ΙΙΙ.Γ. Πράξεις μη δεκτικές αναστολής εκτέλεσης.

Όπως θα αναπτυχθεί και παρακάτω (υπό V), οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας η οποία δεν αφορά μόνο την οριστική επίλυση των διαφορών, αλλά και την προσωρινή δικαστική προστασία. Παρόλ’ αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις η πραγματική κατάσταση που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής δεν είναι δεκτική προσωρινής δικαστικής προστασίας με τη μορφή της αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης διότι (α) τούτο θα συνεπαγόταν την υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο σε αντίθεση με την κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ή (β) τούτο θα ισοδυναμούσε με την συνέχιση μίας παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε χωρίς την ανοχή της Διοίκησης, ή (γ) τούτο θα ισοδυναμούσε με τη δημιουργία νέας κατάστασης. Ειδικότερα :

(α) Ως είναι ήδη γνωστό, με κριτήριο τη φύση του ρυθμιστικού τους περιεχομένου, οι ατομικές πράξεις διακρίνονται σε θετικές και αρνητικές. Θετική είναι η πράξη που γεννά δικαίωμα ή δέχεται το αίτημα διοικουμένου ενώ αρνητική είναι η πράξη με την οποία η Διοίκηση αρνείται τη δημιουργία δικαιώματος ή απορρίπτει υποβληθέν αίτημα του διοικουμένου. Περαιτέρω, οι αρνητικές πράξεις υποδιακρίνονται σε γνήσιες και νόθες αρνητικές. Νόθος αρνητική είναι η πράξη όταν αρνείται τη δημιουργία δικαιώματος ή εννόμου καταστάσεως που προγενεστέρως απολάμβανε ο διοικούμενος (πχ πράξη με την οποία διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος πολυτέκνου), ενώ γνήσια αρνητική χαρακτηρίζεται η πράξη όταν αρνείται τη δημιουργία το πρώτον δικαιώματος (πχ. ο Α με τη γέννηση του τέταρτου τέκνου του υποβάλλει αίτηση για τη λήψη του επιδόματος πολυτεκνίας και η Διοίκηση απορρίπτει το σχετικό αίτημα). Η πρακτική χρησιμότητα της παραπάνω διάκρισης συνίσταται στο ότι αναστολή εκτέλεσης γνήσιας αρνητικής πράξης δεν χωρεί και τυχόν ασκηθείσα αίτηση απορρίπτεται. Και τούτο διότι, αν το Δικαστήριο δεχόταν το αίτημα αναστολής, θα υποκαθιστούσε τη Διοίκηση στο έργο της, σε αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών κατ’ άρθρο 26 του Συντάγματος, χορηγώντας το πρώτον στον αιτούντα δικαίωμα το οποίο η μόνη αρμόδια να το ικανοποιήσει είχε αρνηθεί τη χορήγησή του.

Προς τεκμηρίωση των ως άνω, κρίνεται παγίως ότι «[…] Επειδή, στην παράγραφο 8 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας” (Α 8), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 του Ν. 2721/1999 (Α 112), ορίζεται ότι η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας “εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων”. Η διάταξη αυτή, η οποία σκοπεί στη διεύρυνση της προσωρινής προστασίας που παρέχεται από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας στο πλαίσιο των ακυρωτικών διαφορών, παρέχει στην Επιτροπή Αναστολών, όχι μόνον τη δυνατότητα να διατάσσει, όταν χορηγεί αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης ενώπιόν της πράξεως, επί πλέον μέτρα προς αποτελεσματικότερη προστασία του αιτούντος, αλλά και τη δυνατότητα να διατάσσει άλλα, πλην της αναστολής εκτελέσεως, μέτρα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως προκαλεί μεν στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, η πράξη όμως αυτή δεν είναι, όπως λόγου χάριν συμβαίνει επί πράξεως αρνητικού περιεχομένου, δεκτική αναστολής εκτελέσεως και να επιβάλει στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση στη Διοίκηση ν΄ απόσχει από κάθε ενέργεια ερειδόμενη επί πράξεως αρνητικού περιεχομένου (Ε.Α. 31/2000). Και επιτρέπεται μεν στην Επιτροπή να αναστείλει την εκτέλεση διοικητικών πράξεων προκειμένου να αποτραπεί η μεταβολή της πραγματικής καταστάσεως, την οποία θα επέφερε η εκτέλεσή τους, εφόσον η μεταβολή αυτή συνεπάγεται βλάβη, της οποίας η επανόρθωση θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη μετά την τυχόν ακύρωση της πράξεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν παρέχεται, όμως, στην Επιτροπή η εξουσία να επιβάλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να προβεί σε θετική ενέργεια ή να υποκαταστήσει τα διοικητικά όργανα στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στην περίπτωση που ζητείται η αναστολή εκτελέσεως παραλείψεως της Διοικήσεως, διότι δεν υπάρχει διοικητική πράξη της οποίας θα μπορούσε η Επιτροπή να αναστείλει την εκτέλεση, η χορήγηση δε αναστολής θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη επιταγή προς τη Διοίκηση να προβεί σε θετική ενέργεια.» (βλ. ΣΕ ΕπΑν 117/2000, 237/2014, 803/2006 σκ. 3 κ.α.).

Ο ανωτέρω κίνδυνος υποκατάστασης της Διοίκησης δεν ελλοχεύει στην περίπτωση που ο αιτών δεν ζητά την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης γνήσιας αρνητικής πράξης, αλλά τη λήψη κάθε άλλου πρόσφορου μέτρου κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ. 8 του άρθρου 52 πδ 18/89. Η διάταξη αυτή, η οποία σκοπεί στη διεύρυνση της προσωρινής προστασίας στο πλαίσιο των ακυρωτικών διαφορών, παρέχει στο Δικαστήριο της αναστολής, όχι μόνον τη δυνατότητα να διατάσσει, όταν χορηγεί αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης ενώπιόν της πράξεως, επί πλέον μέτρα προς αποτελεσματικότερη προστασία του αιτούντος, αλλά και τη δυνατότητα να διατάσσει άλλα, πλην της αναστολής εκτελέσεως, μέτρα, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή της προσβαλλομένης πράξεως προκαλεί μεν στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, η πράξη όμως αυτή δεν είναι, όπως λόγου χάριν συμβαίνει επί πράξεως αρνητικού περιεχομένου, δεκτική αναστολής εκτελέσεως (ΣΕ ΕπΑν 31/2000 σκ. 5, 131/2009 σκ. 6 κ.α.).

(β) Συγγενής με την προηγούμενη υπό (α) είναι η περίπτωση όπου η αναστολή εκτέλεσης πράξης συνεπάγεται τη δημιουργία νέας κατάστασης. Πρόκειται για περιπτώσεις όπου η Διοίκηση με πράξη της, η οποία δεν φέρει το χαρακτήρα γνήσιας αρνητικής, διαμορφώνει μία συγκεκριμένη νομική και πραγματική κατάσταση, η αναστολή εκτέλεσης της οποίας (της πράξης) θα οδηγούσε στη δημιουργία μίας διαφορετικής νέας κατάστασης, την οποία η Διοίκηση πρωτογενώς δεν επέλεξε να διαπλάσσει. Έτσι, έχει κριθεί :

  • ότι τυχόν αποδοχή της αιτήσεως αναστολής κατά της πράξης επιλογής προσώπου στη θέση του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικής Στήριξης κατά παράλειψη του αιτούντος «[…] θα ισοδυναμούσε με την ανεπίτρεπτη δημιουργία μιας νέας κατάστασης, δεδομένου ότι ούτε ο αιτών υποστηρίζει -ούτε προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου- ότι είχε επιλεγεί και ασκούσε καθήκοντα Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης πριν από την επίδικη επιλογή.» (ΣΕ ΕπΑν 546/2011 σκ. 8).
  • σε υπόθεση αίτησης αναστολης του από 19.7.2005 προεδρικού διατάγματος «Χαρακτηρισμός ως παραδοσιακού τμήματος της πόλης Τρικάλων και καθορισμός ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης των οικοπέδων αυτού» ότι «[…] ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η αναστολή εκτελέσεως του από 19.7.2005 προεδρικού διατάγματος, κατά του οποίου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση, θα είχε ως συνέπεια τη δυνατότητα εφαρμογής των όρων δομήσεως που ίσχυαν στην περιοχή υπό το προγενέστερο πολεοδομικό καθεστώς, πάντως η αδυναμία αξιοποιήσεως των ακινήτων των αιτούντων, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, απορρέει από το προσβαλλόμενο προεδρικό διάταγμα, δεν δικαιολογεί, σύμφωνα με όσα αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, την αναστολή εκτελέσεως του προεδρικού αυτού διατάγματος διότι δεν συνιστά βλάβη από την ανατροπή υφισταμένης πραγματικής καταστάσεως αλλ΄ από την παρεμπόδιση να εκτελεσθούν, βάσει ευνοϊκότερων για τους αιτούντες όρων δομήσεως, νέες οικοδομικές ή άλλες σχετικές εργασίες που θα δημιουργούσαν νέα πραγματική κατάσταση στην επίμαχη περιοχή.» (ΣΕ ΕπΑν 208/2006 σκ. 8).

(γ) Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο διοικούμενος απολαμβάνει ένα δικαίωμα ή μία έννομη κατάσταση χωρίς να πληροί τις κατά νόμο απαιτούμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις ή χωρίς να έχει λάβει την κατά νόμο απαιτούμενη άδεια από το αρμόδιο όργανο. Αυτή η παράνομη κατάσταση μπορεί να δημιουργήθηκε είτε με την ανοχή, την αδράνεια ή ακόμη και με θετικές ενέργειες της Διοίκησης, είτε παρά την εμπράκτως εκδηλωθείσα εναντίωση της Διοίκησης. Συναφώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο της αναστολής διαπιστώσει ότι η αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης συνεπάγεται την συνέχιση παράνομης κατάστασης που δημιουργήθηκε παρά την έμπρακτη εναντίωση της Διοίκησης, απορρίπτει παγίως την αιτούμενη αναστολή, ενώ στην περίπτωση που η παράνομη κατάσταση τελούσε υπό την ανοχή της Διοίκησης επιλαμβάνεται του αιτήματος αναστολής και εφόσον ευδοκιμήσει προβαλλόμενος λόγος, χορηγεί την αναστολή. Η συμπεριφορά αυτή του Δικαστηρίου δικαιολογείται και πάλι από το ότι «[…] ο δικαστής, ως όργανο της δικαστικής εξουσίας, κατά την παροχή προσωρινής προστασίας δε μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία λήψης, τουλάχιστον πρωτογενώς, οποιασδήποτε μορφής διοικητικών μέτρων υπέρ ενός των διαδίκων, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε απαγορευμένη, κατά τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 26, επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της εκτελεστικής.» (Βασίλειος Α.Γκέρτσος, Παναγιώτης Η. Τσόγκας, Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 239). Έτσι, έχει κριθεί ότι : 

  • «[…] Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβάνοντας υπ’ όψη αφ’ ενός μεν το γεγονός ότι το πιο πάνω πρατήριο λειτουργεί πάντως επί ένδεκα περίπου έτη με την ανοχή της Διοίκησης, ενώ η τελευταία δεν επικαλείται λόγους δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι θα επέβαλαν την άμεση εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων (αντιθέτως, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δυτικής Αττικής βεβαιώνει με το ΓΠ-01-1115/8-5-2001 έγγραφό της ότι στο συγκεκριμένο σημείο της Νέας Εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου έχουν τοποθετηθεί μεταλλικά εμπόδια, με αποτέλεσμα η σύνδεση του πρατηρίου με αυτή να μην είναι εφικτή), η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχει λόγος να χορηγηθεί η ζητούμενη αναστολή εκτελέσεως, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως.» (ΣΕ ΕπΑν 630/2001 σκ. 3).
  • «[…] οι προσβαλλόμενες, κατά το μέρος που δεν επιτρέπουν την μεταφορά βιοντίζελ μεταξύ δύο σημείων εντός της ελληνικής επικρατείας, έχουν αρνητικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν δεν είναι δεκτικές αναστολής εκτελέσεως, διότι τυχόν αποδοχή της αιτήσεως αναστολής θα ισοδυναμούσε με επιταγή στη Διοίκηση προς έκδοση θετικής πράξεως, δηλαδή με ανεπίτρεπτη, κατά νόμον, υποκατάσταση του Δικαστηρίου σε έργα ενεργού Διοικήσεως. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, που προσεκόμισε ο αιτών, ναι μεν αυτός μετέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα βιοντίζελ με Φ.Δ.Χ. μεταφορά χημικών υγρών, οι προσβαλλόμενες, όμως, πράξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως θετικές πράξεις δεκτικές αναστολής εκτελέσεως, υπό την έννοια ότι διακόπτουν μία ήδη δημιουργηθείσα κατάσταση, διότι η κατάσταση αυτή (ήτοι η μεταφορά βιοντίζελ με Φ.Δ.Χ. μεταφορά χημικών υγρών) δεν συνδέεται με θετική ενέργεια ή έστω, ανοχή της Διοικήσεως (πρβλ. ΕΑ 182/2006, 522/2006). Ειδικότερα, για να θεωρηθεί ότι συντρέχει ανοχή εκ μέρους της Διοικήσεως μίας παρανόμως δημιουργηθείσης πραγματικής καταστάσεως, για την οποία είναι δυνατόν να χορηγηθεί προσωρινή δικαστική προστασία (υπό την μορφή της διαταγής μέτρου εκ μέρους της Επιτροπής Αναστολών), πρέπει να υπάρχουν πολύ ασφαλή τεκμήρια προϋπάρχοντα της εκδόσεως της πράξεως, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως, από τα οποία να αποδεικνύεται, ή έστω να πιθανολογείται σε βαθμό προσεγγίζοντα την βεβαιότητα ότι η αρμόδια διοικητική αρχή εγνώριζε ότι είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν μία πραγματική κατάσταση, καθώς και ότι η πραγματική αυτή κατάσταση είχε δημιουργηθεί παρανόμως. Όμως, από τα έγγραφα, που επικαλείται ο αιτών [και συγκεκριμένα το έγγραφο υπ’ αριθμ. …/1.12.2008 του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Μεταφορών (στο οποίο απλώς αναφέρεται ότι είναι επιτρεπτή η μεταφορά βιοντίζελ από το εξωτερικό προς την Ελλάδα με Φ.Δ.Χ. μεταφοράς Χημικών Υγρών) και το υπ’ αριθμ. …./8.10.2008 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Ανάπτυξης (στο οποίο απλώς αναφέρεται ότι το εν λόγω Υπουργείο γνωρίζει στο αρμόδιο Υπουργείο Μεταφορών, ότι δεν θα είχε, κατ’ αρχήν, αντίρρηση να χρησιμοποιούνται στο μέλλον για την μεταφορά βιοντίζελ, που προορίζεται ειδικά για ανάμιξη με το πετρέλαιο κίνησης, και βυτιοφόρα μεταφοράς χημικών και υπό την προϋπόθεση ότι θα ετηρούντο κάποιοι επιπλέον κανόνες τεχνικής φύσεως)], τα οποία άλλωστε είναι μεταγενέστερα της πρώτης προσβαλλομένης πράξεως, ουδόλως προκύπτει ότι η Διοίκηση εγνώριζε ότι πριν να εκδώσει την τελευταία αυτή πράξη διεξήγετο εντός της επικρατείας μεταφορά βιοντίζελ με Φ.Δ.Χ. μεταφοράς Χημικών Υγρών και την ανεχόταν. Με τα δεδομένα αυτά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση.» (ΣΕ ΕπΑν 623/2009 σκ. 4).

Στις ως άνω απαριθμούμενες γενικές κατηγορίες διοικητικών πράξεων μη δεκτικών αναστολής πρέπει να προστεθεί και μια ειδική κατηγορία. Πρόκειται για τις πράξεις περί επιβολής ποινών/δυσμενών μέτρων σε βάρος μελών του κλήρου λόγω τέλεσης παραπτωμάτων. Για να γίνει κατανοητό το δικονομικό αυτό φαινόμενο, πρέπει κανείς να έχει υπόψη του ότι στη διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος διακηρύσσεται η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας και εγκαθιδρύεται το σύστημα της «νόμω κρατούσης πολιτείας» που διέπει τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, η Εκκλησία διακρίνεται σαφώς από την Πολιτεία, όμως απολαμβάνει κάποια προκαθορισμένα προνόμια και την ιδιαίτερη προστασία της Πολιτείας. Η προστασία αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την άσκηση εποπτείας στη διοίκηση της Εκκλησίας, χωρίς, ωστόσο, να επιτρέπεται η οποιαδήποτε επέμβαση στη λατρεία ή στο δόγμα. Συναφώς, η Εκκλησία εκδηλώνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στη σφαίρα του δόγματος και μόνο, όπως τούτο προσδιορίζεται από τους ιερούς κανόνες και τις παραδόσεις της. Από την άλλη πλευρά, ούτε ο νομοθέτης μπορεί να θεσπίζει διατάξεις ούτε η Διοίκηση να εκδίδει πράξεις αφορώσες την Εκκλησία, αντίθετου περιεχομένου προς τους πνευματικούς – δογματικούς αυτούς κανόνες. Απόρροια της θέσπισης του συστήματος αυτού είναι η έντονη αυτοσυγκράτηση του δικαστικού ελέγχου επί των πράξεων εκκλησιαστικών οργάνων που ερείδονται σε/και σε πνευματικούς κανόνες. Έτσι, ο δικαστικός έλεγχος εκτείνεται μόνο κατά το μέρος που η πράξη αφορά την διοίκηση της Εκκλησίας ή συνεπάγεται μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών της. Αντιθέτως, ο δικαστικός έλεγχος απουσιάζει κατά το μέρος που η πράξη εγκολπώνει πνευματικού χαρακτήρα μέτρα. Κατά την πάγια νομολογία της Επιτροπής Αναστολών, τέτοιου χαρακτήρα πράξεις δεν υπόκεινται σε αίτηση αναστολής (βλ. ΣΕ ΕπΑν 392/2016 σκ. 2, όπου κρίθηκε ότι «[…] επειδή, όπως παγίως γίνεται δεκτό, το επιβαλλόμενο σε κληρικό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102 του ν. 5383/1932 “περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων” (Α΄ 110), μέτρο της προσωρινής απαγορεύσεως τελέσεως ιεροπραξιών, χωρίς στέρηση αποδοχών, έως ότου εκδοθεί απόφαση από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει πνευματικό κατ’ αρχήν χαρακτήρα και δεν υπόκειται ως τέτοιο σε αναστολή εκτελέσεως. […].», ομοίως ΣΕ ΕπΑν 154/2001, σκ. 3 κ.α).

 

ΙΙΙ.Δ. Συμμετοχή τρίτου στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής.

 Στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής μπορεί να συμμετάσχει κάθε τρίτος που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη. Γνώση της δίκης αυτής λαμβάνει ο τρίτος είτε μέσω της κοινοποίησης σε αυτόν αντιγράφων της αιτήσεως αναστολής, της αιτήσεως ακυρώσεως και της πράξεως ορισμού δικασίμου, επιμελεία του αιτούντος κατ’ εκπλήρωση σχετικής εντολής του Προέδρου ή του εισηγητή της υπόθεσης (52 παρ. 4 εδ. α’ πδ 18/89), είτε καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο. Προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η συμμετοχή του, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις : α) να είναι τρίτος, ήτοι να μην είναι διάδικος αλλά ούτε και να εκπροσωπούνται τα συμφέροντά του ήδη στη δίκη από κάποιον από τους διαδίκους, β) να καταθέσει υπόμνημα, ανεξαρτήτως του αν έχει ήδη καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης στην κύρια δίκη κατ’ άρθρο 49 πδ 18/89, γ) να έχει έννομο συμφέρον κατ’ άρθρο 47 πδ 18/89 για την διατήρηση της ισχύος και την εκτέλεση της πράξης και δ) να ζητεί την απόρριψη της ασκηθείσης αίτησης (ΣΕ ΕπΑν Ολομ 199/2018 σκ. 5).

Κατ’ εξαίρεση, δεν απαιτείται ο τρίτος να στοιχειοθετεί έννομο συμφέρον όπως ορίστηκε ως άνω στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997 ως και του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, τα οποία θεσπίζουν δικαίωμα ιδιομόρφου παρεμβάσεως. Επί προσθέτως, δικαίωμα συμμετοχής στη δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής διατηρεί σε κάθε περίπτωση και ο εποπτεύων το εκδόν την προσβαλλόμενη πράξη Υπουργός κατ’ άρθρο 21 παρ. 2 περ. β πδ 18/89, γεγονός που δικαιολογείται από την κρατική εποπτεία υπό την οποία τελούν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣΕ ΕπΑν Ολομ 129/2008 σκ. 3).

ΙΙΙ.Ε. Απόφαση του Δικαστηρίου της αναστολής. 

Σε περίπτωση ευδοκίμησης λόγου αναστολής, το διατακτικό της απόφασης μπορεί να λάβει τα ακόλουθα πιθανά περιεχόμενα :

α) να διατάσσει την (εν γένει) αναστολή εκτέλεσης της πράξης, οπότε στην περίπτωση αυτή η πράξη δεν αναπτύσσει καμία έννομη συνέπεια (ΔΕΦ Αθ 343/2018 : «[…] Αναστέλλει την εκτέλεση της …/27-6-2018 απόφασης της … Διεύθυνσης Μεταθέσεων Μονίμου Προσωπικού και Γενικού Επιτελείου Στρατού, περί μεταθέσεως του αιτούντος από τον … Λ.Ε.Σ. Λάρισας στην … Π.Α.Υ.Π. Ξάνθης»),

β) να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης κάποιας ή κάποιων μόνο από τις ρυθμίσεις που εμπεριέχει η προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ ΕπΑν 154/2018 : «[…] πρέπει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλομένης, καθ’ ο μέρος με αυτήν τροποποιούνται (α) η παράγραφος 16 του άρθρου 9 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας, (β) η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Εσωτερικού Κανονισμού και (γ) στο ίδιο άρθρο, ήτοι στο άρθρο 11 του Κανονισμού, προστίθεται παράγραφος 17.»),

γ) να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης κατά το μέρος κάποιας ή κάποιων από τις έννομες συνέπειες που συνεπάγεται το ρυθμιστικό της περιεχόμενο (ΔΕΦ Αθ Αν. 528/2015 : «[…] Αναστέλλει την εκτέλεση της από ..-..- 2015 απόφασης της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού (Ε.Ε.Α), κατά το μέρος που αυτή συνδέεται με το δικαίωμα συμμετοχής της « Α.Ο. Κ.Α.Ε.» στο Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης Α1 Ελλάδος Ανδρών, το Πρωτάθλημα Κυπέλλου Ελλάδος και τους διεθνείς αγώνες διοργάνωσης, καθώς και σε κάθε αγώνα της στην ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση της Euroleague.»), 

δ) να διατάσσει την αναστολή εν όλω ή εν μέρει της πράξης εξαρτώντας την ταυτόχρονα από την τήρηση συγκεκριμένου/ων μέτρου/ων τα οποία κρίνει απαραίτητο να ληφθούν για την προστασία των συμφερόντων του Δημοσίου (ΣΕ ΕπΑν 55/2018 : «[…] πρέπει να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης υπό τους εξής όρους: α) η αιτούσα να απομακρύνει μέχρι την 31.3.2018 τους μη εισέτι απομακρυνθέντες 1032,91 τόνους σκωρίας μολύβδου, β) να υποβάλει αμελλητί στην Δ/νση ΠΕΧΩΣ της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής καθώς και στην Δ/νση Ανάπτυξης Π.Ε. Δυτικής Αττικής, τα αντίστοιχα έντυπα αναγνώρισης και τα λοιπά στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 01 του Σχεδίου Συμμόρφωσης. Μετά την πάροδο της ως άνω προθεσμίας (31.3.2018), η αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας Αττικής οφείλει να ελέγξει αν η αιτούσα τήρησε τους όρους της χορηγούμενης με την παρούσα απόφαση αναστολής, ανάλογα δε με το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού, να αποφασίσει αν θα σφραγίσει εκ νέου τον παραγωγικό εξοπλισμό της εν λόγω βιομηχανίας. Οίκοθεν νοείται ότι, πέραν της ανωτέρω ποσότητας των 1032,91 τόνων σκωρίας μολύβδου, η υποχρέωση απομάκρυνσης της υπόλοιπης υφισταμένης ποσότητας σκωρίας μολύβδου από την αιτούσα μέχρι τις 30.4.2018 δεν επηρεάζεται από την έκδοση της παρούσας αποφάσεως.»),

ε) να διατάσσει τη λήψη άλλου μέτρου, πέραν της αναστολής εκτέλεσης της πράξης. Η δυνατότητα αυτή χωρεί είτε αυτεπαγγέλτως όταν με το δικόγραφο έχει ζητηθεί η αναστολή εκτέλεσης της πράξης, είτε κατ’ αποδοχή αιτήματος προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (ΔΕΦ Αθ Αν. 452/2014 : «[…] Διατάσσει ως προσωρινό μέτρο την αύξηση των αποδοχών αργίας του αιτούντος σε ποσοστό 75% των νομίμων αποδοχών του.», βλ και ΣΕ ΕπΑν Ολομ 236/2013 σκ. 12).

Η απόφαση του Δικαστηρίου της Αναστολής που δέχεται την αίτηση είναι εκ της φύσεώς της περιορισμένης χρονικής ισχύος. Το χρονικό διάστημα ισχύος της εξαρτάται από τρεις παραμέτρους, την πορεία της δίκης επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, το περιεχόμενο του διατακτικού της απόφασης επί της αναστολής και την τυχόν άσκηση και ευδοκίμηση αίτησης ανάκλησης κατ’ άρθρο 52 παρ. 9 πδ 18/89. Ειδικότερα, στην περίπτωση που στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης δεν ορίζεται ρητώς άλλως, το χορηγηθέν ανασταλτικό αποτέλεσμα ή μέτρο ισχύει και αναπτύσσει δεσμευτικότητα μέχρι την δημοσίευση της οριστικής απόφασης επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, οπότε και παύει αυτοδικαίως. Το αυτό συμβαίνει και όταν η κύρια δίκη περατώθηκε με δικαστική πράξη στις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 2 πδ 18/89 (κατάργηση της δίκης λόγω παραίτησης υποβαλλόμενης προ της έκδοσης πράξης ορισμού δικασίμου) ή 34 Α πδ 18/89 (επί απόρριψης προδήλως αβάσιμου ή απαράδεκτου ενδίκου βοηθήματος). 

Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της στάθμισης των εκατέρωθεν αντικρουόμενων συμφερόντων και του συμβιβασμού μεταξύ των μερών, προσδίδει στην απόφασή του συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα ισχύος. Τούτο συμβαίνει όταν το Δικαστήριο ορίσει ρητώς ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτείνεται χρονικώς ως την συζήτηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (ΣΕ ΕπΑν 74/2003) ή ακόμη και σε χρονικό σημείο προγενέστερο αυτής (βλ. ΣΕ ΕπΑν 436/2003, όπου διετάχθη η αναστολή εκτέλεσης της πράξης αυτοδίκαιης απόλυσης καθηγητή μέχρι την ολοκλήρωση του τρέχοντος διδακτικού έτους, ΣΕ ΕπΑν 309/2000 όπου διετάχθη η αναστολή εκτέλεσης της πράξης κλήτευσης στο στράτευμα μέχρι τον Ιούλιο του 2000, χρόνο ολοκλήρωσης των μεταπτυχιακών σπουδών του αιτούντος). Επίσης, η χρονική ισχύς της απόφασης του Δικαστηρίου μπορεί να προσδιορίζεται και από την φύση του μέτρου που διετάχθη αντί της αναστολής εκτέλεσης της πράξης (βλ. ΣΕ ΕπΑν 226/2017, όπου το Δικαστήριο ως μέτρο διέταξε να δεχθεί η Διοίκηση τη συμμετοχή αποκλεισθέντος υποψηφίου στο επόμενο στάδιο της διαγωνιστικής διαδικασίας). 

Παύση ισχύος του ανασταλτικού αποτελέσματος, τέλος, μπορεί να επέλθει κατόπιν ευδοκίμησης αίτησης ανάκλησης που ασκείται από τη διάδικο αρχή ή από εκείνον που έχει δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη (βλ. αμέσως κατωτέρω).

 

IV. Αίτηση ανάκλησης – Δεύτερη αίτηση αναστολής.

IV.A. Αίτηση ανάκλησης απόφασης που δέχεται την αίτηση αναστολής (52 παρ. 9 πδ 18/89).

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 52 πδ 18/89, απόφαση του Δικαστηρίου της αναστολής με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης πράξης ή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης υπόκειται σε αίτηση ανάκλησης και μάλιστα όχι άπαξ (ΣΕ ΕπΑν 107/2013 σκ.4). Την ανάκληση νομιμοποιούνται να ζητήσουν μόνο η διάδικος αρχή και εκείνος που έχει το δικαίωμα παρέμβασης στην κύρια δίκη, ανεξαρτήτως του αν είχε ήδη συμμετάσχει στην διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής (ΣΕ ΕπΑν 514/2006 σκ.3, ΣΕ ΕπΑν 76/2014 σκ.4). Επάνοδος δε της Επιτροπής σε ήδη ευδοκιμήσασα αίτηση αναστολής εκτέλεσης δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που με την αίτηση ανάκλησης προσκομίζονται νεότερα κρίσιμα στοιχεία ή αποδεικνύεται μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων χορηγήθηκε αρχικά η αναστολή. Πιο συγκεκριμένα, είναι παραδεκτή αίτηση ανάκλησης και δικαιολογείται επάνοδος του Δικαστηρίου στην υπόθεση εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

α) γίνεται επίκληση συγκεκριμένων ισχυρισμών,

β) που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία είτε γεννήθηκαν μετά την εκδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο της αναστολής είτε προϋπήρχαν μεν αλλά δεν είχαν τεθεί υπόψη του,

γ) τα οποία πραγματικά περιστατικά αναφέρονται στα αιτιολογικά ερείσματα της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση και αφορούν στη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναστολής εκτελέσεως, δηλαδή στην πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος, τη στάθμιση της βλάβης αυτής με το δημόσιο συμφέρον ή το συμφέρον τρίτων και στο προδήλως παραδεκτό και βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως, και

δ) τα οποία καθιστούν πλέον επιβεβλημένη την ανατροπή της απόφασης και την απόρριψη της αίτησης αναστολής.

Συναφώς, έχει κριθεί ότι :

  • στην περίπτωση που χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της πράξης λόγω προδήλως βασίμου της αίτησης ακύρωσης δεδομένου ότι η πράξη ήταν ανυπόστατη, χωρεί επάνοδος της Επιτροπής και ανάκληση της απόφασής της, εφόσον μετέπειτα η πράξη δημοσιεύτηκε προσηκόντως από τη Διοίκηση (ΣΕ ΕπΑν 76/2014 σκ.5)
  • «[…] η αίτηση αναστολής εκτέλεσης, την οποία άσκησε η Σ… Μ… κατά των ανωτέρω αποφάσεων, έγινε δεκτή από την Επιτροπή Αναστολών με τη σκέψη ότι από την προσκομιζόμενη φορολογική δήλωση της Σ… Μ…, έτους 2004, συνάγεται ότι η εκμετάλλευση πρατηρίου υγρών καυσίμων επί της οδού Ακρίτα … στην … αποτελεί την κύρια πηγή βιοπορισμού της και, επομένως, η εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων θα προξενήσει σ’ αυτή βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι η Διοίκηση δεν επικαλείται τη συνδρομή υπερεχόντων λόγων δημοσίου συμφέροντος που θα επέβαλαν την άμεση εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων. Ήδη η αιτούσα εταιρεία προσκομίζει και επικαλείται ως νέο κρίσιμο στοιχείο την …/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία απορρίφθηκε έφεση της Σ… Μ… κατά της …/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου … η οποία εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας εταιρείας και αφενός αναγνωρίζει την αιτούσα προσωρινά συννομέα κατά το ½ εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, επί της οδού Ακρίτα …, στο οποίο ευρίσκεται το εν λόγω πρατήριο υγρών καυσίμων, η άδεια λειτουργίας του οποίου επ’ ονόματι της Σ… Μ… ανακλήθηκε με την ανωτέρω νομαρχιακή απόφαση, και αφετέρου υποχρεώνει την Στ… Μ… να παύσει να διαταράσσει τη συννομή της αιτούσας και συγκεκριμένα απαγορεύει σ’ αυτήν την είσοδο και παραμονή στο εν λόγω ακίνητο. Επίσης η αιτούσα εταιρεία προσκομίζει την από 19.7.2005 υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της με την οποία δηλώνει ότι το επίμαχο πρατήριο υγρών καυσίμων έχει παύσει να λειτουργεί από τον Ιούνιο του 2004 (δηλαδή μετά τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης του Ειρηνοδικείου ….) και ότι η ίδια δεν συναινεί στην λειτουργία του πρατηρίου από τη Σ… Μ…. Με τα δεδομένα αυτά η Σ… Μ… δεν ασκεί πλέον την εκμετάλλευση του ανωτέρω πρατηρίου υγρών καυσίμων και ως εκ τούτου η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν αποτελεί πηγή βιοπορισμού γι’ αυτήν και επομένως δεν δικαιολογείται η χορήγηση αναστολής της ανακλητικής απόφασης του Νομάρχη ….και της συμπροσβαλλόμενης απόφασης της Γενικής Γραμματέως Περιφέρειας ….. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ανακληθεί η …./2005 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών.» (ΣΕ ΕπΑν 574/2005).
  • «[…] 6. Επειδή, λαμβανομένου υπ’όψιν αφ’ενός μεν ότι με την …/2007 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών έγινε δεκτή η αίτηση αναστολής της εταιρείας «…. Α.Τ.Ε.Β.Ε.» λόγω προδήλου βασιμότητας της ασκηθείσης από αυτήν αιτήσεως ακυρώσεως, αφ’ετέρου δε ότι με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών Δήμος επικαλείται την συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, αναγόμενοι στην προστασία της υγείας, ασφάλειας και ζωής των κατοίκων της περιοχής, έχουν χαρακτήρα επιτακτικό, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να ανακληθεί μερικώς η προμνησθείσα απόφασή της, να επιτραπεί δε η εκτέλεση των απολύτως αναγκαίων εργασιών για την προστασία της υγείας, ασφάλειας και ζωής των κατοίκων της περιοχής, συνισταμένων, αποκλειστικώς και μόνον, στην τοποθέτηση αγωγών στα ορύγματα που έχουν ήδη διανοιχθεί και παραμένουν ανοικτά και την προσήκουσα επίχωση αυτών.» (ΣΕ ΕπΑν 574/2005 σκ. 6).
  • «[…] η Επιτροπή, εκτιμώσα τα προσκομισθέντα υπό της αιτούσης εταιρείας στοιχεία, ιδία το μνησθέν συμβόλαιον της ΔΕΗ, πιθανολογεί ότι κατά τον χρόνον εκδόσεως της υπ’ αριθ. 61/1999 αποφάσεώς της είχεν ήδη εκτελεσθή η ανακληθείσα δι’ αυτής υπ’ αριθ. 734/26.8.1998 πράξις της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κυκλάδων, το γεγονός δε τούτο, το οποίον θα εκώλυε την αναστολήν εκτελέσεως της υπ’ αριθ. 734/26.8.1998 πράξεως, συνιστά λόγον ανακλήσεως της υπ’ αριθ. 61/1999 αποφάσεως της Επιτροπής.» (ΣΕ ΕπΑν 9/2000).
  • «[…] Επειδή, κατά των πιο πάνω πράξεων ο Νικόλαος Τσίρος είχε ασκήσει την από 30.7.2003 αίτηση ακυρώσεως με αριθμό καταθέσεως 5843/2003, από την οποία όμως παραιτήθηκε (αριθμός καταθέσεως παραιτήσεως Π 1856/28.4.2004). Κατόπιν αυτού η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η 107/2004 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών και στη συνέχεια να απορριφθεί η από 30.7.2003 αίτηση αναστολής των πιο πάνω πράξεων που είχε ασκήσει ο Νικόλαος Τσίρος, διότι κατέστη πλέον άνευ αντικειμένου.» (ΣΕ ΕπΑν 620/2004 σκ. 3).

Από την άλλη, έχει κριθεί ότι δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις ανάκλησης της απόφασης αναστολής εκτέλεσης στις ακόλουθες περίπτωσεις :

  • «[…]  4. Επειδή, η Επιτροπή Αναστολών με την υπ’ αριθμ. …/1999 απόφασή της, της οποίας και ζητείται η ανάκληση με την υπό κρίση αίτηση, εχορήγησε την αναστολή εκτελέσεως της ήδη αναφερθείσης αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, εκτιμώντας αφ’ ενός μεν, τις ανάγκες βιοπορισμού του Ευαγ. …. και της οικογενείας του, αφ’ ετέρου δε, το γεγονός ότι με την εκτέλεση της ως άνω πειθαρχικής αποφάσεως θα προέκυπταν σοβαρά προβλήματα δυσλειτουργίας του Καρδιολογικού Τμήματος του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου …, του οποίου είναι και Διευθυντής, ως και των Μονάδων και Ιατρείων των οποίων υπεύθυνος ήτο ο διευεθυντής αυτός, δοθέντος ότι η Κλινική αυτή θα λειτουργούσε εν απουσία του Διευθυντού της επί εξάμηνο. Σημειωτέον ότι, η Ε.Α. στην υπ’ αριθμ. …/1999 απόφασή της, δεν υπέλαβε ότι στο ως άνω Νοσοκομείο λειτουργεί μία και μοναδική Καρδιολογική Κλινική, ώστε να στηρίζει και επ’ αυτού την απόφασή της. 5. Επειδή, ως πρώτος λόγος ανακλήσεως της ως άνω αποφάσεως της Ε.Α. προβάλλεται το ότι, κατά τον αιτούντα, στο ως άνω Νοσοκομείο λειτουργούν δύο καρδιολογικά Τμήματα ως και χωριστές Μονάδες Εμφραγμάτων και Αιμοδυναμικού. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου, ότι ως ήδη ελέχθη, η Ε.Α. με την υπ’ αριθμ. …/1999 απόφασή της ουδεμίαν κρίσιν διέλαβεν περί του εάν στο Νοσοκομείο λειτουργεί μία ή πλείονες Καρδιολογικές Κλινικές.» (ΣΕ ΕπΑν 393/2002).
  • «[…]  Επειδή με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ανάκληση της 100/2007 απόφασης της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά το μέρος που με αυτήν διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως της 158/2003 οικοδομικής αδείας, προβάλλεται δε ότι «η νυν επικρατούσα πραγματική κατάσταση στις εν λόγω κατοικίες απέχει ουσιωδώς από αυτήν που εγνώριζε η Επιτροπή ότι ίσχυε κατά την κρίση της αιτήσεως αναστολής του αντιδίκου, καθώς έχουν ήδη ολοκληρωθεί όλες ανεξαιρέτως οι εργασίες κατασκευής των κατοικιών, ιδίως όσον αφορά στο χώρο, τον όγκο, τη δομή τους από τέλη μηνός Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους …» και δεν απομένει παρά «…η εντός αυτών μεταφορά του εξοπλισμού τους…». Εν προκειμένω, η Επιτροπή Αναστολών διέταξε την αναστολή εκτελέσεως της ανωτέρω (158/2003) οικοδομικής αδείας με την 100/2007 απόφασή της (που εκδόθηκε στις 7.2.2007), αφού έλαβε υπόψη και το από 26.1.2007 υπόμνημα του αιτούντος, στο οποίο αναφέρεται, ως προς την εν λόγω οικοδομική άδεια, ότι «έχουν προχωρήσει οι εργασίες κατασκευής των κατοικιών μέχρι του σημείου των επιχρισμάτων». Εν όψει τούτου, η, αναφερομένη στην κρινόμενη αίτηση, ολοκλήρωση όλων ανεξαιρέτως των εργασιών κατασκευής των κατοικιών «από τα τέλη Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους» επισυνέβη μετά την έκδοση της 100/2007 αποφάσεως της Επιροπής Αναστολών και κατά παράβασιν αυτής με ενέργειες του αιτούντος, ως εκ τούτου δε, η νέα αυτή πραγματική κατάσταση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ανακλήσεως της ως άνω αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, κατά την έννοια του άρθρου 52 παρ. 9 του Π.Δ. 18/1989.» (ΣΕ ΕπΑν 902/2007 σκ. 6).

 

IV.Β. Δεύτερη αίτηση αναστολής (52 παρ. 9, 10 πδ 18/89).

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 52 πδ 18/89, σε περίπτωση που απορριφθεί αίτησης αναστολής εκτέλεσης ή προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (είτε το πρώτον είτε μετά από ανάκληση απόφασης που χορήγησε αναστολή – ΣΕ ΕπΑν 377/2013 σκ. 2) ο αιτών μπορεί να επανέλθει με νέα (δεύτερη) αυτοτελή αίτηση μόνο εφόσον προσκομίζονται νεότερα κρίσιμα στοιχεία ή αποδεικνύεται μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων απορρίφθηκε το αίτημα αναστολής. Πιο συγκεκριμένα, είναι παραδεκτή δεύτερη αίτηση αναστολής και δικαιολογείται επάνοδος του Δικαστηρίου στην υπόθεση εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

α) γίνεται επίκληση πραγματικών ισχυρισμών,

β) που ερείδονται σε πραγματικά περιστατικά τα οποία αναφέρονται στη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναστολής εκτελέσεως, δηλαδή στην πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος, τη στάθμιση της βλάβης αυτής με το δημόσιο συμφέρον ή το συμφέρον τρίτων και στο προδήλως παραδεκτό και βάσιμο της αιτήσεως ακυρώσεως,

γ)  τα οποία δικαιολογούν πλέον την ευδοκίμηση της αίτησης αναστολής, και

δ) τα οποία είτε γεννήθηκαν μετά την πρώτη αίτηση (οψιγενή) είτε προϋπήρχαν μεν αλλά δεν είχαν τεθεί υπόψη του για λόγο που δεν ανάγεται σε υπαιτιότητα του αιτούντος (οψιφανή). Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που προσκομίζονται στοιχεία τα οποία υπήρχαν κατά το χρόνο της πρώτης αίτησης, το Δικαστήριο της αναστολής εξετάζει αν μπορούσαν να προβληθούν ή όχι στο πλαίσιο της πρώτης αίτησης, σε καταφατικό δε ενδεχόμενο απορρίπτει τα στοιχεία αυτά ως μη ικανά να προκαλέσουν την επάνοδό του στην υπό κρίση υπόθεση. Τούτο μάλλον παρίσταται δικαιολογημένο, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε ο κίνδυνος της αέναης επανόδου του Δικαστηρίου, οι απορριπτικές του αποφάσεις θα στερούνταν λόγου έκδοσης και η δυνατότητα εκτέλεσης της πράξης εκ μέρους της Διοίκησης θα καταργούνταν εν τοις πράγμασι παρά την ύπαρξη απορριπτικής απόφασης επί αιτήσεως αναστολής. Αυτό το οποίο σε κάθε περίπτωση απομένει να αποσαφηνιστεί από τη νομολογία είναι το ποιός είναι ο κρίσιμος χρόνος που λαμβάνεται υπόψη για το αν μπορούσαν τα σχετικά στοιχεία να προβληθούν προγενεστέρως αυτού. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξετάζει αν τα στοιχεία αυτά προϋπήρχαν και μπορούσαν να προβληθούν κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αναστολής ή κατά το χρόνο εκδίκασης αυτής από το Δικαστήριο;  Και γίνεται λόγος για αποσαφήνιση διότι στη νομολογία απαντώνται και τα δύο. Έτσι, έχει κριθεί ότι :

  • ΣΕ ΕπΑν 159/2010 σκ.6 : «[…] Ειδικότερα ο αιτών προβάλλει: α) νομικές πλημμέλειες της προσβαλλομένης πράξεως, οι οποίες, όμως, είχαν ήδη προβληθεί με την αρχική από 10-6-2009 αίτηση αναστολής και ως εκ τούτου απαραδέκτως προβάλλονται εκ νέου με την υπό κρίση αίτηση, β) ισχυρισμούς περί ηθικής του βλάβης οι οποίοι, είχαν επίσης προβληθεί με την αρχική από 10-6-2009 αίτηση αναστολής και ως εκ τούτου απαραδέκτως επίσης προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση και γ) ισχυρισμούς περί οικονομικής του βλάβης, οι οποίοι συνίστανται στο ότι αυτός και τα μέλη της οικογένειας του θα στερηθούν των μέσων βιοπορισμού, προς απόδειξη των οποίων επικαλείται και προσκομίζει τα εξής στοιχεία: αα) την υπ’ αριθμ. 2480/17-9-2009 δήλωση φόρου δωρεάς της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου περί άτυπης δωρεάς προς τον αιτούντα χρηματικού ποσού ύψους έξι χιλιάδων ευρώ (6.000,00). ββ) το από 17-9-2009 έγγραφο ειδοποίησης του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου προς τον αιτούντα με το οποίο του γνωστοποιήθηκε ότι εντός δέκα ημερών η εν λόγω τράπεζα θα προέβαινε σε καταγγελία, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών, ύψους τεσσάρων χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (4.196,76), συμβάσεως (καταναλωτικού δανείου), το οποίο ο αιτών είχε λάβει από την εν λόγω τράπεζα. γγ) ομοίου περιεχομένου ειδοποιητήρια, τα οποία ο αιτών έλαβε στις 28-8-2009 και στις 10-9-2009 από την τράπεζα Eurobank EFG για ληξιπρόθεσμα χρέη, ύψους διακοσίων είκοσι ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (220,62) και διακοσίων είκοσι ευρώ (220,00) από συμβάσεις καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας που είχαν συναφθεί αντιστοίχως με την εν λόγω τράπεζα. δδ) την από 10-9-2009 έγγραφη υπενθύμιση της διαχειρίστριας της πολυκατοικίας επί της οποίας βρίσκεται η κατοικία του αιτούντος για οφειλή ύψους τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (4.800,00) λόγω επισκευών της πολυκατοικίας αυτής. Οι τελευταίοι αυτοί υπό στοιχείο γ) ισχυρισμοί του αιτούντος ναι μεν αποτελούν επανάληψη ισχυρισμών προβληθέντων ήδη με την αρχική αίτηση αναστολής συνοδεύονται όμως από τα ως άνω νεότερα, ενόψει του χρόνου εκδόσεώς τους, κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής Αναστολών κατά το χρόνο εκδικάσεως της αιτήσεως αναστολής (4-8-2009), και τα οποία, ως εκ τούτου, δικαιολογούν την επάνοδο της Επιτροπής Αναστολών στην εξέταση της εν λόγω υποθέσεως.».
  • ΣΕ ΕπΑν 461/2013 σκ. 5 «[…] Περαιτέρω δε κανένα από τα λοιπά στοιχεία που επικαλείται ο αιτών δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση της 326/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών. Και τούτο, διότι η πλειοψηφία αυτών δεν είναι νέα, αλλά προϋπήρχαν της ημερομηνίας συζήτησης της αρχικής αίτησης αναστολής (19-7-2013), προεχόντως όμως διότι δεν είναι κρίσιμα, καθώς δεν κλονίζουν το αιτιολογικό έρεισμά της απόφασης αυτής, ήτοι ,την μετά από στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, κρίση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποσκοπεί προεχόντως στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση και τη διασφάλιση του αδιάβλητου της λειτουργίας του Δήμου Μυκόνου και επιβάλλεται να εκτελεσθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος .».
  • ΔΕΦ Αθ Αν. 914/2012 σκ. 5«[…] Ηδη η αιτούσα, με την κρινόμενη νεότερη αίτησή της, επαναλαμβάνει όσα περιέλαβε στην προηγούμενη αίτησή της περί οικονομικής βλάβης της, (σημειωτέων ότι, από το εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2010, το οποίο προσκομίζεται για πρώτη φορά με την άσκηση της κρινόμενης νέας αίτησης αναστολής, προκύπτει ότι ο σύζυγός της πραγματοποίησε κατά το έτος αυτό, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και από ελευθέρια επαγγέλματα 146.266,30 ευρώ συνολικά), και επιπλέον ισχυρίζεται ότι, το εισόδημά της από τη σύνταξη μειώθηκε κατά πολύ σε σχέση με τις αποδοχές της ενεργού υπηρεσίας αλλά και από τη σύνταξη πού θα λάμβανε εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της στην ηλικία των 60 ετών. Οι προκείμενοι λόγοι όμως δεν στηρίζονται σε νεότερα κρίσιμα στοιχεία, αφού, οι επικαλούμενες μειώσεις των απολαβών της αιτούσας υφίσταντο και κατά την άσκηση της πρώτης αίτησης αναστολής και μπορούσαν να προβληθούν, ενώ, επιπλέον, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση ακύρωσης κατά της προσβαλλόμενης πράξης, η αιτούσα θα λάβει τη σύνταξη που θα ελάμβανε εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της στην ηλικία των 60 ετών, και συνεπώς, η τυχόν ζημία είναι επανορθώσιμη, άλλωστε δε, κατά πάγια νομολογία, η οικονομική βλάβη είναι, κατ’ αρχήν, επανορθώσιμη (βλ. ΣτΕ Ε.Α. 983/2004).».

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογιακή ερμηνεία των εφαρμοζόμενων εν προκειμένω διατάξεων, η επίκληση νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης, αφορώσες στο βάσιμο της αίτησης ακύρωσης τις οποίες ο αιτών μπορούσε να προβάλει με το αρχικό δικόγραφο της αιτήσεως αναστολής αλλά τελικώς επέλεξε να προτείνει με δικόγραφο προσθέτων λόγων αίτησης ακύρωσης δεν συνιστά νεότερο στοιχείο που δικαιολογεί την επάνοδο του Δικαστηρίου ούτε αποτελεί μεταβολή νομικών δεδομένων. Η αντίθετη λύση θα καθιστούσε κενή περιεχομένου την προσωρινή δεσμευτικότητα που επάγεται η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων στις έννομες σχέσεις όλων των διαδίκων (ΣΕ ΕπΑν 186/2017 σκ. 5 και 7, 1046/2010 σκ. 3 κ.α.).

Επί προσθέτως, η νέα αίτηση αναστολής δεν είναι επιτρεπτό να στηρίζεται σε επανεκτίμηση των ίδιων στοιχείων ούτε στην αμφισβήτηση της ορθότητας της προηγούμενης αποφάσεως του Δικαστηρίου της αναστολής με την επίκληση από τον αιτούντα σφαλμάτων ή πλημμελειών της αποφάσεως αυτής (ΣΕ ΕπΑν 288/2014 σκ.2).

V.Προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης της πράξης (52 παρ. 5 πδ 18/89).

Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 52 πδ 18/89 παρέχουν την δραστικότερη μορφή δικαστικής προστασίας προβλέποντας τη δυνατότητα υποβολής αιτήματος έκδοσης προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της πράξης. Το εν λόγω αίτημα δύναται είτε να συμπεριλαμβάνεται στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής εκτέλεσης ή της αίτησης προσωρινής ρύθμισης κατάστασης είτε να περιλαμβάνεται σε αυτοτελή αίτηση κατατιθέμενη μετά την κατάθεση του προσωρινού ενδίκου βοηθήματος.

Στην περίπτωση αυτή, ορίζεται αμέσως εισηγητής και δικάσιμος για την εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως και γίνονται, με επιμέλεια του αιτούντος, οι κατά την παρ. 3 του άρθρου 52 πδ 18/89 κοινοποιήσεις των δικογράφων της αίτησης ακύρωσης, της αίτησης αναστολής (και της τυχόν αυτοτελούς αίτησης έκδοσης προσωρινής διαταγής) και της πράξης ορισμού δικασίμου στην διάδικο αρχή. Η τελευταία μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις της μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Για την έκδοση προσωρινής διαταγής αποφαίνεται ο Πρόεδρος, το ταχύτερο δυνατόν μετά την προσκόμιση των σχετικών αποδεικτικών κοινοποίησης. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος αποφαίνεται χωρίς τις πιο πάνω κοινοποιήσεις («προ πάσης επιδόσεως»), οι οποίες, σε περίπτωση εκδόσεως προσωρινής διαταγής, γίνονται από τον αιτούντα αμέσως, επί ποινή ανακλήσεως της χορηγηθείσης διαταγής.

Ελλείψει ειδικότερων ρυθμίσεων του πδ 18/89 σχετικά με την χορήγηση ή την απόρριψη προσωρινής διαταγής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι ρυθμίσεις που διέπουν την αναστολή εκτέλεσης της πράξης, με κάποιες αναγκαίες διαφοροποιήσεις που οφείλονται στις συνθήκες εκδίκασης του αιτήματος προσωρινής διαταγής. Πιο συγκεκριμένα, το αίτημα εκδικάζεται από έναν δικαστή, σε χρόνο πολύ σύντομο από την κατάθεσή του, η δε απόφασή του στερείται αιτιολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι λογικό βαρύνον στην κρίση του δικαστή στοιχείο να είναι η επίκληση και απόδειξη εκ μέρους του αιτούντος ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης παρά η απόδειξη πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος. Η απόφαση του δικαστή, είτε περί απόρριψης είτε περί χορήγησης προσωρινής διαταγής γράφεται παρά πόδα του δικογράφου, στο δεύτερο δε ενδεχόμενο μπορεί να έχει ως περιεχόμενο ό,τι και η απόφαση επί της αίτησης αναστολής (βλ. ως άνω υπό στοιχείο ΙΙΙ.Ε. α’-ε’). Περαιτέρω, η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση αποφάσεως από το Δικαστήριο της αναστολής, μπορεί δε να ανακληθεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή. Η αίτηση ανακλήσεως προσωρινής διαταγής κοινοποιείται στον αιτούντα, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση στον αιτούντα παραλείπεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις.

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, η Διοίκηση οφείλει, όταν της κοινοποιηθεί η έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, να απόσχει από κάθε ενέργεια, η οποία θα ήταν ικανή να ματαιώσει την επιδιωκόμενη από τον αιτούντα παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, στις αποφάσεις που δημιουργούν υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως περιλαμβάνονται και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. πρακτικό Διοικητικής Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 5/2002, πρακτικό υπ’ αριθμ. 8/2005 του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας του άρθρου 2 του ν. 3068/2002) στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προσωρινές διαταγές αναστολής εκτελέσεως (ΣΕ ΕπΑν 124/2006 σκ. 3).

Αν και θα αποτελέσει αντικείμενο επόμενης ανάρτησης κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί από τώρα ότι η διάταξη του άρθρου 52 παρ. 5 εδ. α’ πδ 18/89 ορίζοντας ότι «5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος μπορεί, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα με την αίτηση αναστολής ή αυτοτελώς μετά την κατάθεση της, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως, η οποία καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση […]» απονέμει στον Πρόεδρο ή στο Συμβούλιο διακριτική ευχέρεια στην αποδοχή του αιτήματος και τη χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Ερμηνεία της διάταξης κατά τρόπο που να εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Πρόεδρος ή το Συμβούλιο έχει διακριτική ευχέρεια στο να επιληφθεί και να κρίνει επί του αιτήματος έκδοσης προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης όχι μόνο παραγνωρίζει συνταγματικές διατάξεις, δικαιώματα κατοχυρωμένα σε κυρωμένες από την Ελλάδα διεθνείς συμβάσεις και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αλλά και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων που καθιστούν αλυσιτελή και αναποτελεσματικά τα λοιπά κατοχυρωμένα προσωρινά και τα κύρια ένδικα βοηθήματα

 

VΙ. Κατοχύρωση προσωρινής δικαστικής προστασίας σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.

Μέχρι το 1993 γινόταν δεκτό από τη νομολογία ότι η Επιτροπή Αναστολών δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα και ότι διατάξεις νόμων που τυχόν απέκλειαν τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων δεν προσέκρουαν στις διατάξεις των άρθρων 8 και 20 του Συντάγματος. Η προσέγγιση αυτή μετεστράφη με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 718-719/1993. Στο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών έγινε δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την αξίωση για παροχή έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Η προστασία που παρέχει η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει μόνο την οριστική δικαστική προστασία αλλά και την προσωρινή, δηλ την λήψη του κατάλληλου εκείνου μέτρου προκειμένου να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη η οποία τυχόν θα επέλθει από την άμεση εκτέλεση της πράξης, δηλ με άλλα λόγια να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης. Με βάση τα ανωτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της προσωρινής δικαστικής προστασίας ερείδεται επί των διατάξεων 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο του Στρασβούργου αρχικώς με πάγια νομολογία του έκρινε ότι προκαταρκτικές της κύριας δίκης διαδικασίες (όπως λόγου χάρη η χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων) δεν καθορίζουν αστικής φύσεως δικαιώματα και για το λόγο αυτό δεν εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 6 της Σύμβασης. Μεταστροφή της νομολογίας αυτής επήλθε με την απόφαση του Δικαστηρίου Micallef κατά Μάλτας, 17056/06, 15.10.2009) με την οποία έγινε πλέον δεκτό ότι «[…] 83. As previously noted, Article 6 in its civil “limb” applies only to proceedings determining civil rights or obligations. Not all interim measures determine such rights and obligations and the applicability of Article 6 will depend on whether certain conditions are fulfilled. 84. Firstly, the right at stake in both the main and the injunction proceedings should be “civil” within the autonomous meaning of that notion under Article 6 of the Convention (see, inter alia, Stran Greek Refineries and Stratis Andreadis v. Greece, 9 December 1994, § 39, Series A no. 301‑B; König v. Germany, 28 June 1978, §§ 89-90, Series A no. 27; Ferrazzini v. Italy [GC], no. 44759/98, §§ 24-31, ECHR 2001-VII; and Roche v. the United Kingdom [GC], no. 32555/96, § 119, ECHR 2005‑X). 85. Secondly, the nature of the interim measure, its object and purpose as well as its effects on the right in question should be scrutinised. Whenever an interim measure can be considered effectively to determine the civil right or obligation at stake, notwithstanding the length of time it is in force, Article 6 will be applicable. 86. However, the Court accepts that in exceptional cases – where, for example, the effectiveness of the measure sought depends upon a rapid decision-making process – it may not be possible immediately to comply with all of the requirements of Article 6. Thus, in such specific cases, while the independence and impartiality of the tribunal or the judge concerned is an indispensable and inalienable safeguard in such proceedings, other procedural safeguards may apply only to the extent compatible with the nature and purpose of the interim proceedings at issue. In any subsequent proceedings before the Court, it will fall to the Government to establish that, in view of the purpose of the proceedings at issue in a given case, one or more specific procedural safeguards could not be applied without unduly prejudicing the attainment of the objectives sought by the interim measure in question.[…]».

Έτσι, σήμερα πλέον αποτελεί πάγια θέση ότι «[…] το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, […] διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στην οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία (ΣτΕ – ΕΑ 496/2011 Ολομ.), καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσας με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό τη διατύπωση της «δίκαιης δίκης» και το οποίο, επίσης εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, και επί της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Micallef κατά Μάλτας της 15ης.10.2009)[…]» (ΣΕ ΕπΑν Ολομ. 136/2013 σκ. 15, ΣΕ ΕπΑν 1341/2008 σκ. 6).

Συνέπειες της συνταγματικής κατοχύρωσης της αίτησης αναστολής, είναι ότι πλέον α) όσες διατάξεις νόμου αποκλείουν την δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης, είναι αντισυνταγματικές και β) «η Διοίκηση οφείλει, όταν της κοινοποιηθεί αντίγραφο κατατεθείσης ενώπιον του ΣΕ αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως, με την οποία μάλιστα ζητείται και η έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, να απόσχει από κάθε ενέργεια, η οποία θα ήταν ικανή να ματαιώσει την επιδιωκόμενη από τον αιτούντα παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας» (ΣΕ ΕπΑν 345/2010 σκ. 2, 915/2007 σκ. 4),

VΙΙ. Συνέπειες που παράγει η απόφαση που κάνει δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης πράξης (20 παρ. 1, 95 παρ. 5 Συνταγμ., 50 παρ. 4 πδ 18/89).

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος, η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (εννοείται και κάθε άλλου ακυρωτικού δικαστηρίου), ενώ σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 50 του πδ 18/89, οι διοικητικές αρχές πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της αναστολής, ως προς τις οποίες υπάρχει επίσης υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως, δεδομένου ότι και η αίτηση αναστολής, συναρτώμενη προς την αίτηση ακυρώσεως, τυγχάνει και αυτή συνταγματικής κατοχυρώσεως.

Έτσι, όταν εκδίδεται από το Δικαστήριο της αναστολής απόφαση αναστέλλουσα την εκτέλεση διοικητικής πράξης, οι διοικητικές αρχές οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο της αποφάσεως (ενδεικτικά ΣΕ ΕπΑν 345/2010 σκ. 2), με την επιφύλαξη πάντα της δυνατότητας που έχει η Διοίκηση (ή κάθε άλλος τρίτος που έχει έννομο συμφέρον παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη) να ασκήσει αίτηση ανάκλησης της απόφασης κατ’ άρθρο 52 παρ. 9 πδ 18/89. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ανακύπτει το ερώτημα, ποιές είναι οι δεσμεύσεις-υποχρεώσεις που βαρύνουν την Διοίκηση μετά την έκδοση απόφασης που χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της πράξης;

Κατά πάγια νομολογία, η υπό του Δικαστηρίου χορηγουμένη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του πδ 18/89 αναστολή αναφέρεται μόνον στην εντεύθεν αδυναμία εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως διά της διοικητικής οδού. Αντιθέτως, δεν αφορά ούτε την ισχύ της πράξεως αυτής,η οποία εξακολουθεί να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της μη αποβαλλομένη από την ισχύουσα έννομη τάξη, ούτε και το κύρος της, διότι η διοικητική πράξη περιβάλλεται, μέχρι την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου, από το τεκμήριο της νομιμότητας.

Έτσι, απόφαση περί αναστολής εκτέλεσης δεν κωλύει την τροποποίηση ή αναθεώρηση ή ανανέωση της πράξης ούτε ακόμη και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την αντικατάστασή της με άλλη πράξη ομοίου περιεχομένου. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται η έκδοση νέας διοικητικής πράξεως, η οποία αποβλέπει απλώς να εξουδετερώσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αναστολή αυτή ισχύει.

  • ΣΕ επταμ. 2059/2007 σκ. 8 «[…] Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς τις οποίες υπάρχει επίσης υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως, δεδομένου ότι και η αίτηση αναστολής, συναρτώμενη προς την αίτηση ακυρώσεως, τυγχάνει και αυτή συνταγματικής κατοχυρώσεως. Συνεπώς, όταν εκδίδεται από την Επιτροπή Αναστολών απόφαση αναστέλλουσα τη διοικητική πράξη, οι διοικητικές αρχές οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο της αποφάσεως (ΣτΕ 2593/1999). Εξάλλου, και από το άρθρο 52 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 συνάγεται ότι η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση διοικητικής πράξεως που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως, δεσμεύει τη Διοίκηση, η οποία μπορεί μόνο να ζητήσει από την Επιτροπή Αναστολών την ανάκληση της αποφάσεώς της. Δεν επιτρέπεται, όμως, η έκδοση νέας διοικητικής πράξεως, η οποία αποβλέπει απλώς να εξουδετερώσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η αναστολή αυτή ισχύει (ΣτΕ 2044/1988, 2478/1997, βλ. και ΣτΕ 3778/2003). Πάντως, τέτοια ανεπίτρεπτη ενέργεια δεν συνιστά η, κατά τη διάρκεια ισχύος της αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών που αναστέλλει διοικητική πράξη πιθανολογώντας την πρόκληση περιβαλλοντικής βλάβης από την εκτέλεσή της, έκδοση νέας πράξης, η οποία, αφού λαμβάνει υπόψη τις κρίσεις της εν λόγω αποφάσεως της Επιτροπής και κατ’ εκτίμηση νέων στοιχείων, θεσπίζει νέες διαφορετικές ρυθμίσεις και αντικαθιστά πλήρως την ανασταλείσα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών πράξη. Και τούτο διότι η απόφαση της Επιτροπής Αναστολών αναστέλλει την εκτέλεση και όχι την ισχύ μιας διοικητικής πράξης, δεν κωλύει, άρα, την τροποποίηση ή αναθεώρηση ή ανανέωσή της (βλ. ΣτΕ 2208/1982, 560/1998, 3669/1999, 4287/2001) ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμη και την αντικατάστασή της με άλλη πράξη ομοίου περιεχομένου, αλλά ερειδομένη σε διαφορετική πραγματική βάση (βλ. ΣτΕ 3778/2003), πέραν του ζητήματος ότι σε διαφορετική περίπτωση η Διοίκηση θα αδυνατούσε να προβεί σε νέα ρύθμιση του θέματος λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις και κρίσεις της αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών τόσο κατά την εξέταση της βλάβης όσο και κατά την εξέταση του προδήλως βασίμου.».(ομοίως, ΣΕ 560/1998 σκ. 4-5 κ.α.)

Στην ειδικότερη περίπτωση που το περιεχόμενο της πράξης της οποίας αναστέλλεται η ισχύς είναι χρηματικού περιεχομένου, τίθεται ζήτημα ως προς το αν η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης κωλύει την έκδοση ταμειακής βεβαίωσης (βεβαίωσης εν στενή εννοία) του καταλογισθέντος ποσού ως και τον υπολογισμό προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 6 ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, εφεξής ΚΕΔΕ). Εν προκειμένω, η παραχθείσα νομολογία μπορεί να διαχωριστεί σε δύο περιόδους, προ και μετά την έκδοση της απόφασης επταμελούς σύνθεσης του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αριθμ. 1538/2015. Πιο συγκεκριμένα, προ της εκδόσεως της εν λόγω απόφασης η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων παγίως δεχόταν ότι «από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 2, 6 παρ. 1, 2 και 7 ΚΕΔΕ συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες συνιστούν κύρωση λόγω της μη εμπρόθεσμης εξόφλησης βεβαιωμένου χρέους […], είναι να έχει καταστεί το χρέος ληξιπρόθεσμο κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., δηλαδή όχι μόνο να είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά να έχει περιέλθει στην αρμόδια Υπηρεσία, να έχει βεβαιωθεί σ’ αυτήν ταμειακώς και να έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 προθεσμία, μετά τη συμπλήρωση της οποίας η απαίτηση αυτή μπορεί να εισπραχθεί με διοικητική εκτέλεση. Περαιτέρω, στις δικαστικές αποφάσεις, που δημιουργούν υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης, κατά τα άρθρα 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του ν. 3068/2002, περιλαμβάνονται και εκείνες που εκδίδονται κατά την διαδικασία παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 2599/1998, 2040/2007 Ολομ. καθώς και 60/2006 και 77/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ του άρθρου 2 του ν. 3068/2002), όπως επίσης και οι προσωρινές διαταγές που, κατά τα λεχθέντα ανωτέρω, χορηγούνται σε αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. 60/2006, 15/2007, 7, 75, 106/20009 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου του ΣτΕ του άρθρου 2 του ν. 3068/2002). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, για όλο το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είναι σε ισχύ προσωρινή διαταγή Προέδρου Διοικητικού Εφετείου ή απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης, ήτοι του νομίμου τίτλου υπό ευρεία έννοια για τη βεβαίωση και είσπραξη των όποιων απαιτήσεων του Δημοσίου, αναστέλλεται η ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων καθώς και για την τυχόν επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, και, συνεπώς, αναστέλλεται και η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, στα οποία περιλαμβάνεται και η αποστολή σε αυτόν ατομικής ειδοποίησης, που αποτελεί την πράξη έναρξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την οποία καλείται να καταβάλει την οφειλή του (πρβλ. Σ.Ε. 2982/2007 7μ., 1489,1760,3059/2008, 574,922,2253, 3084,36883999/2009, Ε.Σ. 1986/2006, 3009/2009).».

Ωστόσο, με την ως άνω απόφαση της επταμελούς έγινε δεκτό ότι για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο, είναι σε ισχύ προσωρινή διαταγή ή απόφαση, με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση της καταλογιστικής πράξεως, ήτοι του νομίμου τίτλου υπό ευρεία έννοια για τη βεβαίωση και είσπραξη απαιτήσεων του Δημοσίου, νομίμως εκδίδεται ταμειακή βεβαίωση της σχετικής οφειλής, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο υπό στενή έννοια για την είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων καθώς και για την τυχόν επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, αλλά αναστέλλεται η λήψη λοιπών μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Πρέπει να επισημανθεί βέβαια ότι η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου εξήχθη στο πλαίσιο της ερμηνείας και εφαρμογής του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 74 παρ. 6 του Ν. 2238/1994 (ΚΦΕ) όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46 παρ. 9 του Ν. 3220/2004 (με έναρξη ισχύος από 28.1.2004), 200-205 ν. 2717/1999 (ΚΔΔ) και 5 παρ. 1, 2, 6 παρ. 1 και 2 και 7 ΚΕΔΕ. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθου 74 παρ. 6 ΚΦΕ προβλέπεται ότι «[…] Η αναστολή που χορηγείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α), δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του παραπάνω ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, του πρόσθετου φόρου και των λοιπών συμβεβαιουμένων φόρων και τελών […]». Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί η άποψη ότι το επιτρεπτό της σύνταξης ταμειακής βεβαίωσης και επιβολής προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής οφείλεται στην ειδική ρύθμιση του φορολογικού δικαίου. Τούτο όμως δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη νομολογιακή πραγματικότητα καθώς τα διοικητικά δικαστήρια υιοθετούν τον πυρήνα του σκεπτικού της ΣΕ επταμ. 1538/2015 και σε υποθέσεις μη φορολογικού περιεχομένου (βλ. ΔΠρΘεσ Αν. 2265/2018 που αφορά επιβολή προστίμων αυθαίρετης χρήσης υπεδάφους, ΔΠρ Χαν Αν. 1011/2017 που αφορά κοινοτικές ενισχύσεις που φέρεται να εισπράχθησαν αχρεωστήτως και φυστικά την ΣΕ 311/2016 που αφορά επιβολή δημοτικών τελών καθαριότητας και φωτισμού).

Τούτο μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οφείλεται στο γεγονός ότι η γενικής εφαρμογής διάταξη του άρθρου 6 παρ. 5 ΚΕΔΕ,  όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Α 288/31.12.2013), προβλέποντας ότι «Αναστολή είτε του νόμιμου τίτλου βεβαίωσης ή είσπραξης είτε της ταμειακής βεβαίωσης είτε των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης, από το νόμο ή βάσει απόφασης δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου, δεν απαλλάσσει τα χρέη από τους τόκους άρθρου 53 παρ. 1 του ν. 4174/ 2013, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, για το ποσό που εν τέλει οφείλεται.», φαίνεται να έχει ουσιαστικά το ίδιο έννομο αποτέλεσμα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 6 ΚΦΕ. Και τούτο διότι, επιβολή προσαυξήσεων επί των οφειλών του καθ’ ου πρϋποθέτει την σύνταξη ταμειακής βεβαίωσης. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η ΣΕ επταμ. 1538/2015 στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στην ερμηνεία μεταξύ άλλων των διατάξεων του ΚΔΔ περί προσωρινής δικαστικής προστασίας, ωστόσο ο πυρήνας του σκεπτικού της επταμελούς απόφασης θεωρούμε ότι τυγχάνει εφαρμογής και σε περίπτωση που ο νόμιμος τίτλος για τον επισπεύδεται η εκτέλεση και εκδίδεται η σχετική ταμειακή βεβαίωση δημιουργεί ακυρωτική διαφορά. Και τούτο διότι αφενός οι ουσιαστικές ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 52 πδ 18/89 δεν διαφέρουν ουσιωδώς σε σχέση με εκείνες των άρθρων 200 – 205 ΚΔΔ και αφετέρου το πραγματικό επιχείρημα στο οποίο βασικά στηρίχθηκε η επταμελής (ότι δηλ η σύνταξη ταμειακής βεβαίωσης υπό την ισχύ απόφασης αναστολής του νομίμου τίτλου εξυπηρετεί την διοικητική δράση και σε κάθε περίπτωση δεν μεταβάλει ουσιωδώς επί το δυσμενέστερον τη νομική κατάσταση του καθ’ ου δεδομένου ότι επί ακυρώσει του νομίμου τίτλου συνακυρώνεται και η ταμειακή βεβαιωση και όλες οι υπολογισθείσες μέχρις του σημείου εκείνου προσαυξήσεις) δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος να μην τυγχάνει εφαρμογής και επί ακυρωτικών νομίμων τίτλων. Με βάση τα ανωτέρω, σε περίπτωση που χορηγηθεί προσωρινή διαταγή ή αναστολή εκτέλεσης πράξης από το Δικαστήριο της αναστολής κατ’ άρθρο 52 πδ 18/89 επί καταλογιστικής πράξεως, δεν κωλύεται για όσο χρόνο διαρκεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα η σύνταξη εν στενή εννοία βεβαίωσης ούτε και επιβολή προσαυξήσεων. Κωλύεται όμως η λήψη περαιτέρω αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης σε βάρος του καθ’ ου για την είσπραξη του χρέους.

  • ΣΕ επταμ. 1538/2015«[…] 6. Επειδή, ως εκ του σκοπού τον οποίο επιτελεί ο θεσμός της προσωρινής δικαστικής προστασίας των άρθρων 200 – 205 του ΚΔΔ και των προϋποθέσεων που έχει θέσει ο νόμος (άρθρο 202 ΚΔΔ), επιχειρείται μία εξισορρόπηση των συμφερόντων αφ’ ενός του Δημοσίου και αφ’ ετέρου του διαδίκου. Αναστολή (του υπό ευρεία έννοια νομίμου τίτλου) μπορεί να χορηγηθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με τον ιδιώτη διάδικο να φέρει το κύριο βάρος αποδείξεως. Και ναι μεν η ταμειακή βεβαίωση αποτελεί κατά νόμο, την πρώτη πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ιδιώτη για χρέη προς το Δημόσιο, δεν συνεπάγεται όμως για τον ιδιώτη διάδικο, αυτή και μόνη, ζημία δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκιμήσεως του σχετικού ενδίκου βοηθήματος. Η ταμειακή βεβαίωση του χρέους έχει, κατά βάση, ως έννομη συνέπεια ότι το οικείο χρέος καθίσταται ληξιπρόθεσμο και αρχίζει η επιβολή προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής. Με δεδομένο δε ότι ο υπό ευρεία έννοια νόμιμος τίτλος έχει ανασταλεί, δεν είναι επιτρεπτή η λήψη αναγκαστικών μέτρων (αναγκαστικής εκτελέσεως) εις βάρος του ιδιώτη εκ μέρους του Δημοσίου για την είσπραξη του χρέους αυτού. Ο ιδιώτης δεν οφείλει μέχρι του πέρατος της πρωτοβάθμιας φορολογικής δίκης κανένα ποσό. Σε περίπτωση δε που ο οφειλέτης δικαιωθεί επί της ουσίας στη δίκη επί της προσφυγής, δεν θα χρειασθεί να καταβάλει ούτε τις προσαυξήσεις, οι οποίες θα συνακυρωθούν μαζί με τον υπό ευρεία έννοια νόμιμο τίτλο. Αντιθέτως, εάν ο οφειλέτης ηττηθεί, το Δημόσιο δεν θα ζημιωθεί κατά το ποσόν των προσαυξήσεων, τις οποίες θα είχε αποφύγει ο οφειλέτης εάν δεν είχε προηγηθεί η ταμειακή βεβαίωση του χρέους. Συνεπώς, με την εν λόγω διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν παραβιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και η υποχρέωση της Διοικήσεως σε συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣΕ 3438/1998 Ολ. 980/2006, 2040/2007 Ολ. 3435/2010, 2164/2012).».

Αντί επιλόγου κρίθηκε προτιμότερο να γίνει αναφορά σε μια πολύ ενδιαφέρουσα (αν και εξαιρετική) απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣΕ επταμ. 4079/2014), με την οποία καθίσταται εμφατικά σαφές πλέον ότι το Δικαστήριο αντλεί από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 εδ. α’ δικονομικές εξουσίες οι οποίες εκφεύγουν των στενών και στατικών ορίων που θέτει ο δικονομικός νομοθέτης και διαμορφώνουν πλέον το αρχέτυπο του πραγματιστή δικαστή. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος έχει και την εξουσία, αν κρίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούνται οι αρχές της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ακόμη και να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, απεκδυόμενο κατά τα λοιπά της εξουσίας του επί της υποθέσεως. Προκειμένου όμως να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτής της δικονομικής «υπέρβασης», είναι απαραίτητο να εκτεθεί το επίμαχο πραγματικό. Πιο συγκεκριμένα, στην υπό κρίση υπόθεση διενεργήθηκε αυτοψία από υπαλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας σε ακίνητο εντός του οποίου είχαν ανεγερθεί μόνιμες κατασκευές, εμπίπτον εξ ολοκλήρου στην οριοθετηθείσα από το 1979 με πράξη του Νομάρχη (και ήδη Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης) ζώνη αιγιαλού. Επί τη βάση των διαπιστώσεων της έκθεσης αυτοψίας, εξεδόθη πρωτόκολλο κατεδάφισης των αυθαιρέτων κτισμάτων. Μετά την έκδοση του πρωτοκόλλου, ο ανεγείρας αυτές και ιδιοκτήτης του ακινήτου υπέβαλε αίτηση επανακαθορισμού της οριογραμμής αιγιαλού, την οποία συνόδευσε με κρίσιμα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι η μέγιστη ανάβαση του χειμέριου κύματος ουδέποτε έφθανε μέχρις το επίμαχο ακίνητο. Η αίτησή του απερρίφθη από την αρμόδια κατ’ εκείνο το χρόνο Επιτροπή του άρθρου 3 του ν. 2971/2001, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις επαναχάραξης της οριογραμμής του αιγιαλού. Κατά της απόρριψης της Επιτροπής ο ανεγείρας άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας το οποίο ήχθη σε ακύρωση της προσβαλλομένης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, αναπέμποντας εν συνεχεία την υπόθεση στην Διοίκηση προκειμένου να προβεί σε αιτιολογημένη κρίση του υποβληθέντος αιτήματος επανακαθορισμού του αιγιαλού. Εν τω μεταξύ, ο ανεγείρας είχε ασκήσει και αυτοτελή αίτηση ακύρωσης κατά του πρωτοκόλλου κατεδάφισης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο εξέδωσε προδικαστική απόφαση προκειμένου η Διοίκηση να υποβάλει στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του υποβληθέντος αιτήματος επανακαθορισμού του αιγιαλού μετά την έκδοση της προαναφερόμενης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου. Σε συμμόρφωση με την εν λόγω προδικαστική απόφαση, απεστάλη σχετικό έγγραφο από την κατά τόπον αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία στο οποίο αναφερόταν ότι «[…] είναι σε εξέλιξη η διαδικασία αναχάραξης, η οποία όμως δεν έχει ολοκληρωθεί εισέτι» και ότι «μετά την ολοκλήρωση και την οριστικοποίησή της θα σας ενημερώσουμε σχετικά». Κατόπιν τούτου, όμως, δεν περιήλθε στο Δικαστήριο κανένα νεότερο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει είτε ότι το υποβληθέν αίτημα επανακαθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού είχε εκ νέου απορριφθεί είτε ότι η οριογραμμή είχε αναχαραχθεί κατ’ αποδοχή του εν λόγω αιτήματος.

Το Δικαστήριο, συνεπώς, κατά την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης κατά του πρωτοκόλλου κατεδάφισης και ελλείψει περαιτέρω ενημέρωσης σχετικά με την εξέλιξη ή την περάτωση της διαδικασίας επαναχάραξης της οριογραμμής του αιγιαλού, βρέθηκε στο ακόλουθο σταυροδρόμι. Είτε να εκδώσει νέα προδικαστική απόφαση με την οποία να ζητούνται επίκαιρα στοιχεία από τη Διοίκηση επί της διαδικασίας επαναχάραξης. Είτε, ερειδόμενο στα αχθέντα ήδη ενώπιόν του στοιχεία, να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης κατά του πρωτοκόλλου κατεδάφισης, κατ’ επίκληση της πάγιας νομολογίας του σύμφωνα με την οποία «η νομιμότητα του προσβαλλόμενου πρωτόκολλου δεν επηρεάζεται από την τυχόν κίνηση της διαδικασίας επανακαθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού» (βλ. ενδεικτικά ΣΕ 2121/2010 σκ. 9). Ωστόσο, μία νέα προδικαστική απόφαση θα ήγαγε σε περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, με δεδομένο μάλιστα ότι η κρινόμενη αίτηση ακύρωσης είχε ασκηθεί στις 9 Ιουλίου 2002 και η τελευταία διενεργηθείσα συζήτηση της υπόθεσης είχε λάβει χώρα στις 2 Απριλίου 2014. Από την άλλη, τυχόν απόρριψη της αίτησης θα ήταν μεν κατά τα φαινόμενα συμβατή με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά συναντούσε ένα πολύ σοβαρό πρόσκομμα. Αν τυχόν απορριπτόταν η αίτηση, θα παραγόταν δεδικασμένο υπέρ της νομιμότητας του πρωτοκόλλου και κατά συνέπεια η Διοίκηση θεωρητικά θα μπορούσε να προχωρήσει στην εκτέλεσή του. Τούτο όμως, στην ουσία θα καθιστούσε περιττή τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την ήδη εκδοθείσα απόφαση περί ακύρωσης της απόρριψης του αιτήματος επαναχάραξης της οριογραμμής του αιγιαλού. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν εδύνατο να αχθεί σε ακυρωτικό του πρωτοκόλλου αποτέλεσμα, δεδομένου ότι αφενός διαρκούσα διαδικασία επαναχάραξης του αιγιαλού δεν αρκεί για να κλονίσει το αιτιολογικό έρεισμα του πρωτοκόλλου και αφετέρου, ακόμη κι αν επαναχαρασσόταν διαφορετικά ο αιγιαλός, υπήρχε ενδεχόμενο και πάλι το ακίνητο του αιτούντος να κείται είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει εντός της νέας ζώνης του αιγιαλού.

Ενώπιον όλων αυτών των δεδομένων και κυρίως των ενδεχομένων, το Δικαστήριο εξήγαγε την ακόλουθη κρίση «[…] Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο, έχοντας σχετικώς δικαιοδοσία και κατά μερική αποδοχή της αιτήσεως, πρέπει να διατάξει την αναστολή εφαρμογής του προσβαλλομένου πρωτοκόλλου από τη Διοίκηση μέχρι να εκδοθεί η πράξη της με την οποία αυτή, σε συμμόρφωση με την …/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε θα κάνει δεκτό το αίτημα του … και θα αναχαράξει την οριογραμμή του αιγιαλού κατά τρόπο ώστε να μην περιλαμβάνονται σ’ αυτόν τα επίμαχα κτίσματα και κατασκευές, οπότε θα πρέπει να ανακαλέσει το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο ενημερώνοντας, παραλλήλως, την αρμόδια για την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αυθαιρέτων κατασκευών πολεοδομική αρχή για την ύπαρξη των εν λόγω κτισμάτων, είτε θα απορρίψει αιτιολογημένως το αίτημα ή θα το κάνει, μεν, δεκτό, αλλά κατά τρόπο ώστε οι ως άνω κατασκευές και τα κτίσματα να παραμένουν εντός αιγιαλού, οπότε θα πρέπει να προχωρήσει στην εφαρμογή του προσβαλλομένου πρωτοκόλλου.[…] Διά ταύτα, Δέχεται εν μέρει την αίτηση. Αναστέλλει την εκτέλεση του …/22.5.2002 πρωτοκόλλου κατεδάφισης αυθαιρέτων κτισμάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας …, σύμφωνα με το αιτιολογικό. ».

Στις ως άνω παρατεθείσες σκέψεις, το Δικαστήριο αφενός προβαίνει στην μερική αποδοχή της αίτησης που συνίσταται στην διαταγή αναστολής εφαρμογής του και αφετέρου καταγράφει συγκεκριμένες οδηγίες – θετικές διαταγές προς τη Διοίκηση για την προσήκουσα συμμόρφωσή της στην εν λόγω απόφαση. Κατά το μέρος της απεύθυνσης θετικών διαταγών προς τη Διοίκηση, η απόφαση δεν κλονίζει τον εξοικειωμένο αναγνώστη αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας επί ακυρωτικών διαφορών, καθώς το Δικαστήριο δεν εξέρχεται των ορίων της δικαιοδοσίας του, σεβόμενο τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο διότι, οργανώνοντας το διατακτικό πάνω σε δύο ενδεχόμενα (είτε την απόρριψη είτε την αποδοχή του αιτήματος επανακαθορισμού της οριογραμμής αιγιαλού) το Δικαστήριο κάνει σεβαστή την διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής του άρθρου 3 ν. 2971/2001 σχετικά με τον επανακαθορισμό, οι δε θετικές διαταγές περί ανάκλησης  του πρωτοκόλλου (στην περίπτωση αποδοχής του αιτήματος επανακαθορισμού) ή εκτέλεσης αυτού (στην περίπτωση απόρριψης του αιτήματος), ως ανήκουσες στη σφαίρα της δεσμίας αρμοδιότητας της Διοίκησης, συνιστούν απλή υπόμνηση από το Δικαστήριο της κατά νόμο υποχρέωσης της Διοίκησης.

Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη της απόφασης είναι αυτό καθαυτό το διατακτικό της απόφασης, τόσο από την άποψη της δικονομικής «υπέρβασης» των κατ’ άρθρο 50 παρ. 1 πδ 18/89 εξουσίων του όσο και από την άποψη της πραγματιστικής προσέγγισης της υπόθεσης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 50 πδ 18/89 «1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων […]. 2. Η απόρριψη της αίτησης δεν αποκλείει την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου κατά της ίδιας πράξης από άλλον που έχει το δικαίωμα αυτό.». Η εξουσία, συνεπώς, του Συμβουλίου στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης ακύρωσης συνίσταται είτε στην ακύρωση της πράξης είτε στην απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος. Πουθενά στις ως άνω πάγιες διατάξεις του άρθρου 50 πδ 18/89, αλλά ούτε και στις νέες διατάξεις της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου (που προστέθηκαν με το άρθρο 22 Ν.4274/2014 και εισήγαγαν τις νέες εξουσίες του ακυρωτικού δικαστή) δεν καταγράφεται ρητά η εξουσία περί αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης. Ωστόσο, το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, χωρίς να αφιερώνει ιδιαίτερη επεξηγηματική σκέψη αλλά περιοριζόμενο στο λακωνικό «έχοντας σχετικώς δικαιοδοσία», αντιλαμβάνεται την αναστολή εκτέλεσης της πράξης ως «έλασσον», εμπεριεχόμενο στο «μείζον» της ακύρωσης της πράξης. Για το λόγο άλλωστε αυτό, στο διατακτικό αναφέρεται ότι «Δέχεται εν μέρει την αίτηση. Αναστέλλει την εκτέλεση». 

Φυσικά, η άποψη ότι με αυτήν την ερμηνεία του περιεχομένου της διάταξης του άρθορυ 50 πδ 18/89 το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης υποκαθιστά την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πράξης και καθιστά γράμμα κενό περιεχομένο το άρθρο 52 πδ 18/89 είναι όλως αβάσιμη. Και τούτο διότι, η ενεργοποίηση αυτής της «υποκρυπτόμενης» εξουσίας εναπόκειται πλήρως στο εξοπλισμένο με όλα τα εχέγγυα παροχής δίκαιης δίκης Δικαστήριο, εφόσον διαπιστώσει ότι με τον τρόπο αυτό υπηρετούνται οι αρχές της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας, απονέμεται ουσιαστική δικαστική προστασία στον διοικούμενο και διευκολύνεται η διοικητική δράση πάντα στα πλαίσια της αρχής της νομιμότητας. Κατά συνεκδοχή, κάθε αιτών την ακύρωση πράξης έχει πλέον έρεισμα, επικαλούμενος την εν λόγω απόφαση, να ζητήσει από το Δικαστήριο επικουρικώς, αντί της ακύρωσης, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης. Όπως και η διάδικος αρχή ή ο τυχόν παρεμβάς δύνανται πλέον, προκειμένου να αποφύγουν την ακύρωση της πράξης, να ζητήσουν από το Δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης αυτής. Μέχρι το σημείο αυτό, όλα βαίνουν δικονομικώς ομαλά. Ζήτημα αρχίζει να γεννάται στην περίπτωση που το Δικαστήριο προτίθεται αυτεπαγγέλτως (όπως εν προκειμένω) να αχθεί στην ενεργοποίηση αυτής της «υποκρυπτόμενης» εξουσίας του, οπότε και ανακύπτουν οι ακόλουθοι προβληματισμοί. Δεν «οφείλει» το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αποτροπής του δικονομικού αιφνιδιασμού του διαδίκου να ενημερώσει περί της πρόθεσής του; Και επί προσθέτως, δεν «οφείλει» το Δικαστήριο, κατόπιν της σχετικής ενημέρωσης, να παράσχει στους διαδίκους τη δικονομική δυνατότητα να εκθέσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού και κυρίως να εκθέσουν πραγματικούς ισχυρισμούς σχετικά με την τυχόν βλάβη που θα υποστούν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Ουδείς αμφισβητεί ότι κάθε Δικαστήριο ενεργεί δικονομικά λαμβάνοντας πάντα υπόψη και διασφαλίζοντας τα συμφέροντα αμφοτέρων των μερών. Ωστόσο, τούτο προϋποθέτει ότι το Δικαστήριο τελεί σε γνώση των πραγματικών καταστάσεων που συνδέονται με τα συμφέροντα των διαδίκων (σημειώνεται ότι οι ίδιοι προβληματισμοί υφίστανται και στην περίπτωση που το Δικαστήριο άγεται, χωρίς να έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τα διάδικα μέρη, στην ενεργοποίηση των νέων εξουσιών του κατ’ άρθρο 50 παρ. 3 πδ 18/89).

Το δεύτερο στοιχείο της απόφασης που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη είναι ότι το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της πράξης στο πλαίσιο μιας οριστικής απόφασης, απεκδυόμενο κάθε περαιτέρω εξουσίας του επί της υποθέσεως. Τούτο συνεπάγεται ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα διατηρείται μεν πάλι ως περιορισμένης χρονικής ισχύος (όπως και στην περίπτωση που διαταχθεί στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης αναστολής), ωστόσο το χρονικό σημείο περάτωσής του καθίσταται εν προκειμένω λιγότερο προσδιορίσιμο και κατά περίπτωση μη αρκούντως σαφώς διαγνώσιμο καθώς συσχετίζεται με την προσήκουσα συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις θετικές διαταγές της απόφασης (σε αντίθεση με την περίπτωση που διαταχθεί στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης αναστολής, οπότε και παύει καταρχάς με την έκδοση απόφασης επί της κύριας δίκης), η διάγνωση της οποίας είναι τις περισσότερες φορές δυσχερής και πολυπαραγοντική και προϋποθέτει την προσφυγή στο αρμόδιο Τριμελές Συμβούλιο συμμόρφωσης του ν. 3068/2002. 

Σε κάθε περίπτωση, και παρά τους όποιους προβληματισμούς αναφύονται, δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το καινοτόμο της απόφασης και να μην επικροτήσουμε την πραγματιστική προσέγγιση του Δικαστηρίου, ευελπιστώντας σε ανάλογες προσεγγίσεις και σε πιο ακανθώδεις υποθέσεις.

 

Κωστής Δεδελετάκης

 

«Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους – ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος …»,

Οι αδερφοφάδες, Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957.