Στην παρούσα θεματική παρουσιάζεται το δικονομικό φαινόμενο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας και εκτίθεται το σύνολο των δικονομικών κανόνων που διέπουν την προσβολή πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτής, ιδίως εξ επόψεως εκτελεστότητας των προσβαλλομένων πράξεων, εννόμου συμφέροντος και προθεσμίας άσκησης του οικείου ενδίκου βοηθήματος.

Εξ αρχής υπογραμμίζεται ότι δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσης θεματικής το προσυμβατικό στάδιο των δημοσίων συμβάσεων οι οποίες εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3886/2010 και πλέον του ν. 4412/2016, δεδομένου ότι τούτο υπόκειται σε ίδιους κανόνες αποκλίνοντες ως επί το πλείστον από τους ισχύοντες για τις λοιπές περιπτώσεις σύνθετης διοικητικής ενέργειας.

 

Ι. Ορισμός – Χαρακτηριστικά σύνθετης διοικητικής ενέργειας  

 

Ως σύνθετη διοικητική ενέργεια (εφεξής ΣΔΕ) ορίζεται η διαδικασία όπου για την επίτευξη ενός τελικού εννόμου αποτελέσματος (τελική πράξη) απαιτείται η προηγούμενη έκδοση στο πλαίσιο του αυτού νομοθετικού πλαισίου περισσότερων επιμέρους διοικητικών πράξεων (ενδιάμεσες πράξεις) η κάθε μια από τις οποίες αποτελεί προϋπόθεση έκδοσης της επόμενης, με την έκδοση δε της τελικής πράξης επέρχεται το δικονομικό φαινόμενο της ενσωμάτωσης των ενδιάμεσων πράξεων σε αυτήν. Για το χαρακτηρισμό μιας διαδικασίας ως σύνθετης διοικητικής ενέργειας είναι αδιάφορο το αν οι ενδιάμεσες πράξεις εκδίδονται από το ίδιο ή διαφορετικό όργανο καθώς και το αν η τελική πράξη εκδίδεται κατά δεσμία αρμοδιότητα ή κατά διακριτική ευχέρεια.

Ως ενσωμάτωση ορίζεται το δικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο ΠΡΙΝ την έκδοση της τελικής πράξης, κάθε ενδιάμεση πράξη διατηρεί την εκτελεστότητα και την αυτοτέλειά της και, άρα, μπορεί παραδεκτά να προσβληθεί αυτοτελώς (δηλαδή οι ενδιάμεσες πράξεις δεν έχουν τον χαρακτήρα προπαρασκευαστικών πράξεων ως προς την τελική πράξη), ενώ ΜΕ την έκδοση της τελικής πράξης και την περάτωση της ΣΔΕ, οι ενδιάμεσες πράξεις χάνουν την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά τους και ενσωματώνονται τόσο οι ρυθμίσεις τους όσο και οι πλημμέλειες που αυτές τυχόν φέρουν στην τελική πράξη. Έτσι πλέον με την ολοκλήρωση της ΣΔΕ μόνη εκτελεστή και παραδεκτά προσβαλλόμενη είναι η τελική πράξη, με την προσβολή της οποίας θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και όλη η ΣΔΕ. Συναφώς, λόγοι που βάλλουν κατά ενδιάμεσων πράξεων κρίνονται ως παραδεκτά προβαλλόμενοι με το ένδικο βοήθημα που στρέφεται κατά της τελικής πράξης. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, το δικονομικό φαινόμενο της ενσωμάτωσης τυποποιείται στις περιπτώσεις κάμψης του τεκμηρίου νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης.

 

ΙΙ. Περιπτωσιολογία σύνθετων διοικητικών ενεργειών

 

Κατά κύριο λόγο, το σχήμα της ΣΔΕ εμφανίζεται στις περιπτώσεις των διαγωνιστικών διαδικασιών περισσοτέρων σταδίων. Όλως ενδεικτικώς, στην παρούσα θεματική εκτίθεται η δομή δύο (2) από τις εν λόγω διαγωνιστικές διαδικασίες και ειδικότερα της διαγωνιστικής διαδικασίας που διενεργείται από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (εφεξής ΑΣΕΠ) προς το σκοπό διορισμού υπαλλήλων ή πρόσληψης προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή των Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρα 16 – 18 ν.2190/94) (υπό στοιχείο Α’) και της διαδικασίας πρόσληψης δικηγόρων σε Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση έμμισθης εντολής (άρθρο 11 ν. 1649/1986) (υπό στοιχείο Β’). Στο παρόν κεφάλαιο εκτίθεται, για κάθεμία από τις ως άνω διαγωνιστικές διαδικασίες, η δομή της ΣΔΕ με προσδιορισμό των επιμέρους πράξεων (ενδιάμεσων και τελικής) και επισημαίνονται τα βασικά δικονομικά ζητήματα που εγείρονται κατά την προσβολή κάθε ενδιάμεσης πράξεως. Εν συνεχεία, στο επόμενο κεφάλαιο (υπό ΙΙΙ) θα παρουσιαστούν οι δικονομικές συνέπειες που επιφέρει η έκδοση της τελικής πράξης και η συνακόλουθη ενσωμάτωση των προηγηθεισών ενδιάμεσων πράξεων στην εκάστοτε τελική πράξη.

 

Α’ : Διορισμός υπαλλήλων ή πρόσληψη προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή των Ν.Π.Δ.Δ. κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 16 – 18 ν.2190/94

 

Πρώτη ενδιάμεση πράξη : Προκήρυξη (φύση πράξης : κανονιστικού περιεχομένου, δημοσιευτέα κατ’ άρθρο 7 παρ. 9 ν. 3469/2006)

 

Προς το σκοπό διασαφήνισης του ρόλου και της αρμοδιότητας του ΑΣΕΠ κρίνεται αναγκαίο να επισημανθεί ότι η κατάρτιση των προκηρύξεων (όροι, υπό πλήρωση θέσεις κτλ) δεν συνιστά αρμοδιότητα αποδοθείσα στο ΑΣΕΠ αλλά «στα αρμόδια όργανα της Κυβερνήσεως, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και στις διοικήσεις των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου» (άρθρο 1 ν.2190/1994). Αντιθέτως, αρμοδιότητα του ΑΣΕΠ συνιστά η δημοσίευση των ως άνω προκηρύξεων, η συγκρότηση των απαιτούμενων επιτροπών και η άσκηση όλων των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων για την ολοκλήρωση των διαδικασιών διαγωνισμών ή επιλογών έως τον καθορισμό των διοριστέων, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως τακτικών ή μόνιμων υπαλλήλων ή συμβασιούχων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου (άρθρο 3 ν.2190/1994). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν παρέχεται πουθενά στο οικείο νομικό πλαίσιο κανονιστική αρμοδιότητα στην Ολομέλεια του Α.Σ.Ε.Π., δηλαδή αρμοδιότητα για τη θέσπιση κανόνων δικαίου όσον αφορά τους όρους διεξαγωγής του διαγωνισμού πλήρωσης θέσεων ούτε και αρμοδιότητα καθορισμού του περιεχομένου των προκηρύξεων εκ των προτέρων και ανεξαρτήτως προς συγκεκριμένη διαδικασία προσλήψεων.

 

ΣΕ 7μ 4093/2012 […] 6. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες, στη σκέψη 4, διατάξεις του ν. 2190/1994, του Κανονισμού Λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π., ιδίως δε τη διάταξη της περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 4 του ως άνω Κανονισμού, καθώς και από τις διατάξεις του άρθρου 28 του π.δ. 50/2001, όπως έχουν αντικατασταθεί και ισχύουν, δεν παρέχεται στην Ολομέλεια του Α.Σ.Ε.Π. κανονιστική αρμοδιότητα, δηλαδή αρμοδιότητα για τη θέσπιση κανόνων δικαίου, όσον αφορά την αναγνώριση των πιστοποιητικών γλωσσομάθειας τα οποία χορηγούν πανεπιστήμια της αλλοδαπής, προκειμένου τα πιστοποιητικά αυτά να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία γνώσης ξένων γλωσσών στους διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π., δεδομένου άλλωστε ότι οι προϋποθέσεις για την ως άνω αναγνώριση προβλέπονται στις προεκτεθείσες διατάξεις του π.δ. 50/2001, όπως έχουν αντικατασταθεί και ισχύουν με το π.δ. 146/2007. Εξάλλου το Α.Σ.Ε.Π. δεν έχει αρμοδιότητα καθορισμού του περιεχομένου των προκηρύξεων εκ των προτέρων και ασυνδέτως προς συγκεκριμένη διαδικασία προσλήψεων. Ενόψει αυτών, η προσβαλλόμενη πράξη της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία δεν θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου αλλά κρίνεται ότι τα ανωτέρω πιστοποιητικά πληρούν τις οριζόμενες στις διατάξεις του Π.Δ/τος 146/2007 προϋποθέσεις για να αναγνωρίζονται ως πιστοποιητικά γλωσσομάθειας και να περιλαμβάνονται στο σχετικό παράρτημα των προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π., συνιστά κατευθυντήρια εσωτερική οδηγία προς διασφάλιση της ενότητας κατά τη σύνταξη των προκηρύξεων από τα όργανα του Α.Σ.Ε.Π. στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα. Οι προκηρύξεις που θα εκδοθούν είναι εκείνες οι πράξεις οι οποίες προσδιορίζουν κατά τρόπο δεσμευτικό το νομικό πλαίσιο των διαγωνισμών και ειδικότερα τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψηφίων, μπορούν δε να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως από τους έχοντες προς τούτο έννομο συμφέρον. Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλεται απαραδέκτως με την υπό κρίση αίτηση.[…]

 

Η Προκήρυξη του ΑΣΕΠ ως κανονιστικού περιεχομένου πράξη προσβάλλεται και ευθέως, αρμόδιο δε για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας σύμφωνα με το τεκμήριο γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας που κατοχυρώνεται στη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 περ. α’ του Συντάγματος. Όπως ισχύει και για όλες τις κανονιστικού περιεχομένου πράξεις, η δικονομική προθεσμία προσβολής της Προκήρυξης του ΑΣΕΠ εκκινά από την επομένη της προσήκουσας δημοσίευσης, κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 πδ 18/89. Στην περίπτωση που δεν χωρήσει δημοσίευση ή δεν χωρήσει προσήκουσα δημοσίευση η πράξη είναι ανυπόστατη, ωστόσο και στην περίπτωση αυτή προσβάλλεται παραδεκτώς, ανεξαρτήτως εφαρμογής της, για λόγους ασφάλειας του δικαίου και αποφυγής ακυροτήτων στο μέλλον (Ολομέλεια ΣΕ 87/2011). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αίτηση ακύρωσης παρίσταται απρόθεσμη. Και τούτο διότι, εφ’ όσον η πράξη δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εκκινά  καθ’ οιονδήποτε τρόπο η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης αυτής (πρβλ ΣΕ 1219/2011, σκ.5).

Κατά την ευθεία προσβολή Προκήρυξης του ΑΣΕΠ και ως προς τη στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης αναφύονται συνήθως οι ακόλουθες δύο προβληματικές. Πρώτον, παρίσταται αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση προσωπικού εννόμου συμφέροντος η υποβολή αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία εκ μέρους του ασκούντος την αίτηση ακύρωσης, ειδικά στην περίπτωση που τούτος αμφισβητεί με το ένδικο βοήθημα την συνταγματικότητα τεθέντων με την Προκήρυξη όρων συμμετοχής (λ.χ. τυπικά ή ουσιαστικά προσόντα) τα οποία δεν πληροί; Δεύτερον, στην περίπτωση που υποβάλει αίτηση συμμετοχής χωρίς δήλωση επιφύλαξης σχετικά με τη νομιμότητα των όρων της Προκήρυξης, μπορεί εν συνεχεία να την αμφισβητήσει ή συνάγεται εκ της ελλείψεως δήωσης επιφύλαξης αποδοχή της νομιμότητας αυτών;

Στο πρώτο ερώτημα, η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων σε υποθέσεις διαγωνιστικών διαδικασιών για την πλήρωση θέσεων είναι σαφής και πάγια. Με προσωπικό έννομο συμφέρον ασκείται αίτηση ακύρωσης κατά Προκήρυξης μόνο εφόσον ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία, ακόμη και αν ήταν βέβαιο ότι θα απορριφθεί λόγω έλλειψης συνδρομής όρων της Προκήρυξης.

 

ΔΕΦ Αθ (ΙΑ’ Τμ) 1787/2010

(όλως ενδεικτικά)

[…] 4. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8), που εφαρμόζεται και κατά τη διαδικασία ενώπιον των Διοικητικών Εφετείων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α΄ 268), ορίζεται, ότι: «Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν. 2. …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς, να υπάρχει δε στο πρόσωπο του αιτούντος σωρευτικώς κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως, κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στο Διοικητικό Εφετείο (ΣτΕ 2252, 1461/2003, 2098/2002 κ.ά.). Πρέπει δηλαδή το έννομο συμφέρον του αιτούντος να στηρίζεται σε έννομη κατάστασή του που υπάρχει κατά τα τρία πιο πάνω χρονικά σημεία και να υφίσταται λόγω της ειδικής σχέσεως την οποία έχει αυτός προς την προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως, όταν δεν υπάρχει η ειδική αυτή έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη, υφίσταται έλλειψη εννόμου συμφέροντος αυτού, που καθιστά απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 1103/2005, 4041, 2998/1998 κ.ά.). Περαιτέρω, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων και τη σύννομη άσκηση της αρμοδιότητας της Διοικήσεως, αλλά απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερο, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη δε τούτου κρίνεται – στην περίπτωση που η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα – από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων, τα οποία επέρχονται από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία έχει και την επικαλείται ο αιτών (ΣτΕ 2990/2002, 5858/1996 κ.ά.).

5. Επειδή, όπως αναφέρεται στο από 9-4-2010 υπόμνημα της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ) καθώς στο υπ’ αριθμ. πρωτ. 36730/21-12-2009 έγγραφο των απόψεων του Α.Σ.Ε.Π. προς το παρόν Δικαστήριο, αλλά προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών δεν υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής, που προκηρύχθηκε με την 1/2007 Προκήρυξη της Ε.Ε.Τ.Τ., για την πλήρωση είκοσι έξι (26) θέσεων Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ο ίδιος προβάλλει ότι μολονότι είχε τα τυπικά προς τούτο προσόντα δεν υπέβαλε υποψηφιότητα, διότι θεώρησε την εν λόγω προκήρυξη «άκυρη», λόγω αναρμοδιότητας – μη νόμιμης συγκρότησης της Ολομελείας της Ε.Ε.Τ.Τ. που αποφάσισε τη διεξαγωγή του διαγωνισμού (απόφαση 418/20/19-1-2007). Ενόψει όμως αυτού, ο αιτών δεν έχει το απαιτούμενο, κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για να επιδιώξει την ακύρωση του πιο πάνω πίνακα προσληπτέων της Ε.Ε.Τ.Τ., δεδομένου ότι δεν δημιουργήθηκε η ειδική έννομη σχέση που πρέπει να τον συνδέει με την προσβαλλόμενη πράξη (πίνακα προσληπτέων), η οποία υπό τα ανωτέρω δεδομένα δεν τον αφορά […].

 

Ομοίως πάγια και σαφής είναι η θέση της νομολογίας και επί της δεύτερης προβληματικής. Καταρχάς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 πδ 18/89, το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως είναι απαράδεκτο (ως ασκούμενο άνευ εννόμου συμφέροντος) σε περίπτωση που ο αιτών έχει αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αποδοχή πρέπει είτε να περιέχεται σε ρητή δήλωση του αιτούντος, είτε να προκύπτει από την εν γένει συμπεριφορά του, κατά τρόπο που δεν καταλείπει αμφιβολίες. Με το δεδομένο αυτό, η νομολογία δέχεται παγίως ότι «[…] το γεγονός ότι υποψήφιος, ο οποίος έλαβε μέρος σε διαγωνισμό προς πλήρωση θέσεων με τη διαδικασία του Α.Σ.Ε.Π., δεν περιέλαβε επιφύλαξη στη δήλωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό ως προς τη νομιμότητα όρων της προκήρυξης, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως με την οποία να αμφισβητεί τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκήρυξης, καθώς και των πράξεων που εκδίδονται, στη συνέχεια, και στηρίζονται στους όρους αυτούς, με τις οποίες ο εν λόγω υποψήφιος αποκλείσθηκε από διορισμό στις προκηρυχθείσες θέσεις. Τούτο, δε, διότι από μόνη τη μη υποβολή της ανωτέρω επιφύλαξης δεν συνάγεται, άνευ άλλου, σαφής και ανεπιφύλακτη αποδοχή των πιο πάνω όρων και, επομένως, τυχόν  αποστέρηση του εννόμου συμφέροντος του υποψήφιου προς προσβολή των ανωτέρω όρων θα παραβίαζε ευθέως το δικαίωμα αυτού προς παροχή έννομης προστασίας το οποίο κατοχυρώνει το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ.1), ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους οι βλαπτικές συνέπειες των οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον υποψήφιο.[…]» (ΣΕ 7μ 3031/2003, σκ.5, ΣΕ 3871/2014, σκ. 8, ΣΕ 135/2014, σκ. 5 κ.α.).

 

Δεύτερη ενδιάμεση πράξη : Προσωρινοί πίνακες κατάταξης (φύση πράξης : σωρευτική ατομική, δημοσιευτέα κατ’ άρθρο 17 παρ. 10 ν. 2190/1994)

 

Με τις διατάξεις του ν. 2190/94 (άρθρο 17 παρ. 8 και 9) όπως τούτες συμπληρώνονται κάθε φορά από την εκάστοτε Προκήρυξη εγκαθιδρύεται το σύστημα της αντικειμενικής μοριοδότησης. Συναφώς, κατόπιν της αξιολόγησης από τα όργανα του ΑΣΕΠ βάσει των όρων της Προκήρυξης, συντάσσονται προσωρινοί πίνακες όπου οι υποψήφιοι κατατάσσονται κατά αξιολογική σειρά.

Οι προσωρινοί πίνακες υπόκεινται σε ένσταση από τον θιγόμενο υποψήφιο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 10 ν. 2190/1994, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 13 ν.3801/2009, η οποία ορίζει ότι «κατά των πινάκων αυτών οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ασκήσουν ένσταση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την επομένη της καταχώρισης στο δικτυακό τόπο του ΑΣΕΠ […].  Η ως άνω προβλεπόμενη ένσταση φέρει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προφυγής άγουσα σε επανέλεγχο κατά νόμο και ουσία και στρέφεται κατά του προσωρινού πίνακα και όχι του τελικού κυρωμένου πίνακα επιτυχόντων.

 

ΣΕ 4498/2005

(!!!)

[…]10. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 10 του Ν.2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 9 του Ν.2527/1997, δεν προβλέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά των οριστικών πινάκων διοριστέων και της αποφάσεως του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία κυρώνονται οι πίνακες αυτοί (ΣτΕ 1111/2005 7μ.). Κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της Διοικήσεως ότι η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη ασκήσεως από την αιτούσα (και εκκαλούσα) ενδικοφανούς προσφυγής κατά των προσβαλλομένων αυτών πράξεων.[…]

 

Οι διαφορές που αναφύονται από την προσβολή προσωρινού πίνακα επιτυχόντων του ΑΣΕΠ ανήκουν στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/77. Ειδικότερα, στην περίπτωση που η διαδικασία του ΑΣΕΠ γίνεται προς το σκοπό πρόσληψης προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου η αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου ερείδεται στη διάταξη της περ. γ’, ενώ όταν η διαδικασία του ΑΣΕΠ σκοπεί στον διορισμό υπαλλήλου, η αρμοδιότητα του Εφετείου ερείδεται στη διάταξη της περ. α’ της ως άνω παραγράφου. Σημειώνεται μάλιστα, ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 και 5 Α ν. 702/77 συνάγεται ότι οι εν λόγω διαφορές είναι ανέκκλητες (ΣΕ 4592/2014 σκ. 7, ΣΕ 305/2016, σκ. 6 κ.α.).

Σε περίπτωση προσβολής προσωρινού πίνακα του ΑΣΕΠ, η βλάβη που απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος μπορεί να προκύπτει είτε από την παράλειψη ένταξης του αιτούντος στον πίνακα (λόγω αποκλεισμού του για τυπικό διαδικαστικό λόγο ή λόγω έλλειψης τυπικού προσόντος) είτε από την κατάταξη του στον πίνακα σε θέση την οποία αυτός κρίνει ως χαμηλή και μη αντιστοιχούσα στα αξιολογικά στοιχεία της υποψηφιότητάς του. Σε οποιαδήποτε από τις ως άνω περιπτώσεις, η στοιχειοθέτηση του εννόμου συμφέροντός του διέρχεται από την ίδια βάσανο. Τα διοικητικά δικαστήρια παγίως δέχονται ότι «[…] για την προσβολή επιλογής τρίτου προσώπου σε θέση κατά παράλειψη του ασκούντος την αίτηση ακυρώσεως, δεν αρκεί η απλή εκδήλωση ενδιαφέροντος από τον τελευταίο για την κατάληψη της θέσης αυτής ή η απλή συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής, αλλά απαιτείται, επιπλέον, αυτός που προσβάλλει την επιλογή του τρίτου προσώπου και τη δική του παράλειψη να προβάλλει και αποδεικνύει, ή να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ότι πληροί όλες τις τυπικές προϋποθέσεις, θετικές ή αρνητικές, του νόμου για την επιλογή του ώστε, αν δεν επιλεγεί ο τρίτος ή ακυρωθεί η επιλογή του, να είναι κατ` αρχήν δυνατή σύμφωνα με το νόμο η κατ` ουσία εξέταση της υποψηφιότητάς του και η επιλογή του στη διεκδικούμενη θέση. Φυσικά στην περίπτωση που ο αιτών είχε απορριφθεί λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπό του τυπικού προσόντος προβλεπόμενου από το διέπον τη διαγωνιστική διαδικασία νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο αλλά μεταξύ άλλων αυτός αμφισβητεί τη συνταγματικότητα της απαίτησης του συγκεκριμένου προσόντος, τότε η μη συνδρομή στο πρόσωπό του του προσόντος τούτου δεν αφαιρεί από αυτόν το έννομο συμφέρον να προσβάλλει την πράξη διορισμού του τρίτου. Αντίθετα, η έλλειψη ορισμένου τυπικού προσόντος ή η συνδρομή στο πρόσωπό του ορισμένου κωλύματος, που καθιστά αδύνατη την κατάληψη της επίδικης θέσης από αυτόν, στερεί τον αιτούντα από το έννομο συμφέρον να επιδιώξει την ακύρωση του διορισμού τρίτου προσώπου, ανεξάρτητα από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και τη βασιμότητά τους. Η διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών προσόντων στο πρόσωπο του αιτούντος μπορεί να γίνει και αυτεπαγγέλτως από τον ακυρωτικό δικαστή, υπό την προϋπόθεση ότι η συνδρομή αυτή προκύπτει αποκλειστικά από μία υφιστάμενη ήδη νομική κατάσταση ή βεβαιώνεται με ορισμένο δημόσιο ή άλλο έγγραφο και δεν συνάγεται από ουσιαστική εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, την οποία κατά νόμο ενεργεί η Διοίκηση προκειμένου να αξιολογήσει μία ιδιότητα, ικανότητα ή σχέση που επιτρέπει τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου στη διαδικασία του διορισμού.[…]». (ενδεικτικά ΔΕΦ Αθ 1649/2010, σκ.7-8, ΣΕ 650/2011, σκ. 5 κ.α.).

 

Τελική πράξη : Κυρωμένος οριστικός πίνακας επιτυχόντων (φύση πράξης : σωρευτική ατομική πράξη, δημοσιευτέα κατ’ άρθρο 17 παρ. 10 ν. 2190/1994 και 7 παρ. 3 περ. στ’ ν. 3469/2006).

 

Η σύνθετη διοικητική ενέργεια ολοκληρώνεται με την πράξη του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων επιτυχίας (ή προτεραιότητας) και διοριστέων, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά την έκδοση της πράξης αυτής, οι προηγούμενες ενδιάμεσες πράξεις ενσωματώνονται στην τελική και χάνουν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα, η νομιμότητά τους όμως εξετάζεται κατά τον έλεγχο του κύρους της πράξης του Α.Σ.Ε.Π. για την κύρωση των οριστικών πινάκων.

 

ΣΕ 7μ 1111/2005 […] 4. Επειδή, από τις ως άνω διαδικαστικού χαρακτήρα διατάξεις των άρθρων 16, 17 και 18 του ν. 2190/1994 και της υπ’ αριθμ. ΔΙΠΠ/Φ. ΑΣΕΠ 1/23634/21.10.1997 κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθιερώνεται σύνθετη διοικητική ενέργεια και οι εκδιδόμενες στα πλαίσια της νομοθεσίας αυτής πράξεις, όπως η προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων, οι προσωρινοί πίνακες κατατάξεως των υποψηφίων και οι αποφάσεις του Α.Σ.Ε.Π. που εκδίδονται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν ενστάσεως, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που προηγούνται της διοικητικής πράξης που εκδίδεται τελικά. Η σύνθετη διοικητική ενέργεια ολοκληρώνεται με την πράξη του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων επιτυχίας (ή προτεραιότητας) και διοριστέων, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής πράξεως οι προηγούμενες πράξεις ενσωματώνονται στην τελευταία και χάνουν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα, η νομιμότητά τους όμως εξετάζεται κατά τον έλεγχο του κύρους της πράξεως του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων, δηλαδή της τελικής πράξεως. Εν συνεχεία, σε επόμενο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και με νόμιμο έρεισμα την ως άνω τελική πράξη του ΑΣΕΠ εκδίδονται, επί τη βάσει των διατάξεων που ισχύουν για κάθε υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο, οι πράξεις διορισμού οι οποίες αποτελούν πράξεις συναφείς προς την πράξη κυρώσεως των οριστικών πινάκων.[…]

 

Η προθεσμία άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους υποψήφιους σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων, δηλαδή για όλους τους άλλους πλην εκείνων στους οποίους αναφέρεται η βάσει διατάξεως νόμου δημοσιευόμενη πράξη κυρώσεως των πινάκων διοριστέων, αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσης της εν λόγω πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση της πράξης αυτής στους τρίτους υποψήφιους.

 

ΣΕ 3582/2013 […] 3. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (ΕτΚ Α΄, φ.8), η εξηκονθήμερη προθεσμία άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους υποψήφιους σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων, δηλαδή για όλους τους άλλους πλην εκείνων στους οποίους αναφέρεται η βάσει διατάξεως νόμου δημοσιευόμενη πράξη κυρώσεως των πινάκων διοριστέων, αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσης της εν λόγω πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση της πράξης αυτής στους τρίτους υποψήφιους. Ενόψει της καθοριζόμενης από το ν. 2190/1994, όπως ισχύει, διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα επί τη βάσει της οποίας οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής και στη συνέχεια εκδίδονται προσωρινοί πίνακες επιτυχόντων κατά των οποίων οι ανωτέρω δύνανται να ασκήσουν ένσταση, ακολουθεί δε η έκδοση των οριστικών πινάκων επιτυχόντων οι οποίοι κυρώνονται με πράξη του Α.Σ.Ε.Π. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση στους μη διοριστέους υποψήφιους, οι οποίοι θεωρούνται τρίτοι, της ως άνω πράξης που ολοκληρώνει τη σύνθετη διοικητική ενέργεια. Με τα δεδομένα αυτά η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ως άνω πράξης από τους μη διοριστέους υποψηφίους, οι οποίοι έχουν εύλογο ενδιαφέρον να παρακολουθούν τα στάδια της λεπτομερώς οριζόμενης από το νόμο διαδικασίας και να πληροφορούνται από το Α.Σ.Ε.Π. με δική τους πρωτοβουλία για την πορεία της υποψηφιότητάς τους επομένως δε και για τους λόγους του τυχόν αποκλεισμού τους, αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974, ΕτΚ Α’, φ.256).[…]

 

Πράξεις διορισμού περιληφθέντων στον κυρωμένο οριστικό πίνακα επιτυχόντων (άρθρα 15-18 ν. 3528/2007)

 

Σε επόμενο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, δηλ μετά την ολοκλήρωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, και με νόμιμο έρεισμα την ως άνω τελική πράξη της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π. εκδίδονται, επί τη βάσει των διατάξεων που ισχύουν για κάθε φορέα, οι πράξεις διορισμού οι οποίες αποτελούν πράξεις συναφείς προς την πράξη κύρωσης των οριστικών πινάκων (ΣΕ 7μ 11112005, σκ. 4, ΣΕ 3582/2013, σκ. 3 κ.α.). Η πράξη διορισμού αν και στην πραγματικότητα συνιστά το τελικό έννομο αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκεται με τη ΣΔΕ, ωστόσο δεν αποτελεί την τελική πράξη αυτής, καθώς δεν εκδίδεται δυνάμει του αυτού νομοθετικού πλαισίου, δηλαδή του ν. 2190/1994. Ο διορισμός, κατά κανόνα, γίνεται με έκδοση πράξης από τον ΠτΔ, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος. Εν προκειμένω, το άρθρο 16 ΥΚ ορίζει ότι την πράξη διορισμού δημοσίων υπαλλήλων εκδίδει ο οικείος Υπουργός, ενώ για τους διοριζόμενους σε ΝΠΔΔ την πράξη διορισμού εκδίδει το ανώτατο μονομελές όργανο της διοίκησης και αν δεν υπάρχει τέτοιο ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου. Η πράξη διορισμού έχει υποχρεωτικώς έγγραφο τύπο. Δημοσιεύεται στην ΕτΚ και κοινοποιείται στον διοριζόμενο.

 

 

Β’ : Πρόσληψη δικηγόρων σε ΝΠΔΔ κατά τη διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 11 ν. 1649/1986.

 

Η πρόσληψη δικηγόρου σε ΝΠΔΔ γίνεται με βάση τις διατάξεις του ν.1649/86 (άρθρο 11). Η  διάταξη αυτή κατ’ εξαίρεση δεν εφαρμόζεται για την πρόσληψη του προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή του νομικού  συμβούλου των  παραπάνω  νομικών προσώπων. Οι δικηγόροι προσλαμβάνονται με έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (έμμισθη εντολή), ωστόσο οι διαφορές που αναφύονται κατά την πρόσληψη είναι διοικητικές κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος διότι η πρόσληψη λαμβάνει χώρα κατά ειδική διοικητική διαδικασία (ΣΕ 2076/1976, ΣΕ 3669/1990, σκ. 5, κ.α.).

ΠΡΟΣΟΧΗ : στην περίπτωση που η πρόσληψη δικηγόρου γίνεται σε ΝΠΙΔ η σχετική διαδικασία δεν συνιστά ΣΔΕ. Μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί παραδεκτώς να προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είναι το πρακτικό επιλογής της Επιτροπής του άρθρου 11 του ν.1649/86 και τούτο διότι η συγκεκριμένη Επιτροπή είναι συλλογικό διοικητικό όργανο, η δε επιλογή του δικηγόρου είναι δεσμευτική για το νομικό πρόσωπο. Αντιθέτως, στην πρόσληψη δικηγόρου σε ΝΠΙΔ, οι διαφορές που αναφύονται από την σχετική προκήρυξη ή την πράξη πρόσληψης είναι ιδιωτικές διαφορές (άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος) υπαγόμενες στην αρμοδιότητα εκδίκασης των πολιτικών δικαστηρίων.

Μιας και το ζήτημα δεν διαφοροποιείται ως προς την δικονομική του αντιμετώπιση ανάλογα με την προσβαλλόμενη ενδιάμεση πράξη, μπορούμε εξ αρχής να οριοθετήσουμε ότι οι διαφορές που αναφύονται από διαδικασία πρόσληψης δικηγόρων σε ΝΠΔΔ ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας βάσει του τεκμηρίου γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 περ. α’ του Συντάγματος.

 

ΣΕ 7μ 3060/2013 […] 5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αναφέρονται στην εν γένει κατάσταση των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και συνδέονται προς τους ανωτέρω φορείς με σχέση έμμισθης εντολής, είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας και συγκεκριμένα το Γ΄ Τμήμα αυτού και όχι το Διοικητικό Εφετείο, διότι οι δικηγόροι αυτοί δεν αποτελούν ούτε «προσωπικό» των ανωτέρω φορέων, με την έννοια που έχει ο όρος αυτός στη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 ν. 702/1977 (βλ. ΣτΕ 2097/2000, 2148/1999), ούτε «υπαλλήλους» με την έννοια που έχει όρος αυτός στην περ. α΄, δηλαδή υπαλλήλους συνδεόμενους με σχέση δημοσίου δικαίου με το Δημόσιο, τους οτα ή τα νπδδ. Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 μεταφέρθηκε στα διοικητικά εφετεία η αρμοδιότητα για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών οι οποίες αφορούν στους επαγγελματίες που αναφέρονται στην περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του π.δ. 361/2001, πλην των δικηγόρων. Συνεπώς, η εκδίκαση των αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων επιλογής και πρόσληψης δικηγόρων σε οτα και νπδδ, δυνάμει του άρθρου 11 του ν. 1649/1986, υπάγεται, στη γενική, κατά το άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και, ειδικότερα, στην αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος αυτού (πρβλ. ΣτΕ 783, 791, 1608/2012, 1782, 3364, 3572 – 3575/2011, κ.α.). […]

 

1η ενδιάμεση πράξη : Προκήρυξη (φύση πράξης : κανονιστικού περιεχομένου, δημοσιευτέα κατά τον τρόπο που ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 11 ν.1649/1986).

 

Η προκήρυξη για την πρόσληψη δικηγόρου κοινοποιείται με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου στον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου της έδρας του δικηγόρου που θα προσληφθεί και  στον  Πρόεδρο  του  οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, οι οποίοι επιμελούνται για την τοιχοκόλλησή της στο κατάστημα του Πρωτοδικείου και στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου  αντίστοιχα. Επίσης η προκήρυξη δημοσιεύεται με πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων σε μία τουλάχιστον εφημερίδα, που εκδίδεται στην έδρα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, κατά προτίμηση ημερήσια.

Όπως ισχύει και για όλες τις κανονιστικού περιεχομένου πράξεις, η δικονομική προθεσμία προσβολής της Προκήρυξης του οργάνου διοίκησης του ΝΠΔΔ εκκινά από την επομένη της προσήκουσας δημοσίευσης, κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 πδ 18/89. Στην περίπτωση που δεν χωρήσει δημοσίευση ή δεν χωρήσει προσήκουσα δημοσίευση η πράξη είναι ανυπόστατη, ωστόσο και στην περίπτωση αυτή προσβάλλεται παραδεκτώς, ανεξαρτήτως εφαρμογής της, για λόγους ασφάλειας του δικαίου και αποφυγής ακυροτήτων στο μέλλον (Ολομέλεια ΣΕ 87/2011). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αίτηση ακύρωσης παρίσταται απρόθεσμη. Και τούτο διότι, εφ’ όσον η πράξη δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εκκινά  καθ’ οιονδήποτε τρόπο η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης αυτής (πρβλ ΣΕ 1219/2011, σκ.5).

Οι προβληματικές που παρατέθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος κατά την ευθεία προσβολή Προκήρυξης του ΑΣΕΠ ανακύπτουν και στην προκείμενη διαγωνιστική διαδικασία πρόσληψης δικηγόρων. Η νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου παγίως δέχεται τα ακόλουθα :

α) Ως προς την αναγκαιότητα προηγούμενης υποβολής αίτησης συμμετοχής : «[…] εφόσον ο αιτών δεν υπέβαλε, καίτοι ηδύνατο, αίτηση συμμετοχής στη επίδικη διαδικασία επιλογής και δεν εξεδήλωσε έτσι τη σοβαρή πρόθεσή του να λάβει μέρος σ’ αυτήν προκειμένου να καταλάβει μία από τις προκηρυχθείσες θέσεις δικηγόρων του Πανεπιστημίου Αθηνών, στερείται εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, οι οποίες δεν τον αφορούν, καθόσον ο διορισμός των παρεμβαινόντων δεν έγινε κατά δική του παράλειψη. Ο αιτών προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, θα έπρεπε να λάβει μέρος στην διαδικασία επιλογής είτε διατυπώνοντας επιφύλαξη ως προς τη νομιμότητα του επίμαχου όρου της προκηρύξεως, ώστε να μην μπορεί να συναχθεί ότι με τη δήλωση συμμετοχής του αποδέχθηκε τον όρο αυτό, καθώς κατά την έννοια του άρθρου 29 του π.δ. 18/1989, η αποδοχή από το διοικούμενο ορισμένης πράξεως, που έχει ως αποτέλεσμα την άρση του εννόμου συμφέροντός του για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως, πρέπει να προκύπτει σαφώς είτε από ρητή δήλωσή του, είτε από συμπεριφορά του που δεν αφήνει περιθώρια σχετικά με την έννοιά της, είτε και χωρίς επιφύλαξη, στρεφόμενος εν συνεχεία με αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξεως με την οποία ενδεχομένως θα απεκλείετο από την επίμαχη διαδικασία, καθώς, πάντως, η ανεπιφύλακτη συμμετοχή του στη διαδικασία αυτή δεν απέκλειε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει αυτός εν συνεχεία τον αποκλεισμό του. Εξάλλου, ο αιτών μπορούσε, επίσης, παραλλήλως με την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως, να έχει υποβάλει και αίτηση αναστολής με αίτημα εκδόσεως προσωρινής διαταγής, κατά το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989, ούτως ώστε με την άσκηση των ασφαλιστικών αυτών μέτρων να του έχει δοθεί η δυνατότητα, με σχετική πράξη του Προέδρου του Τμήματος του Δικαστηρίου, να συμμετάσχει στην ανωτέρω διαδικασία. Όπως προβάλλει, άλλωστε, το καθ’ ου Πανεπιστήμιο Αθηνών με το από 30.9.2009 έγγραφο των απόψεών του, η επίμαχη προκήρυξη δεν απέκλειε από τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής τους δικηγόρους Πειραιώς, καθόσον είναι σε όλους γνωστό ότι οι Περιφέρειες των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται από το νόμο ενιαίες, από δε τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι στη διαδικασία αυτή συμμετείχαν τελικώς και δύο δικηγόροι μέλοι του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, ο ένας εκ των οποίων μάλιστα κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη και αξιολογήθηκε από την οικεία Επιτροπή. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι, οι προεκτεθέντες ισχυρισμοί του αιτούντος, με τους οποίους προσπαθεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως.[…] (ΣΕ 3615/2015, σκ. 8).

β) Ως προς την συναγωγή αποδοχής της νομιμότητας των όρων της Προκήρυξης λόγω μη υποβολής δήλωσης επιφύλαξης : «[…] 4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εμπροθέσμως και με έννομο συμφέρον από τον αιτούντα, αφού αυτός αποκλείσθηκε από τη διαδικασία επιλογής, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούσε το από την προκήρυξη απαιτούμενο τυπικό προσόν της άδειας δικηγορίας παρ’ Εφέταις (ως δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω). Το ότι δεν περιέλαβε σχετική επιφύλαξη στην αίτησή του ως προς τη νομιμότητα όρων της προκηρύξεως δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον του (βλ. ΣτΕ 1625/2011). Άρα, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκ των καθ’ ών Ε.Φ.Ε.Τ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.[…]» (ΣΕ 4850/2013).

 

2η ενδιάμεση πράξη : Πρακτικό επιλογής της Επιτροπής του άρθρου 11 ν.1649/1986 (φύση πράξης : σωρευτική ατομική, μη δημοσιευτέα).

 

Αν η εκάστοτε Προκήρυξη δεν προβλέπει άλλως, η αξιολόγηση των υποψηφίων δικηγόρων γίνεται με βάση το σύστημα της εξατομικευμένης κρίσης – συγκριτικής αξιολόγησης (ΣΕ 7μ 3060/2013 σκ. 24  in fine).

Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή που αποτελείται από : α) έναν πρόεδρο  πρωτοδικών του πρωτοδικείου της έδρας του δικηγορικού συλλόγου, β) τρεις δικηγόρους, από τους οποίους ο ένας με 15ετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία, που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο, του οικείου δικηγορικού συλλόγου, γ) έναν εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου. Πιο συγκεκριμένα, «[…] η πενταμελής Επιτροπή επιλογής αφού κρίνει πρώτα ποιοί από εκείνους που υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής έχουν τα απαιτούμενα από το νόμο τυπικά προσόντα, στη συνέχεια τους καλεί σε προφορική ενώπιόν της συνέντευξη. Μετά το πέρας των συνεντεύξεων η Επιτροπή κατατάσσει τους υποψηφίους κατά αξιολογική σειρά, επί τη βάσει των προβλεπομένων από το νόμο κριτηρίων, μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των προκηρυχθεισών θέσεων. Στο πρακτικό της Επιτροπής πρέπει να εκτίθενται τα κριτήρια του νόμου (προσωπικότητα υποψηφίου, επιστημονική κατάρτιση, εξειδίκευσή στο αντικείμενο της απασχόλησης, επαγγελματική πείρα και επάρκεια και γνώση ξένων γλωσσών) και τα πραγματικά δεδομένα τα αναφερόμενα στους προτεινόμενους προς κατάληψη των θέσεων τα οποία οδήγησαν, κατά συνεκτίμηση της σπουδαιότητας τους, στην κρίση της περί επιλογής των καταλληλότερων (ΣτΕ 259, 194/1998 κ.α.). Περαιτέρω, είναι δυνατόν να συνεκτιμηθούν από την Επιτροπή, λαμβανόμενα επικουρικώς υπόψη, και τα κοινωνικά κριτήρια του νόμου τα αναφερόμενα στο πρόσωπο των υποψηφίων , όπως είναι η οικογενειακή και οικονομική τους κατάσταση, οι βιοτικές τους ανάγκες, η ηλικία τους και η πρόβλεψη εξέλιξής τους […]»(ΣΕ 7μ, 3060/2013, σκ.24 κ.α..).

Το Πρακτικό Επιλογής της Επιτροπής δύναται να προσβληθεί από τους κατονομαζόμενους σε αυτό υποψηφίους εντός 60 ημερών από την επομένη της κοινοποίηση ή πλήρους γνώσης αυτού κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 πδ 18/89. Η στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος για την άσκηση αίτηση ακύρωσης υπόκειται στην ίδια βάσανο με εκείνη που εξετέθη ανωτέρω στην περίπτωση της διαδικασίας του ΑΣΕΠ (ενδεικτικά ΣΕ 2156/2014, σκ. 8, ΣΕ 2989/2002, σκ. 7 κ.α).

 

Τελική πράξη : Πράξη πρόσληψης δικηγόρου (φύση πράξης : ατομική, δημοσιευτέα στο Γ’ τεύχος του ΦΕΚ).

 

 

ΙΙ. Δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν επί προσβολής ΣΔΕ

 

Σύμφωνα με το πνεύμα της ΣΔΕ και τα δικονομικά προνόμια που αυτή παρέχει στον διοικούμενο, ο τελευταίος έχει τις εξής δυνατότητες :

είτε να προσβάλει αυτοτελώς και εντός της οικείας προθεσμίας την ενδιάμεση πράξη που του προκαλεί βλάβη και να προβάλει τις επιμέρους πλημμέλειες αυτής, χωρίς να αναμένει την έκδοση της τελικής πράξης,

είτε να μην προσβάλει εντός της οικείας προθεσμίας την βλαπτική γι’ αυτόν ενδιάμεση πράξη αλλά να αναμείνει την έκδοση της τελικής και να προσβάλει αυτή επικαλούμενος λόγους ακύρωσης που αφορούν την ενδιάμεση βλαπτική πράξη (επωφελούμενος ακριβώς της υφιστάμενης κάμψης του τεκμηρίου νομιμότητας της ενδιάμεσης πράξης).

Αναλυτικότερα :

 

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ : Με την αίτηση ακύρωσης προσβάλλεται ενδιάμεση πράξη  

Για την καθολική προσέγγιση όλων των ενδεχομένων εξ επόψεως δικονομικής αντιμετώπισης πρέπει να χωρήσει η ακόλουθη διάκριση :

 

Πρώτο ενδεχόμενο : Αν κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης κατά της ενδιάμεσης πράξης έχει ήδη εκδοθεί η τελική πράξη, τότε ΚΑΤΑΡΧΗΝ η αίτηση ακύρωσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη ως στρεφόμενη κατά πράξης μη εκτελεστής (45 παρ. 1 πδ 18/89). Και τούτο διότι, η ενδιάμεση πράξη διατηρεί την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά της μέχρι την έκδοση της τελικής πράξης, κατόπιν δε αυτής επέρχεται το φαινόμενο της ενσωμάτωσης και χάνει πλέον την εκτελεστότητά της. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει ευχέρεια, προς το σκοπό παροχής πληρέστερης δικαστικής προστασίας, να θεωρήσει, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, ότι το ένδικο βοήθημα στρέφεται κατά της τελικής πράξεως.

 

ΣΕ 2951/2015 1. Επειδή, με την πρώτη από τις κρινόμενες εφέσεις (αριθ. κατάθ. 8670/2010), για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1113241/5.10.2010 ειδικό έντυπο παραβόλου, σειράς Α΄), ζητείται η εξαφάνιση της 1284/2010 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η από 9.10.2006 αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η εκκαλούσα -υποψηφία για την πλήρωση με σειρά προτεραιότητας μιας (1) θέσης μόνιμου προσωπικού κατηγορίας ΥΕ κλάδου ΥΕ16 Εργατών Ύδρευσης-Υδρονομέα στον Δήμο Φοίνικα Νομού Ρεθύμνης, βάσει της 1/569Μ/2005 προκήρυξης του Δημάρχου Φοίνικα (ΦΕΚ 543/24.11.2005, τ. προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π.)- κατά α) της 871/13.4.2006 απόφασης του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της εκκαλούσας κατά του από 19.1.2006 πίνακα κατάταξης της τριμελούς Επιτροπής του Δήμου Φοίνικα και β) του προαναφερόμενου πίνακα κατάταξης και κρίθηκε ότι νομίμως δεν βαθμολογήθηκε η εκκαλούσα στο κριτήριο της εμπειρίας, όπως και στο κριτήριο της ανεργίας, με επιπλέον 50 μονάδες. Επίσης, με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε, κατά το ως άνω μέρος, η από 5.2.2008 παρέμβαση που άσκησε υπέρ του κύρους των προαναφερόμενων πράξεων και του πίνακα διοριστέων της τριμελούς Επιτροπής του Δήμου Φοίνικα (ΦΕΚ 135/31.7.2006, τ. παράρτημα) η Αικατερίνη Δασκαλάκη και ήδη τρίτη εφεσίβλητη, που περιελήφθη στον πίνακα διοριστέων κατά παράλειψη της εκκαλούσας. […]

12. Επειδή, για την πρόσληψη προσωπικού σε Δήμους, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 8 του ν. 2539/1997 (Α΄ 244), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 12 του ν. 2623/1998 (Α΄ 139) και το άρθρο 30 παρ. 3 του ν. 3274/2004 (Α΄ 195), εκδίδεται προκήρυξη από τον Δήμαρχο, η οποία αποστέλλεται για έλεγχο νομιμότητας στο ΑΣΕΠ και ακολούθως δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου, οι σχετικοί πίνακες κατάταξης, που καταρτίζονται από όργανο του οικείου Δήμου (τριμελής Επιτροπή), αποστέλλονται στο ΑΣΕΠ, το οποίο ασκεί σε αυτούς έλεγχο νομιμότητας, αυτεπαγγέλτως ή μετά από ένσταση υποψηφίων. Μετά τον έλεγχο, τα όργανα του οικείου Δήμου καταρτίζουν τους οριστικούς πίνακες κατάταξης, καθώς και τους πίνακες διοριστέων, τους οποίους αποστέλλουν προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τον τρόπο αυτό θεσπίζεται σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία αρχίζει με τη δημοσίευση της προκήρυξης του Δημάρχου και ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση των πινάκων διοριστέων στην ΕτΚ. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ο πίνακας διοριστέων της τριμελούς Επιτροπής του Δήμου Φοίνικα (ΦΕΚ 135/31.7.2006, τ. παράρτημα), με τον οποίο ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια πλήρωσης της ένδικης θέσης, ενώ ο από 19.1.2006 πίνακας κατάταξης της ίδιας ως άνω Επιτροπής, όπως και η 871/13.4.2006 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., που ενσωματώθηκαν στην πράξη αυτή, απώλεσαν με τον τρόπο αυτόν την εκτελεστότητά τους και απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.[…]

 

Δεύτερο ενδεχόμενο : Αν κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης κατά της ενδιάμεσης πράξης δεν έχει ακόμη εκδοθεί η τελική πράξη αλλά ούτε και μέχρι την συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η ΣΔΕ, τότε δεν έχει επέλθει ενσωμάτωση και συνεπώς η εκδίκαση του ενδίκου αυτού βοηθήματος δεν διαφέρει από κάθε άλλη περίπτωση αυτοτελούς προσβολής πράξης.

 

Τρίτο ενδεχόμενο : Αν κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης κατά της ενδιάμεσης πράξης δεν έχει ακόμη εκδοθεί η τελική πράξη, όμως αυτή εκδόθηκε μέχρι και την πρώτη συζήτηση της αίτησης ακύρωσης, τότε ανακύπτουν τα εξής δικονομικά ζητήματα :

 

Ποιό το αντικείμενο της δίκης ;

 

Απάντηση : Επειδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης του οικείου ενδίκου βοηθήματος, η προσβληθείσα ενδιάμεση πράξη έχει απολέσει την αυτοτέλεια και την εκτελεστότητά της και έχει ενσωματωθεί στην τελική πράξη, η τελική πράξη θεωρείται ως συμπροσβαλλόμενη και τελικώς η μόνη πλέον παραδεκτά προσβαλλόμενη.

 

ΣΕ 3217/2010

[…] 7. Επειδή, για την πρόσληψη προσωπικού σε Δήμους δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18 παρ. 8 του ν. 2539/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 παρ. 12 ν. 2623/1998, εκδίδεται προκήρυξη από το Δήμαρχο, η οποία αποστέλλεται για έλεγχο νομιμότητας στο ΑΣΕΠ και ακολούθως δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου, οι σχετικοί πίνακες κατάταξης, που καταρτίζονται από όργανα του οικείου Δήμου, αποστέλλονται στο ΑΣΕΠ, το οποίο ασκεί σε αυτούς έλεγχο νομιμότητας αυτεπαγγέλτως ή μετά από ένσταση υποψηφίων. Μετά τον έλεγχο τα όργανα του οικείου Δήμου καταρτίζουν τους οριστικούς πίνακες κατάταξης καθώς και τους πίνακες διοριστέων, τους οποίους αποστέλλουν προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με τον τρόπο αυτό θεσπίζεται σύνθετη διοικητική ενέργεια που αρχίζει με τη δημοσίευση της προκήρυξης του Δημάρχου και ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση των πινάκων διοριστέων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

8.Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση ο ένδικος διαγωνισμός άρχισε με τη δημοσίευση της 1/429Μ/2003 προκήρυξη του Δημάρχου Πατρέων (ΦΕΚ τ. προκηρύξεων ΑΣΕΠ 497/10.10.2003) και ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση των πινάκων διοριστέων του εν λόγω Δημάρχου (ΦΕΚ τ. παράρτημα, 215/25.10.2005). Συνεπώς, συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση και μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, πρέπει να θεωρηθεί ο πιο πάνω πίνακας διοριστέων, ενώ οι προσβαλλόμενες πράξεις του ΑΣΕΠ, οι οποίες ενσωματώθηκαν στην πράξη αυτή, απώλεσαν με τον τρόπο αυτό την εκτελεστότητά τους και απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.[…]

ΣΕ 1110/2015 (ομοίως ΣΕ 3582/2013, σκ. 3, ΣΕ 4517/2015, σκ.2-4)

[…]5. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 6-10-2003 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση α) της 1099/31-7-2001 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π, με την οποία απορρίφθηκε η από 13-7-2001 ένσταση της αιτούσας κατά του πίνακα επιτυχόντων εκπαιδευτικών λειτουργών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ60 Νηπιαγωγών, κατόπιν της 12/2Π/2000 προκηρύξεως του Α.Σ.Ε.Π. (τ. Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 122/2-3-2000), με την οποία συμπληρώθηκε και κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο η προγενέστερη 7/1Π/2000 προκήρυξη του ιδίου οργάνου (τ. Προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π. 362/17-7-2000) και β) του σχετικού πίνακα διοριστέων που κυρώθηκε με την 1133/10-8-2001 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π. (Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 322/14-8-2001), κατά το μέρος που περιελήφθησαν στον πίνακα αυτόν οι συνυποψήφιοι της αιτούσας ΔΕ, ΑΓ, …, κατά παράλειψη της ιδίας.

6. Eπειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η απόφαση του Β΄ Τμήματος του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία κυρώθηκε ο οριστικός πίνακας διοριστέων και ολοκληρώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού. Στην απόφαση αυτή έχει ενσωματωθεί η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Α΄ Τμήματος του ΑΣΕΠ, η οποία, επομένως, έχει απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς.[…]

 

Ορολογική επισήμανση : Ειδικότερα στην περίπτωση που προσεβλήθη ευθέως η πρώτη ενδιάμεση πράξη της ΣΔΕ, η οποία συνήθως είναι Προκήρυξη έχουσα κανονιστικό περιεχόμενο, η νομολογία χρησιμοποιεί την ακόλουθη ορολογία : «… εξαντλήθηκε το ρυθμιστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης κανονιστικού χαρακτήρα προκηρύξεως, η οποία δεν προσβάλλεται πλέον αυτοτελώς …» (ενδεικτικά ΣΕ 3694/2014, σκ. 4).

 

Με ποια πράξη ως μέτρο αναφοράς θα κριθεί το έννομο συμφέρον του αιτούντος;

 

Με δεδομένο πλέον ότι σε περίπτωση που ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά ενδιάμεσης πράξης όμως μέχρι την πρώτη συζήτηση εκδοθεί η τελική πράξη της ΣΔΕ, ως αντικείμενο της δίκης λογίζεται η τελική πράξη της ΣΔΕ, ανακύπτει το εξής ερώτημα : το έννομο συμφέρον του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος θα κριθεί με βάση την αρχικά προσβληθείσα πράξη ή με βάση την τελική πράξη αφού πλέον αυτή αποτελεί το αντικείμενο της δίκης καθ’ ερμηνεία του δικογράφου;

Απάντηση : Στο ερώτημα αυτό η νομολογία παγίως δέχεται ότι όταν ασκείται ένδικο βοήθημα κατά ενδιάμεσης πράξης, ανεξαρτήτως του αν μέχρι την πρώτη συζήτηση εξεδόθη η τελική, το έννομο συμφέρον του αιτούντος θα κριθεί με βάση την ενδιάμεση πράξη. Έτσι, ο αιτών θα πρέπει να θεμελιώνει έννομο συμφέρον ήδη από την έκδοση της ενδιάμεσης πράξης, δηλ θα πρέπει αυτή η ίδια η ενδιάμεση πράξη να του προκαλεί βλάβη. Αν, αντιθέτως, από την έκδοση της ενδιάμεσης πράξης επέρχεται απλή διακινδύνευση δικαιώματος, εννόμου σχέσεως ή ιδιότητας αυτού και η βλάβη του επέρχεται εν τέλει με μεταγενέστερη της προσβληθείσης ενδιάμεση πράξης ή με την τελική πράξη, τότε το ένδικο βοήθημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο ακόμα και αν μέχρι τη συζήτηση έχει ολοκληρωθεί η ΣΔΕ, ήτοι έχει επέλθει σε αυτόν η βλάβη.

Για την καλύτερη κατανόηση της νομολογιακής αυτής προσέγγισης ακολουθεί συνοπτική παράθεση των δικαιοδοτικά κριθέντων στην υπόθεση της ΣΕ 1520/1999 : Στην εν λόγω υπόθεση, προκηρύχθηκε (1η ενδιάμεση πράξη) διαγωνισμός για την εκτέλεση έργου στο κτήριο της Βουλής. Υπέβαλαν προσφορές οι εταιρίες Α, Β, και Γ. Με πρακτικό της (2η ενδιάμεση πράξη) η Επιτροπή Διαγωνισμού έκρινε ότι και οι τρείς εταιρίες πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις του νόμου για να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό και στη συνέχεια, αφού αποσφράγισε τις οικονομικές προσφορές των εταιριών, έκρινε ως πιο συμφέρουσα την προσφορά της εταιρίας Β. Η εταιρία Α υπέβαλε ένσταση κατά του πρακτικού της Επιτροπής προβάλλοντας αντιρρήσεις σχετικά με την νομιμότητα της συμμετοχής των λοιπών εταιριών στο διαγωνισμό. Η ένσταση απορρίφθηκε με πράξη του Γενικού Γραμματέα της Βουλής κατ’ εντολή του Προέδρου της Βουλής (3η ενδιάμεση πράξη). Η Α άσκησε αίτηση ακύρωσης κατά της πράξης του Γενικού Γραμματέα. Μετά την άσκηση της αίτησης και πριν τη συζήτησή της εκδόθηκε η πράξη κατακύρωσης του διαγωνισμού στην Β (τελική πράξη). Εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακύρωσης της Α ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, με το σκεπτικό ότι κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης, ούτε είχε γίνει ούτε ήταν βέβαιο ότι θα γίνει κατακύρωση του διαγωνισμού στην Β. Απλώς η Επιτροπή είχε εισηγηθεί ως οικονομικότερη την προσφορά της Β. Η εισήγησή της αυτή, βάσει του οικείου νομικού πλαισίου δεν ήταν δεσμευτική. Άρα, η Α δεν θεμελίωνε έννομο συμφέρον προσβάλλοντας την ενδιάμεση πράξη, καθώς η βλάβη της επήλθε εν τέλει με την έκδοση της τελικής πράξης.

Η ως άνω νομολογιακή αντιμετώπιση, όσο αυστηρή και αν παρίσταται, απηχεί την κρατούσα άποψη. Ωστόσο, υπάρχουν μεμονωμένες αποφάσεις, όπου επιχειρείται άμβλυνση της αυστηρής αυτής νομολογίας (λχ. ΣΕ 7μ. 2166/2003, όπου κρίθηκε ότι επί ευθείας προσβολής ενδιάμεσης πράξεως διαγωνισμού δημοσίων έργων η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με την ευθέως προσβαλλόμενη πράξη αλλά και την εν τω μεταξύ εκδοθείσα τελική πράξη κατακυρώσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού καθώς αυτή η τελευταία είναι συμπροσβαλλόμενη και τελικώς η μόνη προσβαλλόμενη).

 

Με ποια πράξη ως μέτρο αναφοράς θα κριθεί το έννομο συμφέρον του αιτούντος;

 

Με δεδομένο πλέον ότι σε περίπτωση που ασκηθεί ένδικο βοήθημα κατά ενδιάμεσης πράξης όμως μέχρι την πρώτη συζήτηση εκδοθεί η τελική πράξη της ΣΔΕ, ως αντικείμενο της δίκης λογίζεται η τελική πράξη της ΣΔΕ, ανακύπτει και ένα πρόσθετο, σχετικό με το προηγούμενο, ερώτημα : το εμπρόθεσμο του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος θα κριθεί με βάση την αρχικά προσβληθείσα πράξη ή με βάση την τελική πράξη αφού πλέον αυτή αποτελεί το αντικείμενο της δίκης καθ’ ερμηνεία του δικογράφου;

Απάντηση : Στο ερώτημα αυτό η νομολογία παγίως δέχεται ότι όταν ασκείται ένδικο βοήθημα κατά ενδιάμεσης πράξης και μέχρι την πρώτη συζήτηση εκδοθεί η τελική πράξη, τότε το εμπρόθεσμο του ενδίκου βοηθήματος κρίνεται ΠΑΝΤΑ (ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ με τα παγίως κρινόμενα επί του εννόμου συμφέροντος) με βάση την τελική πράξη, ανεξάρτητα από το χρόνο κοινοποιήσεως ή γνώσης του περιεχομένου των ενδιάμεσων πράξεων και ανεξάρτητα από το αν το ένδικο βοήθημα ήταν εμπρόθεσμο ή εκπρόθεσμο ως προς την ευθέως προσβαλλόμενη ενδιάμεση πράξη.

 

(όλως ενδεικτικά) ΣΕ 3361/2011 […] 2. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση α. 6336/30.5.2002 αποφάσεως του Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (φ. 195/3.9.2002, τεύχος νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου), με την οποία διορίστηκε ο Κ. Σ. σε κενή οργανική θέση διδακτικού – ερευνητικού προσωπικού στην βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή της Ιατρικής Σχολής, με γνωστικό αντικείμενο «παθολογία – ογκολογία», και β. του Φ.122.1/95/3937/Β2/2.6.2003 εγγράφου του Ειδικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με αντικείμενο την γνωστοποίηση στην αιτούσα του αποτελέσματος του ελέγχου νομιμότητας της εκλογής στην προμνησθείσα θέση και της προωθήσεως προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αναφερθείσας πρυτανικής αποφάσεως διορισμού. […]

4. Επειδή όταν πρόκειται για σύνθετη διοικητική ενέργεια το εμπρόθεσμο της ασκουμένης αιτήσεως ακυρώσεως κρίνεται από την έγκαιρη ή μη προσβολή της τελευταίας διοικητικής πράξεως με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική ενέργεια και στην οποία ενσωματώνονται οι επί μέρους προηγούμενες πράξεις ανεξάρτητα από τον χρόνο της τυχόν κοινοποιήσεως ή λήψεως γνώσεως του περιεχομένου των προηγουμένων αυτών πράξεων από τον αιτούντα.[…]

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ : Ο διοικούμενος δεν προσβάλλει την βλαπτική γι’ αυτόν ενδιάμεση πράξη αλλά αναμένει την έκδοση της τελικής πράξης και προσβάλλει αυτήν.

Εν προκειμένω, για την καθολική προσέγγιση όλων των ενδεχομένων εξ επόψεως δικονομικής αντιμετώπισης πρέπει να χωρήσει η ακόλουθη διάκριση :

 

Πρώτο ενδεχόμενο : Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για διοικούμενο ο οποίος συμμετείχε καταρχάς στη ΣΔΕ, όμως κατέστη τρίτος σε κάποιο σημείο αυτής (δηλαδή τέθηκε εκτός με κάποια ενδιάμεση πράξη), τότε ανακύπτουν τα εξής δικονομικά ζητήματα :

 

Από πότε εκκινά για αυτόν η προθεσμία άσκηση ενδίκου βοηθήματος;

 

Απάντηση : Η προθεσμία προσβολής της τελικής πράξης εκκινά γι’ αυτόν είτε από την δημοσίευση της τελικής πράξης (καθώς ως προς αυτήν είναι τρίτος) εφόσον τούτη είναι δημοσιευτέα, είτε από την πήρη γνώση αυτής, εφόσον τούτη είναι μη δημοσιευτέα (άρθρο 46 παρ. 1 πδ 18/89).

 

Τι λόγους ακύρωσης μπορεί να προβάλει κατά της τελικής πράξης;

 

Απάντηση : Το ότι ο τρίτος πλέον αυτός διοικούμενος έχει τη δικονομική δυνατότητα να προσβάλει την τελική πράξη επωφελούμενος της ενσωμάτωσης της βλαπτικής γι’ αυτόν ενδιάμεσης στην τελική, δεν σημαίνει ότι μπορεί να επικαλεσθεί και λόγους ακύρωσης οι οποίοι αφορούν το σύνολο της ΣΔΕ, καθώς οποιαδήποτε πλημμέλεια εμφιλοχώρησε στα στάδια που ακολούθησαν εκείνου στο οποίο κατέστη τρίτος δεν δύνανται να του προκαλέσουν οποιαδήποτε βλάβη αφού δεν τον αφορούν. Με άλλα λόγια, ναι μεν ο τρίτος πλέον ως προς τη ΣΔΕ μπορεί δικονομικά να προσβάλλει την τελική πράξη, ωστόσο παραδεκτώς προβάλλει λόγους ακύρωσης μόνο εφόσον αυτοί ανάγονται είτε σε στάδια της ΣΔΕ που προηγήθηκαν εκείνου που κατέστη τρίτος είτε στην ενδιάμεση πράξη που τον κατέστησε τρίτο ως προς την διαγωνιστική διαδικασία.

 

Δεύτερο ενδεχόμενο : Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για διοικούμενο στον οποίο επήλθε βλάβη το πρώτον με την έκδοση της τελικής πράξης, τότε ανακύπτουν τα εξής δικονομικά ζητήματα:

 

Από πότε εκκινά για αυτόν η προθεσμία άσκηση ενδίκου βοηθήματος;

 

Απάντηση : Η προθεσμία προσβολής της τελικής πράξης εκκινά γι’ αυτόν είτε από την επομένη της δημοσίευσης της τελικής πράξης αν ως προς αυτήν είναι τρίτος (δηλαδή δεν κατονομάζεται), είτε από την επομένη της κοινοποίησης αυτής, αν τον αφορά (δηλαδή κατονομάζεται σε αυτήν).

 

ΣΕ 140/2014

[…]  3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, με τις διαδικαστικού χαρακτήρα διατάξεις των άρθρων 16, 17 και 18 του ν. 2190/1994 (Α’ 28), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, και την ΔΙΠΠ/Φ.ΑΣΕΠ 1/23634/21.10.1997 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Β’ 936/22.10.1997) καθιερώνεται σύνθετη διοικητική ενέργεια και οι εκδιδόμενες στα πλαίσια της νομοθεσίας αυτής πράξεις, όπως η προκήρυξη πλήρωσης θέσεων, οι προσωρινοί πίνακες κατάταξης των υποψηφίων και οι αποφάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), που εκδίδονται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν ενστάσεως, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που προηγούνται της διοικητικής πράξης που εκδίδεται τελικά. Η σύνθετη διοικητική ενέργεια ολοκληρώνεται με την πράξη του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία κυρώνονται οι οριστικοί πίνακες επιτυχίας (ή προτεραιότητας) και διοριστέων, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής πράξης, οι προηγούμενες πράξεις ενσωματώνονται στην τελευταία και χάνουν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα, η νομιμότητά τους όμως εξετάζεται κατά τον έλεγχο του κύρους της πράξης του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων, δηλαδή της τελικής πράξης. Σε επόμενο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και με νόμιμο έρεισμα την προαναφερόμενη τελική πράξη του Α.Σ.Ε.Π. εκδίδονται, με βάση τις ισχύουσες για κάθε υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο διατάξεις, οι πράξεις διορισμού, οι οποίες αποτελούν πράξεις συναφείς προς την πράξη κύρωσης των οριστικών πινάκων.

4.Επειδή, εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ 18/1989 (Α’ 8), η εξηκονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους υποψηφίους σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων, δηλαδή για όλους τους άλλους πλην εκείνων τους οποίους περιλαμβάνει ως διοριστέους η, βάσει διατάξεως νόμου, δημοσιευόμενη πράξη κύρωσης των σχετικών πινάκων, αρχίζει από την επόμενη της δημοσίευσης της εν λόγω πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από τον νόμο κοινοποίηση της πράξης αυτής στους τρίτους υποψηφίους. Ενόψει της καθοριζόμενης από τον ν. 2190/1994, όπως ισχύει, διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με βάση την οποία οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής και στη συνέχεια εκδίδονται προσωρινοί πίνακες επιτυχόντων, κατά των οποίων αυτοί δύνανται να ασκήσουν ένσταση, ακολουθεί δε η έκδοση των οριστικών πινάκων επιτυχόντων, οι οποίοι κυρώνονται με πράξη του Α.Σ.Ε.Π. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν προβλέπεται από τον νόμο κοινοποίηση στους μη διοριστέους υποψηφίους, οι οποίοι θεωρούνται τρίτοι, της προαναφερόμενης πράξης με την οποία ολοκληρώνεται η σύνθετη διοικητική ενέργεια. Με τα δεδομένα αυτά, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ως άνω πράξης από τους μη διοριστέους υποψηφίους, οι οποίοι έχουν εύλογο ενδιαφέρον να παρακολουθούν τα στάδια της λεπτομερώς οριζόμενης από τον νόμο διαδικασίας και να πληροφορούνται από το Α.Σ.Ε.Π. με δική τους πρωτοβουλία για την πορεία της υποψηφιότητάς τους, επομένως δε και για τους λόγους του τυχόν αποκλεισμού τους, αρχίζει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ρύθμιση δε αυτή, όπως έχει κριθεί, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 (Α’ 256), ούτε στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.[…]

ΣΕ 3582/2013 […]Όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, η εξηκονθήμερη προθεσμία άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους υποψήφιους σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων, δηλαδή για όλους τους άλλους πλην εκείνων στους οποίους αναφέρεται η βάσει διατάξεως νόμου δημοσιευόμενη πράξη κυρώσεως των πινάκων διοριστέων, αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσης της εν λόγω πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση της πράξης αυτής στους τρίτους υποψήφιους. Ενόψει της καθοριζόμενης από το ν. 2190/1994, όπως ισχύει, διαδικασίας για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα επί τη βάσει της οποίας οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής και στη συνέχεια εκδίδονται προσωρινοί πίνακες επιτυχόντων κατά των οποίων οι ανωτέρω δύνανται να ασκήσουν ένσταση, ακολουθεί δε η έκδοση των οριστικών πινάκων επιτυχόντων οι οποίοι κυρώνονται με πράξη του Α.Σ.Ε.Π. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση στους μη διοριστέους υποψήφιους, οι οποίοι θεωρούνται τρίτοι, της ως άνω πράξης που ολοκληρώνει τη σύνθετη διοικητική ενέργεια. Με τα δεδομένα αυτά η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της ως άνω πράξης από τους μη διοριστέους υποψηφίους, οι οποίοι έχουν εύλογο ενδιαφέρον να παρακολουθούν τα στάδια της λεπτομερώς οριζόμενης από το νόμο διαδικασίας και να πληροφορούνται από το Α.Σ.Ε.Π. με δική τους πρωτοβουλία για την πορεία της υποψηφιότητάς τους επομένως δε και για τους λόγους του τυχόν αποκλεισμού τους, αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974, ΕτΚ Α’, φ.256).[…]

 

Τι λόγους ακύρωσης μπορεί να προβάλει κατά της τελικής πράξης;

 

Απάντηση : Στην περίπτωση αυτή, ο διοικούμενος δύναται να προβάλλει λόγους ακύρωσης που αφορούν ακόμη και την ίδια την τελική πράξη, καθώς με αυτήν επήλθε το πρώτον βλάβη σε βάρος του.

 

 

 

Κωστής Δεδελετάκης