ΙΙ. Διοικητική αναστολή εκτέλεσης πράξης (52 παρ. 1 πδ18/89, 26 ΚΔΔιαδ)

Διοικητική αναστολή εκτέλεσης πράξης χορηγείται εφόσον έχει ήδη ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου και κατόπιν υποβολής αίτησης αναστολής ενώπιον της εκδούσης την πράξη αρχής. Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση μπορεί και αυτεπαγγέλτως να αναστείλει την εκτέλεση προσβληθείσης πράξης δυνάμει της διάταξης του άρθρου 26 ΚΔΔιαδ. Η πράξη της Διοίκησης με την οποία αναστέλλεται η εκτέλεση προσβληθείσης διοικητικής πράξης είναι περιορισμένης χρονικής ισχύος, δηλ ισχύει μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης ακύρωσης και συνιστά εκτελεστή πράξη η οποία υπόκειται σε αίτηση ακύρωσης από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον (ΣΕ 5686/1996 σκ. 4). Αν τυχόν έχει ασκηθεί αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί το οικείο ένδικο βοήθημα, η σχετική δίκη καταργείται και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση ενημερώνει σχετικά το Δικαστήριο με το φάκελο των απόψεων που πρέπει να αποστείλει (ΣΕ ΕπΑν 167/2015 σκ.5). Αν όμως έχει διαταχθεί μερική αναστολή εκτέλεσης από τη Διοίκηση, τότε συνεχίζεται η δίκη της δικαστικής αίτησης αναστολής εκτέλεσης κατά το λοιπό μέρος.

 

ΙΙΙ. Δικαστική αναστολή εκτέλεσης πράξης (52 παρ. 2 επ. πδ 18/89)

 Τα μέσα προσωρινής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της ακυρωτικής δικονομίας συνίστανται α) στην αίτηση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, β) στην αίτηση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης και γ) στην αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής είτε περί αναστολής εκτέλεσης της πράξης είτε περί προσωρινής ρύθμισης κατάστασης.

Οι περιπτώσεις των δύο πρώτων προσωρινών ενδίκων βοηθημάτων διαφέρουν μόνο στο αιτητικό αυτών. Τόσο οι προϋποθέσεις παραδεκτού (με συγκεκριμένες εξαιρέσεις) όσο και οι προβλεπόμενοι λόγοι ευδοκίμησης αυτών είναι κοινοί.

 

ΙΙΙ.Α. Προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της πράξης

 Για να ασκείται παραδεκτά αίτηση αναστολής εκτέλεσης πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

1.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 2 και 4, 52 παρ. 2 εδ. α’ και 3 εδ. α’  πδ 18/89, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αίτησης αναστολής πρέπει να περιέχει α) τα στοιχεία του αιτούντος, β) την πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, γ) υπογραφή δικηγόρου (οποιασδήποτε βαθμίδας) και δ) τους ειδικούς εκείνους λόγους που δικαιολογούν την χορήγηση αναστολής. Έλλειψη στοιχείων του ως άνω απαραίτητου περιεχομένου καθιστά την αίτηση απαράδεκτη (ΔΕΦ Αθ Αν 418/2006). Περαιτέρω, για την παραδεκτή άσκηση αίτησης αναστολής απαιτείται η καταβολή παραβόλου ποσού ύψους πενήντα (50) ευρώ (άρθρο 36 παρ. 1 πδ 18/89).

2.

Με την αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξεως και όχι δικαστικής αποφάσεως (ΣΕ ΕπΑν 452/2013 σκ. 3). Περαιτέρω, η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή δεν πρέπει να έχει αποβάλει την ισχύ της καθ’ οιονδήποτε τρόπο (λ.χ. λόγω μεταρρύθμισης – ΣΕ ΕπΑν 219/2008 σκ. 4 – ή ανάκλησης αυτής).

3.

Κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης αναστολής πρέπει να έχει ήδη ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου (ΣΕ ΕπΑν 295/2009, 510/2008 κ.α.). Εξαίρεση συντρέχει στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 54 ν. 3900/2010 όπου προβλέπεται ότι : «Σε ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και υπάγονται στην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου, μπορεί να ζητηθεί η αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης με την υποβολή σχετικής αίτησης και πριν από την άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος υποχρεούται να ασκήσει την αίτηση μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης αναστολής και πάντως όχι πέραν της προθεσμίας του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989. Πριν από την άσκηση της αίτησης μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης με προσωρινή διαταγή, η οποία ανακαλείται αυτεπαγγέλτως μετά την πάροδο άπρακτης της κατά το προηγούμενο εδάφιο τριακονθήμερης προθεσμίας.»

Η διάταξη του άρθρου 5 ν. 2479/1997 ορίζει ότι «Αρμόδιο να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξεως ή οποιασδήποτε συνέπειας που η πράξη αυτή έχει κατά νόμο είναι, αποκλειστικά και μόνο, το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η ακύρωση της πράξεως αυτής». Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν.2479/1979, σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της «διασταυρώσεως δικαιοδοσίας» μεταξύ πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων (ΣΕ ΕπΑν 335/2008 σκ. 7, 94/2018 σκ. 7). Ωστόσο, η νομολογία της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας φαίνεται να κάνει χρήση της διάταξης και για την αποφυγή του φαινομένου της «διασταύρωσης αρμοδιοτήτων» εντός της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων. Έτσι, κατ’ επίκληση της εν λόγω διάταξης, το διοικητικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την ακύρωση της πράξης είναι αρμόδιο και για να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης αυτής (ΣΕ ΕπΑν 42/2016 σκ. 10). Στην περίπτωση όμως που δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την αρμοδιότητα εκδίκασης της αχθείσης διαφοράς και δεν συντρέχει περίπτωση πρόδηλης αναρμοδιότητας του Συμβουλίου, η διάταξη του άρθρο 5 ν. 2479/1997 δεν κωλύει την εξέταση της αίτησης αναστολής από την Επιτροπή Αναστολών (ΣΕ ΕπΑν 241/2017 σκ. 7).

Περαιτέρω, σε περίπτωση που κύριο και προσωρινό ένδικο βοήθημα έχει ασκηθεί ενώπιον αναρμοδίου Δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο σύνολό της στο αρμόδιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, η Επιτροπή Αναστολών του επιληφθέντος ακυρωτικού Δικαστηρίου παραπέμπει την αναρμοδίως ασκηθείσα αίτηση αναστολής στο αρμόδιο Δικαστήριο εφόσον κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται έχει ήδη εκδοθεί παραπεμπτική απόφαση από το Δικαστήριο επί του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (ενδεικτικά ΣΕ ΕπΑν 499/2009 σκ.2), ενώ σε διαφορετική περίπτωση απορρίπτεται η αίτηση αναστολής εκτέλεσης (ΣΕ ΕπΑν 1038/2007 σκ. 5, ΔΕΦ Αθ Αν 518/2011 σκ. 4 κ.α.). Και τούτο διότι, η κατά το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991 υποχρέωση παραπομπής τάσσεται μόνον σε δικαστήρια ως προς ένδικα μέσα αναρμοδίως ασκηθέντα ενώπιόν τους και δεν αφορά το Δικαστήριο της αναστολής που επιλαμβάνεται της εκδίκασης αίτησης αναστολής, η οποία, άλλωστε, φέρει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την οικεία αίτηση ακυρώσεως, μη δυναμένη να παραπεμφθεί αυτοτελώς στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς παράλληλη παραπομπή του κύριου ένδικου βοηθήματος. Τα ως άνω όμως δεν αποκλείουν την δυνατότητα της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον το κρίνει δέον, να διακρατήσει αίτηση αναστολής εκτέλεσης πράξης για την ακύρωση της οποίας είναι αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο (υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ενώπιόν του εκκρεμεί και το κύριο ένδικο βοήθημα) (ΣΕ ΕπΑν 335/2008 σκ. 6-7, 581/2011 σκ. 3 κ.α.).

Οι διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 2 επ. πδ 18/89 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που η αίτηση ακύρωσης έχει εισαχθεί προς εκδίκαση με τη διαδικασία της Πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3900/2010. Και τούτο διότι, η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας «[…] επιβάλλει καταρχήν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και στην περίπτωση διεξαγωγής πρότυπης δίκης του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, προκειμένου η δικαστική προστασία που παρέχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού και αποσκοπεί, πέρα από τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων των διαδίκων, στην επίλυση ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, να μην αποβαίνει απλώς θεωρητική, λόγω της δημιουργίας στο μεταξύ ευρείας έκτασης πραγματικών καταστάσεων, οι οποίες θα αποδοκιμάζονταν σε περίπτωση αντίθετης έκβασης της πρότυπης δίκης.» (ΣΕ ΕπΑν 85/2017, σκ. 7 

4.
Κύριο και προσωρινό ένδικο βοήθημα πρέπει να βάλουν κατά της ίδιας πράξης (ΔΕΦ Αθ Αν 348/2017 σκ. 4, ΣΕ ΕπΑν 66/2001 σκ.3 κ.α.) και να ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο (ΔΕΦ Πειρ Αν 115/2017). Ειδικότερα, είναι παραδεκτή η αίτηση αναστολής αν με αυτήν ζητείται η αναστολή μιας τουλάχιστον εκ των προσβαλλόμενων με την αίτηση ακύρωσης πράξεων ή ασκείται από έναν τουλάχιστον από τους ασκήσαντες την αίτηση ακύρωσης. Εννοείται, βέβαια, ότι στην περίπτωση αυτή η αναστολή θα αφορά μόνο την πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή ή το πρόσωπο που άσκησε την αίτηση αναστολής. Αν κατά της ίδιας πράξης έχουν ασκηθεί περισσότερες αυτοτελείς αιτήσεις αναστολής από περισσότερα πρόσωπα, το Δικαστήριο της αναστολής μπορεί να φροντίσει, αναβάλλοντας σχετικώς την εκδίκαση της χρονικά πρώτης ασκηθείσης αίτησης, να συνεκδικάσει τις περισσότερες αιτήσεις (ΣΕ ΕπΑν 360/2018, σκ. 3).

5. 

Κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται η Επιτροπή Αναστολών η κύρια δίκη πρέπει να είναι εκκρεμής, δηλ να μην έχει καταργηθεί για οποιονδήποτε λόγο (πχ λόγω παραίτησης, θανάτου κτλ) ούτε να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επί αυτής (ΣΕ ΕπΑν Ολομ 45/2018 σκ.8). Αν αντιθέτως, η αίτηση ακύρωσης έχει συζητηθεί χωρίς όμως να έχει εκδοθεί ακόμα οριστική απόφαση, τότε η σχετική αίτηση αναστολής κρίνεται παραδεκτώς ασκηθείσα (ΣΕ ΕπΑν 172/2017 σκ. 3).

6. 

Η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης πρέπει να μην έχει εκτελεστεί κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της αναστολής (ΣΕ ΕπΑν 66/2001 σκ. 4). Φυσικά σε περίπτωση που η πράξη έχει εκτελεστεί εν μέρει, η δίκη επί του προσωρινού ενδίκου βοηθήματος συνεχίζεται κατά το μέρος που η πράξη δεν έχει εκτελεστεί.

Ως προς την παρούσα προϋπόθεση πρέπει να δοθεί προσοχή στα ακόλουθα δύο σημεία :

i. Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει διαπλάσει την έννοια των αυτοτελώς δεκτικών αναστολής διοικητικών πράξεων. Πρόκειται για μία numerus clausus περιπτωσιολογία διοικητικών πράξεων όπου το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ακόμη κι αν τούτες έχουν, κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται η Επιτροπή Αναστολών, αναπτύξει την εκτελεστότητά τους και έχουν αποτελέσει έρεισμα επόμενων διοικητικών πράξεων, εντούτοις υφίσταται ακόμη πεδίο λυσιτελούς παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (ΣΕ ΕπΑν 375/2013 σκ. 3). Ειδικότερα, πράξεις που έχουν χαρακτηριστεί από την νομολογία ως αυτοτελώς δεκτικές αναστολής είναι η έγκριση και τροποποίηση σχεδίου πόλεως (η έκδοση βάσει αυτών οικοδομικής άδειας δεν καθιστά άνευ αντικειμένου την αναστολή εκτέλεσής τους – ΣΕ ΕπΑν 60/2007, σκ. 6-8) και οι αποφάσεις του ΥΠΠΟ με τις οποίες δίνεται η άδεια από αρχαιολογικής απόψεως για την εκτέλεση εργασιών σε αρχαιολογικό χώρο ή διατηρητέο κτήριο (ΣΕ ΕπΑν 140/2012, σκ.6-7, 858/2011 σκ. 8).

βλ. ΣΕ ΕπΑν 1341/2008 σκ. 8 «[…] με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις των Υπουργών Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ που αφορούν στο μη χαρακτηρισμό των επίμαχων ακινήτων ως διατηρητέων κατά τον αρχαιολογικό νόμο και κατά το ΓΟΚ, ασκείται η αρμοδιότητα της Πολιτείας για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος. Ειδικότερα οι πράξεις αυτές περιέχουν την εκτίμηση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων για το χαρακτηρισμό ή μη των κτιρίων ως διατηρητέων. Η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική για τα διοικητικά όργανα που επιλαμβάνονται μεταγενεστέρως, παρέχει δε έρεισμα για την έκδοση άλλων διοικητικών πράξεων, όπως οι άδειες κατεδάφισης των επίμαχων κτιρίων. Ενόψει τούτου και της ανάγκης παροχής έγκαιρης και αποτελεσματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας, οι υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες τα επίμαχα κτίρια δεν κρίνονται διατηρητέα, ούτε από πλευράς αρχαιολογικού νόμου, ούτε κατά το ΓΟΚ και παρέχεται έρεισμα για την έκδοση των πράξεων κατεδάφισης, είναι αυτοτελώς δεκτικές αναστολής εκτελέσεως, υπό τη μορφή λήψεως καταλλήλου μέτρου, κατά την έννοια του άρθρου 52 παρ. 8 του π.δ/τος 18/1989, προκειμένου να διαφυλαχθεί το αντικείμενο της δίκης. Εξάλλου, η χορήγηση προσωρινής δικαστικής προστασίας σε σχέση με τις υπουργικές αυτές αποφάσεις, δεν προϋποθέτει την εξέταση και διακρίβωση της σημασίας των κτιρίων αυτών ως πολιτιστικών αγαθών, η οποία ανήκει καταρχήν στα αρμόδια όργανα Διοικήσεως, η νομιμότητα δε της σχετικής κρίσεως ως προς το αξιόλογο ή μη των κτιρίων από πλευράς αρχαιολογικού νόμου ελέγχεται στα πλαίσια του ακυρωτικού ελέγχου κατά την εκδίκαση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως. […]»

ii. Στην περίπτωση που η πράξη της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης είναι χρηματικού περιεχομένου (καταλογιστική πράξη), εμπεριέχουσα αξίωση του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ σε βάρος διοικουμένου, η εν στενή εννοία βεβαίωση του ποσού από την αρμόδια προς τούτο αρχή (που λαμβάνει χώρα με την έκδοση της ταμειακής βεβαίωσης) δεν συνιστά εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης που καθιστά άνευ αντικειμένου τυχόν ασκηθείσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατ’ αυτής (ενδεικτικά ΔΕΦ Θεσ/κης Αν. 186/2011 κ.α.). Αντιθέτως, η λήψη περαιτέρω μέτρων εκτέλεσης (κατασχετήρια έκθεση, κατάσχεση εις χείρας τρίτου κ.α.) μετά την εν στενή εννοία βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού συνεπάγεται πλέον την εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης με αποτέλεσμα τυχόν ήδη ασκηθείσα αίτηση αναστολής εκτέλεσης να καθίσταται άνευ αντικειμένου.

7.

Ο αιτών την αναστολή εκτέλεσης πρέπει να έχει τηρήσει εντός ευλόγου χρόνου τις υποχρεώσεις περί κοινοποίησης αντιγράφου αίτησης αναστολής εκτέλεσης και τυχόν ασκηθείσας αίτησης χορήγησης προσωρινής διαταγής στη διάδικο αρχή κατ’ άρθρο 52 παρ. 3 και 4 πδ 18/89. Πιο συγκεκριμένα, με το σύστημα ρυθμίσεων προσωρινής προστασίας του άρθρου 52 πδ 18/89 επιδιώκεται η ταχεία και επίκαιρη εξέταση των αιτήσεων αναστολής προκειμένου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, να αποτραπεί η τυχόν ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη του αιτούντος από την επικείμενη εκτέλεση της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως. Εισάγεται δε απόκλιση από τον κανόνα του άρθρου 21 του εν λόγω διατάγματος, κατά τον οποίο επί αιτήσεων ακυρώσεως οι προβλεπόμενες κοινοποιήσεις γίνονται με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου, και προβλέπεται ότι η Επιτροπή Αναστολών και ο Πρόεδρος του αρμοδίου σχηματισμού, προκειμένου περί αιτήματος προσωρινής διαταγής, επιλαμβάνονται καταρχήν μετά από την κοινοποίηση, με επιμέλεια του αιτούντος, της αιτήσεως αναστολής με την σχετική πράξη του Προέδρου στην διάδικη διοικητική Αρχή. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, ο αιτών, επιδεικνύων την προσήκουσα επιμέλεια για τις υποθέσεις του, οφείλει να προβεί το ταχύτερο στις επιβαλλόμενες κοινοποιήσεις, άλλως, στην περίπτωση που ο αιτών δεν προβεί εντός ευλόγου χρόνου στη διενέργεια των κοινοποιήσεων, η αίτηση εισάγεται στην Επιτροπή Αναστολών και απορρίπτεται. Και τούτο διότι η παράταση της εκκρεμότητας, προκειμένου μάλιστα περί ενδίκου βοηθήματος με επείγοντα χαρακτήρα, όπως είναι η αίτηση αναστολής, αντιβαίνει στον σκοπό του νόμου και αφενός παρεμποδίζει την ομαλή εξέλιξη της διοικητικής δράσεως, αφετέρου παραβλάπτει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Εξυπακούεται βέβαια ότι ο αιτών δύναται, εν πάση περιπτώσει, να επανέλθει με νέα αίτηση αναστολής υπό τις προϋποθέσεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989 (ΣΕ ΕπΑν 130/2017, 409/2014, 241/2012, ΔΕΦ Αθ Αν. 285/2018 σκ. 4  κ.α.). Σημειώνεται ότι κατ’ εξαίρεση δύναται το Δικαστήριο να επιληφθεί αιτήματος προσωρινής διαταγής και πριν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως.

8.

Η αίτηση αναστολής ασκείται άπαξ, εκτός κι αν με την δεύτερη αίτηση προσκομίζονται νεότερα κρίσιμα στοιχεία ή γίνεται επίκληση μεταβολής των δεδομένων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση επί της πρώτης αίτησης (52 παρ. 9 και 10 πδ 18/89, βλ. κατωτέρω υπό IV.Β.).

ΖΗΤΗΜΑ : Για τις ανάγκες της δίκης επί της αίτησης αναστολής, απαιτείται προσκόμιση νομιμοποιητικών του δικηγόρου στοιχείων; 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 4, 18 παρ. 1, 20, 21, 27 παρ. 1 και 2 πδ 18/89 συνάγεται ότι η ύπαρξη της πληρεξουσιότητας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο εφόσον χωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Στις λοιπές περιπτώσεις, δηλαδή μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ή στις υποθέσεις που εισάγονται σε Συμβούλιο χωρίς παράσταση των διαδίκων, η δικαστική πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται, κατ’ αρχήν, ότι υπάρχει για την υπογραφή του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου καθώς και για την ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων της προδικασίας. Τα αυτά ισχύουν και ενώπιον του Δικαστηρίου της αναστολής, το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης αναστολής σε συμβούλιο και, κατά κανόνα, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι, με δεδομένο, άλλωστε, ότι κατά το άρθρο 52 πδ 18/89 η αίτηση αναστολής συναρτάται ανέκαθεν με την αίτηση ακυρώσεως. Εν όψει, μάλιστα, του κατά τα ανωτέρω τρόπου πάγιας εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 52 πδ 18/89 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έκρινε σκόπιμη τη θέσπιση με νόμο δικονομικής υποχρέωσης για την κατάθεση των στοιχείων νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τον χρόνο άσκησης της αίτησης αναστολής. Συνεπώς, εφόσον το δικόγραφο της αίτησης αναστολής υπογράφεται από δικηγόρο, τεκμαίρεται κατ’ αρχήν η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας από τον αιτούντα προς τον εν λόγω δικηγόρο, χωρίς να χρειάζεται η προσκόμιση σχετικών στοιχείων, και το Δικαστήριο της αναστολής εξετάζει το παραδεκτό και τους λόγους της αίτησης (ΣΕ πρακτικό 4/2010 Ολομέλεια σε Συμβούλιο, ΣΕ ΕπΑν σε Ολομ 238/2014).