξεων, προσέβαλε και την παράλειψη της Διοικήσεως να απαντήσει στην ενώπιόν της ασκηθείσα προσφυγή (6η προσβαλλομένη). Εν τω μεταξύ εκδόθηκε η Φ…../…./ …..2003 απόφαση του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Διεύθυνση Στρατολογικού/ 1ο, με την οποία η Διοίκηση απέρριψε ρητά την προσφυγή του αιτούντος με την αιτιολογία ότι οι λόγοι που επικαλείται για την απαλλαγή του από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ως εφέδρου, δεν συνιστούν λόγους ανωτέρας βίας αφενός και αφετέρου είναι αδύνατο να χαρακτηρισθεί ως αντιρρησίας συνείδησης για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων, επειδή υπηρέτησε ενόπλως τη στρατιωτική του θητεία.[…]

5. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η απόρριψη εν προκειμένω του αιτήματος του αιτούντος για την απαλλαγή του από την εκτέλεση στρατιωτικής εφεδρικής υπηρεσίας, με την αιτιολογία, κατά τα προαναφερθέντα, ότι δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί αντιρρησίας συνείδησης λόγω του ότι είχε ασπασθεί το δόγμα των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά, εφόσον είχε ήδη υπηρετήσει ενόπλως στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τη στρατιωτική του θητεία και ότι αυτό δεν συνιστούσε ανωτέρα βία, δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε διότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εφόσον ο αιτών μετέβαλε θρησκευτικές απόψεις, εστερνιζόμενος το ανωτέρω δόγμα, μετά την εκπλήρωση ένοπλης στρατιωτικής υπηρεσίας, διατελών στην κατάσταση της εφεδρείας, η μεταβολή αυτή δεν αποτελούσε λόγο αποκλεισμού του από την υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 2510/1997 περί αντιρρησιών συνειδήσεως, προκειμένου να εκπληρώσει εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία. Αρμόδιος δε για την εξέταση του αιτήματος του αιτούντος ήταν, ο έχων το τεκμήριο αρμοδιότητας Υπουργός Εθνικής Άμυνας, κατόπιν εισηγήσεως της Επιτροπής του άρθρου 20 του ν. 2510/1997.

6.Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι παραδεκτώς προσβαλλόμενες πράξεις καθ’ ό μέρος αφορούν τον αιτούντα, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση (στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας) για να προβεί στις νόμιμες ενέργειες.”

ΣτΕ 1210/2018: «5. Επειδή, με βάση τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, η Διοίκηση οφείλει, κατά την εξέταση αιτήματος υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, να εκτιμήσει όλα τα περιστατικά και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία μπορεί να συναχθεί εάν ο αιτών έχει πράγματι ενστερνισθεί το δόγμα που αποκλείει τη στράτευση. Μόνο δε το γεγονός της μη βάπτισης, δεν αποκλείει τη δυνατότητα απόδειξης, με άλλα μέσα, της πίστης του αιτούντος, για τη θεμελίωση του σχετικού αιτήματος υπαγωγής στο παραπάνω καθεστώς (πρβλ. ΣτΕ 1045/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, με την αίτηση θεραπείας του, ο αιτών υπέβαλε ενώπιον της Διοίκησης νεότερα στοιχεία, για την τεκμηρίωση της πίστης του. Ειδικότερα, προσκόμισε την από 5.1.2017 βεβαίωση της Εκκλησίας των Μαρτύρων, περί του ότι αυτός εξακολουθούσε, κατά την ως άνω ημερομηνία, να ανήκει στο δόγμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, καθώς και ότι οι γονείς του έχουν βαπτισθεί από το έτος 1981. Επομένως, μετά την υποβολή των ανωτέρω νεότερων στοιχείων, η εκδοθείσα επί της αιτήσεως θεραπείας (πρώτη) προσβαλλόμενη πράξη, για την έκδοση της οποίας ελήφθη, μάλιστα, υπόψη το (νεότερο) στοιχείο της βάπτισης των γονέων του αιτούντος, είναι εκτελεστή, ως εκδοθείσα μετά από νέα έρευνα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ισχυρισμών του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου. Η πράξη δε αυτή είναι η μόνη εκτελεστή και, επομένως, παραδεκτώς προσβαλλόμενη, διότι η από 11.11.2016 αρχική, επί της αιτήσεως υπαγωγής στο καθεστώς του αντιρρησία, πράξη, μετά την κατά τα ανωτέρω νέα έρευνα, απώλεσε την εκτελεστότητά της, ενσωματωθείσα στην πρώτη προσβαλλόμενη πράξη. Κατόπιν αυτού, η δεύτερη, από 11.11.2016, προσβαλλόμενη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση.

6. Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 4, η Διοίκηση απέρριψε την αίτηση θεραπείας του αιτούντος, με την αιτιολογία ότι ο τελευταίος δεν επικαλέσθηκε κάποιο νεότερο στοιχείο που να αφορά τον ίδιο και τις πεποιθήσεις του, ενώ η βάπτιση των γονέων του δεν αρκούσε για την τεκμηρίωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Ο αιτών, όμως, είχε υποβάλει, κατά τα ανωτέρω, με την αίτηση θεραπείας του, νεότερη, από 5.1.2017, βεβαίωση της Εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, σύμφωνα με την οποία αυτός, κατά την ως άνω ημερομηνία, εξακολουθούσε να ανήκει στο δόγμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και να συμμετέχει στις λατρευτικές δραστηριότητες της Εκκλησίας αυτών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η Διοίκηση δεν αιτιολόγησε νομίμως την κρίση της, διότι όφειλε να συνεκτιμήσει ρητώς το περιεχόμενο της παραπάνω βεβαίωσης, με την οποία βεβαιωνόταν η έτι περαιτέρω παραμονή του αιτούντος στο εν λόγω δόγμα. Η εκτίμηση, άλλωστε, της ανωτέρω βεβαίωσης ήταν κρίσιμη, δεδομένου ότι η Διοίκηση είχε απορρίψει, με την ως άνω από 11.11.2016 πράξη, το αίτημα υπαγωγής του αιτούντος στο καθεστώς των αντιρρησιών, μεταξύ άλλων, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν είχε αποδείξει ότι είχε ασπασθεί “επί ικανό χρονικό διάστημα” το δόγμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, έλαβε δε, προς τούτο, υπόψη της σχετική βεβαίωση της Εκκλησίας που αφορούσε στο χρονικό διάστημα μόλις έως τις 6.7.2016. Για τον λόγο αυτό ακυρώσεως, όπως αυτός αναπτύσσεται με το από 29.1.2018 υπόμνημα του αιτούντος και προβάλλεται βασίμως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη Φ…./…./….2017 πράξη, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Εξάλλου, δεδομένου του ανωτέρω λόγου, για τον οποίο χωρεί η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως».

ΣτΕ 1045/2018: «4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, με την από …2017 αίτησή του, ζήτησε την υπαγωγή του στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, α) από την από …2017 βεβαίωση της Εκκλησίας των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά, σύμφωνα με την οποία ο αιτών “ανήκει στο δόγμα των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά και συμμετέχει στις λατρευτικές δραστηριότητες της Εκκλησίας από 10.8.2014, χωρίς να είναι ακόμη βαπτισμένος”, αναφέρεται δε, περαιτέρω, στην ίδια ως άνω βεβαίωση ότι η μητέρα του είναι βαφτισμένη Μάρτυρας του Ιεχωβά, β) από το απολυτήριο του Γυμνασίου …., όπου ο αιτών αναφέρεται ως μάρτυρας του Ιεχωβά, και γ) από τον έλεγχο επίδοσης της Γ΄ Τάξης του Γενικού Λυκείου …, από όπου προκύπτει ότι ο αιτών δεν παρακολούθησε το μάθημα των θρησκευτικών. Προς τούτο, η αρμόδια επιτροπή του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 3421/2005 συνεδρίασε και γνωμοδότησε ομοφώνως υπέρ της απόρριψης του αιτήματός του, με το …/…2017 πρακτικό της. Ειδικότερα, η ως άνω επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι “δεν προέκυψε ότι ο αιτών (ο οποίος δεν είναι βαπτισμένο μέλος της θρησκευτικής κοινότητας των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά) έχει ενστερνιστεί, ζει και ενεργεί σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του δόγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά επί ικανό χρονικό διάστημα”. Σύμφωνα δε με την ίδια ως άνω γνωμοδότηση, νόμιμη προϋπόθεση για την αναγνώριση της δυνατότητας υπαγωγής στον θεσμό των αντιρρησιών συνείδησης “είναι η τεκμηρίωση των σταθερών και πειστικών λόγων που δικαιολογούν την εξαίρεση από τη στρατιωτική υπηρεσία. Η τεκμηρίωση όμως αυτή, δεν μπορεί, από τη φύση της, να συνίσταται σε απλή δήλωση, αλλά απαιτείται, θεμιτώς, από το νόμο, η απόδειξη ενεργητικής τηρήσεως ορισμένης συμπεριφοράς, επί ικανό χρονικό διάστημα. Τέτοια προϋπόθεση δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον ο αιτών μελετάει μεν την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και παρακολουθεί τις συναθροίσεις τους, προσκομίζοντας βεβαίωση από την Εκκλησία των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά που αναφέρει ότι ανήκει και συμμετέχει στις λατρευτικές δραστηριότητες της Εκκλησίας από 10.8.2014, πλην δεν έχει βαπτισθεί. Προκύπτει δηλαδή ότι ακόμη δεν είναι έτοιμος να ενστερνισθεί πλήρως τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά και ούτε η συγκεκριμένη εκκλησία τον έχει αποδεχθεί και, συνεπώς, δεν δύναται να επικαλείται επιλεκτικώς στοιχεία των δογμάτων αυτής… Επισημαίνεται ότι μόνο από το βάπτισμα και μετά μπορεί ορθά να αποκαλείται ο ευαγγελιζόμενος Μάρτυρας του Ιεχωβά (Ησαΐας 43:10-13), δεδομένου ότι το βάπτισμα προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή του ευαγγελιζόμενου στις συναθροίσεις σε συγκεκριμένους χώρους (Αίθουσες Βασιλείας), καθώς και σε λοιπές δραστηριότητες, υπό την επίβλεψη του πρεσβυτέρου, ο οποίος είναι και ο αρμόδιος να κρίνει αν ο υποψήφιος είναι “έτοιμος” για το βάπτισμα, που αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής ενός Μάρτυρα και απόδειξη αποδοχής, κατ’ ελεύθερη επιλογή, όλων των αρχών της συγκεκριμένης θρησκείας και αφιέρωσης του ευαγγελιζομένου στη διακονία του Ιεχωβά”. Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας, υιοθετώντας την ως άνω γνωμοδότηση, απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του (υπ’ αρ. Φ…./…./…2017) το αίτημα του αιτούντος, με την αιτιολογία ότι “δεν προέκυψε ότι ο αιτών (ο οποίος δεν είναι βαπτισμένο μέλος της θρησκευτικής κοινότητας των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά) έχει ενστερνιστεί, ζει και ενεργεί σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του δόγματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά επί ικανό χρονικό διάστημα”. Τέλος, ο αιτών προγραμματίσθηκε για κατάταξη στις 16.11.2017, με την 2017 ΣΤ΄ ΕΣΣΟ, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων. Με βάση, όμως, τα ήδη εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, σχετικά με την έννοια του νόμου για τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως. Τούτο δε, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η Διοίκηση απέρριψε το επίμαχο αίτημα υπαγωγής του αιτούντος στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης, δεχόμενη, κατ’ ουσίαν, τη βάπτιση, ως μοναδικό μέσο απόδειξης του γεγονότος ότι ο στρατεύσιμος ασπάζεται το δόγμα τον Μαρτύρων του Ιεχωβά, χωρίς να διερευνήσει, ως όφειλε, κατ’ εκτίμηση των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και, ιδίως, του περιεχομένου της από …2017 βεβαίωσης της Εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά – κατά την οποία ο αιτών ανήκει στο παραπάνω δόγμα και συμμετέχει στις σχετικές λατρευτικές δραστηριότητες της Εκκλησίας -, εάν ο αιτών έχει πράγματι ενστερνισθεί το δόγμα αυτό.[…].

5. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται πλημμελώς και, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Εξάλλου, δεδομένου του ανωτέρω λόγου, για τον οποίο χωρεί η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.».