ΙΙΙ.Ε. Χρονική αρμοδιότητα του οργάνου να απαντήσει επί της ειδικής προσφυγής 

Ζήτημα γεννάται αν το όργανο που επιλαμβάνεται της ειδικής προσφυγής, πέρα από δεσμία αρμοδιότητα απάντησης εντός της οριζόμενης προθεσμίας απάντησης, έχει και χρονική αρμοδιότητα η οποία εξαντλείται με την πάροδο της προθεσμίας απάντησης, οπότε και τυχόν μεταγενέστερη απάντηση εκδίδεται κατά χρονική αναρμοδιότητα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από το αν η προθεσμία απαντήσεως κρίνεται ως αποκλειστική / ανατρεπτική ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να διαγνωσθεί αν με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας απάντησης εξαντλείται και η χρονική αρμοδιότητα του οργάνου που επιλαμβάνεται της ειδικής προσφυγής, καθώς αν υφίσταται τέτοια περίπτωση μπορεί να γεννηθούν ζητήματα αλυσιτέλειας του ενδίκου βοηθήματος με τον οποίο προσβάλλεται μόνο η ρητή εκπρόθεσμη κατά χρονική αναρμοδιότητα εκδοθείσα απάντηση (το ζήτημα θα αναπτυχθεί κατωτέρω).

ΣΕ

333/2007

5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.12 του ν.2218/94(Α 90) : «Κατά των αποφάσεων του νομάρχη επιτρέπεται, σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, προσφυγή για παράβαση νόμου στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα(30) ημερών από τη δημοσίευση ή αν η απόφαση δεν δημοσιεύεται από την κοινοποίηση ή διαφορετικά αφότου έλαβε γνώση. Η προσφυγή κατατίθεται στη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ή στο γενικό γραμματέα της περιφέρειας με απόδειξη. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν.3200/1955 “περί διοικητικής αποκεντρώσεως», όπως ισχύει κάθε φορά.» Περαιτέρω, κατά το άρθρο 8 του ν. 3200/55 : « Προσφυγή κατ’ αποφάσεων του Νομάρχου. 1. Κατά των αποφάσεων του Νομάρχου επιτρέπεται εις πάντα ενδιαφερόμενον προσφυγή δια παράβασιν νόμου ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως ή εάν η απόφασις δεν δημοσιεύεται από της κοινοποιήσεως ή άλλως αφ’ ής έλαβε γνώσιν.2. …3. Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει ν’ αποφασίση εντός εξήκοντα ημερών από της υποβολής της προσφυγής εις αυτόν.» Τέλος, το άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ. – ν. 2690/99, Α 45 ) ορίζει τα εξής : «Αίτηση θεραπείας – Ιεραρχική προσφυγή. 1. Αν από τις σχετικές διατάξεις δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης της, κατά το επόμενο άρθρο, ειδικής διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, ο ενδιαφερόμενος, για την αποκατάσταση υλικής ή ηθικής βλάβης των έννομων συμφερόντων του που προκαλείται από ατομική διοικητική πράξη μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του, να ζητήσει, είτε από τη διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την πράξη, την ανάκληση ή την τροποποίησή της (αίτηση θεραπείας), είτε, από την αρχή η οποία προΐσταται εκείνης που εξέδωσε την πράξη, την ακύρωσή της(ιεραρχική προσφυγή). 2. Η διοικητική αρχή στην οποία υποβάλλεται η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, αίτηση οφείλει να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο την απόφασή της για την αίτηση αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν από ειδικές διατάξεις προβλέπεται διαφορετική προθεσμία. 3. Αν αρμόδια για την ανάκληση ή τροποποίηση ή την ακύρωση είναι άλλη διοικητική αρχή, εκείνη στην οποία κατατέθηκε η αίτηση θεραπείας ή η ιεραρχική προσφυγή οφείλει να τη διαβιβάσει στην αρμόδια αρχή το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες. Και στην περίπτωση αυτή, η γνωστοποίηση της απόφασης της αρμόδιας αρχής, στον ενδιαφερόμενο, πρέπει να γίνεται μέσα στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμία. 4. Αν η πράξη ακυρωθεί, η υπόθεση επανέρχεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, εκτός αν οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα της προϊσταμένης αρχής για την έκδοσή της.»

6. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 12 του ν. 2218/94 και του άρθρου 8 του ν. 3200/55, ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας οφείλει να αποφανθεί επί της ειδικώς προβλεπόμενης στο άρθρο 18 παρ. 12 του ν. 2218/94 προσφυγής, που ασκείται κατά νομαρχιακής πράξης, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών, μετά την πάροδο της οποίας εξαντλείται η κατά χρόνον αρμοδιότητά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επανέλθει για να επανακρίνει την προσφυγή, ούτε να τροποποιήσει ή ανακαλέσει απόφασή του που είχε εκδοθεί επί προσφυγής, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως θεραπείας. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω αδυναμία επανόδου του Γ.Γ. επί των κριθέντων από τον ίδιον στα πλαίσια προσφυγής κατά νομαρχιακής πράξης, δεν καταργήθηκε από τη ρύθμιση του προαναφερθέντος άρθρου 24 του Κ.Δ.Δ., διότι η γενική αυτή διάταξη δεν καταλαμβάνει πάντως και περιπτώσεις όπως η επίδικη, στην οποία με ειδική ρύθμιση απαγορεύεται η επάνοδος και επανάκριση της προσφυγής κατά νομαρχιακής πράξης από τον Γενικό Γραμματέα. Ως εκ τούτου, μη νομίμως ο Γενικός Γραμματέας επανήλθε, κατ΄ επίκληση του μη εφαρμοζομένου – όπως έγινε προηγουμένως δεκτό – άρθρου 24 του Κ.Δ.Δ., επί της προσφυγής του Στ. Πιπεράκη, ανακάλεσε την προηγούμενη ακυρωτική του απόφαση και απέρριψε την προσφυγή. Τέλος, ο ισχυρισμός του παρεμβαίνοντος ότι η μη δυνατότητα επανόδου του Γ.Γ. αντιβαίνει στο άρ. 10 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς τις αρχές, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, η Διοίκηση δεν υποχρεούται σε κάθε περίπτωση, χωρίς δηλαδή ειδική περί τούτου διάταξη νόμου, να εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις, κατά την απάντηση που οφείλει να παρέχει στις αναφορές των ενδιαφερομένων. Συνεπώς δεν αντίκειται στο άρθρο 10 του Συντάγματος η – θεσπιζόμενη στα άρθρα 18 παρ. 12 του ν. 2218/94 και 8 του ν. 3200/55 – απαγόρευση επανόδου του Γενικού Γραμματέα, μετά την πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας, επί προσφυγής κατά πράξης του Νομάρχη.

 

ΣΕ

2439/2008

7. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3200/1955, ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει να αποφανθεί επί της ειδικώς προβλεπόμενης προσφυγής, που ασκείται κατά αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών, μετά την πάροδο της οποίας εξαντλείται η κατά χρόνον αρμοδιότητά του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επανέλθει για να επανακρίνει την προσφυγή, ούτε να τροποποιήσει ή ανακαλέσει απόφασή του που είχε εκδοθεί επί προσφυγής, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως θεραπείας. Εξ άλλου, η κατά τα ανωτέρω αδυναμία επανόδου του αρμόδιου Υπουργού επί των κριθέντων από τον ίδιον στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, δεν καταργήθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 24 του Κ.Δ.Δ., εφόσον οι τελευταίες έχουν γενικό χαρακτήρα και δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις ειδικής διοικητικής προσφυγής προβλεπόμενης από ειδική διάταξη νόμου, όπως η προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3200/ 1955, κατά την οποία, όπως παγίως έχει κριθεί, μετά την πάροδο της εξηκονθήμερης προθεσμίας δεν επιτρέπεται η επάνοδος του αρμόδιου Υπουργού, προκειμένου να επιληφθεί της προσφυγής.

ΙΙΙ.Στ. Ζητήματα λυσιτέλειας του ενδίκου βοηθήματος σε περίπτωση άσκησης ειδικής προσφυγής  – Περιπτωσιολογία 

Παρακάτω εκτίθενται όλες οι πιθανές δικονομικές περιπτώσεις αναφορικά με την έκδοση απάντησης επί ειδικής προσφυγής, την προσβολή της ως και συμπροσβολή της με την υποκείμενη στην ειδική προσφυγή πράξη.

Πρώτη περίπτωση : Το όργανο που επιλαμβάνεται της ειδικής προσφυγής απαντά εμπροθέσμως και απορρίπτει την προσφυγή

Η ρητή απάντηση : α) έχει εκτελεστό χαρακτήρα, β) δεν απορροφά την αρχική πράξη και συνεπώς και οι δύο διατηρούν την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά τους, γ) η κοινοποίηση της ρητής απάντησης που λαμβάνει χώρα εντός της προθεσμίας απάντησης περατώνει το διακοπτικό γεγονός και συνεπώς από την επομένη της κοινοποίησης αυτής αφενός επανεκκινά νέα ισόχρονη προθεσμία κατά της αρχικής πράξης, αφετέρου εκκινά η προθεσμία προσβολής της απάντησης.

Ως εκ τούτου, αν η υποκείμενη στην ειδική προσφυγή πράξη έχει ήδη προσβληθεί με ένδικο βοήθημα, τότε η απάντηση δύναται να θεωρηθεί από το δικάζον δικαστήριο συμπροσβαλλόμενη (17 παρ. 3 πδ 18/89, a contrario, 68 παρ. 4 ΚΔΔ, a contrario). Αν πάλι προσβληθεί με ένδικο βοήθημα η απάντηση, χωρίς να προσβληθεί ρητώς και η αρχική πράξη, τότε το δικαστήριο κατά ερμηνευτική στροφή του δικογράφου δύναται να θεωρήσει συμπροσβαλλόμενη και την αρχική πράξη εφόσον σώζεται ακόμη η προθεσμία (17 παρ. 3 πδ 18/89, a contrario, 68 παρ. 4 ΚΔΔ, a contrario).

Δεύτερη περίπτωση : Η προθεσμία απαντήσεως περνά άπρακτη

Στην περίπτωση αυτή, με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας απαντήσεως τεκμαίρεται πλέον σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής. Η σιωπηρά αυτή πράξη : α) έχει εκτελεστό χαρακτήρα β) ως αιτιολογία της θεωρείται η αιτιολογία της αρχικής πράξης, γ) δεν απορροφά την αρχική πράξη και συνεπώς και οι δύο διατηρούν την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά τους, δ) περατώνει το διακοπτικό γεγονός και συνεπώς από την επομένη της στοιχειοθέτησής της αφενός επανεκκινά νέα ισόχρονη προθεσμία κατά της αρχικής πράξης, αφετέρου εκκινά η προθεσμία προσβολής της σιωπηράς άρνησης.

Ως εκ τούτου, αν η υποκείμενη στην προσφυγή πράξη έχει ήδη προσβληθεί, τότε η σιωπηρά άρνηση θεωρείται συμπροσβαλλόμενη (17 παρ. 3 πδ 18/89, a contrario, 68 παρ. 4 ΚΔΔ, a contrario). Αν πάλι προσβληθεί η σιωπηρά άρνηση χωρίς να προσβληθεί ρητώς και η αρχική πράξη, τότε το δικαστήριο κατά ερμηνευτική στροφή του δικογράφου δύναται να θεωρήσει συμπροσβαλλόμενη και την αρχική πράξη εφόσον σώζεται ακόμη η προθεσμία (17 παρ. 3 πδ 18/89, a contrario, 68 παρ. 4 ΚΔΔ, a contrario).

ΠΡΟΣΟΧΗ : Ειδικά στην περίπτωση που το αρμόδιο όργανο απορρίψει ρητώς την προσφυγή μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας απάντησης και η προθεσμία αυτή κρίνεται ως αποκλειστική, τότε η εκπρόθεσμη ρητή απάντηση : α) έχει εκτελεστό χαρακτήρα β) δεν απορροφά την αρχική πράξη ούτε την σιωπηρά απόρριψη και συνεπώς και οι πράξεις αυτές διατηρούν την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά τους, γ) εκδίδεται κατά χρονική αναρμοδιότητα.

Ως εκ τούτου, αν έχει ήδη προσβληθεί εμπροθέσμως η σιωπηρή απόρριψη ή η αρχική πράξη, τότε η ρητή αυτή απόρριψη θα θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και θα ακυρωθεί ως εκδοθείσα κατά χρονική αναρμοδιότητα. Αν όμως δεν έχει προσβληθεί ούτε η σιωπηρή απόρριψη ούτε η αρχική πράξη, αλλά ασκείται το πρώτον ένδικο βοήθημα κατά της εκπρόθεσμης ρητής απάντησης, τότε το παραδεκτό και λυσιτελές του ενδίκου βοηθήματος θα κριθεί από το αν κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος σώζεται ακόμη η προθεσμία προσβολής της αρχικής πράξης ή της σιωπηράς απόρριψης. Έτσι :

1ο ενδεχόμενο : Αν κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος κατά της ρητής εκπρόθεσμης απάντησης σώζεται ακόμη η προθεσμία προσβολής της αρχικής πράξης ή της σιωπηράς απόρριψης, τότε το ένδικο αυτό βοήθημα ερμηνεύεται ως στρεφόμενο και κατά τις αρχικής πράξης ή της σιωπηράς απόρριψης, οπότε και κρίνεται ως ΛΥΣΙΤΕΛΩΣ ασκούμενο.

ΣΕ

3962/2015

2. Επειδή, με την απόφαση οικ. 26994/1845/24.12.1993 της Νομάρχου Δυτικής Αττικής (Δ΄ 36/1994) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ιλίου μεταξύ άλλων με τον χαρακτηρισμό ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου ενός τμήματος του Ο.Τ. «388», εφαπτομένου της οδού Πολυφήμου, από την οδό Τσουκαλά ως την οδό Αμφίσης, και αντιστοιχούντος σε ακίνητο εμβαδού 218,92 τ.μ. Με την 8882/29.3.2002 αίτησή τους προς το Δημοτικό Συμβούλιο Ιλίου οι Γεώργιος και Μαρία Λιόπετα, φερόμενοι ως συγκύριοι του ακινήτου, ζήτησαν την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης από αυτό λόγω της παρόδου ικανού χρόνου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Η αίτηση αυτή απερρίφθη σιωπηρώς από τη Διοίκηση, η σχετική δε σιωπηρή άρνηση ανακλήσεως ακυρώθηκε, κατόπιν αιτήσεως των ιδίων, με την απόφαση 12436/2003 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ’ επίκληση της τελευταίας αποφάσεως εκδόθηκε η απόφαση οικ. 2316/158/7.2.2005 του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 252), με την οποία ήρθη η ρυμοτομική απαλλοτρίωση και τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ιλίου με τον χαρακτηρισμό του ανωτέρω ακινήτου από χώρο πρασίνου σε οικοδομήσιμο. Προσφυγή από 15.7.2005 του Δήμου Ιλίου κατά της τελευταίας πράξεως ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (αριθ. πρωτοκόλλου Περιφέρειας Αττικής 41100/15.7.2005) απερρίφθη σιωπηρώς με την πάροδο της κατά νόμο εξηκονθήμερης προθεσμίας αποφάνσεως, ήτοι στις 13.9.2005, και ρητώς με την απόφαση 53053/15.9.2005 του Γ.Γ.Π. Με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η ακύρωση της τελευταίας αποφάσεως του Γ.Γ.Π. Ως συμπροσβαλλόμενες πρέπει να θεωρηθούν α) η νομαρχιακή απόφαση 2316/158/7.2.2005 περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου στο Ο.Τ. «388», όπως η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση 8844/459/8.5.2006 του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 525), με την οποία, ορθώς ερμηνευόμενη, διορθώθηκε ο αριθμός του Ο.Τ. σε «388 Α» αντί του εσφαλμένου «388», και β) η συντελεσθείσα στις 13.9.2005 σιωπηρή απόρριψη από τον Γ.Γ.Π. Αττικής της προσφυγής του Δήμου Ιλίου κατά της νομαρχιακής αποφάσεως 2316/2005.

3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει ο Ηλίας Καρούνος, φερόμενος ήδη ως κύριος του επίμαχου ακινήτου. Η παρέμβαση όμως αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 27 παράγρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγρ. αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 2 περίπτ. α του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), διότι η υπογράφουσα την παρέμβαση ως πληρεξούσια δικηγόρος δεν νομιμοποιήθηκε με κάποιον νόμιμο τρόπο.

4. Επειδή, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση εντοπισμένης τροποποιήσεως του σχεδίου πόλεως, η οποία συνίσταται σε αποχαρακτηρισμό κοινόχρηστου χώρου και μετατροπή του σε οικοδομήσιμο, η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως δεν αρχίζει από τη δημοσίευση της οικείας πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από την πλήρη γνώση του περιεχομένου της, η οποία τεκμαίρεται από ενέργειες που αναιρούν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα, όπως η κατάληψη του κοινόχρηστου χώρου, η έναρξη οικοδομικών εργασιών κ.λπ. (ΣΕ 3739/2004 σκ. 5, 260/1997 σκ. 4 κ.ά.). Εξ άλλου, σύμφωνα με την παράγρ. 12 του άρθρου 18 του ν. 2218/1994 (Α΄ 90), όπως αυτή κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 69 του Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης [π.δ. 30/1996 (Α΄ 21)], σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ν. 3200/1955 (Α΄ 97), η εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας κατά νομαρχιακής αποφάσεως διακόπτει την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως κατά της τελευταίας για εξήντα ημέρες, δηλαδή όσο διαρκεί η προθεσμία που παρέχεται στον Γ.Γ.Π. να αποφανθεί επί της προσφυγής. Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με τη νομαρχιακή απόφαση 2316/158/7.2.2005 είναι εντοπισμένη αφού αφορά ένα ακίνητο του Ο.Τ. και συνεπώς η προθεσμία προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως αρχίζει από την πλήρη γνώση του περιεχομένου της. Δεδομένου δε ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει πλήρης γνώση της από τον αιτούντα Δήμο, η ασκηθείσα στις 15.7.2005 προσφυγή του ενώπιον του Γ.Γ.Π. Αττικής ήταν εμπρόθεσμη και διέκοψε την προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως επί 60 ημέρες, ήτοι μέχρι 13.9.2005, οπότε η προσφυγή θεωρείται σιωπηρώς απορριφθείσα. Από την επομένη (14.9.2005) άρχισε η εξηκονθήμερη προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως τόσο κατά της νομαρχιακής αποφάσεως όσο και κατά της σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής από τον Γ.Γ.Π. και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στις 9.11.2005, δηλαδή την 56η ημέρα από την ως άνω ημερομηνία, είναι εμπρόθεσμη ως προς αμφότερες τις πράξεις. Περαιτέρω, η απόφαση 53053/15.9.2005 του Γ.Γ.Π. Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε και ρητώς η προσφυγή, εκδόθηκε αναρμοδίως κατά χρόνο, αφού μετά την συντέλεση της σιωπηρής απορρίψεως ο Γ.Γ.Π. δεν είχε πλέον εξουσία να επανέλθει επί της υποθέσεως, και συνεπώς προσβάλλεται αλυσιτελώς με την κρινόμενη αίτηση (ΣΕ 4381/2005 σκ. 4, 844/2002 σκ. 3, 5431/1996 σκ. 4 κ.ά).

5. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, όταν η Διοίκηση διαπιστώνει ότι συντρέχουν κατ’ αρχήν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους, είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη είτε κατόπιν εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως που ακυρώνει την άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει σχετικό αίτημα, οφείλει χωρίς καθυστέρηση, και αφού τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, να προβεί στην άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή του ρυμοτομικού βάρους και ταυτοχρόνως να ρυθμίσει εκ νέου το πολεοδομικό καθεστώς του συγκεκριμένου ακινήτου, καθόσον με μόνη την άρση της απαλλοτρίωσης ή του βάρους το ακίνητο δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο αλλά παραμένει πολεοδομικώς αρρύθμιστο. Η Διοίκηση, δηλαδή, οφείλει να εξετάσει αν συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου δεν επιτρέπουν τη δόμησή του και, περαιτέρω, να συνεκτιμήσει κατά τρόπο τεκμηριωμένο αφ’ ενός τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ακινήτου και της ευρύτερης περιοχής, καθώς και το νομοθετικό καθεστώς του οικισμού στον οποίο εντάσσεται το ακίνητο, αφ’ ετέρου τις πολεοδομικές ανάγκες και τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής. Εν όψει δε των εκτιμήσεων αυτών η Διοίκηση οφείλει να κρίνει αν η ιδιοκτησία πρέπει, για κάποιο νόμιμο λόγο, να παραμείνει εκτός πολεοδομικού σχεδιασμού ή να δεσμευθεί εκ νέου με την επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους εφ’ όσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η δυνατότητα αποζημίωσης των θιγόμενων ιδιοκτητών, ή να καταστεί οικοδομήσιμη με τους γενικούς όρους δομήσεως της περιοχής ή με ειδικούς όρους δομήσεως, που πρέπει να καθορισθούν. Τέλος, όταν η αρμοδιότητα τροποποίησης του σχεδίου ανήκει στα όργανα της κρατικής Διοικήσεως, οι προαναφερθείσες κρίσεις πρέπει να εκφέρονται από τα όργανα αυτά (ΣΕ 2676/2010 σκ. 5, 4569/2009 7μ. σκ. 6, 843/2009 7μ. σκ. 7, 3856/2008 σκ. 3, 3232/2008 σκ. 2, 3908/2007 7μ. σκ. 7 κ.ά.).

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την 12436/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει την ρυμοτομική απαλλοτρίωση από το επίμαχο ακίνητο ακυρώθηκε για τον λόγο ότι από την επιβολή της ρυμοτομική απαλλοτρίωσης, με την 26994/1845/24.12.1993 απόφαση της Νομάρχου Δυτικής Αττικής, μέχρι την υποβολή της αιτήσεως άρσεως παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των οκτώ (8) ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου η Διοίκηση αδράνησε αδικαιολόγητα για την πραγματοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το διάστημα δε αυτό υπερβαίνει το εύλογο όριο κατά το οποίο είναι ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Με την ίδια δικαστική απόφαση η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Διοίκηση για να προβεί στην κατά νόμο οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Στη συνέχεια, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ιλίου, με την 140/18.3.2004 πράξη του, ζήτησε την άρση και επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης με τον εκ νέου χαρακτηρισμό του επίμαχου ακινήτου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, κρίνοντας πολεοδομικά επιβεβλημένη την διατήρηση του κοινόχρηστου χώρου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την σχετική, από 15.3.2004 εισήγηση της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, η οποία υιοθετήθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο, ο χώρος πρασίνου του Ο.Τ. 388Α πρέπει να διατηρηθεί διότι η γύρω περιοχή στερείται σε μεγάλο βαθμό κοινοχρήστων χώρων, είναι πυκνοδομημένη (σ.δ. 1,60), έχει στενούς δρόμους χωρίς πρασιές και είναι πολεοδομικά υποβαθμισμένη, αφού ο πλησιέστερος χώρος πρασίνου (Ο.Τ. 346, πλατεία Δασκάλας) απέχει περισσότερο από 300 μ. από το Ο.Τ. 388Α. Στην ίδια πράξη αναφέρεται ότι από την τροποποίηση του σχεδίου προκαλείται δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού του Δήμου, η οποία πρόκειται να καλυφθεί με τροποποίηση του Τεχνικού Προγράμματος και αναμόρφωση του προϋπολογισμού του Δήμου και ειδικότερα με μείωση του κωδικού 45.161.1. με τίτλο «ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ» κατά 60.000 ευρώ και δημιουργία νέου κωδικού 45.161.2 με τίτλο «ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΟΠΕΤΑ ΓΙΑ ΡΥΜΟΤΟΜΟΥΜΕΝΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΟΤ 388Α» και πίστωση 60.000 ευρώ. Κατόπιν τούτων το Σ.Χ.Ο.Π. του Τομέα Δυτικής Αθήνας της Νομαρχίας Αθηνών με το πρακτικό 18/2004 (θέμα 7) γνωμοδότησε υπέρ της άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, του αποχαρακτηρισμού του επίμαχου ακινήτου και της μετατροπής του σε οικοδομήσιμο χώρο, με τη σκέψη ότι δεν προκύπτει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη για την δημιουργία κοινόχρηστου πρασίνου, ότι η ανάγκη αυτή πιθανόν να μειωθεί ακόμη περισσότερο από έγκριση περιμετρικού δρόμου και ότι ο συγκεκριμένος χώρος «δεν ικανοποιεί ως έκταση την υπερτοπική λειτουργία ως χώρο[υ] πρασίνου». Κατ’ επίκληση της γνωμοδοτήσεως αυτής και της 12436/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 2316/158/7.2.2005 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, όπως διορθώθηκε με την 8844/459/8.5.2006 όμοια απόφαση, με την οποία το επίμαχο ακίνητο αποχαρακτηρίσθηκε και μετετράπη σε οικοδομήσιμο χώρο.

7. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως. Και τούτο διότι, κατά την νέα πολεοδομική ρύθμιση του επίμαχου ακινήτου η Διοίκηση δεν εξέφερε κρίση, με βάση πολεοδομικά κριτήρια, περί του αν οι ανάγκες της περιοχής σε κοινόχρηστο πράσινο εξακολουθούν να ικανοποιούνται μετά την αφαίρεση του επίμαχου χώρου πρασίνου, ή αν αντιθέτως υπήρχε ανάγκη διατήρησής του με τον εκ νέου χαρακτηρισμό του επίμαχου χώρου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, εν όψει των πολεοδομικών αναγκών που επικαλέσθηκε αναλυτικά ο Δήμος Ιλίου με την 140/18.3.2004 πράξη του και της εκπεφρασμένης προθέσεως και δυνατότητας του Δήμου να προβεί στην άμεση συντέλεση της νέας απαλλοτρίωσης με την καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες (πρβλ. ΣΕ 2603/2008 σκ. 6, 3908/2007 7μ. σκ. 12). Η δε διαλαμβανόμενη στην 18/2004 γνωμοδότηση του Σ.Χ.Ο.Π. κρίση, κατά την οποία δεν προκύπτει σοβαρή πολεοδομική ανάγκη για την δημιουργία χώρου πρασίνου στην περιοχή, είναι γενική και δεν αντικρούει κατά τρόπο ειδικό τους λόγους που δικαιολογούσαν, σύμφωνα με την πρόταση του αιτούντος Δήμου, τον χαρακτηρισμό του χώρου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, δεδομένου ότι, όπως κρίνεται παγίως, η δημιουργία και επαύξηση κοινόχρηστων χώρων συμβάλλει στη λειτουργικότητα των οικισμών και την εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης των κατοίκων τους και, επομένως, η ανάγκη δημιουργίας κοινόχρηστου χώρου συνιστά, κατ’ αρχήν, νόμιμο πολεοδομικό λόγο τροποποίησης του σχεδίου πόλεως (βλ. Σ.τ.Ε. 3970/2008 σκ. 7). Αορίστως εξ άλλου η ίδια γνωμοδότηση του ΣΧΟΠ αναφέρεται στην πιθανότητα μελλοντικής μειώσεως του κοινόχρηστου χώρου με την πρόβλεψη περιμετρικής οδού. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό που προβάλλεται βασίμως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθούν η 2316/158/7.2.2005 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών και η σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής του Δήμου Ιλίου κατ’ αυτής από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατόπιν δε τούτου παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την αίτηση,

Ακυρώνει α) την απόφαση 2316/158/7.2.2005 του Νομάρχη Αθηνών (Δ΄ 252), όπως τροποποιήθηκε με την όμοια απόφαση 8844/459/8.5.2006 (Δ΄ 525), και β) την σιωπηρή απόρριψη από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής της από 29.3.2005 προσφυγής του Δήμου Ιλίου κατά της προηγούμενης πράξεως

2ο ενδεχόμενο : Αν κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος κατά της ρητής εκπρόθεσμης δεν σώζεται ακόμη η προθεσμία κατά της σιωπηράς άρνησης τουλάχιστον, τότε το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως ΑΛΥΣΙΤΕΛΩΣ ασκούμενο (δηλ ελλείπει η ωφέλεια από την ακύρωσης της πράξης). Και τούτο διότι : α) και να ακυρώσει το δικαστήριο την ρητή απόρριψη λόγω έκδοσής της κατά χρονική αναρμοδιότητα, θα ισχύει και πάλι η αρχική πράξη ή η σιωπηρά άρνηση που έχει το ίδιο περιεχόμενο με την ρητή απόρριψη, β) και να την ακυρώσει το δικαστήριο, το ειδικό όργανο δεν δύναται να επιληφθεί προς συμμόρφωση (η οποία ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσης) αφού κατά το χρόνο αυτό και πάλι χρονικά αναρμόδιο είναι.

ΣΕ

940/2017

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1285110, 3369946/2012), όπως συμπληρώνεται με δικόγραφο προσθέτων λόγων, οι αιτούντες ζητούν, ως κάτοικοι της Ενορίας Αγίου Γεωργίου Νέας Παλλήνης Αττικής, την ακύρωση: α) του πρακτικού της 7ης/29.11.2011 συνεδρίασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητρόπολης (Ι.Μ.) Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, με τίτλο “Ονομασία και λειτουργία ναών Ενορίας Αγ. Γεωργίου Ν. Παλλήνης”, και β) της τεκμαιρόμενης απόρριψης από την Εκκλησία της Ελλάδος της από 27.4.2012 προσφυγής τους κατά της υπό στοιχείο α΄ προσβαλλόμενης πράξης.

2. Επειδή με την από 29.11.2011 απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ι.Μ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (υπό στοιχείο α΄προσβαλλόμενη πράξη) αποφασίσθηκαν τα εξής: 1) Ο υφιστάμενος στην Ενορία Αγίου Γεωργίου Ν. Παλλήνης μεγάλος ναός να ονομασθεί “ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΓ. ΜΗΝΑ” και ο υφιστάμενος μικρός ναός να ονομασθεί “ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ”, από τον ναό δε αυτόν να “δανείζεται η Ενορία το όνομα” αυτής. 2) Ως “νομική” έδρα της Ενορίας να θεωρείται ο ως παρεκκλήσιο κατονομαζόμενος ναός. 3) Οι ιερές ακολουθίες να τελούνται στον Ιερό Ναό (Ι.Ν.) Αγίου Γεωργίου και Αγίου Μηνά, στον οποίο θα λειτουργεί και το γραφείο του Ναού. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το π.δ. 245/2000 (Α΄ 208) ιδρύθηκε ενορία με την επωνυμία “Ενορία του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου της Ιεράς Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής” (εφεξής: “Ι.Μ. Μεσογαίας”) στη Νέα Παλλήνη Αττικής, ως ενοριακός ναός της οποίας λειτουργούσε ο Ι.Ν. που με την πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις μετονομάστηκε σε “ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ”. Περαιτέρω, όπως εκτίθεται στην αίτηση ακυρώσεως και το δικόγραφο προσθέτων λόγων, η προσβαλλόμενη πράξη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στους αιτούντες στις 28.3.2012, και στις 27.4.2012 ασκήθηκε από αυτούς διοικητική προσφυγή νομιμότητας (βλ. κατωτέρω, σκέψη 5), κατατεθείσα στη Γραμματεία της Ιεράς Συνόδου (με αρ. πρωτ. 1931/27.4.2012 αυτής), κατά το άρθρο 3 του Κανονισμού 58/1975 της Ιεράς Συνόδου. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η με ημερομηνία 8.10.2012 απορριπτική απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. έγγραφο με αρ. πρωτ. 1931/15.10.2012 του Αρχιγραμματέως της Δ.Ι.Σ.), η οποία πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη. Όπως, ειδικότερα, αναφέρεται στο ως άνω έγγραφο, η Δ.Ι.Σ. έλαβε υπόψη, κατά τη λήψη της απόφασής της, “[…] την υπ’ αριθμ. 134/10.9.2012 Γνωμοδότησιν της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων, ως και την υπ’ αριθμ. 38/2012 Γνωμοδότησιν του … Ειδικού Νομικού Συμβούλου παρά τη Ιερά Συνόδω”. Από τα ανωτέρω στοιχεία του φακέλου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της από 8.10.2012 απόφασης της Δ.Ι.Σ., προκύπτει ότι η από 27.4.2012 προσφυγή των αιτούντων απορρίφθηκε, κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι “ο ενοριακός Ναός καθορίζεται (και συνεπώς μεταβάλλεται) τη αποφάσει του Μητροπολιτικού Συμβουλίου δίχα εκδόσεως προεδρικού διατάγματος”, καθώς και με την πρόσθετη, νομικού χαρακτήρα, παρατήρηση ότι εφόσον με την πράξη του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ι.Μ. Μεσογαίας ορίστηκε η λειτουργία του “γραφείου” της Ενορίας και η έδρα της καθημερινής λειτουργικής ζωής στον Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου και Αγίου Μηνά, ο ναός αυτός κατέστη στην ουσία “ενοριακός” και ότι απόκειται στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο (ως όργανο που ασκεί πλήρη κατά νόμο αρμοδιότητα για το συγκεκριμένο ζήτημα) να προσαρμόσει ανάλογα το περιεχόμενο της απόφασής του, ώστε να απαλειφθεί από αυτήν το εδάφιο “περί καθορισμού του παρεκκλησίου ως νομικής έδρας της Ενορίας”.

3. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 “Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος” (Α΄ 146) ορίζονται τα εξής: “Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις … αι Ενορίαι μετά των Ενοριακών αυτών Ναών … είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. …”. Στο άρθρο 36 του ν. 590/1977 ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: “1. Η Ενορία μετά του ενοριακού ναού ως βασική μονάς οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου λογίζεται κατά τα εις το άρθρον 1 παρ. 4 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα ως Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου. 2. Η ενορία ιδρύεται δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τη αιτήσει του ημίσεος τουλάχιστον του κατά τας κειμένας διατάξεις προβλεπομένου δι’ ίδρυσιν ενορίας αριθμού οικογενειών, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνωμοδότησιν του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου … 3. Τα όρια εκάστης ενορίας καθορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. 4. Κέντρον της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής της ενορίας είναι ο ενοριακός ναός καθοριζόμενος δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου. 5. Η ενορία καταργείται ή συγχωνεύεται μετ’ άλλης ομόρου διά Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου … . 6. Τα της ιδρύσεως, των πόρων, της διοικήσεως, της διαχειρίσεως και της εν γένει λειτουργίας των ιερών ναών (ενοριακών και μη) … καθορισθήσονται δια κανονιστικών αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. [Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας] και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ’ ο μέρος δεν ρυθμίζονται δια του παρόντος. …”. Κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε ο Κανονισμός 8/1979 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 1/1980), ο οποίος ορίζει ειδικότερα τα εξής: Στο άρθρο 1ο ότι “Οι Ναοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος διακρίνονται εις: α) Ενοριακούς, εις ους υπάγονται τα Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια τούτων, β) …”, στο άρθρο 2ο ότι “1. Οι Ενοριακοί Ι. Ναοί λογίζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κατά τα εις το άρθρον 1 παραγρ. 4 του Ν. 590/1977 οριζόμενα. Ιδρύονται δια Προεδρικού Διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τη αιτήσει του ημίσεος τουλάχιστον του κατά τας κειμένας διατάξεις προβλεπομένου δι’ ίδρυσιν ενορίας αριθμού οικογενειών, μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου και γνωμοδότησιν του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου … 2. …” και στο άρθρο 3ο ότι “1. Η Ενορία μετά του Ενοριακού Ναού, ως βασική μονάς οργανώσεως του Εκκλησιαστικού βίου, έχει ωρισμένην τοπικήν περιφέρειαν, περιλαμβάνουσαν τους κατοικούντας εν αυτή Ορθοδόξους Χριστιανούς. … Τα όρια εκάστης ενορίας ορίζονται υπό του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου … 2. …”. Εξάλλου, ο Κανονισμός 58/1974 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος “Περί αρμοδιοτήτων και τρόπου λειτουργίας των Μητροπολιτικών Συμβουλίων” (Α΄ 4/1975), ο οποίος εξακολούθησε να ισχύει και μετά τη θέσπιση του ν. 590/1977 (βλ. άρθρο 67 του νόμου αυτού) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε στο άρθρο 2 ότι “Το Μητροπολιτικόν Συμβούλιον έχει τας εξής αρμοδιότητας: 1. Ιεροί Ναοί: α) Αποφαίνεται περί ιδρύσεως ενοριακών Ιερών Ναών …” και στο άρθρο 3 ότι “1. Κατά πάσης αποφάσεως του οικείου Μητροπολιτικού Συμβουλίου επιτρέπεται, εντός μηνός από της νομίμου κοινοποιήσεώς της, προσφυγή μόνον δια λόγους νομιμότητος, ενώπιον της επί των Κανονικών ζητημάτων Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής. 2. …”. Η Επιτροπή αυτή, η οποία λειτουργεί ήδη με την ονομασία “Επιτροπή επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων”, ασκούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο γνωμοδοτική αρμοδιότητα (βλ. άρθρο 10 παρ. 1 περ. γ΄ ν. 590/1977), η δε αποφασιστική αρμοδιότητα για τις προαναφερθείσες προσφυγές είχε περιέλθει στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας Εκκλησίας της Ελλάδος, ασκούμενη κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη σύγκλησή της από τη Δ.Ι.Σ., ως έχουσα κατά νόμο “την ανωτάτην εποπτείαν και τον έλεγχον επί των πράξεων … των διοικητικών οργάνων … των επί μέρους Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων, κατά τας κειμένας διατάξεις” (άρθρα 4 περ. στ΄ και 9 παρ. 2 ν. 590/1977).

4. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η ενορία και ο ενοριακός ναός, που συναποτελούν τη βασική μονάδα του εκκλησιαστικού βίου, συνιστούν το ενιαίο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου της αντίστοιχης ενορίας. Η ίδρυση του νομικού αυτού προσώπου και, επομένως, και οι μεταβολές του (συγχώνευση, κατάργηση) προϋποθέτουν την έκδοση κανονιστικού προεδρικού διατάγματος με αντίστοιχο περιεχόμενο, η οποία απαιτείται και σε περίπτωση μετονομασίας της ενορίας, όταν μεταβάλλεται, με απόφαση του οικείου μητροπολιτικού συμβουλίου κατά την παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 590/1977, ο ενοριακός ναός ή μετονομάζεται ο ήδη υφιστάμενος. Και τούτο, διότι, εφόσον, κατά τη διάταξη αυτή, ο ενοριακός ναός αποτελεί το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής της ενορίας, η ονομασία της ενορίας πρέπει να ταυτίζεται με την ονομασία του ενοριακού ναού (βλ. Π.Ε. 291/2013, 216/2012 κ.ά.). Ενόψει, εξάλλου, των ανωτέρω, η απόφαση του μητροπολιτικού συμβουλίου για τον προσδιορισμό ή τη μεταβολή του ενοριακού ναού ή της ονομασίας του, αποτελεί ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, που έχει ως αποδέκτες όσους κατοικούν στην περιφέρεια της συγκεκριμένης ενορίας και αποτελεί νόμιμο όρο για τη λειτουργία της (πρβλ. ΣτΕ 3646/1998, 969/1998 ολομ., 5148/1987 ολομ.). Σε περίπτωση, πάντως, που εκδοθεί απόφαση του μητροπολιτικού συμβουλίου η οποία συνεπάγεται κατά τα ανωτέρω μετονομασία της ενορίας, καθίσταται αναγκαία για τη νόμιμη λειτουργία της και η αντίστοιχη τροποποίηση του οικείου διατάγματος.

5. Επειδή, περαιτέρω, η μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού 58/1974 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προέβλεπε την άσκηση προσφυγής νομιμότητας (“μόνον διά λόγους νομιμότητος”) κατά όλων των αποφάσεων των μητροπολιτικών συμβουλίων. Η προσφυγή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, διακόπτει την εξηκονθήμερη προθεσμία (της παρ. 1 του ίδιου άρθρου) για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως επί τριάντα (30) ημέρες ή έως την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απάντησης της αρμόδιας αρχής, εφόσον αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν παρέλθει το διάστημα αυτό. Αν το τελευταίο παρέλθει άπρακτο, από την επομένη της συμπλήρωσής του αρχίζει να τρέχει εκ νέου η προθεσμία της αίτησης ακυρώσεως, είναι δε αδιάφορο αν μετά την άπρακτη παρέλευση του χρονικού διαστήματος της διακοπής ακολούθησε ρητή απορριπτική απόφαση, καθώς και το χρονικό σημείο που αυτή τυχόν κοινοποιήθηκε ή περιήλθε σε γνώση του αιτούντος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτέθηκε, οι αιτούντες άσκησαν τη με αρ. πρωτ. 1931/27.4.2012 (της Γραμματείας της Ιεράς Συνόδου) προσφυγή κατά της από 29.11.2011 απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ι.Μ. Μεσογαίας. Με την προσφυγή αυτή διακόπηκε η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως κατά της απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου για διάστημα τριάντα ημερών, το οποίο συμπληρώθηκε στις 28.5.2012 (ημέρα Δευτέρα), χωρίς να εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή. Κατόπιν τούτου, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως κατά της απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου άρχισε εκ νέου στις 29.5.2012 και συμπληρώθηκε, αφαιρουμένου του διαστήματος των δικαστικών διακοπών (από 1.7.2012 έως και 15.9.2012), στις 12.10.2012, ημέρα Παρασκευή (3 ημέρες από 29 έως 31.5.2012 + 30 ημέρες από 1 έως 30.6.2012 + 15 ημέρες από 16 έως 30.9.2012 + 12 ημέρες από 1 έως 12.10.2012 = 60 ημέρες), χωρίς να ασκεί επιρροή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το γεγονός ότι η από 27.4.2012 προσφυγή των αιτούντων απορρίφθηκε ρητώς με την από 8.10.2012 απόφαση της Δ.Ι.Σ., εφόσον η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά την παρέλευση του διαστήματος των τριάντα ημερών της διακοπής της προθεσμίας για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 15.10.2012, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της από 29.11.2011 απόφασης του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ι.Μ. Μεσογαίας. Κατά το μέρος δε που στρέφεται κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης της από 27.4.2012 προσφυγής των αιτούντων, καθώς και κατά της από 8.10.2012 ρητής απορριπτικής απόφασης της Δ.Ι.Σ., η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι η υποκείμενη στην ως άνω διοικητική προσφυγή (νομιμότητας) απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου διέφυγε τον ακυρωτικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ 83/2012, 1734/2010, 3976/2008, 2411/2008, 783/1999)

 

ΣΕ

3513/2014

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της από 17.1.2014 προσφυγής των αιτούντων ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 («Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων», Α΄ 114) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, με την οποία είχαν ζητήσει την ακύρωση της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης της από 16.10.2013 προσφυγής τους κατά της 311/2013 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων περί σύστασης δουλείας διόδου επί ακινήτων τους (5.400 και 6.500 τ.μ.) στην περιοχή Άγιος Πολύκαρπος της Δημοτικής Κοινότητας Νάξου. Η δουλεία αυτή, επί ακινήτου το οποίο έχει συνολικό μήκος 89,76 μέτρα, με συνολικό εμβαδό κατάληψης 359,04 τ.μ., συνεστήθη για την αντικατάσταση αγωγού ύδρευσης και για τη διέλευση νέου αγωγού αποχέτευσης, οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες, η μεν πρώτη λόγω της διάβρωσης που έχει υποστεί ο υφιστάμενος αγωγός ύδρευσης, η δε δεύτερη λόγω της ανεξέλεγκτης απόρριψης λυμάτων από τις παρακείμενες των επιδίκων ακινήτων κατοικίες, οι οποίες δεν είναι συνδεδεμένες με το δημοτικό δίκτυο αποχέτευσης. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εκδόθηκε, επί της ως άνω από 17.1.2014 προσφυγής, η 16/17.6.2014 απόφαση της παραπάνω Επιτροπής, η οποία συμπροσβάλλεται με το από 1.9.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων.

3. Επειδή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της 16/2014 απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, η υπό κρίση αίτηση παρίσταται αλυσιτελής. Τούτο δε, διότι η εν λόγω Επιτροπή, η οποία επελήφθη της κατατεθείσης στις 22.1.2014 (από 17.1.2014) προσφυγής των αιτούντων, απεφάνθη, με την ως άνω 16/2014 απόφασή της, στις 17.6.2014, δηλαδή πολύ πέραν της τριακονθήμερης, κατ’ άρθρο 152 παρ. 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων προθεσμίας και, ως εκ τούτου, ήταν κατά χρόνο αναρμόδια προς έκδοση πράξης επί της ως άνω προσφυγής. Και ναι μεν στην 16/2014 απόφαση αναφέρεται ότι η αποστολή προς την Επιτροπή των στοιχείων του φακέλου ολοκληρώθηκε στις 19.5.2014, με την περιέλευση του 57/19.5.2014 εγγράφου του Δήμου Νάξου, ωστόσο το έγγραφο αυτό δεν ήταν κρίσιμο για τη διάγνωση της υπόθεσης, ώστε να μετατεθεί η ημερομηνία έναρξης της ως άνω τριακονθήμερης προθεσμίας, καθόσον σε αυτό αναφέρονταν τα ονόματα των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου που παρέστησαν κατά την ενώπιόν του συζήτηση επί του θέματος της επίμαχης δουλείας διόδου, τα ονόματα δε αυτά είχαν ήδη μνημονευθεί στην ανωτέρω 311/2013 απόφαση αυτού. Επομένως, είναι αλυσιτελής η ακύρωση της ρητής απορριπτικής της προσφυγής 16/2014 απόφασης της Επιτροπής, εφόσον, πάντως, η τελευταία στερείται πλέον χρονικής αρμοδιότητας προς επάνοδο επί της προσφυγής.

 

ΣΕ

1029/2014

Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου και η οποία παραπέμφθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 32/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών λόγω αναρμοδιότητας του τελευταίου και, περαιτέρω, διεγράφη, λόγω αναρμοδιότητας, από το πινάκιο του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας την 19.9.2013, ζητείται η ακύρωση α) της 47720/44546/28.12.2011 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αττικής, με την οποία ακυρώθηκε η 240/2011 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου περί αναπροσαρμογής τελών Δημοτικού Νεκροταφείου έτους 2012, και β) της σιωπηρής απορρίψεως από την Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 προσφυγής του ως άνω Δήμου κατά της υπό στοιχ. (α) προσβαλλομένης. […]

4. Επειδή, ο ν. 3852/2010 (Α΄ 87) ορίζει, στο άρθρο 225 ότι «1. Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων των δήμων και των περιφερειών … αποστέλλονται υποχρεωτικά για έλεγχο νομιμότητας στην Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας Ο.Τ.Α., εφ’ όσον αφορούν : α) ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου … ε) την επιβολή φόρων, τελών, δικαιωμάτων … 2. Η απόφαση αποστέλλεται για έλεγχο νομιμότητας συνοδευόμενη από αντίγραφο του αποδεικτικού δημοσίευσης και από τα έγγραφα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νόμιμη έκδοσή της, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου … 3. … Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η απόφαση είναι παράνομη, τότε αυτή ακυρώνεται …», στο άρθρο 226 ότι «1. Ο Ελεγκτής Νομιμότητας μπορεί αυτεπαγγέλτως να ακυρώσει οποιαδήποτε απόφαση των συλλογικών … οργάνων των δήμων και των περιφερειών …, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών αφ’ ότου η απόφαση έχει δημοσιευθεί ή εκδοθεί …», στο άρθρο 227 ότι «1.α. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις των … οργάνων των δήμων, των περιφερειών … για λόγους νομιμότητας, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης ή την ανάρτηση στο διαδίκτυο ή από την κοινοποίησή της ή αφότου έλαβε γνώση αυτής … 2. Ο Ελεγκτής Νομιμότητας αποφαίνεται επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Αν παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία, χωρίς να εκδοθεί απόφαση, θεωρείται ότι η προσφυγή έχει σιωπηρώς απορριφθεί …», στο άρθρο 238 ότι «1. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α. ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων κατά τα άρθρα 225, 226 και 227 του παρόντος ασκείται από τον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τις Ειδικές Επιτροπές του άρθρου 152 του Κ.Δ.Κ., οι οποίες βρίσκονται στις έδρες των περιφερειών που ανήκουν στην ανωτέρω Αποκεντρωμένη Διοίκηση … 2. Η έναρξη λειτουργίας κάθε Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ διαπιστώνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. 3. …» και στο άρθρο 285 ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία είναι αντίθετη προς τις ρυθμίσεις του παρόντος, καταργείται». Περαιτέρω, ο ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (Α΄ 114) όριζε, στο άρθρο 151 ότι «Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσβάλει τις αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα … ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του επομένου άρθρου εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έκδοση της απόφασης ή την κοινοποίησή της ή αφ’ ότου έλαβε γνώση αυτής» και στο άρθρο 152, στο οποίο παραπέμπει, κατά τα προαναφερθέντα, το άρθρο 238 του ν. 3852/2010, ότι «1. … 2. Η Ειδική Επιτροπή ασκεί έλεγχο νομιμότητας και εκδίδει απόφαση επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της». Εξάλλου, στο άρθρο 5 της 31925/2007 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως (Β΄ 1020) ορίζεται ότι «1. … 4. Σε περίπτωση που η Ειδική Επιτροπή δεν εκδώσει απόφαση μέσα [στην προαναφερθείσα τριακονθήμερη προθεσμία], θεωρείται ότι η προσφυγή έχει απορριφθεί [,οπότε] εκδίδει σχετική διαπιστωτική πράξη…». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, η εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής, η προθεσμία αποφάνσεως επί της οποίας αρχίζει από την περιέλευση σ’ αυτήν της πράξεως και των στοιχείων που προβλέπονται από τον νόμο για την έκδοσή της και είναι κρίσιμα για τη διάγνωση της υποθέσεως, διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία αρχίζει εκ νέου μετά την πάροδο της τασσομένης, με την παρ. 2 του άρθρου 152 του Κ.Δ.Κ., αποκλειστικής τριακονθήμερης προθεσμίας αποφάνσεως της Επιτροπής. Σε περίπτωση σιωπής της Ειδικής Επιτροπής η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απορρίψεως της προσφυγής καθώς και κατά της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως αρχίζει από την επομένη της συμπληρώσεως της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας αποφάνσεως. Η ως άνω δε τριακονθήμερη προθεσμία αποφάνσεως της ειδικής Επιτροπής επί προσφυγών κατά πράξεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ.

5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, η προσβαλλομένη 47720/44546/28.12.2011 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αττικής εκδόθηκε κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, του προπαρατεθέντος άρθρου 238 του ν. 3852/2010 λόγω μη εκδόσεως της μνημονευομένης στην προηγουμένη σκέψη αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκεντρώσεως και Ηλεκτρονικής Διακυβερνήσεως περί ενάρξεως λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ. Η κατ’ αυτής προσφυγή κατατέθηκε την 31.1.2012 ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006, η οποία εξακολούθησε να ασκεί τις αρμοδιότητες του Ελεγκτή Νομιμότητας, ο σχετικός δε φάκελλος της υποθέσεως, προκειμένου αυτή να επιληφθεί, υποβλήθηκε ενώπιόν της την 9.2.2012 (βλ. το 5375/5168/7.2.2012 έγγραφο προς αυτήν της Διευθύνσεως Διοικήσεως της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αττικής). Επομένως, από το τελευταίο αυτό χρονικό σημείο (9.2.2012) άρχισε η τριακονθήμερη προθεσμία για να αποφανθεί η ως άνω Επιτροπή επί της ως άνω προσφυγής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι απερρίφθη σιωπηρώς την 12.3.2012 (ενόψει του ότι οι 10η και 11η Μαρτίου 2012 ήταν Σάββατο και Κυριακή, αντιστοίχως), από δε την επομένη εκκίνησε εκ νέου η διακοπείσα εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία, όμως, παρήλθε άπρακτη την 11.5.2012. Ως εκ τούτου, η ασκηθείσα την 31.5.2012 υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, στρεφομένη τόσο κατά της ως άνω αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα όσο και κατά της σιωπηρής απορρίψεως από την Ειδική Επιτροπή της κατ’ αυτής ασκηθείσης προσφυγής, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη. Δεδομένου δε ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η εν λόγω Ειδική Επιτροπή εστερείτο πλέον εξουσίας να επανέλθει επί της υποθέσεως και να επανεξετάσει την προσφυγή, εφ’ όσον είχε εξαντληθεί η κατά χρόνο αρμοδιότητά της, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί η υπό κρίση αίτηση ως ασκουμένη κατά της, από 11.4.2012 εκδοθείσης σύμφωνα με το άρθρο 5 της 31925/2007 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως, αποφάσεως της ως άνω Επιτροπής περί παρελεύσεως της κατά χρόνον αρμοδιότητάς της.

6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα.

 

ΣΕ

1492/1997

Επειδή, με την ως άνω αίτησιν ζητείται η ακύρωσις της υπ’ αριθ. Δ8/Α/15764/8.6.1992 αποφάσεως του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, με την οποίαν απερρίφθη προσφυγή, κατ’ άρθρον 8 ν. 3200/1955, της αιτούσης εταιρείας κατά της υπ’ αριθ. 2317/Φ.14.635/24.6.1991 αποφάσεως του Νομάρχου Δυτικής Αττικής. Με την νομαρχιακήν απόφασιν είχεν απορριφθή αίτημα της ίδιας εταιρείας περί μετεγκαταστάσεως δεξαμενής υγραερίου εις την περιοχήν Ασπροπύργου, πλησίον των κρατικών διϋλιστηρίων.

Επειδή το άρθρον 8 του ν. 3200/1955 “περί διοικητικής αποκεντρώσεως” (ΦΕΚ 97 Α’) ορίζει τα εξής : “1. Κατά των αποφάσεων του Νομάρχου επιτρέπεται εις πάντα ενδιαφερόμενον προσφυγή διά παράβασιν νόμου ενώπιον του αρμοδίου Υπουργού εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως, ή εάν η απόφασις δεν δημοσιεύεται από της κοινοποιήσεως ή άλλως αφ’ ης έλαβε γνώσιν. 2. Η προσφυγή κατατίθεται εις την Νομαρχίαν ή το αρμόδιον Υπουργείον . . . Ο αρμόδιος Υπουργός οφείλει ν’ αποφασίσει εντός εξήκοντα ημερών από της υποβολής της προσφυγής εις αυτόν . . . 4. . . . “.
Επειδή, η κατά την ανωτέρω διάταξιν 60νθήμερος προθεσμία, η οποία τάσσεται εις τον υπουργόν διά να αποφασίση επί της προσφυγής κατά νομαρχιακής πράξεως, άρχεται αφ’ ης περιήλθεν εις το Υπουργείον η προσφυγή, είναι δε ανατρεπτική, εν τη εννοία ότι μετά την πάροδόν της η προσφυγή θεωρείται απορριφθείσα, ο δε Υπουργός στερείται πλέον της εξουσίας να επιληφθή της υποθέσεως διότι η αρμοδιότης του έχει εξαντληθή κατά χρόνον. Συνεπώς τυχόν ακύρωσις της υπουργικής αποφάσεως, υπό τα δεδομένα αυτά παρίσταται αλυσιτελής.

Επειδή, εν προκειμένω, η προσφυγή άρθρου 8 ν. 3200/1955 την οποίαν ήσκησεν η αιτούσα κατά της νομαρχιακής πράξεως κατετέθη την 9.7.1991 εις την Διεύθυνσιν Βιομηχανίας Δυτικής Αττικής (αριθ. πρωτ. 3479/9.7.1991). Αύτη διεβιβάσθη με το υπ’ αριθ. 3473/Φ.14635/23.7.1991 έγγραφον της Νομαρχίας εις την Γενικήν Γραμματείαν Βιομηχανίας του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, περιελθόν εις αυτήν την 6.8.1991 (αριθ. πρωτ. 17888/6.8.1991). χκτοτε και μέχρις εκδόσεως της νυν προσβαλλομένης αποφάσεως (την 8.6.1992) παρήλθαν περίπου δέκα μήνες, δηλαδή εξεδόθη αύτη μετά την πάροδον της κατά την προηγουμένην σκέψιν 60νθημέρου ανατρεπτικής προθεσμίας. Συνεπώς και εν όψει της κατά χρόνον αναρμοδιότητος του Υπουργού να επανέλθη επί του θέματος, η ακύρωσίς της παρίσταται ως αλυσιτελής, ούτω δε είναι απορριπτέα η υπό κρίσιν αίτησις ως απαράδεκτος.

ΙΙΙ.Ζ. Ειδικότερα ζητήματα

1. Η προηγούμενη άσκηση ειδικής προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του οικείου ενδίκου βοηθήματος;

Δεδομένου αφενός ότι η αρχή της υποχρεωτικότητας καταλαμβάνει σύμφωνα με τα μέχρι τώρα νονμολογιακώς κριθέντα μόνο την ενδικοφανή προσφυγή και αφετέρου ότι ελλείπει ειδική δικονομική ρύθμιση επί του ζητήματος, γίνεται δεκτό ότι η προηγούμενη άσκηση, όπου προβλέπεται ειδικής προσφυγής δεν αποτελεί προϋπόθεση της παραδεκτής άσκηςη του οικείου ενδίκου βοηθήματος. 

ΣΕ

3899/2010

3. Επειδή, η ένσταση «κατά της διακήρυξης του διαγωνισμού», που προβλέπεται από το άρθρο 12 της Διακήρυξης (διάταξη ταυτόσημη, κατά περιεχόμενο, με το άρθρο 15 παράγρ. 1 περ. α του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.) – Απόφαση Υπουργού Εσωτερικών υπ’ αριθμ. 11389/1993 ΦΕΚ Β 185 – οι διατάξεις του οποίου, κατά το άρθρο 1 της διακήρυξης, διέπουν τη διενέργεια του επίδικου διαγωνισμού) δεν συνιστά ενδικοφανή προσφυγή, κατά την έννοια του άρθρου 45 παράγρ. 2 του Π.Δ. 18/1989, αλλά διοικητική προσφυγή νομιμότητας. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω η απ’ ευθείας άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της διακήρυξης, δεν καθιστά απαράδεκτη την κρινόμενη αίτηση.


Στο σημείο αυτό, πρέπει να διασαφηνιστεί ότι στη διάταξη του άρθρου 227 παρ. 3 ν. 3852/2010 προβλέπεται ότι η άσκηση της προσφυγής νομιμότητας κατά των πράξεων των μονομελών και συλλογικών οργάνων των ΟΤΑ (Α’ και Β’ βαθμού) ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά των πράξεων αυτών. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 238 του ιδίου νόμου ορίζει περαιτέρω ότι μέχρις ότου πληρωθούν οι θέσεις των Ελεγκτών Νομιμότητας και ξεκινήσει η λειτουργία της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας των ΟΤΑ (πράγμα που δεν έχει γίνει μέχρι και τη σήμερον), δεν τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος 3 του άρθρου 227. Συνεπώς, η άσκηση αυτής της προσφυγής νομιμότητας δεν αποτελεί ακόμη προϋπόθεση του παραδεκτού των οικείων ενδίκων βοηθημάτων.

 

2. Σε περίπτωση που προβλέπεται από διάταξη νόμου η άσκηση ειδικής προσφυγής, υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης προς ενημέρωση του διοικουμένου σχετικά με την δυνατότητα αυτού να ασκήσει ειδική προσφυγή, όπως απαιτεί το άρθρο 16 παρ. 1 ΚΔΔιαδ;

Η κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρέωση ενημερώσεως των διοικουμένων [με την υποκειμένη στην προσφυγή πράξη ή με τυχόν διαβιβαστικό της έγγραφο] για την δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον συγκεκριμένου οργάνου, την προβλεπόμενη σχετική προθεσμία καθώς και τις συνέπειες της μη άσκησης αυτής, αφορά την άσκηση των προβλεπομένων από ειδική διάταξη νόμου ενδικοφανών προσφυγών, όχι δε και των διοικητικών προσφυγών νομιμότητας (ΣΕ 2644/2011, σκ.6).

3. Απαιτείται ταυτότητα πραγματικών ισχυρισμών ειδικής προσφυγής – οικείου ενδίκου βοηθήματος;

Η κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, απαίτηση περί ταυτότητας πραγματικών ισχυρισμών μεταξύ διοικητικής προσφυγής και ενδίκου βοηθήματος επί ποινή απαραδέκτου της το πρώτον προβολής πραγματικού ισχυρισμού ενώπιον του δικαστηρίου αφορά τις προβλεπόμενες από ειδική διάταξη νόμου ενδικοφανείς προσφυγές, όχι δε και τις διοικητικές προσφυγές νομιμότητας (ΣΕ 3526/2001, σκ.5).

Κωστής Δεδελετάκης