1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το κατά νόμον απαιτούμενο παράβολο (…), ζητείται η ακύρωση του υπ’ αριθμ. 5660/5.9.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Κεντρικής Μακεδονίας (Τμήμα Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού) της Γενικής Διευθύνσεως Περιβαλλοντικής και Χωροταξικής Πολιτικής της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας Θράκης, με το οποίο διαβιβάστηκε στον αιτούντα η υπ’ αριθμ. 35/2014 απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων, περί καθορισμού της επιστρεπτέας από αυτόν αποζημιώσεως για την ανάκληση απαλλοτριώσεως ακινήτου του, σε συμμόρφωση προς την 1561/30.4.2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. […]
4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου αλλά και από την προηγηθείσα, υπ’ αριθμ. 1561/2012, απόφαση του Δικαστηρίου, με την 88/19.2.1986 πράξη του Νομάρχη Θεσσαλονίκης (Δ΄ 297/4.4.1986) κηρύχθηκε υπέρ του Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, εμβαδού 1.000 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του αγροκτήματος «…», του Δήμου … ν. …, για την κατασκευή αντλιοστασίου (ΑΔ9) για την υδροδότηση των περιοχών …. κλπ. της ….. Ο αιτών φέρεται ότι είχε την ψιλή κυριότητα και την επικαρπία κατά το ½ του ακινήτου αυτού, ενώ, ο ήδη αποβιώσας, πατέρας του είχε την επικαρπία κατά το υπόλοιπο ½. Η ανωτέρω απαλλοτρίωση συντελέσθηκε στις 10.11.1988, με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ειδοποιήσεως για την παρακατάθεση της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημιώσεως (Δ΄ 797/10.11.1988). Ο αιτών υπέβαλε στις 20.1.1999 στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση …, αίτηση για ανάκληση της ως άνω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, επικαλούμενος ότι, παρά την πάροδο μακρού και πέραν του ευλόγου χρόνου από τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, το απαλλοτριωθέν ακίνητο δεν είχε χρησιμοποιηθεί για το σκοπό της, ήτοι την κατασκευή του παραπάνω αντλιοστασίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε σιωπηρά από τη Διοίκηση, ενώ αίτηση ακυρώσεως του αιτούντος κατά της ως άνω σιωπηρής απορρίψεως του αιτήματός του απορρίφθηκε με την 3630/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι το διάστημα που είχε παρέλθει από τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως μέχρι την υποβολή του παραπάνω αιτήματος δεν υπερέβαινε τον εύλογο χρόνο και δεν προέκυπτε σαφής και ανενδοίαστη βούληση της «Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.» για εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτριώσεως. Εν συνεχεία, στις 27.1.2001, συνήφθη σύμβαση μεταξύ αφενός της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης …, [Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. – η οποία συνεστήθη με το άρθρο 20 του ν. 2651/1998 – Α΄ 248 – προερχόμενη από τη συγχώνευση των εταιρειών «Οργανισμός Αποχέτευσης ….Α.Ε.» και «Οργανισμός Ύδρευσης …Α.Ε.» (στην τελευταία αυτή εταιρεία είχε μετατραπεί δυνάμει του άρθρου μόνου παρ. 1 του π.δ. 156/1997 – Α΄ 132 το Ν.Π.Δ.Δ. «Οργανισμός Υδρεύσεως …», υπέρ του οποίου είχε κηρυχθεί η επίδικη απαλλοτρίωση)], αφετέρου του Ν.Π.Δ.Δ. «Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων» και του Ελληνικού Δημοσίου, για την εκτέλεση, μεταξύ άλλων και του έργου κατασκευής αγωγών μεταφοράς νερού, αντλιοστασίων και δεξαμενών υδροδοτήσεως των περιοχών …. Ακολούθως, στις 10.4.2002 συνήφθη σύμβαση μεταξύ της «Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.» και της «Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων», με την οποία η τελευταία ανέλαβε τη δαπάνη για την αμοιβή της επιβλέψεως της μελέτης του ανωτέρω έργου. Κατόπιν αυτών, με την 13565/ΔΕΚΟ 236/25.2.2003 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το ανωτέρω απαλλοτριωθέν ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της «Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων». Ακολούθως, στις 5.11.2008 ο αιτών υπέβαλε στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση …. νέα αίτηση ανακλήσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του παραπάνω ακινήτου, το οποίο πλέον, μετά την ένταξή του σε ρυμοτομικό σχέδιο, έχει εμβαδόν 766,97 τ.μ. και βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό Γ85, (αριθμ. οικοπέδου 03), του Δήμου …, ισχυριζόμενος ότι, παρά την πάροδο μακρού και πέραν του ευλόγου χρόνου από τη συντέλεση της επίδικης απαλλοτριώσεως, το εν λόγω ακίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτριώσεως. Η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρά από τη Διοίκηση με την άπρακτη πάροδο τριών μηνών από την υποβολή της, στις 6.2.2009. Κατόπιν αυτού, ο αιτών άσκησε την από 3.3.2009 αίτηση, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της ανωτέρω σιωπηρής απορρίψεως του αιτήματός του για ανάκληση της παραπάνω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την απόφαση 1561/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκε ότι από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως στις 10.11.1988, μέχρι τις 6.2.2009, οπότε απορρίφθηκε σιωπηρά από τη Διοίκηση το αίτημα του αιτούντος για ανάκλησή της, παρήλθαν είκοσι έτη και τρεις μήνες περίπου, ήτοι μακρός και πέραν του ευλόγου χρόνος, χωρίς το ακίνητο αυτό να αξιοποιηθεί για το σκοπό της απαλλοτριώσεως ή άλλο σκοπό δημοσίας ωφελείας. Με την αιτιολογία δε αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την σιωπηρή απόρριψη της υποβληθείσας στις 5.11.2008 αιτήσεως του αιτούντος για ανάκληση της συντελεσμένης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως που κηρύχθηκε με την 88/19.2.1986 απόφαση του Νομάρχη …. Κατόπιν αυτών, ο αιτών, με την από 18.9.2013 αίτησή του ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως, ζήτησε να ενεργήσει αυτός τα νόμιμα για την ανάκληση της προαναφερθείσας απαλλοτριώσεως. Αφού ακολούθησε εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών της Περιφερείας Κεντρικής Μακεδονίας και της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας – Θράκης, προκειμένου να διευκρινιστεί ποια αρχή είναι αρμόδια να κινήσει την διαδικασία ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως και με βάση ποιο νομοθετικό καθεστώς, η Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων εν τέλει, με την υπ’ αριθμ. 35/11.9.2014 απόφασή της, προέβη στον, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ως αυτός ήδη ισχύει – εφεξής Κ.Α.Α.Α.), καθορισμό της αποζημιώσεως που πρέπει να επιστραφεί από τον αιτούντα προκειμένου να αρθεί η απαλλοτρίωση, ορίζοντας ότι αυτή ανέρχεται στο ποσό των 300.000 ευρώ. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε, με το υπ’ αριθμ. 802/9.10.2014 έγγραφο της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων, προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Εν συνεχεία, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, με το υπ’ αριθμ. 406492/13895/23.10.2014 έγγραφό της, κοινοποίησε την ανωτέρω απόφαση της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος. Εξάλλου, ο αιτών, με την από 24.6.2016 αίτησή του προς το Γραφείο Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας Θράκης (η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 1198 και περιήλθε στο Τμήμα Π.Χ.Σ. της Δ/νσεως ΠΕ.ΧΩ.Σ. Κεντρικής Μακεδονίας της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας Θράκης την 19.7.2016, με αριθμό πρωτοκόλλου 5660), αφού εξέθετε το ιστορικό της υποθέσεώς του μέχρι το χρονικό σημείο της υποβολής από μέρους του της προαναφερθείσας από 18.9.2013 αιτήσεώς του, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: «Πληροφορήθηκα ότι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 Κ.Α.Α.Α., όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τους ν. 3986/2011 και 4070/2012, εξέδωσε απόφαση για το ύψος της επιστρεπτέας αποζημίωσης, η οποία έχει προ πολλού περιέλθει στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι σήμερα δεν μου έχετε κοινοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης, είτε με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τους ν. 3986/2011 και 4070/2012 … είτε με τις διατάξεις που ισχύουν μετά από αυτούς … ώστε να δυνηθώ να ασκήσω τα όποια προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματά μου … Κατόπιν όλων των παραπάνω … παρακαλώ να μου κοινοποιηθεί η όποια απόφαση καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης έχει περιέλθει στην Υπηρεσία σας, ώστε να δυνηθώ να ασκήσω τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματά μου (όσον αφορά στις εφαρμοζόμενες διατάξεις και στο ύψος της αποζημίωσης), για να αρθεί δικαστικά η αμφισβήτηση …». Σε απάντηση της αιτήσεως αυτής εξεδόθη το υπ’ αριθμ. 5660/5.9.2016 έγγραφο του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Κεντρικής Μακεδονίας της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας Θράκης, στο οποίο αναγράφεται: «Σε απάντηση της ανωτέρω σχετικής αίτησής σας, σας αποστέλλουμε συνημμένη την 35/2014 απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων, η οποία αφορά τον καθορισμό επιστρεπτέας αποζημίωσης για την ανάκληση συντελεσμένης απαλλοτρίωσης στο με αρ. 3 οικόπεδο εντός του Ο.Τ. Γ85 του οικισμού Πεύκων, η οποία κηρύχτηκε με την 88/19.2.1986 απόφαση Νομάρχη Θεσσαλονίκης, σε συμμόρφωση προς την 1561/2012 απόφαση ΣΤΕ». Το έγγραφο δε αυτό, με την συνημμένη σε αυτό υπ’ αριθμ. 35/2014 απόφαση της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων, παρελήφθη από τον αιτούντα αυθημερόν, όπως προκύπτει από την χειρόγραφη επ’ αυτού σημείωση. Συνεπώς, το ως άνω υπ’ αριθμ. 5660/5.9.2016 έγγραφο, με το οποίο γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα το περιεχόμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων, συνιστά πληροφοριακό έγγραφο, στερούμενο, ως εκ τούτου, εκτελεστότητος (πρβλ. ΣτΕ 2360/2002) και, συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, με την οποία, εξάλλου, ουδείς λόγος προβάλλεται κατ’ αυτού, αφού το σύνολο των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως στρέφεται κατά του κύρους της συνημμένης σε αυτό αποφάσεως της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων.
5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών προβάλλει ότι τόσο η προϊσχύσασα του Κ.Α.Α.Α. διάταξη του άρθρου 6 παρ. 19 του ν. 2160/1993 (με την οποία προεβλέφθη η επιστροφή αναπροσαρμοσμένης της αποζημιώσεως σε περίπτωση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως), όσο και η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α., έτσι όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις της με τους ν. 3986/2011 και 4070/2012, αντίκεινται στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, «καθώς θεσπίζει είδος ποινής σε βάρος του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, παρόλο που αυτός δεν ευθύνεται για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου, που δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, ενώ παράλληλα αγνοείται και δεν λαμβάνεται υπόψη ότι ο καθού η απαλλοτρίωση στερήθηκε αδικαιολόγητα και για μεγάλο χρονικό διάστημα την εκμετάλλευση του ακινήτου του». Με βάση δε τα ανωτέρω, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων είναι ακυρωτέα, αφενός μεν, καθό μέρος τον επιβαρύνει είτε με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή της ληφθείσας αποζημιώσεως είτε με την επιστροφή ποσού που ισούται με την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως, αφετέρου δε, καθό μέρος δεν προβλέπει συγχρόνως την αποζημίωση του καθού η απαλλοτρίωση για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός στερήθηκε αδικαιολόγητα την αξιοποίηση της ιδιοκτησίας του, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από την κήρυξη έως την ανάκληση της απαλλοτριώσεως. Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει επικουρικώς, ότι, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., πάντως η προσβαλλόμενη είναι ακυρωτέα διότι η αναπροσαρμογή της επιστρεπτέας αποζημιώσεως δεν υπολογίστηκε με νόμιμο τρόπο. Ειδικότερα, ο αιτών προβάλλει ότι εφόσον η διοικητική πράξη ανακλήσεως της απαλλοτριώσεως συμμορφώνεται με την απόφαση ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, επόμενο είναι και η διοικητική πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως να ανατρέχει στο χρόνο της διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως που ακυρώνεται με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν προκειμένω δε και ενόψει του χρόνου υποβολής των αιτήσεών του προς τη Διοίκηση για την ανάκληση της απαλλοτριώσεως (η πρώτη υπεβλήθη την 20.1.1999 και η δεύτερη και κρίσιμη την 5.11.2008), εφαρμοστέες ήταν οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 2882/2001, ως αυτές ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με τις διατάξεις των ν. 3986/2011 και 4070/2012.
6. Επειδή, καθ’ ερμηνείαν του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου, το δικαστήριο κρίνει ότι το δικόγραφο στρέφεται και κατά της υπ’ αριθμ. 35/2014 αποφάσεως της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων.
7. Επειδή, το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, ως ίσχυε προ της αναθεωρήσεώς του με το Ψήφισμα της 6.4.2001, όριζε: «Η αποζημίωση ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια…». Μετά δε την αναθεώρησή του, ορίζει πλέον: «Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια…..Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες». Περαιτέρω, το άρθρο 94 αυτού, ως ισχύει μετά την αναθεώρησή του, ορίζει: «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. ….». Περαιτέρω, το άρθρο 117, ορίζει στην παρ. 7 αυτού (η οποία προσετέθη με το προαναφερθέν Ψήφισμα): «Η ισχύς της αναθεωρημένης διατάξεως του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 17 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002». Περαιτέρω, η από 21.12.2001 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 288), με τίτλο «Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις» η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (Α΄ 30/21.2.2002), ορίζει: «Εχοντας υπόψη: 1. Τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 1 Συντ. 2. Το γεγονός ότι η νέα διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 Συντ. παρέχει τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης ενιαίας δικαιοδοσίας στις υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Σε περίπτωση όμως που δεν ορισθεί διαφορετικά, σύμφωνα με τους χρονικούς περιορισμούς που προβλέπονται στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 παρ. 7 Συντ., ο προσδιορισμός της αποζημίωσης θα ανήκει ως διοικητική διαφορά ουσίας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ενώ για τα λοιπά ζητήματα, όπως η αναγνώριση των δικαιούχων, θα αποφασίζουν τα πολιτικά δικαστήρια. 3. Την ανάγκη για λόγους ασφαλείας δικαίου αφενός να διατηρηθεί η ενιαία δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων σε όλα τα σχετικά ζητήματα και αφετέρου να ενοποιηθεί η δικαιοδοσία των Διοικητικών Πρωτοδικείων στα ζητήματα που αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρούμενων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών. 4. … 5. … 6. … 7. … 8. Την επείγουσα και επιτακτική ανάγκη οι νέες διατάξεις να τεθούν σε ισχύ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002. Με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζουμε: Άρθρο 1. (που φέρει τον τίτλο Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων): 1. Ο προσδιορισμός της αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου υπάγεται λόγω της συναφείας του με τη διαδικασία της αναγνώρισης δικαιούχων στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στον Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (ΦΕΚ Α΄ 17), όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. 2. Αρμόδιο να αποφαίνεται ανεκκλήτως και με την ίδια διαδικασία για διαφορές από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρούμενων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών, είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παράγραφος 4 του Κ.Α.Α.Α. Η περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α΄ 268), όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ Α΄ 222) καταργείται. Άρθρο 2. …. Άρθρο 3: 1. Η ισχύς του άρθρου 1 και των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 2 αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2002».
8. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 12 του προϊσχύσαντος ν.δ/τος 797/1971 (Α΄ 71), ως αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 6 παρ. 19 του ν. 2160/1993 (Α΄ 118) όριζε: «1. … 2. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ : α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) επιχειρήσεων που ανήκουν αποκλειστικά στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και δ) οργανισμών κοινής ωφελείας, δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης … 3. … 4. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης γίνεται, με απόφαση της αρχής η οποία την έχει κηρύξει και με τη διαδικασία, που ορίζεται από το άρθρο 1, ύστερα από επιστροφή στο βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης της αποζημίωσης που καταβλήθηκε. Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή για την κήρυξή της έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών, και β) με απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση». Εξάλλου, το άρθρο 12 του Κ.Α.Α.Α. (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001, Α΄ 17) όριζε στην αρχική του μορφή: «1. Συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση που κηρύχθηκε υπέρ: α) του Δημοσίου, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ) Ο.Τ.Α., Α΄ και Β΄ βαθμού, δ) επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ε) οργανισμών κοινής ωφέλειας δύναται να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς εφόσον η αρμόδια υπηρεσία κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού που χαρακτηρίζεται από το νόμο ως δημόσιας ωφέλειας και αποδέχεται την ανάκληση ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση ιδιοκτήτης. 2.… 3. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης γίνεται, με απόφαση της αρχής η οποία την έχει κηρύξει… ύστερα από επιστροφή στον βαρυνόμενο με τη δαπάνη της απαλλοτρίωσης της αποζημίωσης που καταβλήθηκε, αναπροσαρμοσμένης κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή για την κήρυξή της έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών και β) με απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αναπροσαρμογή της επιστρεπτέας αποζημίωσης (ενεργείται) με βάση το δείκτη τιμών καταναλωτή, που καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, και εξευρίσκεται δια πολλαπλασιασμού της αποζημίωσης που εισπράχθηκε από τον καθ’ ου η απαλλοτρίωση επί το λόγο (Τ2/Τ1) του δείκτη τιμών καταναλωτή του χρόνου της έκδοσης της απόφασης καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης (Τ2) και του χρόνου εισπράξεως της αποζημίωσης από το δικαιούχο (Τ1) …». Η παρ. 3 του ως άνω άρθρου, εν συνεχεία τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), ως προς τον τρόπο καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως ως εξής: «Ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο ή για την κήρυξή της έχει συμπράξει ο Υπουργός Οικονομικών και β) με απόφαση της αρχής που κήρυξε την απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Η επιστρεπτέα αποζημίωση καθορίζεται με βάση τον χρόνο έκδοσης της σχετικής γι` αυτήν απόφασης σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, στα οποία περιλαμβάνεται και η τυχόν επαύξηση της αξίας του ακινήτου από εκτελεσθείσες σε αυτό εργασίες και γενικά μεταβολές από τον υπερ ου η ανακαλούμενη απαλλοτρίωση…». Ακολούθησε ο ν. 4038/2012 (Α΄ 14), ο οποίος με το άρθρο 3 παρ. 10 αυτού προσέθεσε πέμπτο εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 12, το οποίο ορίζει τα εξής: «Η Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 2882/2001 είναι αρμόδια για τον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης ύστερα από αίτηση του αρμόδιου από το σκοπό της απαλλοτρίωσης φορέα». Τέλος, με το Μέρος Δ (Κεφάλαιο Α) του ν. 4070/2012 (Α΄ 82) έγινε σειρά τροποποιήσεων του Κ.Α.Α.Α. Ειδικότερα, με την διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 αυτού, το προαναφερθέν άρθρο 12 παρ. 3 έλαβε την εξής μορφή: «3. Η κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ολική ή μερική ανάκληση της απαλλοτρίωσης, γίνεται με απόφαση της Αρχής η οποία την έχει κηρύξει και με την διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 1, ύστερα από καταβολή, στο δημόσιο ή άλλο πρόσωπο που βαρύνεται με την δαπάνη της απαλλοτρίωσης, αποζημίωσης ίσης με την αξία του ακινήτου κατά τον χρόνο προσδιορισμού αυτής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην παράγραφο 4. Ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης γίνεται: α) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου και β) με απόφαση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο καθορισμός [Για τον καθορισμό] του ποσού της αποζημίωσης του ακινήτου, γνωμοδοτεί η Επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 15, ή Ανεξάρτητος Πιστοποιημένος Εκτιμητής κατά την κρίση του αρμόδιου φορέα, εντός δύο μηνών από τη διαβίβαση του σχετικού φακέλου. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο καθορισμού της, παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, καθώς και οι δυνατότητες προσόδου του ακινήτου. Η εκτιμώμενη αξία του ακινήτου δεν μπορεί να είναι μικρότερη της αντικειμενικής του αξίας. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της επιστρεπτέας αποζημίωσης, ο οριστικός καθορισμός της γίνεται κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερομένου στα αρμόδια δικαστήρια κατά τα άρθρα 18 έως 25 του παρόντος, η οποία ασκείται εντός εξήντα (60) ημερών, από της κοινοποιήσεως της απόφασης καθορισμού της. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης σε χρόνο όχι βραχύτερο από τριάντα (30) ημέρες και όχι μακρότερο από εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και συγχρόνως διατάσσει να επιδοθεί η αίτηση με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου, με επιμέλεια του αιτούντος και τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την δικάσιμο, σε κάθε ενδιαφερόμενο. Κατά τα λοιπά ισχύουν, αναλογικώς εφαρμοζόμενα, οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19» [Τα άρθρα 18 έως 25 του Κ.Α.Α.Α. ρυθμίζουν την διαδικασία καθορισμού της αποζημιώσεως που θα λάβει ο καθ ού η απαλλοτρίωση (άρθρο 18), τον προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και την τυχόν δυνατότητα συμβιβαστικού προσδιορισμού αυτής (άρθρα 19, 20 και 23 αντίστοιχα), την αίτηση απευθείας προσδιορισμού της αποζημιώσεως (άρθρο 21), την δυνατότητα επιβολής εις βάρος του καθ’ ου η απαλλοτρίωση εγγυοδοσίας (άρθρο 24), την αναίρεση που μπορεί να ασκηθεί κατά της αποφάσεως περί οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως (άρθρο 22) καθώς και την δυνατότητα αιτήσεως χορηγήσεως αποζημιώσεως για απωλεσθείσα πρόσοδο. Στο σύνολο δε των θεσπιζομένων από τις ως άνω διατάξεις διαδικασιών, οι οποίες διεξάγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (Μονομελές και Τριμελές Εφετείο και Άρειος Πάγος), εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 18 παρ. 1 εδ. β΄ το οποίο ορίζει: «Τα άρθρα 1 έως 590 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται και στην ειδική αυτή διαδικασία, εκτός αν αντιβαίνουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου»)]. Εξάλλου, το άρθρο 146 αυτού (που φέρει τον τίτλο «Μεταβατικές διατάξεις») ορίζει: «1. Επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 10, οι διατάξεις του Α` Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους Δ` εφαρμόζονται στις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. … 3. … 4. … 5. … 6. …7. … 8. … οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 12 του ν. 2882/2001 (Α` 17), όπως τροποποιούνται με το άρθρο 128 [η αναφορά γίνεται πράγματι, προδήλως, στο άρθρο 127 (βλ. ΣτΕ 252/2016)] του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται και στις απαλλοτριώσεις που κηρύχτηκαν πριν την έναρξη ισχύος του…». Τέλος, το άρθρο 188 αυτού ορίζει: «Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται σε επί μέρους διατάξεις του».
9. Επειδή, εξάλλου, όπως αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου 4070/2012 «…Με τις προτεινόμενες διατάξεις για την αξία του επιστρεφόμενου στον πρώην ιδιοκτήτη ακινήτου γνωμοδοτεί, όπως και στην απαλλοτρίωση, είτε η Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 2882/2001 είτε και ανεξάρτητος πιστοποιημένος εκτιμητής και το ποσό καθορίζεται από την αρχή που ανακαλεί την απαλλοτρίωση. Σε περίπτωση αμφισβήτησης του ύψους της επιστρεπτέας αποζημίωσης, αποφασίζει το αρμόδιο δικαστήριο, κατόπιν προσφυγής του πρώην ιδιοκτήτη».
10. Επειδή, η ως άνω διάταξη του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, καθό μέρος με αυτήν καθορίζεται η δικαιοδοσία δικαστηρίου για την άρση διαφωνιών ως προς τον καθορισμό του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, συνιστά δικονομική ρύθμιση και αποτελεί κανόνα αμέσου εφαρμογής (πρβλ. ΣτΕ 585/2008, 91/2006 556, 694/1980), εφαρμοζόμενη και στην κρινόμενη υπόθεση, ως και εκ του χρόνου εκδόσεως της καθ’ ερμηνείαν προσβαλλομένης πράξεως της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων.
11. Επειδή, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, (τόσο υπό το καθεστώς του άρθρου 12 του ν.δ/τος 797/1971, ως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 19 του ν. 2160/1993, όσο και υπό το καθεστώς του άρθρου 12 του K.A.A.A., ως αυτό ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του με τα άρθρα 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011 και 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012), η απόφαση καθορισμού του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως αποτελεί αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση της αποφάσεως περί ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως και, ως εκ τούτου, είναι διοικητική πράξη, της οποίας η νομιμότης, όπως άλλωστε, και η τυχόν παράλειψη εκδόσεως, ελέγχεται ακυρωτικώς από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 2492/2008 7μ., 3491/2008, βλ. και 4004/2012, 2160/2010 κ.ά.). Εξάλλου, κατά τα ομοφώνως γενόμενα δεκτά, από τις ανωτέρω παρατιθέμενες στη σκέψη 7 της παρούσας νομοθετικές διατάξεις προκύπτει ότι, μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. από τις διατάξεις των ν. 3986/2011 και 4070/2012, ο καθορισμός του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, γινόταν αποκλειστικά από διοικητικά όργανα, δρώντα υπό καθεστώς δεσμίας αρμοδιότητος, βάσει συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου, τον οποίο αυτά εκαλούντο να εφαρμόσουν, χωρίς να τους καταλείπεται στάδιο ουσιαστικής εκτιμήσεως ως προς την αξία του ακινήτου. Ειδικότερα, όφειλαν να συμπληρώσουν τον μαθηματικό αυτό τύπο με ήδη υπάρχοντα και ανελαστικά αριθμητικά δεδομένα, ήτοι αφενός μεν με το ποσό της αποζημιώσεως που είχε καταβληθεί στον καθ’ ου η απαλλοτρίωση (και εισπραχθεί από αυτόν), αφετέρου δε με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ο οποίος καταρτίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Εντούτοις, με τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις του ως άνω άρθρου 12, που έλαβαν χώρα από το 2011 και εντεύθεν, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, καταργήθηκε ο ως άνω μαθηματικός τύπος και εισήχθη νέο σύστημα υπολογισμού της αξίας του ακινήτου, και κατ’ επέκτασιν, της επιστρεπτέας αποζημιώσεως. Ειδικότερα, με τις νεότερες αυτές διατάξεις ορίσθηκε και πάλι ως αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκληση της απαλλοτριώσεως, η καταβολή στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση αποζημιώσεως ίσης με την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο προσδιορισμού της αποζημιώσεως αυτής, για την οποίαν αξία γνωμοδοτεί είτε Ανεξάρτητος Πιστοποιημένος Εκτιμητής είτε η Επιτροπή του άρθρου 15 του Κ.Α.Α.Α. (αρμόδια για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριουμένου ακινήτου), της οποίας η αρμοδιότητα αυτή θεσπίσθηκε το πρώτον με το άρθρο 3 παρ. 10 του ν. 4038/2012. Ως κριτήρια δε για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου (και κατ’ επέκτασιν, για τον υπολογισμό του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως) καθορίστηκαν τα αυτά κριτήρια που είχαν θεσπισθεί αρχήθεν από τον Κ.Α.Α.Α., με το άρθρο 13 παρ. 1 αυτού, το οποίο ρυθμίζει τον υπολογισμό της καταβλητέας στον καθ’ ου αποζημιώσεως, προκειμένου να συντελεστεί η απαλλοτρίωση (ήτοι, ιδίως, η αξία, κατά τον κρίσιμο χρόνο του καθορισμού, παρακειμένων και ομοειδών ακινήτων καθώς και οι δυνατότητες προσόδου του επιμάχου ακινήτου). Τα κριτήρια δε αυτά, των οποίων η απαρίθμηση, όπως προκύπτει, άλλωστε, και από την γραμματική διατύπωση του νόμου, είναι ενδεικτική (πρβλ. Α.Π. 635/2017), υποχρεώνουν το αρμόδιο όργανο να προβεί σε ουσιαστικές εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, παρέχοντάς του, αναγκαίως, ευρύ περιθώριο σχετικώς, αφού δύναται να στηριχθεί σε οποιοδήποτε πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για την πραγματική αξία του, επιστρεφομένου στον καθ’ ου η απαλλοτρίωση, ακινήτου. Συνεπώς, από το χρόνο ενάρξεως ισχύος του νέου συστήματος για τον υπολογισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, η αμφισβήτηση των σχετικώς εκδιδομένων πράξεων δεν γεννά πλέον ακυρωτική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξάλλου, με τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις, καθορίστηκε το πρώτον ρητώς συγκεκριμένη διαδικασία σε περίπτωση διαφωνίας του ενδιαφερομένου ως προς το ύψος της καθορισθείσης επιστρεπτέας αποζημιώσεως, σύμφωνα με την οποίαν αυτός δικαιούται να αιτηθεί τον οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, τα οποία θα αποφασίσουν κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 18 έως 25 του Κ.Α.Α.Α.
Πλειοψηφήσασα γνώμη :
Κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη την οποία υποστήριξαν η Πρόεδρος του Τμήματος και οι Σύμβουλοι Β. Ραφτοπούλου και Ε. Παπαδημητρίου, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 και 117 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρησή τους (2001), εκδηλώνεται η βούληση του συντακτικού νομοθέτη για τον καθορισμό ενιαίας δικαιοδοσίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν σε όλα εν γένει τα στάδια της διαδικασίας αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, και δη προς την κατεύθυνση της μεταφοράς του συνόλου αυτών στα διοικητικά δικαστήρια, εν όψει της φύσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ως κατ’ εξοχήν ασκήσεως δημοσίας εξουσίας χάριν του δημοσίου συμφέροντος επί του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Τούτο προκύπτει ιδίως από την αντικατάσταση του όρου «πολιτικά» με τον όρο «αρμόδια», όσον αφορά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων στα οποία ανατίθεται από το Σύνταγμα ο καθορισμός των δικαιούχων και του ύψους της καταβλητέας σε αυτούς αποζημιώσεως λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου τους. Ερμηνευόμενες υπό το φως της ανωτέρω συνταγματικής μεταβολής, οι διατάξεις του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012 έχουν την έννοια ότι, πάντως, οι διαφορές που γεννώνται από την αμφισβήτηση του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως σε περίπτωση άρσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με την καταβλητέα επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αποζημίωση, η οποία καθορίζεται το πρώτον από τα πολιτικά δικαστήρια κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως απευθείας ενώπιόν τους, ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημιώσεως διενεργείται κατά την προβλεπόμενη από το νόμο ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία καταλήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξεως. Η πράξη αυτή, σύμφωνα με το νόμο, είναι είτε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου, είτε απόφαση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αρμόδιο για την έκδοσή της όργανο είναι η αρχή, δηλαδή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή διφυούς χαρακτήρα υπέρ του οποίου έχει κηρυχθεί η απαλλοτρίωση (Ο.Τ.Α. Α.Ε.Ι. Ν.Α. Ο.Σ.Κ. κ.ο.κ.) είτε, σε περίπτωση απαλλοτριώσεως υπέρ ιδιώτη, ο συμπράξας με τον Υπουργό Οικονομικών, ανάλογα με το δημόσιο σκοπό της απαλλοτριώσεως Υπουργός (άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ ν. 2882/64). Τούτο όριζε ρητά το άρθρο 12 παρ. 3 του ν. 2882/2001 στην αρχική του μορφή (το οποίο κατά τούτο δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011) δεν προκύπτει δε αντίθετη βούληση του νομοθέτη από την διατύπωση του ισχύοντος άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012. Ειδικότερα, από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω άρθρου 127, η οποία, κατά τη ρητή διατύπωσή της, έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό νέου τρόπου υπολογισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως σε περίπτωση απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν «υπέρ του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. Α΄ και Β΄ βαθμού, επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας», διευκρινίζει δε περαιτέρω ότι «το ποσό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως καθορίζεται από την αρχή που ανακαλεί την απαλλοτρίωση», προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη δεν ήταν να μεταβιβάσει την εξουσία καθορισμού του ύψους της εν λόγω αποζημιώσεως και στον ιδιώτη, υπέρ του οποίου, σε εξαιρετικές άλλωστε περιπτώσεις, κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση, αλλά να μεταφέρει την αρμοδιότητα αυτή από τους εποπτεύοντες Υπουργούς στα ίδια τα προαναφερθέντα ν.π.δ.δ. και δημόσιους φορείς. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, μολονότι κατεξοχήν διοικητική διαδικασία ενόψει του σκοπού αυτής και της συνταγματικής προστασίας της ιδιοκτησίας, δύναται να διενεργείται κατά τις διατάξεις είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα με τη φύση του υπέρ ού η απαλλοτρίωση προσώπου, πέραν της ενδεχομένης αντιθέσεώς της προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, οδηγεί σε περαιτέρω διάσπαση της ενότητος της διαδικασίας αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και, κατ’ επέκταση, της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η οποία θα κυμαίνεται ανάλογα με τη φύση του υποχρέου σε επιστροφή και το περιεχόμενο των ισχυρισμών του. Κατά συνέπεια, ναι μεν ο νόμος ορίζει ότι σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το (καθορισθέν) ύψος της αποζημιώσεως, ο οριστικός καθορισμός της γίνεται κατόπιν «αιτήσεως» κάθε ενδιαφερομένου προς τα αρμόδια δικαστήρια, σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, η αίτηση αυτή έχει το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας εκδικαζομένης από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, στη δικονομική ύλη των οποίων άλλωστε προσιδιάζει, αφού αυτά έχουν πλέον την αρμοδιότητα να ακυρώνουν ή να μεταρρυθμίζουν διοικητικές πράξεις επί πλειόνων συναφών αντικειμένων (λ.χ. προσδιορισμός αξίας ακινήτων κατ’ εκτίμηση συγκριτικών στοιχείων κατά το φορολογικό δίκαιο κ.ο.κ.). Εξ άλλου, η εκδοχή σύμφωνα με την οποία, ακόμα και σε περίπτωση που η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως έχει εκδοθεί από τον Υπουργό Οικονομικών ή άλλη δημόσια αρχή, η ανωτέρω αίτηση δεν συνιστά ένδικο βοήθημα, αλλά απ’ ευθείας αίτηση προς τα πολιτικά δικαστήρια για τον καθορισμό του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, θα είχε ως συνέπεια να συνισχύουν εν τέλει ως προς το αμφισβητούμενο ποσό δύο διαφορετικές αποφάσεις, δηλαδή αφενός μεν, η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία του νόμου εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να τροποποιήσουν ή να ακυρώσουν, αφετέρου δε και παράλληλα, η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου με την οποία το ποσό αυτό θα καθορίζεται σε διαφορετικό ύψος. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της παραπομπής του άρθρου 12 παρ. 3 εδ. στ΄ στις διατάξεις των άρθρων 18 έως 25 του αυτού νόμου, παρατηρούνται τα εξής: Ο Κ.Α.Α.Α. θεσπίζει ρητώς ειδικές διατάξεις δικονομικού περιεχομένου για την δικαστική διαδικασία καθορισμού τόσο της καταβλητέας όσο και της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, οι οποίες παρεκκλίνουν ενίοτε από τις διατάξεις του ΚΠολΔ, και οι οποίες, ενόψει του ειδικού τους χαρακτήρα, υπερισχύουν οιασδήποτε άλλης δικονομικής διατάξεως. Τα διοικητικά δικαστήρια, κατά την εκδίκαση της ως άνω διαφοράς, εφαρμόζουν τις ειδικότερες αυτές διατάξεις του Κ.Α.Α.Α. καθώς και τις διατάξεις του ΚΠολΔ, καθό μέρος γίνεται παραπομπή σε αυτές, και μόνον συμπληρωματικά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Μειοψηφήσασα γνώμη :
Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Κ. Φιλοπούλου και Ι. Σπερελάκη και της Παρέδρου Κ. Μαρίνου, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. από τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011 και 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, και κατά την γραμματική ερμηνεία του ως άνω άρθρου 127, ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημιώσεως γίνεται είτε με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εάν η απαλλοτρίωση είχε κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου, είτε με απόφαση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση σε κάθε άλλη περίπτωση. Άρα, δύναται ο καθορισμός αυτός να γίνει και από Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτη, εφόσον η απαλλοτρίωση κηρύχθηκε υπέρ αυτού. Επί διαφωνίας δε ως προς το ύψος της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, ο οριστικός καθορισμός της γίνεται μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου στα αρμόδια δικαστήρια, κατά τα άρθρα 18 έως 25 του Κ.Α.Α.Α., ήτοι κατά τη διαδικασία προσωρινού και οριστικού προσδιορισμού της καταβλητέας αποζημιώσεως για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Όπως προκύπτει δε από τις νεότερες ως άνω διατάξεις του ν. 4070/2012, ο καθορισμός του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως εξακολουθεί να αποτελεί αναγκαία νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση της αποφάσεως περί ανακλήσεως της συντελεσμένης απαλλοτριώσεως. Σε περίπτωση δε που η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ., η απόφαση καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως αποτελεί πράγματι διοικητική πράξη. Όταν, όμως, η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί υπέρ Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτου, η απόφαση καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως δεν αποτελεί διοικητική πράξη αλλά δήλωση βουλήσεως κινούμενη στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, αν αναφυεί διαφωνία ως προς το διοικητικώς προσδιορισθέν ύψος της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, στον οριστικό καθορισμό αυτής προβαίνει το αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο, επιλαμβανόμενο κατόπιν αιτήσεως (κατά την γραμματική ερμηνεία της διατάξεως) του αρχικού ιδιοκτήτη – καθ’ ου η απαλλοτρίωση, δεν έχει την εξουσία ελέγχου της νομιμότητας του διοικητικού καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, αφού με την ως άνω διάταξη δεν θεσπίζεται ένδικο βοήθημα κατά της πράξεως προσδιορισμού του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, αλλά προσδιορίζει το ίδιο, εξ υπαρχής, κατ’ εφαρμογή των νομίμων ως άνω κριτηρίων (πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία, δυνατότητα προσόδου του ακινήτου και αντικειμενική αξία αυτού), την τρέχουσα αγοραία αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και υπολογίζει με βάση αυτήν, το ποσό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, με την υποβολή της αιτήσεως προς το αρμόδιο δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως επιδιώκεται, όχι η διαπίστωση της παραβιάσεως διατάξεων νόμου και η ακύρωση της πράξεως καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, αλλά η άρση της διαφωνίας ως προς το καθορισθέν ποσό κατ’ ουσίαν, παρέπεται ότι από την αμφισβήτηση του περιεχομένου διοικητικής πράξεως καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως δεν γεννάται πλέον, υπό το καθεστώς του ν. 4070/2012, ακυρωτική διαφορά. Εξάλλου, με την προαναφερθείσα αναθεωρημένη ρύθμιση του άρθρου 17 παρ. 4 του Συντάγματος, παρεσχέθη στον κοινό νομοθέτη ευρεία διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό ενιαίας δικαιοδοσίας για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση, ανεξάρτητα από τη φύση των σχετικών δικών, δηλαδή τόσο για ακυρωτικές διαφορές όσο και για διαφορές ουσίας, διοικητικές ή σχετιζόμενες άμεσα με την εμπράγματη φύση του ακινήτου. Με τη ρύθμιση αυτή, η οποία αποτελεί ρήγμα στην παραδοσιακή συνταγματική αρχή του δογματικού κριτηρίου της φύσεως της διαφοράς, εισάγεται ειδικότερα, εξαίρεση από τη βασική συνταγματική αρχή των διατάξεων του επίσης αναθεωρημένου άρθρου 94 παρ. 1 και 2, σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία κατανέμεται για μεν τις διοικητικές διαφορές στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, για δε τις ιδιωτικές διαφορές και τις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Η συνταγματική δε αυτή δυνατότητα καθιερώσεως ενιαίας δικαιοδοσίας για τις απαλλοτριωτικές εν γένει διαφορές προβλέφθηκε ειδικώς και ανεξάρτητα από τη νέα, γενικής εφαρμογής, διάταξη του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία, και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας, αναγνωρίζεται η δυνατότητα του νομοθέτη να υπάγει την εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, ως προς τις διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας που διέπει την απαλλοτρίωση, η καθιερούμενη από το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη αφορά στη δυνατότητα αυτού να επιλέξει ανάμεσα στο υφιστάμενο καθεστώς διασπάσεως της δικονομικής ύλης και στην εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, διοικητικής ή πολιτικής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κατά τα ανωτέρω ευχέρεια του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση, όσον αφορά τις σχετιζόμενες με την απαλλοτρίωση διαφορές, ενιαίας δικαιοδοσίας, διοικητικής ή πολιτικής, τελεί υπό την επιβαλλόμενη από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωσή του να εξασφαλίσει, με την επιλογή του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου, στους ενδιαφερόμενους όσο το δυνατόν απλή ως προς την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων και ταχεία και αποτελεσματική ως προς την πρόοδο της δίκης έννομη προστασία. Η υποχρέωση δε αυτή παρίσταται ακόμη πιο επιτακτική στην περίπτωση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, όπου η έννομη τάξη καλείται να επανορθώσει μία παρανομία της Διοικήσεως, η οποία δεν κατάφερε να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο είχε εξ αρχής στερήσει τον καθ’ ου η απαλλοτρίωση από την ιδιοκτησία του. Εν προκειμένω, και ως ήδη εξετέθη ανωτέρω, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση των σχετικών διατάξεων του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της διοικητικώς προσδιορισθείσης επιστρεπτέας αποζημιώσεως, ο οριστικός καθορισμός αυτής διενεργείται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, με δικαστική απόφαση εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 18 έως 25 του Κ.Α.Α.Α. (περί του προσωρινού και του οριστικού προσδιορισμού της καταβλητέας αποζημιώσεως) και των άρθρων του ΚΠολΔ στα οποία οι διατάξεις αυτές ρητώς παραπέμπουν, δηλαδή με απόφαση του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις αυτές ως άνω διατάξεις, κατά τα ήδη εκτεθέντα, βάση υπολογισμού της επιστρεπτέας αποζημίωσης αποτελεί η αγοραία αξία του ακινήτου κατά το χρόνο προσδιορισμού της αποζημίωσης, κριτήριο δε για την εκτίμηση της αξίας αυτής αποτελεί οποιοδήποτε πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο και, ιδίως, η αξία παρακείμενων και ομοειδών ακινήτων καθώς και η δυνατότητα προσόδου του ακινήτου και η αντικειμενική του αξία. Τα στοιχεία αυτά προσδιορισμού της αξίας του ακινήτου, τα οποία αντιστοιχούν πλήρως προς τα λαμβανόμενα υπόψη κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου (βλ. άρθρα 13 και 15 του Κ.Α.Α.Α.), προσιδιάζουν πράγματι στη δικονομική ύλη των πολιτικών δικαστηρίων και στο -εφαρμοζόμενο κατά τη διεξαγωγή των σχετικών δικών- συζητητικό σύστημα. Συνεπώς, υπό το ισχύον νομικό καθεστώς (ν. 4070/2012), η επίλυση των διαφορών που γεννώνται από την αμφισβήτηση του περιεχομένου ακόμα και των οργανικώς διοικητικών πράξεων καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία, βεβαίως, ελέγχουν και τη συνταγματικότητα των, σχετικών με τον καθορισμό αυτό, νομοθετικών διατάξεων, αποφαινόμενα και επί του ζητήματος της κατά χρόνον εφαρμογής ή μη των διατάξεων αυτών, στην κρινόμενη κάθε φορά περίπτωση. Η εγκαθίδρυση δε δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και επ’ αυτής ειδικώς της κατηγορίας διαφορών που γεννώνται από την εφαρμογή του Κ.Α.Α.Α. δεν αντίκειται στα άρθρα 17 παρ. 4, 20 και 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος. Και τούτο διότι συνιστά επιτρεπτή, τμηματική, χρήση της ευχερείας που παρέχεται στο νομοθέτη από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 παρ. 4 και 117 παρ. 7 του Συντάγματος. Ήδη, δηλαδή, ενοποιείται η δικαιοδοσία επί των υποθέσεων που σχετίζονται με την αναγνώριση των δικαιούχων και τον προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημιώσεως (για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως) με τις υποθέσεις που σχετίζονται με τον προσδιορισμό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως (για την ανάκληση της απαλλοτριώσεως). Από την χρησιμοποίηση, εξάλλου, του όρου «αρμόδιο δικαστήριο» στο άρθρο 12 παρ. 3 εδ. δ΄ του Κ.Α.Α.Α., δεν συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να εγκαθιδρύσει αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, αφού και στο άρθρο 13 παρ. 1 του Κ.Α.Α.Α., το οποίο ρυθμίζει τα ζητήματα αναφορικά με τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημιώσεως, ο οποίος διενεργείται από τα πολιτικά δικαστήρια, επαναλαμβάνεται ο αυτός όρος και ορίζεται ότι η έκθεση της Επιτροπής του άρθρου 15 υποβάλλεται στο «αρμόδιο» δικαστήριο ως στοιχείο της προδικασίας, προκειμένου το τελευταίο να προβεί στον καθορισμό του ύψους της καταβλητέας αποζημιώσεως. Εξάλλου, ο νομοθέτης, και στην περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 16 παρ. 8 του Κ.Α.Α.Α., η οποία ορίζει ότι «Κάθε αμφισβήτηση για την ακρίβεια ή την πληρότητα των στοιχείων του κτηματολογικού διαγράμματος και του πίνακα, λύεται κατά τη δίκη για την αναγνώριση των δικαιούχων…», θεσπίζουσα το πρώτον, ρητώς, διαδικασία αμφισβητήσεως του κτηματολογικού διαγράμματος, ήτοι οργανικώς διοικητικής πράξεως, αναθέτει στα πολιτικά δικαστήρια τον έλεγχό της (βλ. ΣτΕ 507/2017, 2715/2014, 954/2010), παρέχοντάς τους την εξουσία διορθώσεώς της. Η εκδοχή, άλλωστε, υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της αιτήσεως αμφισβητήσεως του ποσού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, εναρμονίζεται πλήρως με την -το πρώτον προβλεφθείσα από τον ν. 4070/2012-, υποχρέωση του υπέρ ου η απαλλοτρίωση φορέως να προβεί αυτός -και όχι πλέον η κηρύξασα την απαλλοτρίωση αρχή- στον καθορισμό της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, και προσιδιάζει κατ’ εξοχήν στις περιπτώσεις που υπέρ ου η απαλλοτρίωση είναι ιδιώτης ή Ν.Π.Ι.Δ. Εξάλλου, κατά την περαιτέρω γνώμη των Συμβούλων Κ. Φιλοπούλου και Ι. Σπερελάκη, ναι μεν κατά τα προεκτεθέντα, η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του οικείου οργάνου Ν.Π.Δ.Δ., με την οποία καθορίζεται το ποσό της επιστρεπτέας αποζημίωσης, προκειμένου να ανακληθεί συντελεσμένη αναγκαστική απαλλοτρίωση, αποτελεί διοικητική πράξη. Η πράξη, όμως, αυτή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της από μέρους του βαρυνόμενου με την επιστρεπτέα αποζημίωση αρχικού ιδιοκτήτη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου (πρβλ. ΣτΕ 293/1993, 2873/2014 κ.α.) και, συνεπώς, παράγει τα έννομα αποτελέσματά της, μόνον εάν ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση δεν διαφωνήσει ως προς το ύψος της προσδιορισθείσης με αυτήν επιστρεπτέας αποζημιώσεως. Αντιθέτως, σε περίπτωση διαφωνίας αυτού, επιλαμβάνεται του οριστικού καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, κατά τη σαφώς προκύπτουσα πρόβλεψη των ως άνω διατάξεων, το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, το οποίο δεν έχει την εξουσία παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητος της πράξεως καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, αφού με τις διατάξεις του ν. 4070/2012, και ως ήδη εξετέθη ανωτέρω, δεν θεσπίζεται ένδικο βοήθημα κατ’ αυτής, αλλά έχει την εξουσία να προβεί το ίδιο στον καθορισμό, βάσει των προαναφερθέντων νομίμων κριτηρίων, του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, επιλύοντας κατ’ ουσίαν τη διαφορά, μετά δε τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως του εν λόγω δικαστηρίου, η διοικητική πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως καθίσταται ανενεργός (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 487/1991). Τέλος, κατά την γνώμη της Παρέδρου Τ. Βαρουφάκη, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 12 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. από τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 4 του ν. 3986/2011 και 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, η διαφορά που ανακύπτει από την αμφισβήτηση του ύψους της διοικητικώς καθορισθείσας επιστρεπτέας αποζημιώσεως έχει όντως καταστεί διοικητική διαφορά ουσίας, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά από την πλειοψηφήσασα άποψη. Περαιτέρω, με την ως άνω αντικατάσταση του άρθρου 12 παρ. 3, προβλέπεται το πρώτον, σύμφωνα με την γραμματική διατύπωση της διατάξεως, και σε αντίθεση με την προϊσχύσασα μορφή του άρθρου αυτού, ότι αρμόδιο όργανο για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημιώσεως είναι ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση, σε περίπτωση που αυτή δεν είχε κηρυχθεί υπέρ του Δημοσίου. Ενόψει δε του γεγονότος ότι απαλλοτρίωση δύναται να κηρυχθεί και υπέρ Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτου, συνάγεται ότι ο νομοθέτης σκοπίμως χρησιμοποίησε στο εδαφ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 12 τον όρο «αρμόδια» δικαστήρια, ώστε αν μεν η πράξη καθορισμού της επιστρεπτέας αποζημιώσεως εκδοθεί από τον Υπουργό ή Ν.Π.Δ.Δ., η διαφορά που θ’ ανακύψει από την αμφισβήτηση του καθορισθέντος ποσού να υπάγεται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ως διαφορά ουσίας, αν δε το ποσό καθοριστεί από Ν.Π.Ι.Δ. ή από ιδιώτη, η αντίστοιχη αμφισβήτηση να υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια, αφού δεν νοείται έλεγχος της δηλώσεως βουλήσεως του ιδιώτου (διότι τέτοια θέση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι επέχει ο καθορισμός της επιστρεπτέας αποζημιώσεως που προέρχεται από ιδιώτη ή Ν.Π.Ι.Δ.) από τα διοικητικά δικαστήρια. Συνεπώς, εφόσον εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη από Ν.Π.Δ.Δ. η κρινόμενη διαφορά, ως διοικητική διαφορά ουσίας, υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
12. Επειδή, εν προκειμένω και ως ήδη εξετέθη ανωτέρω, η καθ’ ερμηνείαν προσβαλλόμενη πράξη καθορισμού του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, εξεδόθη μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4070/2012, με τους λόγους δε ακυρώσεως προβάλλονται ζητήματα αφορώντα στο ουσιαστικό νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει τον τρόπο καθορισμού του ύψους της αποζημιώσεως (συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων καθώς και ζήτημα διαχρονικού δικαίου). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση δεν υπάγεται, με βάση όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για το λόγο αυτό, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Κ. Φιλοπούλου και Ι. Σπερελάκη καθώς και της Παρέδρου Κ. Μαρίνου, η κρινόμενη αίτηση αφορά σε διαφορά υπαγόμενη στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ενώπιον των οποίων, εξάλλου, ο αιτών έχει προσφύγει ήδη από 1.11.2016, έχοντας, μάλιστα, ζητήσει την αναστολή της προόδου της δίκης μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της κρινομένης αιτήσεως, ως ο ίδιος συνομολογεί, και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ενόψει, όμως, της σπουδαιότητος του ζητήματος αναφορικά με την ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον έλεγχο της πράξεως καθορισμού του ύψους της επιστρεπτέας αποζημιώσεως, μετά την έναρξη ισχύος της διατάξεως του άρθρου 127 παρ. 1 του ν. 4070/2012, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά τη διάταξη της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 14 του π.δ/τος 18/1989, να ορισθεί δε εισηγητής ενώπιον αυτής η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.
Παραπέμπει το ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το αιτιολογικό.