ΙΙΙ.Β. Λόγοι χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι διατάξεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 52 πδ 18/89 υιοθετούν ένα κλιμακωτό σύστημα ελέγχου της αίτησης αναστολής, το οποίο περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια :
1ο στάδιο : Ελέγχεται αν η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
Προδήλως απαράδεκτη κρίνεται η αίτηση ακύρωσης στην περίπτωση που συντρέχει τυπική παράλειψη η οποία α) είναι εμφανώς διαγνώσιμη, δηλαδή δεν προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και β) δεν μπορεί πλέον, σύμφωνα με τις οικείες δικονομικές διατάξεις, να συμπληρωθεί κατά τρόπο δικονομικά ανεκτό/παραδεκτό κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της αναστολής, κατά μείζονα δε λόγο κατά τη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης ή και μετά από αυτήν, υπό τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 33 παρ. 3 και 4 πδ 18/89 (ΔΕΦ Θεσ/κης Αν. 136/2017 σκ. 5).
Σχετική νομολογία : ΣΕ ΕπΑν 190/2017 (άπρακτη πάροδος προθεσμίας καταβολής παραβόλου της αίτησης ακύρωσης), ΣΕ ΕπΑν 242/2014 (προσβολή πράξης στερούμενης εκτελεστότητας), ΣΕ ΕπΑν 146/2012 (ευχερώς διαγνώσιμη έλλειψη εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτησης ακύρωσης), ΣΕ ΕπΑν 63/2018 (ευχερώς διαγνώσιμο εκπρόθεσμο της αίτησης ακύρωσης).
Από την άλλη, προδήλως αβάσιμη κρίνεται η αίτηση ακύρωσης όταν όλοι οι προβαλλόμενοι με αυτήν λόγοι είναι αβάσιμοι και τούτο είναι εμφανώς διαγνώσιμο, δηλαδή δεν προϋποθέτει ενδελεχή έρευνα της ουσίας της υπόθεσης. Βέβαια, στην πράξη σπανίως απορρίπτεται αίτηση αναστολής λόγω προδήλως αβασίμου της αίτησης ακύρωσης, ειδικά στην περίπτωση που υπάρχει ακόμη η δικονομική δυνατότητα άσκησης προσθέτων λόγων.
Σχετική νομολογία : ΣΕ ΕπΑν 845/2006 σκ.4, 947/2007 σκ. 7-8, 309/2010 σκ. 4 κ.α.
Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, τότε προχωρά στο επόμενο στάδιο ελέγχου :
2ο στάδιο : Ελέγχεται αν η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη.
Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων αρχικά έκρινε ότι το προδήλως βάσιμο της αίτησης ακύρωσης δεν εδύνατο αυτοτελώς να οδηγήσει σε ευδοκίμηση της αίτησης αναστολής. Πιο συγκεκριμένα, δεχόταν ότι προδήλως βάσιμο της αίτησης ακύρωσης άγει σε ευδοκίμηση της αίτησης αναστολής ΜΟΝΟ εφόσον ο αιτών αποδεικνύει την επέλευση σε βάρος του βλάβης από την εκτέλεση της πράξης, η οποία όμως εν προκειμένω δεν ήταν απαραίτητο να εξικνούται μέχρις του σημείου της ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση μετεβλήθη με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 456/2007 στο πλαίσιο της οποίας έγινε πλέον δεκτό ότι «[…] 6. Επειδή, με την προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 52 του π.δ/τος 18/1989 καθιερώθηκε ως αυτοτελής λόγος αναστολής εκτελέσεως διοικητικής πράξεως, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως, το προδήλως βάσιμο των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Στις περιπτώσεις αυτές είναι κατά το νόμο αδιάφορο το αν η εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξεως θα προκαλέσει ή όχι στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη ∙ και τούτο διότι η αναστολή χορηγείται όχι προς προστασία του αιτούντος από βλάβη, αλλά διότι η έννομη τάξη δεν ανέχεται να εξακολουθεί να εκτελείται μία προσβληθείσα επί ακυρώσει διοικητική πράξη, η οποία είναι προδήλως παράνομη. Επομένως, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες αίτηση αναστολής εκτελέσεως θεμελιώνεται μόνο στην πρόδηλη βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, στο δε δικόγραφο δεν γίνεται επίκληση βλάβης ως λόγου αναστολής, η Επιτροπή Αναστολών μπορεί να χωρήσει στην χορήγηση της ζητουμένης αναστολής εκτελέσεως, ακόμη και αν ο αιτών δεν υφίσταται εκ της εκτελέσεως της πράξεως βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, αν αυτή κρίνει ότι ορισμένος ή ορισμένοι εκ των λόγων ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμοι, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι ο αιτών εξακολουθεί να έχει κατά το χρονικό σημείο της χορηγήσεως της αναστολής εκτελέσεως, το απαραίτητο για την εκ μέρους του άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξεως αυτής έννομο συμφέρον […]»
Κατά την έννοια της παραγράφου 7 του άρθρου 52 πδ 18/89, «[…] περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του […]» (ενδεκτικά ΣΕ ΕπΑν 330/2018 σκ. 5). Έτσι, στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο της αναστολής εξετάζει αν κάποιος ή κάποιοι από τους προβαλλόμενους με το κύριο δικόγραφο λόγοι ακύρωσης έχουν τύχει ήδη νομολογιακής επεξεργασίας. Προκειμένου δε λόγος περί προδήλως βασίμου να άγει σε ευδοκίμηση του προσωρινού ενδίκου βοηθήματος απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
α) Ο λόγος της αίτησης ακύρωσης πρέπει να καταγράφεται και να αναπτύσσεται αυτοτελώς στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής και να μην γίνεται απλή παραπομπή στο δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης. Διότι άλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος ο σχετικός λόγος να απορριφθεί ως αορίστως προβαλλόμενος (Βασίλειος Α.Γκέρτσος, Παναγιώτης Η. Τσόγκας, Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 79).
β) Η προβαλλόμενη με το σχετικό λόγο πλημμέλεια πρέπει να είναι πρόδηλη δηλ να έχει τύχει πάγιας νομολογιακής επεξεργασίας και η διάγνωσή της να στηρίζεται σε μια απλή επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης ακύρωσης και της προσβαλλόμενης πράξης. Σε καμία περίπτωση δεν αρκεί η πιθανολόγηση της ευδοκίμησης του λόγου της αίτησης ακύρωσης ακόμα και αν το Δικαστήριο της αναστολής συμμερίζεται την πιθανότητα αυτή.
γ) Δεν πρέπει να εγείρονται στο Δικαστήριο σοβαρές αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του δικογράφου της αίτησης ακύρωσης. Εν προκειμένω, μιλάμε απλά για σοβαρές αμφιβολίες που όμως δεν εξικνούνται μέχρις του σημείου της διάγνωσης προδήλως απαραδέκτου της αίτησης ακύρωσης καθώς στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο θα αγόταν σε απόρριψη της αίτησης αναστολής στο πλαίσιο του προηγούμενου σταδίου.
Εκείνο που είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό είναι ότι η φύση της πλημμέλειας, ήτοι αν πρόκειται για τυπική (άρθρο 48 περ. 1 και 2 πδ 18/89) ή ουσιαστική (άρθρο 48 περ. 3 και 4 πδ 18/89), δεν είναι το καθοριστικό στοιχείο για να ενταχθεί στην έννοια του πρόδηλου. Αντιθέτως, καθοριστικό είναι το αν για την εν λόγω πλημμέλεια πληρούνται σωρευτικώς οι ως άνω τρεις προϋποθέσεις. Έτσι, ως πρόδηλη πλημμέλεια έχει χαρακτηριστεί όχι μόνο το ανυπόστατο της προσβαλλόμενης πράξης (ΣΕ ΕπΑν 571/2011 σκ. 5), η αναρμοδιότητα (ΣΕ ΕπΑν 1244/2008 σκ. 7), η κακή συγκρότηση αποφασιστικού συλλογικού οργάνου (ΣΕ ΕπΑν 173/2010 σκ. 6-7), η κακή σύνθεση συλλογικού οργάνου (ΣΕ ΕπΑν 1277/2006 σκ. 6), η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας (ΣΕ ΕπΑν 506/2003 σκ. 5), η παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης (ΣΕ ΕπΑν 985/2010 σκ. 5) αλλά και πλημμέλειες που αφορούν την ουσιαστική νομιμότητα της πράξης, όπως η έλλειψη νομίμου ερείσματος (ΣΕ ΕπΑν 461/2010 σκ. 5), παραβίαση δεδικασμένου (ΣΕ ΕπΑν 68/2006 σκ. 8), πλημμελής αιτιολογία της πράξης (ΣΕ ΕπΑν 520/2006 σκ. 6), αντισυνταγματικότητα της διάταξης νόμου βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ ΕπΑν 1245/2009 σκ. 5).
Επιπρόσθετη σχετική νομολογία : ΣΕ ΕπΑν 267/2014 σκ. 5-6, ΣΕ ΕπΑν 118/2015, ΣΕ ΕπΑν 110/2013 σκ. 5 και 7, ΣΕ ΕπΑν 617/2012 σκ 4 και 6, ΣΕ ΕπΑν 581/2011 σκ. 4, 6 και 8 κ.α.
Αν η Επιτροπή κρίνει ότι η αίτηση ακύρωσης είναι προδήλως βάσιμη, τότε κάνει δεκτή την αίτηση αναστολής εκτέλεσης. Στην αντίθετη περίπτωση, προχωρά στο επόμενο στάδιο ελέγχου :
3ο στάδιο : Ελέγχεται αν κατά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και συμφερόντων τρίτων οι αρνητικές συνέπειες από την αναστολή εκτέλεσης της πράξης θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος την αναστολή.
Η συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την εκτέλεση της πράξης διαγιγνώσκεται είτε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο της αναστολής, εφόσον τούτο προκύπτει ευχερώς από τη φύση και το αντικείμενο της ρύθμισης της προσβαλλόμενης πράξης είτε κατόπιν επίκλησης σχετικού ισχυρισμού από τη Διοίκηση στο πλαίσιο της έκθεσης απόψεων που αποστέλλει στο Δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του εδ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 52 πδ 18/89. Τα κριτήρια με βάση τα οποία διαγιγνώσκεται η συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την εκτέλεση της πράξης δεν εμφανίζουν κάποια θεωρητική και δογματική συνοχή και συνεκτικότητα αλλά χαρακτηρίζονται από μία περιπτωσιολογική προσέγγιση, πράγμα απολύτως λογικό και σε κάθε περίπτωση ευνοϊκό για το μαχόμενο κατά της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατά την διεργασία της αναζήτησης λόγων δημοσίου συμφέροντος δεν φαίνεται να εμφορούνται από δογματικές απολυτότητες στο πλαίσιο των οποίων μοναδικό κριτήριο συνιστά το αντικείμενο της πράξης, αλλά λαμβάνουν υπόψη και συνεκτιμούν, πέραν του αντικειμένου, και τις ειδικότερες συνθήκες της εκάστοτε υπόθεσης. Συναφώς, αν και γίνεται παγίως καταρχήν δεκτό ότι «[…] οι διοικητικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίων υπαλλήλων, συνάπτονται προς την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας και η άμεση εκτέλεσή τους επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς δεν ενδείκνυται κατ’ αρχήν η αναστολή εκτελέσεώς τους, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του υπαλλήλου, οπότε δύναται, κατ’ εξαίρεση, να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως των πράξεων αυτών, κατόπιν συνεκτιμήσεως και των αναγκών της δημόσιας υπηρεσίας […]» (ΣΕ ΕπΑν 534/2001 σκ. 3, 222/2017 σκ. 4, 175/2017 σκ.4 κ.α.), ωστόσο τα Δικαστήρια δεν δέχονται τη συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος απλά και μόνο επειδή η προσβαλλόμενη άπτεται της υπηρεσιακής κατάστασης του υπαλλήλου αλλά συνεκτιμούν και το αν η Διοίκηση επικαλείται συγκεκριμένους ισχυρισμούς προς την κατεύθυνση αυτή. Έτσι, στην ΣΕ ΕπΑν 534/2001 κρίθηκε ότι «[…] 5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση αναστολής η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, συνεπαγόμενη την άνευ υπαιτιότητάς της απόλυση από τη θέση που κατέχει από το 1991 και τη διακοπή της μισθοδοσίας της, θα της επιφέρει βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη που συνίσταται στη στέρηση των μέσων βιοπορισμού της, προσκομίζει δε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι δεν έχει άλλα εισοδήματα πέραν του μισθού της. Υπό τα δεδομένα αυτά, ενόψει και του ότι δεν γίνεται επίκληση από τη Διοίκηση λόγων δημοσίου συμφέροντος που να κωλύουν τη χορήγηση της αναστολής, αλλ’ αντιθέτως προκύπτει ότι και το ίδιο το Νοσοκομείο θεωρεί ότι θα ήταν επιθυμητή η σύσταση και δεύτερης θέσης Βιολόγου σ’ αυτό (βλ. έγγραφο ΥΙ0Β/24114/4.8.2000 του Υπουργείου Υγείας προς το Νοσοκομείο) η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχει λόγος να χορηγηθεί η αναστολή, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου επί της ασκηθείσας εφέσεως […]», ενώ στην ΣΕ ΕπΑν 588/2001 κρίθηκε ότι «[…] 4. Επειδή, η αιτούσα, η οποία βάσει του από 3.8.1995 πρακτικού της Επιτροπής επιλογής διορίσθηκε από 5.10.1995 σε θέση κλάδου ΥΕ βοηθού μαγείρου-τραπεζοκόμου του Ιδρύματος Κοινωνικής Προνοίας “θεομήτωρ”, ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως, συνεπαγόμενη την απόλυση της από τη θέση αυτή (βλ. και την υπ’ αριθμ. 12/2001 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθ’ ου Ιδρύματος, τ. ΝΠΔΔ, 170), θα της επιφέρει άμεση και δυσεπανόρθωτη βλάβη, που συνίσταται στη στέρηση του μισθού της και των μέσων βιοπορισμού της ίδιας και της οικογενείας της, προσκομίζει δε και στοιχεία (εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος οικονομικών ετών 2000, 1999, 1998) από τα οποία προκύπτει ότι δεν έχει άλλα εισοδήματα πέραν του μισθού της. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι δεν γίνεται επίκληση λόγου δημοσίου συμφέροντος που να κωλύει τη χορήγηση της αναστολής, αλλά αντιθέτως η Διοίκηση σε έγγραφο της προς το Δικαστήριο (βλ. το ΑΠ 1667/30.8.2001 έγγραφο του Αναπληρωτή Διευθυντή του Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας Αγιάσου Λέσβου “Θεομήτωρ”) επικαλείται την έλλειψη του ιδρύματος σε προσωπικό και τις δυσμενείς επιπτώσεις της στους περιθαλπομένους, συντρέχει κατά την κρίση της επιτροπής λόγος να χορηγηθεί η αιτουμένη αναστολή, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου επί της ασκηθείσης εφέσεως της αιτούσας.[…]» (ομοίως ΣΕ ΕπΑν 677/2004 σκ. 4 κ.α.).
Περαιτέρω, από την γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 52 παρ. 6 πδ 18/89 προκύπτει ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αχθεί σε κρίση περί συνδρομής λόγου δημοσίου συμφέροντος, οφείλει να προχωρήσει σε μία στάθμιση μεταξύ του εννόμου αυτού αγαθού που εγκολπώνει ο λόγος δημοσίου συμφέροντος και της βλάβης που θα υποστεί ο καθ’ ου η προσβαλλόμενη πράξη. Φαίνεται με άλλα λόγια να καταστρώνεται από τη διάταξη μια σχέση αντιστρόφως ανάλογου. Όσο πιο επιτακτική και σπουδαία εμφανίζεται κατά περίπτωση η έκφανση δημοσίου συμφέροντος που καλείται να εξυπηρετήσει η προσβαλλόμενη πράξη τόσο περισσότερο προτάσσεται η προστασία της έναντι της τυχόν υπάρχουσας ατομικής βλάβης του αιτούντος και συνεπώς οι πιθανότητες ευδοκίμησης της αίτησης αναστολής βαίνουν αναλόγως μειούμενες. Στην πράξη, η στάθμιση αυτή μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ατομικής βλάβης αν και λαμβάνει χώρα ως νοητική διεργασία από τα μέλη του Δικαστηρίου της αναστολής, ωστόσο κάποιες φορές δεν αποτυπώνεται στο σώμα των αποφάσεων, πράγμα που δικαιολογείται από την συνοπτική αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής (52 παρ. 2 in fine πδ 18/89) (βλ περιπτώσεις όπου αποτυπώνεται : ΔΕΦ Αθ Αν. 265/2018 σκ.6, 176/2018 σκ. 7, 134/2018 σκ. 6 κ.α., και βλ περιπτώσεις όπου δεν αποτυπώνεται : ΣΕ ΕπΑν 161/2018 σκ.3, 112/2018 σκ.3, 1217/2009 σκ.4 κ.α.). Φυσικά, δε λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες όπου το δημόσιο συμφέρον υπερτερεί τόσο πρόδηλα που σχεδόν δεν γίνεται καμία διεργασία στάθμισης με την βλάβη του αιτούντος.
Σε μία προσπάθεια να σταχυολογήσουμε λόγους δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την εκτέλεση της πράξης θα καταλήγαμε στην ακόλουθη βασική περιπτωσιολογία (που σε καμία περίπτωση δεν αξιώνει εγγυήσεις καθολικότητας) :
- Διασφάλιση του κύρους της Υπηρεσίας και της εμπιστοσύνης των φορολογουμένων, την αποτροπή διατύπωσης δυσμενών σχολίων σε βάρος της, την εξασφάλιση της εύρυθυμης λειτουργίας και την δημιουργία κλίματος συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ των υπαλλήλων (ΣΕ ΕπΑν 476/2012 σκ. 8, 113/2011 σκ. 8, 1001/2009 σκ. 7, ΔΕΦ Αθ Αν. 233/2018 σκ. 9, 344/2018 σκ. 7 κ.α.),
- Ομαλή λειτουργία του Δικηγορικού Συλλόγου και αποτελεσματική αρωγή προς τα Δικαστήρια στο έργο της απονομής της δικασιοσύνης (ΣΕ ΕπΑν 778/2003 σκ.3, 504/2004 σκ.3. κ.α.),
- Ασφάλεια των πτήσεων (ΣΕ ΕπΑν 73/2015 σκ.8),
- Ασφάλεια των συναλλαγών (ΔΕΦ Αθ Αν. 458/2015) ,
- Διατήρηση φυσικού περιβάλλοντος (ΔΕΦ Αθ Αν. 18/2016 σκ. 10),
- Δημόσια ασφάλεια (ΔΕΦ Αθ Αν. 224/2009, 188/2004, ΣΕ ΕπΑν 1157/2007, 93/2007 κ.α.),
- Ανάγκη εκπλήρωσης από τη Χώρα υποχρεώσεων που έχει αναλάβει βάσει διεθνούς νομοθεσίας ή διεθνών συμβάσεων (ΣΕ ΕπΑν 63/2018 σκ. 7),
- Δημόσια υγεία (ΣΕ ΕπΑν 207/2016 σκ. 7, 138/2013 σκ.8, 388/2012 κ.α.),
- Εύρυθμη λειτουργία των λιμένων (ΣΕ ΕπΑν 383/2014 σκ. 5),
- Ομαλή λειτουργία στρατεύματος και στρατιωτική πειθαρχία (ΣΕ ΕπΑν 914/2006 σκ. 3, 376/2000 σκ.5 ),
- Προστασία του καταναλωτικού κοινού (ΣΕ ΕπΑν 748/2008 σκ. 5, 281/2008 σκ.5),
- Διασφάλιση χρηματιστηριακής πίστης, εύρυθμη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς και προστασία του επενδυτικού κοινού (ΣΕ ΕπΑν703/2005 σκ. 4, 408/2002 σκ.4),
- Διαφάνεια σχετικά με γεγονότα που αφορούν την περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας που εισάγει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αθηνών, τα οποία δεν είναι προσιτά στο κοινό και θα μπορούσαν να επηρεάσουν την τιμή της μετοχής της, καθώς και η διασφάλιση της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων για την ακρίβεια και αντικειμενικότητα των πληροφοριών που σχετίζονται με την εν γένει δραστηριότητα της εταιρίας (ΣΕ ΕπΑν 782/2004 σκ. 5),
- Η ελεύθερη πρόσβαση σε αιγιαλό και παραλία που ως κοινόχρηστοι χώροι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του οικιστικού περιβάλλοντος (ΣΕ ΕπΑν 862/2003 σκ. 4, 350/2003 σκ.4),
- Τήρηση της νομοθεσίας που διέπει την διακίνηση των προϊόντων αρμοδιότητος του Ε.Ο.Φ. (ΣΕ ΕπΑν379/2007 σκ.3),
- Αποτελεσματική επιβολή αρχών και κανόνων δεοντολογίας προς τον σκοπό εκπληρώσεως της συνταγματικής επιταγής για τη βελτίωση της ποιοτικής στάθμης των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, τη διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και προστασίας της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας όσο και την τήρηση της ευταξίας στη χρήση των συχνοτήτων (ΣΕ ΕπΑν 100/2010 σκ. 2, 318/2007 σκ. 4),
- Δημιουργία οργανωμένων εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμάτων (ΣΕ ΕπΑν 966/2010 σκ.7),
- Προστασία και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου (ΣΕ ΕπΑν 838/2009 σκ. 4, 399/2006 σκ. 4),
- Προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, τόσο στην περίπτωση που διατηρούνται στη φυσική τους κατάσταση, όσο και στην περίπτωση, κατά την οποία η δασική βλάστηση έχει καταστραφεί από οποιονδήποτε λόγο και οι καταστραφείσες εκτάσεις έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες (ΣΕ ΕπΑν 1170/2007 σκ. 3),
- Πραστασία περιοίκων από την πρόκληση θορύβων και καπνού, γειτνίαση με σχολική μονάδα (ΣΕ ΕπΑν 550/2009 σκ. 5),
- Προώθηση του τουρισμού (ΣΕ ΕπΑν 1295/2008 σκ. 5),
- Προστασία των περιοίκων από τις οχλήσεις και ιδιαίτερα από τους κραδασμούς, τους οποίους προκαλεί η λειτουργία των μηχανημάτων εργαστηρίου (ΣΕ ΕπΑν 864/2005 σκ. 8),
- Κίνδυνος ανάφλεξης της ξυλείας (ΣΕ ΕπΑν 505/2004 σκ. 5),
- Διαφύλαξη χαρακτήρα εκτάσεως, αποτροπή περαιτέρω αλλοιώσεως της από την ολοκλήρωση της δομήσεως και την λειτουργία κτισμάτων με τις προβλεπόμενες χρήσεις τους (ΣΕ ΕπΑν 345/2004 σκ. 4),
- Προστασία ευαίσθητου οικοσυστήματος (με είδη υπό εξαφάνιση) (ΣΕ ΕπΑν 732/1998 σκ. 5),
- Τήρηση της εσωτερικής τάξεως και εύρυθμη λειτουργία της Εκκλησίας (ΣΕ ΕπΑν 392/2016 σκ. 2)
Αν η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει την εκτέλεση της πράξης, τότε απορρίπτει την αίτηση αναστολής. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρά στο επόμενο και τελευταίο στάδιο ελέγχου :
4ο στάδιο : Ελέγχεται αν η εκτέλεση της προβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακύρωσης.
Στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής ο αιτών οφείλει να επικαλεστεί συγκεκριμένους πραγματικούς ισχυρισμούς που καταφάσκουν το στοιχείο της βλάβης του από την εκτέλεση της πράξης. Η φύση της επικαλούμενης βλάβης ως υλικής ή ηθικής δεν ενδιαφέρει. Εκείνο που βαρύνει είναι η έντασή της ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης (βλ. ΣΕ ΕπΑν 328/2018 σκ 7, όπου χαρακτηριστικά καταγράφεται ότι «[…] η οικονομική ζημία δεν δικαιολογεί, κατ’ αρχήν, τη χορήγηση αναστολής εκτελέσεως, εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, ως εκ των οποίων η οικονομική βλάβη από την εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως συνεπάγεται ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο κλονισμό […]»). Ως ανεπανόρθωτη κρίνεται η βλάβη όταν, σε περίπτωση που εκτελεστεί η πράξη και εν συνεχεία ευδοκιμήσει το κύριο ένδικο βοήθημα, θα καταστεί φύσει αδύνατη η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Από την άλλη, ως δυσχερώς επανορθώσιμη κρίνεται η βλάβη όταν, σε περίπτωση που εκτελεστεί η πράξη και εν συνεχεία ευδοκιμήσει το κύριο ένδικο βοήθημα, θα καταστεί τόσο δυσχερής η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση που θα καταλήξει να είναι σχεδόν αδύνατη.
Η εννοιολογική διάκριση μεταξύ της ανεπανόρθωτης και της δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, πέραν της θεωρητικής της χρησιμότητας, δεν παρίσταται άλλως αξιοποιήσιμη. Τούτο διαφάνηκε και με την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της νομοθετικής τροποποίησης του άρθρου 202 παρ. 1 ν. 2717/1999 (ΚΔΔ) με τη διάταξη του άρθρου 34 ν. 3900/2010, με την οποία απαλείφθηκε πλέον από την εν λόγω διάταξη του ΚΔΔ η έκφραση «δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη» καταλειπομένου ως μόνου λόγου ευδοκίμησης της αίτησης αναστολής επί προσφυγής ουσίας την πρόκληση «ανεπανόρθωτης βλάβης» από την εκτέλεση της πράξης. Με την ΟλΣΕ ΕΑ 496/2011, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[…] η επίμαχη νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του ΚΔΔ, απαλείφοντας την «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη από τους λόγους αναστολής, δεν επεδίωξε, κατ’ ουσίαν, περιορισμό των λόγων που, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλουν την παροχή προσωρινής προστασίας, αλλά απέβλεψε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην παρατεθείσα ανωτέρω αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων «εφαρμογής» που είχαν ανακύψει λόγω της έως τότε διατυπώσεως της επίμαχης διατάξεως, με την εφαρμογή της, δηλαδή, και σε περιπτώσεις «δυσχερώς επανορθώσιμης» βλάβης, οι οποίες δεν ισοδυναμούσαν με «ανεπανόρθωτη» κατά τ’ ανωτέρω βλάβη και δεν δικαιολογούσαν, ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα την χορήγηση αναστολής. Υπό την έννοια, αυτή, συνεπώς, η συγκεκριμένη νέα ρύθμιση του άρθρου 202 παρ. 1 του ΚΔΔ, μη θίγουσα τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, δεν αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, λαμβανομένoυ μάλιστα υπόψη ότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί παραπάνω, η συνδρομή της βλάβης στην συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει πάντοτε στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.[…]».
Προκειμένου ισχυρισμός περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης από την εκτέλεση της πράξης να ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
α) η βλάβη να προσδιορίζεται κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο από τον αιτούντα,
β) η βλάβη να αποδεικνύεται (ΣΕ ΕπΑν 430/2013 σκ. 5), με αποδεικτικά στοιχεία προσηκόντως προσκομιζόμενα, ήτοι εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί στη διάδικο αρχή προκειμένου να προσκομίσει το φάκελο και τις απόψεις της (52 παρ. 3 εδ. β’ και γ’ πδ 18/89),
γ) η βλάβη να μην έχει επέλθει μέχρι του χρόνου που επιλαμβάνεται η Επιτροπή,
δ) η βλάβη να είναι άμεση, δηλαδή να επέρχεται ευθέως και άμεσα από την πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης και να μην εξαρτάται η επέλευσή της από την έκδοση περαιτέρω πράξεων (ΣΕ ΕπΑν 335/2018 σκ.6),
ε) η βλάβη να πιθανολογείται σφόδρα ότι θα επέλθει κατά την πρόσφορη πορεία των πραγμάτων όπως τούτη κρίνεται με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και να μην είναι απλώς υποθετική, στηριζόμενη σε γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (ΣΕ ΕπΑν 693/2010 σκ. 4),
στ) η βλάβη να συνίσταται στη μη διατήρηση συγκεκριμένης κατάστασης και όχι στη μη δημιουργία νέας ευμενούς κατάστασης (βλ. κατωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ.Δ.),
ζ) η βλάβη να είναι προσωπική (ΣΕ ΕπΑν 391/2013 σκ.9) και
η) ο σχετικός λόγος να προβάλλεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής που κοινοποιείται στη διάδικο αρχή προκειμένου να παρέχεται σε αυτήν δυνατότητα αντίκρουσης (ΣΕ ΕπΑν 413/2004 σκ.3). Συναφώς, λόγος αναστολής προβαλλόμενος το πρώτον με το υπόμνημα ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΣΕ ΕπΑν 335/2018 σκ.6).
- Η ηθική βλάβη ως λόγος ευδοκίμησης αιτήματος αναστολής εκτέλεσης ατομικής πράξης.
Καταρχάς, ως είναι ήδη γνωστό, ηθική βλάβη αφορά άυλα αγαθά συνδεόμενα και απορρέοντα από το δικαίωμα στην προσωπικότητα και τον σεβασμό αυτής, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικώς την τιμή, την υπόληψη, την καλή φήμη, την αξιοπιστία στις συναλλαγές, το κύρος σε συγκεκριμένο κύκλο δραστηριότητας. Η προστασία δε και ο σεβασμός των αγαθών αυτών αφορά όχι μόνο στα φυσικά αλλά και στα νομικά πρόσωπα. Κατά τη θεωρία, επελθούσα ηθική βλάβη καθίσταται ως εκ της φύσεώς της δυσχερέστερο να επανορθωθεί, εκ του λόγου δε τούτου πρέπει – αποδεικνυομένης της συνδρομής της – να δικαιολογεί ευκολότερα την χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της πράξης (Π.Λαζαράτος, Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, 2005, σελ 150, Β. Σκουρής, Η προσωρινή δικαστική προστασία στις διοικητικές διαφορές, 2001, σελ 110). Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τη νομολογία, η οποία εμφανίζεται αρκετά φειδωλή στην αναγνώριση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης ως λόγο ευδοκίμησης της αναστολής. Από μία πανοπτική ματιά στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα σχετικά με την αντιμετώπιση λόγου περί ηθικής βλάβης :
α) Ισχυρισμός περί ηθικής βλάβης λαμβάνεται καταρχήν υπόψη και εξετάζεται από το Δικαστήριο εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ότι είναι ικανή ως εκ της φύσεως της να προκαλέσει τρώση στην προσωπικότητα του αιτούντος. Έτσι, με την ΔΕΦ Αθ Αν. 56/2011 (επί διαφορά ουσίας) έχει κριθεί ότι «5. […] στην προκείμενη περίπτωση, ουδόλως στοιχειοθετείται, κατά την κρίση του συμβουλίου, ενδεχόμενο ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας, καθ’ όσον η επιβολή του ένδικου προστίμου δεν κοινοποιείται σε τρίτους ούτε δημοσιεύεται έτσι ώστε να υποστεί ηθική βλάβη από την εντύπωση που θα δημιουργηθεί στην πελατεία της και στο επαγγελματικό της περιβάλλον, όπως αβάσιμα υποστηρίζει και ειδικότερα ότι με παράνομες ενέργειες ζημίωσε το ΙΚΑ. Εξ άλλου, η όποια ηθική βλάβη τυχόν προκύψει, θα αποκατασταθεί ευχερώς και πλήρως σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής.».
β) Η επικαλούμενη ηθική βλάβη πρέπει να απορρέει ευθέως από το διατακτικό της πράξης και όχι από το αιτιολογικό αυτής. Και τούτο διότι το αιτιολογικό αποτελεί στοιχείο της πράξης «μη υποκείμενο καθ’ εαυτό σε αναστολή» (ΣΕ ΕπΑν 320/2018 σκ.4, 275/2014 σκ. 6 κ.α.).
γ) Η επίκληση ισχυρισμού περί ηθικής βλάβης φαίνεται να «πείθει» τον διοικητικό δικαστή να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης, όταν ο αιτών επικαλείται και αποδεικνύει ότι η ρύθμιση της πράξης διαχέει και εκδηλώνει τις συνέπειές της σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής ή/και επαγγελματικής ή/και οικονομικής δραστηριοποίησής του. Αν αντιθέτως, απορρέει μεν ηθική βλάβη από το διατακτικό της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο οι συνέπειες αυτής περιορίζονται σε ένα συγκεκριμένο-περιορισμένο βιοτικό κύκλο του αιτούντος, τότε το Δικαστήριο της αναστολής φαίνεται να υπολαμβάνει ότι η βλάβη παρίσταται επανορθώσιμη σε περίπτωση ακύρωσης της πράξης. Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ότι από την εκτέλεση :
- της υπ’ αριθμ. …./7.7.2014 αποφάσεως του Υφυπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με τίτλο «Ορισμός τριών τουριστικών περιοχών της Ελλάδας, όπου επιτρέπεται πιλοτικά για ένα (1) έτος ή προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων και τις υπόλοιπες Κυριακές, πέραν των αναφερομένων στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 4177/2013» (ΦΕΚ Β΄ 1859/8.7.2014), « […] η ηθική βλάβη των αιτούντων η αναφερόμενη στο δικαίωμα του ελευθέρου χρόνου και της απολαύσεώς του από κοινού με την οικογένειά τους κατά την κοινή αργία της Κυριακής καθώς και στο δικαίωμα στην άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, παρίσταται αυτονοήτως δυσεπανόρθωτη.» (ΣΕ ΕπΑν 307/2014 σκ.7).
- « […] των προσβαλλομένων πράξεων, οι οποίες, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, αναφέρονται σε ψυχικές διαταραχές του αιτούντος, προκαλείται σ’ αυτόν σοβαρωτάτη ηθική βλάβη, συνισταμένη στην προσβολή της τιμής και της υπολήψεώς του, αλλά και της εν γένει προσωπικότητός του ως αξιωματικού και ως ανθρώπου, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξή του ως δοκίμου εφέδρου αξιωματικού. Εν όψει της βλάβης αυτής, η οποία δυσχερώς δύναται να επανορθωθεί σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως, […], η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι συντρέχει εν προκειμένω λόγος χορηγήσεως της ζητουμένης αναστολής.» (ΣΕ ΕπΑν 334/2012 σκ.5).
- της πράξης της Ακαδημίας Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν κρίθηκε ότι ο αιτών δεν εμπίπτει στο περιεχόμενο της προκηρυχθείσας έδρας τακτικού μέλους της Ακαδημίας με τίτλο «Εσωτερική Παθολογία: Έρευνα και διεύθυνση αμιγώς παθολογικής κλινικής, αποκλειομένων άλλων συναφών ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων όπως καρδιολογία, εντατικολογία (ΜΕΘ), παιδιατρική, πνευμονολογία» θα προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη καθώς θα έχει ως συνέπεια ότι «[…] η τριμελής επιτροπή δεν θα αξιολογήσει τη δική του υποψηφιότητα, ούτε θα την προκρίνει τόσο η ίδια, όσο και η Τάξη των Θετικών Επιστημών και ως εκ τούτου η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως εκμηδενίζει τις πιθανότητες εκλογής του ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών.» (ΣΕ ΕπΑν 903/2010 σκ. 6,7).
- της από 5.7.2001 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Α΄ Περιφερειακού Συστήματος Υγείας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ελήφθη κατά την 2η Συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με την οποία αποφασίσθηκε, αφ’ ενός μεν η απομάκρυνσή του από την ως άνω πανεπιστημιακή κλινική, αφ’ ετέρου δε η απαγόρευση της παρουσίας του στους χώρους παροχής υπηρεσιών της ίδιας κλινικής και του Νοσοκομείου εν γένει, λόγω της εκ μέρους του παραλλήλου παροχής υπηρεσιών στην ιδιωτική κλινική “… ΑΕ”, θα προκληθεί δυσχερώς επανορθώσιμη ηθική βλάβη δεδομένου ότι «[…] το διδακτικό, ερευνητικό και ιατρικό έργο του αιτούντος στην πανεπιστημιακή Α΄ χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου … Θεσσαλονίκης είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και, ως εκ τούτου, η άμεση απομάκρυνσή του από το εν λόγω έργο θα προκαλέσει προεχόντως στον ίδιο, ως πανεπιστημιακό διδάσκαλο και ιατρό, ηθική βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ανεξαρτήτως της βλάβης που ενδέχεται να προκαλέσει και σε τρίτους (φοιτητές, ερευνητές και ασθενείς) λόγω πιθανής δυσλειτουργίας της εν λόγω πανεπιστημιακής κλινικής.» (ΣΕ ΕπΑν 640/2001 σκ.4).
Ιδιαίτερης σε σχέση με τα ανωτέρω εκτεθέντα αντιμετώπισης τυγχάνει ο ισχυρισμός περί συνδρομής ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης ηθικής βλάβης από το Δικαστήριο της Αναστολής στις περιπτώσεις προσβολής πράξης περιβαλλοντικού περιεχομένου, όπου ο αιτών επικαλείται, ως ηθική βλάβη, την επιδείνωση των όρων διαβίωσής του και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου στον οποίο διαβιοί. Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται στο ότι το δικαίωμα στο περιβάλλον, συνδεόμενο με το δικαίωμα στην υγεία και το δικαίωμα στις βέλτιστες (οικιστικές/περιβαλλοντικές) συνθήκες διαβίωσης συνιστά όχι μόνο εντόνως προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα αλλά ταυτόχρονα και συνταγματική επιταγή απορρέουσα από τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος δεσμεύουσα τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία (ΣΕ 935/2017 σκ 10). Έτσι, σε αυτές τις περιπτώσεις πράξεων η ατομική ηθική βλάβη του αιτούντος συναντά και συμπορεύεται με την συνδρομή λόγου δημοσίου συμφέροντος, αμφότερα δε κατατείνουν στην ευδοκίμηση της αίτησης αναστολής ή προσωρινής ρύθμισης κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ότι :
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την ευδοκίμηση αίτησης αναστολής που άσκησε περιβαλλοντικό σωματείο και κάτοικοι της εν λόγω περιοχής κατά απόφασης με την οποία χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας σε υφιστάμενη βιομηχανία παραγωγής πλαστικών ουσιών σε πρωτογενείς μορφές μέσω αντιδράσεων πολυμερισμού, αποθήκευσης και διακίνησης χημικών ουσιών, δεδομένου ότι «[…] από τα αμέσως προαναφερόμενα προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επιτρέπεται η λειτουργία βιομηχανικής μονάδας, και μάλιστα επ’ αόριστον, σε περιοχή εκτός της προβλεπόμενης από το ΓΠΣ ΒΙ.ΠΕ., η οποία προορίζεται ακριβώς να υποδεχθεί ειδικώς και την εν λόγω βιομηχανική μονάδα, τούτο δε παρ’ ότι η περιοχή όπου αδειοδοτείται να λειτουργήσει η βιομηχανία αυτή προβλέπεται ως ζώνη τουρισμού και αναψυχής. Η έκδοση, εξάλλου, της προσβαλλόμενης άδειας έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο η επίμαχη βιομηχανική μονάδα είχε παύσει να λειτουργεί προ δύο και πλέον ετών και, συγκεκριμένα, από το έτος 2012, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, χωρίς αυτό να αμφισβητείται ούτε από την δικαιούχο της άδειας εταιρεία ούτε από την Διοίκηση, η οποία, αντιθέτως, στο από 23.6.2015 υπόμνημά της ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών, καθώς και στο 3461/Φ.14/185/4.5.2015 έγγραφό της προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, συνομολογεί ότι με την προσβαλλόμενη πράξη επετράπη η «επαναλειτουργία» της βιομηχανικής μονάδας (βλ. και από 15.1.2015 υπηρεσιακή εισηγητική έκθεση, κατά την οποία η μονάδα βρέθηκε να μην είναι σε λειτουργία κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε στις 9.1.2015). Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον, δηλαδή, με την προσβαλλόμενη πράξη αδειοδοτείται η λειτουργία βιομηχανικής μονάδας που είχε μεν λειτουργήσει κατά το παρελθόν, είχε παύσει, όμως, να λειτουργεί, η επαναλειτουργία της για πρώτη φορά επ’ ονόματι άλλου φορέα, που επιτρέπεται μάλιστα επ’ αόριστον, πιθανολογείται ότι λαμβάνει χώρα κατά τρόπο μη εναρμονιζόμενο με το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής. Ο σχεδιασμός, εξάλλου, αυτός δεν προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε ούτε κατά το προηγούμενο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης της επίμαχης δραστηριότητας, κατά το οποίο αντιθέτως η Διοίκηση, παραβλέποντας το ήδη εκδοθέν ΓΠΣ, δέχθηκε ως δεδομένο ότι δεν «έχει επέλθει ουσιαστική μεταβολή των δεδομένων» βάσει των οποίων είχε εκδοθεί η ΑΕΠΟ το έτος 2008. Η επαναλειτουργία, όμως, της μονάδας κατά τρόπο που αντιβαίνει στον υπάρχοντα σχεδιασμό συνιστά, υπό την έννοια, αυτή, επιδείνωση των όρων διαβίωσης των αιτούντων, φερομένων κατοίκων του παρακειμένου οικισμού Βαθέος Αυλίδας, η οποία, ανεξαρτήτως του αν επιχειρείται νομίμως, γεγονός που θα κριθεί κατά την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, συνιστά, πάντως, βλάβη που δικαιολογεί τη χορήγηση της ζητουμένης αναστολής, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση ακυρώσεως, η οποία, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της καθ’ ής εταιρείας, δεν είναι προδήλως απαράδεκτη, έχει προσδιορισθεί σε σύντομη δικάσιμο.» (ΣΕ ΕπΑν 155/2015 σκ. 6).
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την ευδοκίμηση αίτησης αναστολής που άσκησαν κάτοικοι της εν λόγω περιοχής κατά απόφασης με την οποία χορηγήθηκε στην εταιρεία «… Α.Ε.» άδεια κατασκευής κεραίας Σταθμού Ξηράς στη θέση «…» και επί κτιρίου που βρίσκεται στην οδό … του Δήμου …, δεδομένου ότι «[…] ενόψει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, δηλαδή του σχετικά χαμηλού ύψους του κτιρίου επί του οποίου βρίσκεται η επίδικη κεραίας και της μικρής απόστασής της από τις κατοικίες αρκετών εκ των αιτούντων, των ως άνω ισχυρισμών αυτών και, κατά συνεκτίμηση της βλάβης της αδειούχου εταιρείας από την αναστολή των προσβαλλομένων πράξεων, η οποία, όμως, έχει προεχόντως οικονομικό χαρακτήρα (πρβλ. ΕΑ 741/2008), κρίνει ότι, ενόψει της υφιστάμενης επιστημονικής αβεβαιότητας, τόσο ως προς το βαθμό του κινδύνου από την έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπουν οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας, όσο και ως προς τις συνέπειες που αυτή ενδέχεται να προκαλέσει στον ανθρώπινο οργανισμό (πρβλ. ΕΑ 912/2008, 741/2008), και σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, η οποία είναι ερευνητέο εάν τηρείται πλέον με το νέο καθεστώς υπαγωγής των κεραιών κινητής τηλεφωνίας σε πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις χωρίς την έκδοση προηγούμενης ρητής πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (πρβλ. ΣτΕ 1264/2005 Ολ.) και ύστερα από την αντικατάσταση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν.1650/1986, πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση τόσο της 9595/Φ610/ 25.4.2013 απόφασης του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων όσο και της από 5.3.2013 Δήλωσης της δικαιούχου εταιρείας Υπαγωγής σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις.» (ΣΕ ΕπΑν 277/2014 σκ. 10).
- Η υλική βλάβη ως λόγος ευδοκίμησης αιτήματος αναστολής εκτέλεσης ατομικής πράξης.
Η υλική βλάβη μπορεί να εμφανιστεί με δύο μορφές, είτε ως περιουσιακή – υλική βλάβη είτε ως οικονομική – χρηματική βλάβη.
Περιουσιακή – υλική βλάβη που δικαιολογεί την αναστολή εκτέλεσης συντρέχει στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη συνεπάγεται υλικές ενέργειες και επεμβάσεις οι οποίες επιφέρουν την οριστική καταστροφή ή απώλεια ή ουσιώδη μεταβολή στην κατά προορισμό χρήση πράγματος (κινητού ή ακινήτου) ανήκοντος στην περιουσία του αιτούντος την αναστολή. Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ότι :
- από την εκτέλεση της …/18.4.2005 αποφάσεως των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με την οποία κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για τη διεύρυνση της Λεωφ. Σταυρού – Ελευσίνας στο τμήμα από την οδό 25ης Μαρτίου (ρέμα Ευπυρίδων) έως και την οδό Φυλής του Δήμου Άνω Λιοσίων στο Νομό Αττικής, (συμπληρωματική), κατά το μέρος που αφορά ακίνητο εμβαδού 173,06 τ.μ. (αριθμός .. του κτηματολογικού πίνακα), του οποίου η αιτούσα φέρεται ως ιδιοκτήτρια, «[…] κατά το μέρος που συνεπάγεται την κατάληψη του ακινήτου της αιτούσας και την κατεδάφιση της υπάρχουσας εντός αυτού ισόγειας οικίας της, θα επιφέρει σ’ αυτήν βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αιτήσεως ακυρώσεως.» (ΣΕ ΕπΑν 776/2010 σκ.5). Υπογραμμίζεται ότι κατά το μέρος που η πράξη απαλλοτρίωσης αποτελεί προϋπόθεση για να ακολουθήσουν άλλες περαιτέρω νομικές ενέργειες (όπως οι πράξεις αναλογισμού και τακτοποίησης, ο καθορισμός της αποζημίωσης κτλ, δεν κρίνεται ότι δημιουργεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη και άρα αν ασκηθεί αίτηση αναστολής κατά το μέρος αυτό κατά της πράξης απαλλοτρίωσης δεν παρακωλύεται η περαιτέρω νομική διαδικασία.
- από την εκτέλεση της …/24.4.2013 αποφάσεως της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων κατά το μέρος με το οποίο μεταβιβάζεται χωρίς αντάλλαγμα και περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στο ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ το ακίνητο με στοιχεία …, το οποίο ευρίσκεται στο Δήμο Σπετσών (Άγιος Νικόλαος), «[…] απειλείται σε βάρος τους βλάβη, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως των αιτήσεων ακυρώσεως που έχουν ασκήσει, η οποία συνίσταται στην απώλεια του επίδικου ακινήτου, καθώς και στην περαιτέρω μεταβίβαση αυτού από το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο έχει εκδηλώσει τη σχετική πρόθεσή του με ανάρτηση στο διαδίκτυο, μεταβίβαση η οποία θα έχει ως συνέπεια την εμπλοκή τους σε πρόσθετους και μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, με αβέβαια αποτελέσματα.» (ΣΕ ΕπΑν 281/2014 σκ. 7)
- από την εκτέλεση της υπ’ αρ. …/16-4-2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως της Περιφερείας Κρήτης περί εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία του έργου «Βελτίωση οδού Μπαλέ – Αγκουσελιανά – Σελλιά (τμήμα 1)» στον Νομό Ρεθύμνης και της υπ’ αρ. 4059/14-12-2010 αποφάσεως του ιδίου περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων εκτάσεως 192.237,40 τ.μ. για την κατασκευή του έργου «Διάνοιξη νέου τμήματος Παλέ – Αγκουσελιανά – Κάνεβος επαρχιακής οδού 4» του Δήμου Φοίνικα Ν. Ρεθύμνης «[…] καθ’ ό μέρος συνεπάγεται την κατεδάφιση κτισμάτων των αιτούντων στον οικισμό των Αγκουσελιανών, θα επιφέρει εις αυτούς βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως.» (ΣΕ ΕπΑν 710/2011 σκ. 6).
- πρέπει να χορηγηθεί η αναστολή εκτελέσεως της …/8.11.2011 πράξης του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με την οποία αποφασίστηκε ο μη χαρακτηρισμός ως μνημείου του κτιρίου της Δημοτικής Αγοράς Σερρών και της …/18.11.2011 οικοδομικής άδειας του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Σερρών περί κατεδάφισης της ως άνω Δημοτικής Αγοράς, δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε ότι «[…] προκειμένου να αποτραπεί η άμεση κατεδάφιση του επίμαχου κτιρίου, η αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής αξίας του οποίου δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης διαδικασίας προσωρινής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στη σκέψη 7, δεδομένου ότι η κατεδάφισή του θα επέφερε βλάβη, της οποίας η επανόρθωση σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως θα ήταν δυσχερής, και η οποία, ως εκ τούτου θα επέφερε ουσιώδη μείωση της αποτελεσματικότητας του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ενδίκου αυτού βοηθήματος.» (ΣΕ ΕπΑν 140/2012 σκ. 10).
Περαιτέρω, όταν η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης συνεπάγεται οικονομική – χρηματική ζημία, τότε για να στοιχειοθετηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη θα πρέπει οι συνέπειες από την εφαρμογή της πράξης να εξικνούνται μέχρι του σημείου της αποστέρησης των μέσων βιοπορισμού του αιτούντος (εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο) ή του ισχυρού οικονομικού κλονισμού του (εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο).
Ειδικότερα, αποστέρηση μέσων βιοπορισμού του αιτούντος συντρέχει στην περίπτωση που επικαλεστεί και αποδείξει ότι από την εκτέλεση της πράξης θα στερηθεί τα στοιχειώδη μέσα διαβίωσης ο ίδιος και η οικογένειά του (ως τέτοια νοούμενη τα οικονομικώς εξαρτημένα από αυτόν πρόσωπα, ακόμη κι αν δεν ανήκουν στον σκληρό οικογενειακό πυρήνα). Τούτο μπορεί να συμβεί όταν η προσβαλλόμενη πράξη αποστερεί τον αιτούντα από πηγή εισοδήματος η οποία είτε είναι η μοναδική που διαθέτει είτε οι λοιπές δεν επαρκούν για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογενείας του καθώς και όταν η προσβαλλόμενη πράξη έχει καταλογιστικό περιεχόμενο και τυχόν εξαναγκασμός του προς καταβολή του καταλογισθέντος ποσού θα συνεπαγόταν την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις βασικές βιοτικές του ανάγκες. Είναι πολύ σημαντικό να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι, προκειμένου να είναι σε θέση το Δικαστήριο της αναστολής να εκτιμήσει τη συνδρομή του στοιχείου της δυσχερώς επανορθώσιμης οικονομικής – χρηματικής βλάβης πρέπει ο αιτών να έχει εισφέρει στη δίκη όλο το αναγκαίο πραγματικό που αφορά όχι μόνο στις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις σε βάρος της περιουσίας του αλλά και στις πηγές εισοδήματος. Επί προσθέτως, τα προσκομιζόμενα περιουσιακά στοιχεία (υποχρέωσεις/έσοδα) θα πρέπει να κρίνονται και επίκαιρα. Συναφώς, σε περίπτωση που στο πλαίσιο του δικογράφου ο αιτών καταγράφει μόνο το σύνολο των υποχρεώσεων που βαρύνουν την περιουσία, όπως και στην περίπτωση που καταγράφονται και οι υποχρεώσεις και τα έσοδα αλλά τα προσκομιζόμενα στοιχεία κρίνονται ως ανεπίκαιρα, το Δικαστήριο απορρίπτει τον ισχυρισμό περί δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης ως αόριστο και αναπόδεικτο. Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί ότι :
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά πράξης με την οποία ανακλήθηκε πράξη διορισμού στο Δήμο Αθηναίων στη θέση του κλάδου ΔΕ29 Οδηγών Αυτοκινήτων δεδομένου ότι ο αιτών ισχυρίζεται ότι «[…] από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επέρχεται σε αυτόν ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία συνίσταται στο ότι στερείται την εργασία του η οποία αποτελεί το μόνο μέσο βιοπορισμού του ίδιου και της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συντηρήσει τα δύο ανήλικα τέκνα του, δεδομένου και του ότι η σύζυγός του είναι μακροχρόνια άνεργη και πάσχει από ανίατο αυτοάνοσο νόσημα, λόγω του οποίου χρήζει συνεχούς ιατρικής παρακολούθησης. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο αιτών προσκομίζει ειδοποίηση πληρωμής φόρου έτους 2015, την από 15.9.2017 βεβαίωση του Ο.Α.Ε.Δ., σύμφωνα με την οποία η σύζυγός του είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο ανέργων από 30.5.2016 έως 15.9.2017, ιατρικές γνωματεύσεις για την κατάσταση της υγείας της συζύγου του, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, από το οποίο προκύπτει η ηλικία των τέκνων του, καθώς και βεβαίωση ότι ο ίδιος είναι τέκνο πολύτεκνης οικογένειας. […] η Επιτροπή, συνεκτιμώντας τη σοβαρότητα της βλάβης του αιτούντος, η οποία συνίσταται στη στέρηση των μέσων βιοπορισμού του ίδιου και της οικογενείας του, με το δημόσιο συμφέρον, κρίνει ότι, ενόψει της φύσης των καθηκόντων της θέσης του (ΔΕ Οδηγών) και της σύντομης δικασίμου για την εκδίκαση των εφέσεων, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση που δικαιολογεί τη χορήγηση αναστολής.» (ΣΕ ΕπΑν 23/2018 σκ. 6, 7).
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά πράξης με την οποία ανακλήθηκε πράξη διορισμού στο Δήμο Νέας Ιωνίας στη θέση του κλάδου ΥΕ Εργατών Κήπου δεδομένου ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι «[…] από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης ανάκλησης του διορισμού της στην προαναφερθείσα θέση επέρχεται σε αυτήν ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι βρίσκεται σε κατάσταση εσχάτης ένδειας, καθώς στερείται του μισθού της, που αποτελούσε το μοναδικό μέσο βιοπορισμού της, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, τα οποία ανατρέφει μόνη της χωρίς την οικονομική βοήθεια του πρώην συζύγου της, ότι η μεγάλη κόρη της πάσχει από χρόνια επιληψία και αδυνατεί να εργασθεί και ότι τα άλλα δύο τέκνα της είναι φοιτητές, ενώ ο νεότερος γιος της προετοιμάζεται για τις εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Προς απόδειξη, προσκομίζει δήλωση φορολογίας εισοδήματος έτους 2015, από την οποία προκύπτει ότι το σύνολο του εισοδήματός της προέρχεται από μισθωτές υπηρεσίες, κάρτα ανεργίας Ο.Α.Ε.Δ. και πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. […] η Επιτροπή, συνεκτιμώντας τη σοβαρότητα της βλάβης της αιτούσας που συνίσταται σε στέρηση των μέσων βιοπορισμού της, με το δημόσιο συμφέρον, κρίνει ότι, ενόψει της φύσης των καθηκόντων της θέσης της (ΥΕ Εργατών Κήπου), η οποία από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι έχει πληρωθεί, και της σύντομης δικασίμου για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση που δικαιολογεί τη χορήγηση της αναστολής.» (ΣΕ ΕπΑν 377/2016 σκ. 5, 6).
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά πράξης με την οποία χαρακτηρίσθηκαν αυθαίρετα και κατεδαφιστέα «στέγαστρα από σιδεροσωλήνες και μόνιμο τεντόπανο» που είχαν κατασκευασθεί χωρίς άδεια από τον αιτούντα και επιβλήθηκαν σε αυτόν πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών ύψους 44.047 και 22.023 ευρώ, αντίστοιχα δεδομένου ότι ο αιτών ισχυρίζεται ότι «[…] η επικείμενη εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι οι επίδικες κατασκευές είναι απαραίτητες για την επιχείρηση στάθμευσης αυτοκινήτων που διατηρεί στην προαναφερόμενη διεύθυνση, και η οποία αποτελεί το μόνο μέσο βιοπορισμού του, δεδομένου και του ότι το δεξιό χέρι του είναι μειωμένης ικανότητας για χειρωνακτική εργασία. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού αυτού προσκομίζονται γνωματεύσεις, στις οποίες αναφέρεται ότι ο αιτών πάσχει από μαιευτική παράλυση δεξιού άνω άκρου με βράχυνση δεξιού άνω άκρου, σύγκαμψη δεξιού αγκώνα με πλήρη κατάργηση κίνησης υπτιασμού και σημαντική μείωση πρηνισμού, μεγάλη δυσλειτουργία δεξιάς κατ΄ ώμου αρθρώσεως με ελάχιστη απαγωγή και πλήρη κατάργηση έσω και έξω στροφής. Περαιτέρω ο αιτών προβάλλει ότι η διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης λόγω κατεδάφισης των στεγάστρων και η επιβολή των προστίμων που προβλέπονται στις προσβαλλόμενες πράξεις θα έχει ανεπανόρθωτες οικονομικές συνέπειες για αυτόν λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, στην οποία βρίσκεται εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών από δάνεια που ελήφθησαν για τις ανάγκες της επιχείρησης, προσκομίζει δε στοιχεία σχετικά με οφειλές του προς την Τράπεζα Πειραιώς και τον Ο.Α.Ε.Ε., καθώς και αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων. […] η Επιτροπή, σταθμίζοντας τη βλάβη που θα υποστεί ο αιτών από την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων και τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησης στάθμευσης αυτοκινήτων που διατηρεί στην ανωτέρω διεύθυνση, ενόψει και του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει, κατά συνεκτίμηση και της βλάβης του παρεμβαίνοντος, κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση να χορηγηθεί η ζητούμενη αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της εκκρεμούς εφέσεως που έχει ασκήσει ο αιτών.» (ΣΕ ΕπΑν 1181/2009 σκ. 5 -7).
- δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας δικηγορικής εταιρείας πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ για παραβάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεδομένου ότι «[…] η επίκληση […] από την αιτούσα του κινδύνου οικονομικού κλονισμού της γίνεται όλως αορίστως, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία (ΕΑ 332/2013, πρβλ. 1140/2008). Και ναι μεν η αιτούσα προσκόμισε με το από 7.8.2018 υπόμνημά της «σημείωμα για πληρωμή» φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων για το φορολογικό έτος 2017, με ημερομηνία 19.7.2018, στο οποίο αναγράφεται ως συνολικό ποσό οφειλής 2.153.442,92 Ευρώ, από το στοιχείο αυτό όμως δεν προκύπτει το συνολικό εισόδημα της αιτούσας και η συνολική οικονομική της κατάσταση (πρβλ. ΕΑ 159/2010, 111/2016, πρβλ. ΣτΕ 1367/2018). Υπό τα δεδομένα αυτά, εν όψει και του ύψους του επιβληθέντος προστίμου, δεν προκύπτει κατά την κρίση της Επιτροπής κίνδυνος πρόκλησης οικονομικού κλονισμού της αιτούσας από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης.» (ΣΕ ΕπΑν 264/2018 σκ. 3)
Από την άλλη, ισχυρός οικονομικός κλονισμός συντρέχει στην περίπτωση που το αιτόν νομικό πρόσωπο επικαλεστεί και αποδείξει ότι η εκτέλεση της πράξης συνεπάγεται αδυναμία του να ανταποκριθεί στα πάγια λειτουργικά του έξοδα (μισθοί προσωπικού, μισθώματα κτηρίων, δανειακές υποχρεώσεις, υποχρεώσεις έναντι προμηθευτών, λογαριασμοί ΔΕΚΟ, οφειλές προς το Δημόσιο ή ασφαλιστικούς οργανισμούς κτλ) με αποτέλεσμα να τίθεται εν κινδύνοις η βιωσιμότητά του ως οικονομική μονάδα (ΣΕ ΕπΑν 62/2014 σκ. 6). Ό,τι επισημάνθηκε παραπάνω για την αναγκαιότητα ισοβαρούς καταγραφής υποχρεώσεων και εσόδων της περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος με προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, ισχύει και εν προκειμένω για την απόδειξη οικονομικού κλονισμού. Έτσι έχει κριθεί ότι :
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά πράξης του ΕΣΡ με την οποία υποχρεώθηκε η λειτουργούσα ραδιοτηλεοπτικό σταθμό εταιρία να τερματίσει την λειτουργία «[…] διότι, εν όψει των προβαλλομένων ισχυρισμών και των προσκομιζομένων προς απόδειξή τους στοιχείων, προκύπτει ότι η διακοπή της λειτουργίας του τηλεοπτικού σταθμού …, ο οποίος εκπέμπει πρόγραμμα από το 1989, θα έχει ως συνέπεια τον κλονισμό της εμπιστοσύνης και την αποξένωση του τηλεοπτικού κοινού, την διαρροή των διαφημιζομένων καθώς και τον ισχυρό οικονομικό κλονισμό της αιτούσης, θα προκαλέσει δηλαδή στην αιτούσα εταιρεία ζημία, η οποία, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (πρβλ. Ε.Α. 42/2013, 444/2012, 853/2011, 133/1997 κ.ά.), συνιστά βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως.» (ΣΕ ΕπΑν Ολομ 101/2018 σκ 9).
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως πράξης σφράγισης συνεργείου συντήρησης και επισκευής επιβατικών αυτοκινήτων καθότι ο αιτών προβάλλει ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως, συνεπαγόμενη τη διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής του, στην οποία απασχολείται και ένας εργαζόμενος, θα πλήξει ανεπανόρθωτα τη φήμη του και θα επιφέρει διαρροή πελατείας, στέρηση του μοναδικού μέσου βιοπορισμού του ιδίου, της σύζυγου του και των δυο ανήλικων τέκνων τους, καθώς και αδυναμία ανταπόκρισης στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του προσκομίζει πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, φωτοαντίγραφο της δήλωσής του φόρου εισοδήματος έτους 2016, βεβαίωση του εργοδότη της συζύγου του περί καθυστέρησης καταβολής σε αυτήν δεδουλευμένων αποδοχών ύψους 6.557,29 ευρώ, πίνακα προσωπικού της επιχείρησης και δανειακές συμβάσεις, στις οποίες έχει τεθεί ως εγγυητής. Με τα δεδομένα αυτά η Επιτροπή Αναστολών «[…] συνεκτιμώντας την δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, την οποία πιθανολογείται ότι θα επιφέρει στον αιτούντα η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα ισχυρό οικονομικό κλονισμό του και διαρροή της πελατείας του, κρίνει ότι πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξεως μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της κατ’ αυτής στρεφομένης αιτήσεως ακυρώσεως.» (ΣΕ ΕπΑν 245/2017 σκ. 8).
- συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής εκτελέσεως πράξεων περί επιβολής σε βάρος της αιτούσας δημοσιονομικής διόρθωσης, ύψους 364.516 ευρώ, περί διακοπής της (εφεξής) χρηματοδότησης της καθώς και περί ανακτήσεως, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, συνολικού ποσού 387.665,35 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των τόκων) δεδομένου ότι «[…] προβάλλεται από την αιτούσα ότι η άμεση εκτέλεση των πράξεων θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη, συνιστάμενη στον οικονομικό κλονισμό της επιχείρησής της, η οποία έχει υπαχθεί στη διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων (προπτωχευτική διαδικασία) του άρθρου 99 του ν. 3588/2007, δοθέντος ότι θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας και θα έχει, επίσης, ως συνέπεια, ενόψει της “εξαιρετικής οικονομικής δυσπραγίας” στην οποία ευρίσκεται, την απόλυτη αδυναμία της να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της προς τους πιστωτές της, μεταξύ των οποίων και το Δημόσιο, έναντι του οποίου έχει προβεί σε ρύθμιση των οφειλών της, προκειμένου να λάβει πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, αλλά και προς τους εργαζομένους της (200 άτομα). Προς απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών της προσκομίζει, μεταξύ άλλων: α) την …/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επικυρώθηκε η από 26.3.2014 συμφωνία εξυγίανσης της αιτούσας (που στις 31.12.2013 είχε υποχρεώσεις συνολικού ύψους 297.631.915 ευρώ) με την πλειοψηφία των (ιδιωτών) πιστωτών της (κατά ποσοστό 97,98%) β) την ως άνω από 26.3.2014 συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει ρύθμιση της αποπληρωμής των οφειλών της αιτούσας [μείωση των απαιτήσεων των ομολογιούχων δανειστών και πιστωτικών ιδρυμάτων κατά ποσοστό 74,57% και έκδοση νέου ομολογιακού δανείου για την αναχρηματοδότηση και εξόφληση του υπολειπομένου ποσού, εξόφληση στο ακέραιο των απαιτήσεων του Δημοσίου, των ασφαλιστικών οργανισμών του ΟΑΕΔ και των εργαζομένων, ρύθμιση σε ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις άλλων υποχρεώσεων της αιτούσας κλπ.], γ) τον ισολογισμό εταιρικής χρήσης έτους 2015, όπου εμφανίζεται συνολικό κυκλοφορούν ενεργητικό 18.293.060,14 ευρώ, εκ των οποίων χρηματικά διαθέσιμα 390.353,93 ευρώ, σύνολο υποχρεώσεων 37.184.206,32 ευρώ και, ειδικότερα, βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ύψους 5.031.795,19 ευρώ (εκ των οποίων 792.715,08 ευρώ υποχρεώσεις από φόρους και 973.290,34 ευρώ υποχρεώσεις σε ασφαλιστικούς οργανισμούς) και μακροπρόθεσμες, ύψους 32.152.411,13 ευρώ και αποτέλεσμα χρήσης ζημία, ύψους 3.258.499,59 ευρώ, δ) εκτύπωση ισοζυγίου πληρωτέων (προς τους πιστωτές ) λογαριασμών για το διάστημα από 1.1 έως 30.4.2016, ύψους 2.967.121.66 ευρώ, ε) τα από 23.5.2016 και 30.5.2016 πιστοποιητικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας αντίστοιχα και ε) την από 13.5.2016 βεβαίωση του Προϊσταμένου Λογιστηρίου της αιτούσας, μετά των συνημμένων σε αυτήν καταστάσεων, στην οποία βεβαιώνεται ότι οι περιληφθέντες στις εν λόγω καταστάσεις εργαζόμενοι έλαβαν το συνολικό ποσό των 228.155 ευρώ για τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα “Διαρθρωτικής Προσαρμογής για τις επιχειρήσεις εντός της οικονομικής κρίσης”. Με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, η Επιτροπή έκρινε ότι η καταβολή των καταλογισθέντων ποσών πιθανολογείται ότι θα προκαλέσει ισχυρό οικονομικό κλονισμό στην οικονομική κατάσταση της επιχείρησης της αιτούσας». (ΣΕ ΕπΑν 258/2016 σκ. 6)
- δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση για την χορήγηση αναστολής κατά πράξης με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα φαρμακευτική εταιρεία αυτόματη επιστροφή (claw back) ύψους 361.237,79 ευρώ για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2017, «[…] προεχόντως, διότι η αιτούσα για την απόδειξη των προμνησθέντων ισχυρισμών της δεν έχει προσκομίσει επίκαιρα επίσημα οικονομικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Συγκεκριμένα, δεν έχουν προσκομισθεί ισολογισμοί και αποτελέσματα χρήσης των ετών 2017 και 2016, παρά μόνο ισολογισμοί και αποτελέσματα χρήσης των ετών 2014 και 2015, ούτε καταστάσεις οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (έντυπο Ε3) του φορολογικού έτους 2017, παρά μόνο για τα φορολογικά έτη 2014 έως και 2016. Συνεπώς, με τα δεδομένα αυτά, δεν δύναται να εκτιμηθεί από την Επιτροπή Αναστολών, ενόψει των προβληθέντων ισχυρισμών, αν η καταβολή του ποσού της αυτόματης επιστροφής ύψους 361.237,79 ευρώ- το οποίο σημειωτέον, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στην πέμπτη σκέψη, δεν απαιτείται να καταβληθεί εφάπαξ, αλλά σε 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις- σε συνδυασμό με την υφιστάμενη οικονομική κατάσταση της αιτούσας φαρμακευτικής εταιρείας συνεπάγεται ανεπανόρθωτο ή δυσχερώς επανορθώσιμο κλονισμό της επιχειρήσεως, σε βαθμό που να τίθεται σε κίνδυνο η υπόστασή της.» (ΣΕ ΕπΑν 328/2018 σκ. 9).
- Η βλάβη ως λόγος ευδοκίμησης αιτήματος αναστολής εκτέλεσης κανονιστικής πράξης.
Οι διατάξεις του άρθρου 52 πδ 18/89 δεν διαλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις για την αναστολή εκτέλεσης των κανονιστικού περιεχομένου πράξεων. Ωστόσο, είναι παραπάνω από κατανοητό ότι οι κανονιστικές πράξεις ως εκ της φύσεώς τους δεν είναι δυνατό να υπόκεινται στην ίδια βάσανο δικαστικού ελέγχου για την χορήγηση αναστολής. Τούτο για τρεις λόγους κυρίως. Πρώτον, η Διοίκηση κατά την έκδοση κανονιστικού περιεχομένου πράξεως δεν ασκεί εκτελεστική λειτουργία, δηλαδή δεν εφαρμόζει απρόσωπες και αφηρημένες ρυθμίσεις σε εξατομικευμένες περιπτώσεις αλλά ενεργεί ως δευτερογενής νομοθέτης κατόπιν χορήγησης εξουσιοδότησης και μέσα στα όρια αυτής, εκδίδοντας «νόμο». Δεύτερον, ως εκ του απρόσωπου και αφηρημένου των ρυθμίσεων που εισάγει η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να απορρέει από την ίδια την κανονιστική πράξη ευθέως και άμεσα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στα συμφέροντα του διοικουμένου καθώς η τελευταία προϋποθέτει την εφαρμογή των απρόσωπων τούτων ρυθμίσεων στην εκάστοτε ατομική περίπτωση. Με άλλα λόγια, η επέλευση βλάβης από την κανονιστική πράξη εξαρτάται συνήθως από την έκδοση της ατομικής πράξης που θα εφαρμόσει στον εκάστοτε διοικούμενο το ρυθμιστικό της περιεχόμενο. Τρίτον, αποδέκτης μίας κανονιστικού περιεχομένου πράξης είναι όλα εκείνα τα υποκείμενα του δικαίου που συγκεντρώνουν τις απαραίτητες ιδιότητες που προϋποθέτει το πεδίο εφαρμογής του ρυθμιστικού περιεχομένου της πράξης.
Συναφώς, η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων παγίως δέχεται ότι :
- η αναστολή εκτελέσεως κανονιστικής πράξεως δεν συγχωρείται κατ’ αρχήν, εκτός αν αυτός που την ζητεί επικαλείται και αποδεικνύει ότι από την άμεση εφαρμογή της θα υποστεί συγκεκριμένη και δυσχερώς επανορθώσιμη ζημία (ΣΕ ΕπΑν 898/2007 σκ.3-4, ΣΕ ΕπΑν 247/2017 σκ. 8-9),
- όταν η κανονιστική πράξη συμπληρώνει τη ρύθμιση του εξουσιοδοτικού νόμου, είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως αυτής ή ορισμένων διατάξεών της, υπό την προϋπόθεση ότι η βλάβη που επικαλείται ο αιτών επέρχεται από αυτοτελή ρύθμιση της κανονιστικής πράξεως, δηλαδή από ρύθμιση που δεν περιέχεται στον νόμο, δεδομένου ότι η Επιτροπή Αναστολών δεν έχει αρμοδιότητα να αναστέλλει την εφαρμογή του νόμου (ΣΕ ΕΠΑν Ολομ 79/2016 σκ. 4, ΣΕ ΕπΑν Ολομ 45/2018 σκ. 10, ΣΕ ΕπΑν 122/2015 σκ. 6 κ.α.).
- η αναστολή εκτέλεσης κανονιστικού περιεχομένου πράξης χορηγείται σε κάθε περίπτωση που συντρέχει προδήλως βάσιμο των προβαλλόμενων με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης λόγων (ΣΕ ΕπΑΝ 367/2013 σκ. 3)
Αν, στο πλαίσιο του τελευταίου σταδίου, το Δικαστήριο κάνει δεκτό ότι συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιθμη βλάβη από την εκτέλεση της πράξης, δέχεται την αίτηση.