Ι. Η εγγυητική λειτουργία της παρ. 1 του άρθρου 13 Συντάγματος.
Η εγγυητική λειτουργία των διατάξεων του άρθρου 13 του Συντάγματος εκτείνεται και στις δύο ειδικότερες εκφάνσεις του ατομικού αγαθού της θρησκευτικής ελευθερίας, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (παρ. 1) και την ελευθερία εκδηλώσεως – εξωτερίκευσης του ενδιάθετου θρησκευτικού φρονήματος με τη μορφή της λατρείας και του τυπικού της (παρ. 2).
Σύμφωνα με την παρ. 1 «H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.».
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (παρ. 1) περιλαμβάνει εννοιολογικά και ερμηνευτικά: α) την ελευθερία επιλογής της θρησκείας, β) την ελευθερία μεταβολής των θρησκευτικών πεποιθήσεων, γ) την ελευθερία να μην πρεσβεύει κάποιος καμία θρησκεία (αρνητική ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης), δ) το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του εν γένει πεποιθήσεις (ή με άλλα λόγια δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό το να υποχρεώνεται το άτομο σε ορισμένη πράξη ή παράλειψη, από την οποία θα τεκμαιρόταν το θρησκευτικό του φρόνημα) (ΟλΣΕ 2281/2001), δ) το δικαίωμα σύστασης θρησκευτικών ενώσεων.
Περαιτέρω, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του άρθρου 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και του άρθρου 9 παρ. 1 της εν λόγω Σύμβασης κατοχυρώνει και την ειδικότερη πτυχή της ελευθερίας θρησκευτικής διδασκαλίας και παιδείας καθώς και διαδόσεως των σχετικών στοχασμών. Φυσικά, το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της θρησκευτικής ελευθερίας δεν εισχωρεί και στην εσωτερική οργάνωση των επί μέρους θρησκειών και την απειλή ή την επιβολή πνευματικών κυρώσεων στα μέλη τους ή στους λειτουργούς τους, εφόσον βέβαια τούτα έχουν πνευματικό χαρακτήρα και σχετίζονται με τη θέση του προσώπου τούτου μέσα στην εκάστοτε θρησκευτική κοινότητα.
Υποκείμενο του προστατευόμενου με την παρ. 1 δικαιώματος είναι κάθε άνθρωπος (άρα όχι μόνο οι Έλληνες πολίτες), όπως επίσης τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (θρησκευτικών σκοπών) αλλά και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου θρησκευτικών σκοπών (δηλ τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος, των διοικητικών της υποδιαιρέσεων – μητροπόλεων και ενοριών – και των χριστιανορθόδοξων ιδρυμάτων).
Ως οριοθετήθηκε ανωτέρω, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι κατά ρητή διατύπωση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος «απαραβίαστη» από κάθε είδους κρατική επέμβαση. Η απόλυτη αυτή προστασία συμπληρώνεται και από την απαγόρευση του εδ β’ της οικείας παραγράφου το οποίο ορίζει ότι η απόλαυση των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να εξαρτηθεί από την ταυτότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Ωστόσο, το γεγονός ότι το κράτος δεν δύναται να επέμβει στη σφαίρα του ενδιάθετου φρονήματος ως προς το θείο δεν εκτείνεται ως του σημείου το «άβατο» αυτό να αποτελεί δικαιολογητικό λόγο για τη μη συμμόρφωση προς τους νόμους του Κράτους. Τον περιορισμό αυτό εισάγει η διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 13, η οποία ορίζει ότι «Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.». Φυσικά, η διάταξη αυτή αναπτύσσει την αληθινή της έννοια και εξυπηρετεί τον πραγματικό της σκοπό, εφόσον ο «νόμος» εισάγει υποχρέωση γενικού και απρόσωπου χαρακτήρα, μη συναρτώμενη προς θρησκευτικές πεποιθήσεις, που δεν επιδέχεται ουδεμία εξαίρεση και δεν επιχειρεί καμία διείσδυση της κρατικής εξουσίας στο ενδιάθετο φρόνημα αναφορικά με το θείο.
ΙΙ. Το ειδικότερο ζήτημα των αντιρρησιών συνείδησης από δικαιωματική σκοπιά.
Αντιρρησίας συνείδησης καλείται εκείνος που για λόγους συνείδησης αρνείται να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις επικαλούμενος τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις (άρθρο 59 παρ. 1 ν. 3421/2005).
Το πλαίσιο των διατάξεων που διέπει το καθεστώς των αντιρρησιών συνείδησης περιλαμβάνει :
- τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, στο μέτρο που η άρνηση εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων γίνεται για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων,
- τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 6 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων» και την συνοδεύουσα αυτήν ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 4 του Συντ. η οποία ορίζει ότι «Η διάταξη της παραγράφου 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων (εναλλακτική θητεία), από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής υπηρεσίας.»
- την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 και 3β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζουσα ότι «2. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις αναγκαστικήν ή υποχρεωτικήν εργασίαν. 3. Δεν θεωρείται ως “αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία” υπό την έννοιαν του παρόντος άρθρου: β) πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις την περίπτωσιν των εχόντων αντιρρήσεις συνειδήσεως εις τας χώρας όπου τούτο αναγνωρίζεται ως νόμιμον, πάσα άλλη υπηρεσία εις αντικατάστασιν της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας.».
- τη διάταξη του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζουσα ότι «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τουτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ` ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.».
- Τη διάταξη του άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα ορίζουσα ότι «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί κανείς τη θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. 2. Κανείς δεν υπόκειται σε καταναγκασμό, που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ελευθερία του να έχει ή να υιοθετήσει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις της επιλογής του. 3. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν μπορεί να υπόκειται παρά μόνο σε όσους περιορισμούς ορίζει ο νόμος και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή της ηθικής ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. 4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νόμιμων κηδεμόνων να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους.».
Όπως παγίως κρίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, η πρόβλεψη στην ερμηνευτική δήλωση κάτω από το άρθρο 4 του Συντάγματος καθώς και στα άρθρα 4 (παρ. 3β΄) της ΕΣΔΑ και 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα δεν ιδρύει ατομικό δικαίωμα απαλλαγής από την υποχρέωση προς στράτευση των ικανών να φέρουν όπλα, ασκούμενο μάλιστα με την απλή επίκληση αντιρρήσεων συνείδησης, αλλά απλή ευχέρεια απαλλαγής τους, η οποία υφίσταται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θεσπίζει ο νομοθέτης.
Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, είτε ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της Συνθήκης αυτής, είτε λαμβάνεται αυτοτελώς υπόψη, δεν κατοχυρώνει δικαίωμα στην αντίρρηση συνειδήσεως (βλ. αποφάσεις της Επιτροπής Peters v. The Netherlands της 30.11.1994, Heuden v. Belgium της 22.5.1995, και απόφαση του ΕΔΔΑ της 7.7.2011, στην υπόθεση BAYATYAN κατά Αρμενίας, αίτηση 23459/03).
Περαιτέρω, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του άρθρου 4 παρ. 4 του Προαιρετικού Προσθέτου Πρωτοκόλλου στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε, ομοίως, με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997, έχει κρίνει ότι η παρ. 1 του άρθρου 18 του Διεθνούς Συμφώνου προστατεύει μεν, ως μία μορφή εκδήλωσης θρησκευτικής ή ιδεολογικής πεποίθησης, και την αντίρρηση στην εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, η προστασία, όμως, αυτή δεν συνεπάγεται αυτομάτως το δικαίωμα κάποιου να αρνείται την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, επικαλούμενος τη συνείδησή του, αλλά ότι, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3 του άρθρου 18, θεμελιώνει αξίωση του αντιρρησία προς το κράτος να θεσπίσει κανονιστικό πλαίσιο, βάσει του οποίου ο αντιρρησίας συνειδήσεως να έχει την εναλλακτική δυνατότητα να προσφέρει κοινωνική υπηρεσία, ενώ το κράτος μπορεί να απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του αυτή, εάν αποδεικνύει ότι λόγοι εθνικής ασφάλειας δικαιολογούν την άρνησή του να θεσπίσει παρόμοιο κανονιστικό πλαίσιο (Yeo – BoomYoon v. Republic of Korea, Myung – jinChol v. Republic of Korea, αιτήσεις υπ’ αριθ. 1321 και 1322/2004, απόφαση της 23.1.2007).
Ανταποκρινόμενος ακριβώς στην απορρέουσα από τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις υποχρέωσή του, ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε το ν. 3421/2005 και ειδικότερα τις διατάξεις 59 – 65 αυτού, με τις οποίες θεσπίζεται η διαδικασία και τα δικαιολογητικά στοιχεία τα οποία απαιτούνται για την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του ενδιαφερομένου προκειμένου να υπαχθεί στο καθεστώς του αντιρρησία συνείδησης, καθώς και οι συνέπειες σε περίπτωση μη υποβολής τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 ν. 3421/2005 «Σε περίοδο πολέμου, οι διατάξεις για την εναλλακτική υπηρεσία μπορεί να αναστέλλονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».