Περίληψη : Με την υπό κρίση αίτηση ακύρωσης ζητήθηκε η ακύρωση της απόφασης προκήρυξης γραπτού διαγωνισμού για την πλήρωση θέσεων Δικαστικών Επιμελητών κατά το μέρος που υποχρεώθηκαν οι υποψήφιοι να υποβάλουν αίτηση συμμετοχής για την περιφέρεια ενός πρωτοδικείου, με δυνατότητα δήλωσης δεύτερης προτίμησης, για την περιφέρεια ενός ακόμη πρωτοδικείου υπαγομένου στην περιφέρεια του αυτού συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας. Εν προκειμένω κρίθηκε ότι α) Ο έλεγχος συνταγματικότητας νόμου είναι συγκεκριμένος και παρεμπίπτων και συνεπώς περιορίζεται στον έλεγχο της εφαμοστέας στην υπό κρίση υπόθεση διάταξης, β) για να κρίνεται συνταγματικά ανεκτός περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης σε επάγγελμα πρέπει να διαπιστώνεται, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα και αναγκαιότητα της επίδικης ρύθμισης για την εξυπηρέτηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, γ) ο περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή προσώπων.
Κείμενο απόφασης
4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου … τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». […]
7. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, κατά το μέρος που περιορίζει τη δυνατότητα του υποψηφίου δικαστικού επιμελητή να δηλώσει προτίμηση για δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων (εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας), αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, διότι επιτρέπει τον διορισμό υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι, ενώ έχουν εξετασθεί στα ίδια μαθήματα, στο πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού και έχουν λάβει υψηλότερη βαθμολογία, παραμένουν αδιόριστοι, λόγω του τυχαίου και συμπτωματικού γεγονότος ότι επέλεξαν θέση, για την οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται βαθμολογία υψηλότερη (από αυτή την οποία έχουν λάβει οι ίδιοι, καθώς και από την απαιτούμενη για τον διορισμό σε άλλες θέσεις της ίδιας εφετειακής περιφέρειας). […]
8. Επειδή, κατά την κρίση της Ολομελείας, ο έλεγχος της συνταγματικότητας της ως άνω παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρέπει να περιορισθεί στα πλαίσια του προβαλλομένου με την αίτηση ακυρώσεως λόγου, ο οποίος αφορά ρητώς μόνον στον δι’ αυτής επιβαλλόμενο περιορισμό δήλωσης προτίμησης για τις περιφέρειες δύο το πολύ πρωτοδικείων, και όχι στον, διαφορετικού περιεχομένου, εμβέλειας, αλλά και εννόμων αποτελεσμάτων, περιορισμό δήλωσης προτίμησης μόνο για μία περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας (από τον οποίο ο αιτών δεν υποστηρίζει ότι υπέστη βλάβη). Τούτο επιβάλλεται από τα πλαίσια του ακυρωτικού αιτήματος, όπως προσδιορίζεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία στρέφεται ευθέως (α) κατά της προκήρυξης του διαγωνισμού, μόνον κατά το μέρος που επιβάλλει, κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης του ν. 2318/1995, περιορισμό υποβολής προτίμησης για δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων και (β) κατά της κατάστασης επιτυχόντων της Περιφέρειας του Συλλόγου Δικαστικών επιμελητών Εφετείων …., για την οποία ο αιτών είχε δηλώσει προτίμηση, καθ’ ο μέρος περιελήφθη στην κατάσταση αυτή, κατά παράλειψή του, η …., στοχεύει δε, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, στην ακύρωση της παράλειψης διορισμού του αιτούντος σε μία από τις προκηρυχθείσες κενές θέσεις δικαστικών επιμελητών της Περιφέρειας του Συλλόγου Δικαστικών επιμελητών Εφετείων ….., όπως εκδηλώθηκε με τον διορισμό της …. στην περιφέρεια του (υπαγομένου στην ως άνω εφετειακή περιφέρεια) Πρωτοδικείου ….. Ενδεχόμενη διάγνωση, κατ’ ενάσκηση αυτεπαγγέλτου, κατά το μέρος αυτό, ελέγχου, της αντισυνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995 και ως προς τον περιορισμό υποβολής προτίμησης για μία μόνο περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, δηλαδή ως προς μέρος διάταξης νόμου, του οποίου η εφαρμογή δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της προκειμένης διαφοράς, θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται, κατά τα ανωτέρω, από τις προσβαλλόμενες πράξεις και το αίτημα, που διατυπώνεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά παράβαση της αρχής περί παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, θα μπορούσε δε να οδηγήσει και σε ακύρωση υπερακοντίζουσα ή και παραβλάπτουσα τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος (πρβλ. ΣΕ 966/2008, 798/2014 7μ.). […]
9. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το ανωτέρω εκτεθέν άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣΕ 2396/2004 Ολομ., 3052, 3058/2009 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣΕ 2216/1975, 170/1988, 4064/1990). Εξάλλου, με το ως άνω άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Στην ελευθερία δε αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί εφ’ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος (ΣΕ 1621/2012 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Όταν δε ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά στην πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής αυτού για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού (ΣΕ 1621/2012 Ολομ., 3340, 3516/2013 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Ειδικότερα, για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή, που έχει χαρακτήρα ελευθέρου επαγγέλματος, συμβάλλει, όμως, συνάμα στο έργο της απονομής της δικαιοσύνης, έστω και με επικουρικό χαρακτήρα, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη ως προς τους όρους και τη διαδικασία εισόδου σε αυτό πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις, που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση και τις εν γένει ικανότητες του υποψηφίου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης (πρβλ. ΣΕ 413/1993, 3177/2007 Ολομ., 1621/2012 Ολομ.).
10. Επειδή, ο περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή προσώπων, που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα. Τούτο διότι επιτρέπει, κατ’ αποτέλεσμα, τον διορισμό υποψηφίων με βαθμολογία χαμηλότερη από εκείνη συνυποψηφίων τους, οι οποίοι, αν και διαγωνίσθηκαν στα ίδια θέματα και επέτυχαν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι επειδή, στα πλαίσια του ως άνω περιορισμού, είχαν δηλώσει προτίμηση διορισμού σε περιφέρειες πρωτοδικείων, για τις οποίες αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία από αυτή, την οποία επέτυχαν (πρβλ. ΣΕ 2369/2005 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Στην εισηγητική έκθεση του ν. 2318/1995, με την παρ. 1 του άρθρου 7 του οποίου προβλεπόταν αρχικά (προ της αντικατάστασής της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003) δυνατότητα των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού για μία μόνον περιφέρεια πρωτοδικείου, αναφέρεται ως μία εκ των βασικών κατευθύνσεων του νόμου η «καθιέρωση όρων που θα αποτρέπουν το ενδεχόμενο να υπάρξει σημείο της χώρας, που να στερείται οργάνων εκτελέσεως έστω και προσωρινά», ενώ στην εισηγητική έκθεση του ν. 3160/2003 αναφέρεται ότι με την ως άνω παρ. 15 του άρθρου 59 «δίνεται η δυνατότητα στους υποψήφιους με υψηλό βαθμό που δεν επέτυχαν την πρώτη επιλογή τους να καταλάβουν θέση στο πρωτοδικείο της δεύτερης προτίμησής τους». Το Δημόσιο και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι οι τιθέμενοι με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, περιορισμοί ως προς τις προτιμήσεις διορισμού των υποψηφίων είναι συνταγματικώς ανεκτοί ως υπαγορευόμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος, διότι αποβλέπουν στην ορθολογική κατανομή των δικαστικών επιμελητών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και στη στελέχωση και των πιο απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών με δικαστικούς επιμελητές, που έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν σε αυτές. Δεν διαπιστώνεται, όμως, κατά τρόπο εμφανή η προσφορότητα και αναγκαιότητα της επίδικης ρύθμισης για την εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 1621/2012 Ολομ.), δεδομένου ότι είναι άδηλο τόσο το πώς επηρεάζονται οι επιλογές των υποψηφίων από την επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών -εάν δηλαδή ωθούνται εξ αυτών στη δήλωση προτίμησης για μικρές και δυσπρόσιτες περιφέρειες με λίγες θέσεις και χαμηλή ζήτηση, ή, αντιθέτως, για μεγάλες, κεντρικές περιφέρειες με πολλές θέσεις και υψηλή ζήτηση-, όσο και το εάν πράγματι εξασφαλίζεται, με τη θέσπιση του συγκεκριμένου περιορισμού, η δήλωση προτίμησης των υποψηφίων για θέσεις, στις οποίες έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν επί μακρόν, εν όψει, άλλωστε, του ότι η αυτή νομοθεσία επιτρέπει την, σχετικώς ευχερή, μετάθεση δικαστικών επιμελητών σε άλλη πρωτοδικειακή περιφέρεια. Εν πάση δε περιπτώσει ο νομοθέτης δύναται να επιδιώξει με άλλους τρόπους, μη θίγοντες τις αρχές της αξιοκρατίας και της ελευθερίας πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή των εχόντων τα νόμιμα προσόντα, την εξασφάλιση της σταθερής στελέχωσης, με δικαστικούς επιμελητές, όλων των περιφερειών της Χώρας, όπως π.χ. με την παροχή κινήτρων για την επιλογή των μικρών και δυσπρόσιτων περιφερειών ή/και τη θέσπιση αυστηροτέρων, σε σχέση με τις ήδη ισχύουσες (βλ. ανωτ. άρθρο 42 του ν. 2318/1995), προϋποθέσεων για την αποδοχή αιτήσεων μετάθεσης των δικαστικών επιμελητών. […]