ΣΕ 1882/2018 : αίτηση θεραπείας – νέα κατ’ ουσίας έρευνα της υπόθεσης – ενσωμάτωση της αρχικής πράξης στην απάντηση

 

4. Επειδή, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση το Ε.Σ.Ρ. έκρινε, στο πλαίσιο εξέτασης του προπαρατεθέντος ισχυρισμού της αιτήσεως θεραπείας, ότιτα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά καταλαμβάνονται από τις αντιστοίχου περιεχομένου -σε σχέση με τις εφαρμοσθείσες με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση διατάξεις του π.δ. 100/2000- διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 περ. α΄ και 11 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄ του π.δ. 109/2010 (Α΄ 190) περί συγκεκαλυμμένης διαφημίσεως και χορηγίας. Με το περιεχόμενο αυτό η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκτελεστό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το Ε.Σ.Ρ., προκειμένου να διαπιστώσει εάν τα πραγματικά περιστατικά δύναται να υπαχθούν στις προαναφερθείσες διατάξεις του π.δ. 109/2010, προέβη σε επανεκτίμηση αυτών, ήτοι σε νέα κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως. Ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή αποτελεί τη μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, στην οποία ενσωματώθηκε, απωλέσασα την εκτελεστότητά της, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 2017/2017, 2916/2014).

 

ΣΕ 1794/2018 : Αλυσιτέλεια αίτησης ακύρωσης – η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δεν ωφελεί τον αιτούντα διότι τυχόν ακύρωσή της θα είχε ως συνέπεια την αναβίωση μη νόμιμης κατάστασης.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 102/2017 αποφάσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), με την οποία ανακλήθηκε η υπ’ αριθμ. 254/2015 προηγούμενη απόφαση της Αρχής περί χορηγήσεως βεβαιώσεως νομίμου λειτουργίας στον ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό «… FM» Νομού …, ιδιοκτησίας του αιτούντος. Ήδη δε, όπως προκύπτει από τα διαβιβασθέντα στο Δικαστήριο στοιχεία, η ατομική επιχείρηση εκμετάλλευσης του ανωτέρω ραδιοφωνικού σταθμού, ο οποίος μετονομάσθηκε σε «… FM», έχει εισφερθεί στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «…. ΕΤΑΙΡΕΙΑ», στην οποία μετέχει ο αιτών ως εταίρος με ποσοστό 51%.
3. Επειδή, με το ν.2328/1995 «Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της τοπικής ραδιοφωνίας» (Α΄ 159) καθορίσθηκαν οι βασικές προϋποθέσεις χορηγήσεως αδειών ιδρύσεως και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών (άρθρο 6), καθώς και η διαδικασία και τα κριτήρια χορηγήσεως των αδειών (άρθρο 7) και προβλέφθηκε ότι οι άδειες αυτές χορηγούνται και ανανεώνονται για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών (άρθρο 7 παρ.11). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 29 του ν. 3310/2005 (Α΄ 30) ορίσθηκε ότι «α) Το προβλεπόμενο από τη διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 7 του Ν.2328/1995 (ΦΕΚ 159 Α΄), όπως ισχύει, χρονικό διάστημα ισχύος των αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών παρατείνεται για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του Νομού Αττικής μέχρι 30.11.2005. Τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας το Ε.Σ.Ρ. εκδίδει σχετική προκήρυξη. β) Έως τη δημοσίευση της ανωτέρω προκήρυξης, θεωρούνται νομίμως λειτουργούντες εντός των ορίων του Νομού Αττικής και με τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Νομού Αττικής υπό τις ακόλουθες σωρευτικά προϋποθέσεις: i) εφόσον αποδεδειγμένα λειτουργούσαν την 31.12.2004, ii) ο φορέας τους υπέβαλε αίτηση συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία που προκηρύχθηκε με τις υπ’ αριθ. 1430/9.12.1996 (ΦΕΚ 1109 Β΄) και 4925/Ε/21.2.2001 (ΦΕΚ 184 Β΄) αποφάσεις του Υπουργού Τύπου και Μ.Μ.Ε., όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθμ. 9615/ Ε/10.4.2001 (ΦΕΚ 414 Β΄) και 17563/23.7.2001 (ΦΕΚ 954 Β΄) όμοιες, και iii) την 31.12.2004 ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στο φορέα που είχε υποβάλει την αίτηση συμμετοχής του προηγουμένου εδαφίου. Η κατά τα ως άνω νόμιμη λειτουργία καταλαμβάνει και το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης μέχρι τη χορήγηση των αδειών, εφόσον υποβληθεί αίτηση συμμετοχής στη νέα διαγωνιστική διαδικασία…».
4. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών υπέβαλε στις 14.10.2009 αίτηση προς το Ε.Σ.Ρ., με την οποία, καθ’ ερμηνείαν του περιεχομένου της, ζήτησε να χορηγηθεί βεβαίωση νόμιμης λειτουργίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παρ. 29 του ν. 3310/2005, για τον ραδιοφωνικό σταθμό με τον διακριτικό τίτλο «… FM» Νομού Αττικής, ιδιοκτησίας του. Η αίτηση αυτή απερρίφθη αρχικώς με την υπ’ αριθμ. 199/27.4.2010 απόφαση του Ε.Σ.Ρ., ενώ με τις υπ’ αριθμ. 287/1.9.2014 και 51/9.2.2015 όμοιες αποφάσεις απερρίφθησαν και οι από 22.5.2014 και 20.10.2014 σχετικές αιτήσεις θεραπείας του αιτούντος. Εν συνεχεία, όμως, νεότερη αίτηση θεραπείας του αιτούντος έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 254/22.7.2015 απόφαση του Ε.Σ.Ρ., με την οποία, κατόπιν της συνεκτιμήσεως εγγράφων που δεν είχαν εξετασθεί κατά τις προηγούμενες συνεδριάσεις της Αρχής, κρίθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 παρ. 29 του ν. 3310/2005 για τη χορήγηση βεβαιώσεως νόμιμης λειτουργίας για τον επίμαχο σταθμό. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε αφ’ ενός μεν ότι ο φορέας του σταθμού είχε υποβάλει αίτηση συμμετοχής στην προκηρυχθείσα το έτος 1996 διαγωνιστική διαδικασία αδειοδότησης ραδιοφωνικών σταθμών, αφ’ ετέρου δε ότι ο σταθμός λειτουργούσε κατά την 31.12.2004. Εν όψει των ανωτέρω, το Ε.Σ.Ρ. ανακάλεσε τις προηγούμενες απορριπτικές αποφάσεις του και ενέκρινε τη χορήγηση βεβαιώσεως νόμιμης λειτουργίας στον ραδιοφωνικό σταθμό του αιτούντος. Σχετικώς εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 3/22.7.2015 βεβαίωση, στην οποία αναφέρεται ότι ο εν λόγω ραδιοφωνικός σταθμός «λειτουργεί νομίμως στο Νομό Αττικής με έδρα την Αθήνα και εκπέμπει στην συχνότητα …». Με την από 21.10.2015 ορθή επανάληψη της ως άνω βεβαιώσεως διορθώθηκε η συχνότητα εκπομπής του ραδιοφωνικού σταθμού από «…» σε «…» MHz. Ακολούθησε η υποβολή, στις 15.12.2015, καταγγελίας στο Ε.Σ.Ρ. από τρίτο πρόσωπο σχετικά με τη νομιμότητα της βεβαιώσεως νόμιμης λειτουργίας που χορηγήθηκε στον ραδιοφωνικό σταθμό του αιτούντος. Το περιεχόμενο της ανωτέρω καταγγελίας εξετάσθηκε από τους ειδικούς επιστήμονες του Ε.Σ.Ρ., οι οποίοι συνέταξαν σχετικές εισηγήσεις, ενώ ο αιτών υπέβαλε το από 11.1.2016 υπόμνημα προς αντίκρουση της καταγγελίας. Εν συνεχεία και αφού εκλήθη ο αιτών σε ακρόαση, εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ., με την οποία έγινε δεκτό ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση βεβαιώσεως νόμιμης λειτουργίας, δεδομένου ότι προέκυπτε ότι ο αιτών είχε αποξενωθεί από τον επίμαχο ραδιοφωνικό σταθμό, κατόπιν της εισφοράς της ατομικής του επιχείρησης, η οποία ήταν και ο φορέας εκμετάλλευσης του σταθμού, σε ανώνυμη εταιρεία, την οποία συνέστησε το έτος 2000 με τρίτο πρόσωπο και από την οποία, εν συνεχεία, εξήλθε, το έτος 2001, μεταβιβάζοντας το σύνολο των μετοχών του. Η ως άνω ανώνυμη εταιρεία έλαβε το έτος 2002 άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού με άλλο διακριτικό τίτλο. Στην προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνεται, επίσης, επικουρικώς, ότι ο αιτών, όπως ο ίδιος ανέφερε στην από 22.5.2014 αίτησή του προς το Ε.Σ.Ρ., είχε διακόψει τη λειτουργία του σταθμού «… FM» επί σειρά ετών (μετά την 31.12.2004). Εν όψει των ανωτέρω, το Ε.Σ.Ρ. προέβη στην ανάκληση της προηγουμένης υπ’ αριθμ. 254/2015 αποφάσεώς του, καθώς και των βεβαιώσεων νόμιμης λειτουργίας που είχαν χορηγηθεί στον ραδιοφωνικό σταθμό του αιτούντος.
5. Επειδή, η προθεσμία δημοσιεύσεως προκηρύξεως για τη χορήγηση αδειών λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση α της παρ. 29 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005, μέχρι το πέρας της οποίας θεωρούνται νομίμως λειτουργούντες και οι εμπίπτοντες στην περίπτωση β της προαναφερθείσης διατάξεως ραδιοφωνικοί σταθμοί του νομού Αττικής, παρετάθη διαδοχικώς με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ.7 περ. β΄ του ν. 3444/2006 (Α΄ 46), 9 παρ.2 του ν. 3548/2007 (Α΄ 68), 20 παρ. 5 του ν.3592/2007 (Α΄ 161), άρθρου δεύτερου παρ.1 του ν. 3640/2008 (Α΄ 22), 9 του ν. 3723/2008 (Α΄ 250), 38 του ν. 3775/2009 (Α΄ 122), 29 παρ. 4 του ν. 3838/2010 (Α΄ 49), 49 παρ. 8 του ν. 3905/2010 (Α΄ 219), 8 παρ. 4 του 4038/2012 (Α΄ 14), 17 του ν. 4208/2013 (Α΄ 252) και του άρθρου έκτου παρ. 4α του ν. 4279/2014 (Α΄ 158). Η τελευταία παράταση δόθηκε με το άρθρο 86 του ν. 4313/2014 (Α΄ 261), με το οποίο η ανωτέρω προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 31.12.2015. Δεν ακολούθησε δε νεότερη νομοθετική ρύθμιση για τους κατά τα ως άνω θεωρηθέντες ως νομίμως λειτουργούντες ραδιοφωνικούς σταθμούς του νομού Αττικής. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφ’ όσον παρήλθε ο χρόνος και της τελευταίας παρατάσεως της προθεσμίας, μέχρι το πέρας της οποίας θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες οι εμπίπτοντες στην προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 12 παρ.29 περ. β του ν. 3310/2015 ραδιοφωνικοί σταθμοί, η τελευταία αυτή διάταξη δεν μπορεί πλέον, σε κάθε περίπτωση, να αποτελέσει έρεισμα για τη νόμιμη λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού «… FM» (ήδη «…Σ FM») και, ως εκ τούτου, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως παρίσταται αλυσιτελής για τον αιτούντα, καθ’ όσον δεν θα είχε ως συνέπεια την επαναφορά του εν λόγω σταθμού σε νόμιμη λειτουργία (πρβλ. ΣτΕ 771-2/2016). Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί, για τον λόγο αυτό, ως απαράδεκτη.

 

ΣΕ 1791/2018 : Το αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης προσδιορίζεται όχι μόνον εν αναφορά προς το περιεχόμενο της ίδιας της εξουσιοδοτικής διάταξης αλλά λαμβανομένου υπόψιν και του συστήματος των ουσιαστικών νομοθετικών διατάξεων, στο οποίο εντάσσεται η εξουσιοδοτική διάταξη.

 

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται καταρχάς ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2963/2001. Προβάλλεται, ειδικότερα, από την αιτούσα Ομοσπονδία ότι από την εξουσιοδότηση αυτή που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε λόγους και διαδικασία απόλυσης του προσωπικού συνάγεται α) ότι οι όροι εργασίας του προσωπικού των ΚΤΕΛ θα ρυθμίζονται ενιαίως (άρα δεν θα διαφοροποιούνται οι οδηγοί που προσλαμβάνονται από τα ΚΤΕΛ από τους οδηγούς που προσλαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ) και β) ότι πρέπει να υπάρχουν λόγοι απόλυσης όλων των οδηγών, άρα η απόλυση κανενός οδηγού δεν μπορεί να είναι αναιτιώδης. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος προεχόντως διότι, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2323/2013), το αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης προσδιορίζεται όχι μόνον εν αναφορά προς το περιεχόμενο της ίδιας της εξουσιοδοτικής διάταξης αλλά λαμβανομένου υπόψιν και του συστήματος των ουσιαστικών νομοθετικών διατάξεων, στο οποίο εντάσσεται η εξουσιοδοτική διάταξη, και ιδίως, στην προκειμένη περίπτωση, του περιεχομένου του άρθρου 3 του ν. 2963/2001, το οποίο προβλέπει στην παρ. 2 δύο τρόπους μετατροπής των ΚΤΕΛ σε ανώνυμες εταιρίες και, συνακόλουθα, εκτέλεσης του συγκοινωνιακού έργου που ανατίθεται στα ΚΤΕΛ με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου και, ειδικότερα, α) την εισφορά στην συνιστώμενη ανώνυμη εταιρία της κυριότητας των λεωφορείων και β) την ανάληψη υποχρέωσης εκτέλεσης μεταφοράς προσώπων εκ μέρους των φυσικών ή νομικών προσώπων που έχουν στην κυριότητά τους λεωφορεία ενταγμένα στα ΚΤΕΛ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, κατά την οποία τα λεωφορεία με τα οποία γίνεται η μεταφορά των προσώπων δεν ανήκουν στα ΚΤΕΛ και, εφόσον οι ιδιοκτήτες των λεωφορείων αυτών δεν τα οδηγούν αυτοπροσώπως, οι οδηγοί των λεωφορείων προσλαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι βαρύνονται με τις σχετικές δαπάνες μισθοδοσίας και ασφάλισής τους.

 

ΣΕ 1706/2018 : Οι διαφορές από την προσβολής πράξεων που αφορούν τον διορισμό μελών συλλογικού οργάνου διοίκησης ΔΝΠΙΔ είναι διοικητικές ανήκουσες στην ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣΕ – κατάργηση δίκης κατ’ άρθρο 32 παρ. 2 πδ 18/89.

 

5. Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 3905/2010, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίο “λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος” (με σκοπό την προστασία, ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής παραγωγής και τέχνης στην Ελλάδα, καθώς και την προβολή, διάδοση και προώθηση της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό) και υπόκειται σε κρατική εποπτεία. Ως εκ τούτου, οι πράξεις κρατικής εξουσίας, οι οποίες αφορούν τον διορισμό των προβλεπόμενων στον ίδιο νόμο οργάνων διοίκησης του Ε.Κ.Κ., όπως εν προκειμένω των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, υποκείμενες σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1291, 1373/2016, 1877-79/2016 7μ., 3798/2014 Ολ., 239, 4887/2012, 3754-5/2005, 438/2004, 4027/2001, 1713/1994 7μ.). Περαιτέρω, η επίδικη διαφορά αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση στο Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ. 361/2001 (Α΄ 244), δοθέντος ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου Τμήματος του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ούτε στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 περ. α΄ και β΄ του ιδίου π.δ/τος αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος υπάγεται η διαφορά αυτή, ως μη προκύπτουσα από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την οργάνωση της Διοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή για την πρόσληψη ή την υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1291, 1373/2016, 1877-79/2016 7μ., 239, 4887/2012).
8. Επειδή, υπό τα εκτιθέμενα, στην προηγούμενη σκέψη, δεδομένα -κατόπιν δηλαδή της εκδόσεως, στις 25.1.2016, των νεώτερων αποφάσεων του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού …/49/2016 περί πρόωρης λήξης, δυνάμει του άρθρου 32 παρ. 1 του ν. 4327/2015, της τριετούς θητείας του ορισθέντος, με την προσβαλλόμενη απόφαση, επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Κ.Κ. και …/50/2016 περί ορισμού νέου Διοικητικού Συμβουλίου, με τριετή θητεία-, επήλθε λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, η ανωτέρω μεταγενέστερη υπουργική απόφαση περί ορισμού νέου Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Κ.Κ. δεν μπορεί, πάντως, να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση, διότι εκδόθηκε βάσει διαφορετικού εν μέρει νομοθετικού καθεστώτος (του άρθρου 32 του ν. 4327/2015) και άλλου αιτιολογικού ερείσματος, δηλαδή χωρίς επίκληση αντίστοιχου, προς εκείνο, της προσβαλλόμενης. Ενόψει αυτών, εξέλιπε το αντικείμενο της ανοιγείσης με την υπό κρίση αίτηση δίκης, η οποία, συνεπώς, πρέπει, κατά το μέρος που αφορά τον νομιμοποιηθέντα πρώτο αιτούντα, να κηρυχθεί κατηργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, εφόσον δεν προβάλλεται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον προς συνέχισή της.

 

ΣΕ επταμ. 1680/2018 : Περιπτωσιολογία δεσμίας αρμοδιότητας της Διοίκησης προς ανάκληση διοικητικών πράξεων – παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας – Εκτελεστότητα απάντησης σε αίτηση θεραπείας

 

11. Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η διοίκηση έχει διακριτική ευχέρεια να ανακαλεί παράνομες ατομικές διοικητικές πράξεις της για τις οποίες παρήλθε η προθεσμία προσβολής τους ή οι οποίες έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, όχι όμως και υποχρέωση προς τούτο, εκτός αν αυτή επιβάλλεται βάσει υπέρτερου κανόνα δικαίου ή αν η ανάκληση είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση (βλ ΣτΕ 952/1988, 1025/1992, 2282/1992 Ολομ., 2176-7/2004 ολομ, 2123/2006). Εξ άλλου, και κατά την νομολογία του Δ. Ε.Ε, (βλ. αποφάσεις επί των υποθέσεων C- 453/00 Kuhne & Heitz της 13-1-2004, C- 392/04 και C- 422/04 i-21 Germany GmbH και Arcor A.G. της 19-2-2006 μείζονος συνθέσεως,C- -2/06 Willy Kempter της 12-2-2008 μείζονος συνθέσεως, C- 249/11 Hristo Byankov της 4-10-2012) το γεγονός ότι μια διοικητική απόφαση είναι οριστική ή έχει καταστεί απρόσβλητη συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου, με συνέπεια να μην απαιτείται, κατά το δίκαιο της ένωσης, να έχει καταρχήν το διοικητικό όργανο την υποχρέωση να επανεξετάσει την διοικητική απόφαση που είναι οριστική ή έχει καταστεί απρόσβλητη με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση που πρέπει να λάβει υπόψη του την ερμηνεία μιας κρίσιμης διάταξης του δικαίου της ένωσης στην οποία έχει προβεί εν τω μεταξύ το Δικαστήριο. Όπως έχει επίσης περαιτέρω κριθεί, σύμφωνα με τις σχετικές με την ανάκληση των διοικητικών πράξεων γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, πράξη, δια της οποίας εκδηλώνεται άρνηση της Διοικήσεως να ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή πράξη της, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, παρά μόνον εάν εκδοθεί μετά νέα ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως, η οποία στηρίζεται σε εκτίμηση νέων στοιχείων (βλ. Σ.τ.Ε. 1748/2016 ολομ. 4393, 4394/2013, 3562/2013 κ.ά.). Εξ άλλου, η από νομική μόνον άποψη επανεξέταση μιας υποθέσεως, χωρίς να εκτιμηθούν και νέα πραγματικά στοιχεία, δεν αποτελεί νέα έρευνα που προσδίδει εκτελεστότητα στη νέα πράξη (βλ. ΣτΕ 151/2018 σκ. 6, 1748/2016 ολομ. σκ. 8, 1769/2013 σκ. 4, 3372/1999 σκ. 3, 1024/2002 σκ. 5, 2/1991 σκ. 7, κ.ά.).
12. Επειδή, με την υπ’ αριθμ. ΑΠ 151/27-1-2012 πράξη, προερχόμενη από το αρμόδιο κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως ανακλήσεως όργανο εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών, (Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος) η Διοίκηση, χωρίς να εκτιμήσει νέα πραγματικά στοιχεία ή να προβεί σε νέα έρευνα της υποθέσεως, παραθέτει την νομική της ερμηνεία ως προς τις δυνατότητες που έχει στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, ως προς τα ακίνητα που χαρακτηρίζονται ως ασφαλιστική τοποθέτηση. Εφόσον, επομένως, εχώρησε επανεξέταση της υποθέσεως μόνον από νομικής απόψεως χωρίς, ταυτοχρόνως, να χωρήσει και έρευνα από ουσιαστική άποψη η εκδοθείσα ως άνω πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα (ΣτΕ 2038/1988, 3144/1987). Περαιτέρω δε και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η πράξη, αυτή, κατά την εκδοχή της αιτούσης, ενέχει παράλειψη αποφάνσεως επί του αιτήματος ανακλήσεως της από 21-4-2010 αποφάσεως της Ε.Π.Ε.Ι.Α., τούτο δεν συνιστά περίπτωση ακυρωτικώς προσβλητής παραλείψεως οφειλομένης νομίμου ενεργείας, που θα εστοιχειοθετείτο με άπρακτη πάροδο τριμήνου από της υποβολής σχετικού αιτήματος, όπως προβάλλεται με το δικόγραφο της αιτήσεως, δεδομένου ότι η ανάκληση δεν επιβάλλεται από ειδική διάταξη νόμου (βλ ΣτΕ 3123/2001, 3824/1999 κ.ά), ούτε πληρούνται οι εξαιρετικές προϋποθέσεις που, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ ΣτΕ 2176-2177/2004 ολομ.), τάσσονται προς τούτο (πρβλ και ΣτΕ 4519/2014, 4464/2013, 4046/2008 κ.ά.). Ούτε, εξ άλλου, η αιτούσα ισχυρίζεται με το δικόγραφο, στο οποίο προβάλλεται ο σχετικός λόγος, ότι υφίστατο ή είχε γίνει επίκληση από αυτήν σχετικής νομολογίας του ΔΕΕ βάσει της οποίας,κατά τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο αυτό που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, η Διοίκηση είχε δέσμια αρμοδιότητα ανακλήσεως της από 21-4-2010 πράξεως με βάση την αρχή της νομιμότητας όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 εδ Γ, 9 παρ. 1, 10 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 και το σύστημα που εφάρμοσε ο έλληνας νομοθέτης για τη μεταχείριση των ασφαλιστικών απαιτήσεων δυνάμει της Οδηγίας 2001/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαρτίου 2001 (ΕΕ L 110) για την εξυγίανση και εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επομένως, με τα δεδομένα αυτά, η παράλειψη της Διοικήσεως να εξετάσει την προαναφερθείσα αίτηση του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος, προκειμένου να ανακαλέσει την 21-4-2010 απόφασή της, δεν συνιστά ακυρωτικώς προσβλητή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό,καθώς και στο σύνολό της και να γίνει δεκτή η παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία “… ΕΤΑΙΡΕΙΑ”.

 

ΣΕ 1090/2018 : Η υποχρεωτική χρήση Α.Μ.Κ.Α. δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 παρ. 1, 8, 13 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 – 3 του Συντάγματος, των άρθρων 1, 6 παρ. 1, 13, 17, 18 της ΕΣΔΑ και των άρθρων 17, 22 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ – Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο Α.Μ.Κ.Α. σχηματίζεται με τη χρήση «ευαίσθητων δεδομένων» κατά παράβαση των διατάξεων και αρχών του Συντάγματος, του κοινοτικού δικαίου και της Ε.Σ.Δ.Α. που κατοχυρώνουν τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και τη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής.

 

10. Επειδή, προβάλλεται ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης του πρώτου και του τέταρτου αιτούντος, ως ορθοδόξων χριστιανών, επιβάλλει την άσκηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους χωρίς χρήση Α.Μ.Κ.Α. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι ο προσδιορισμός του φυσικού προσώπου με αριθμούς προσβάλλει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη λόγω απαξίωσης του μυστηρίου του βαπτίσματος, καθώς και ότι ειδικώς ο Α.Μ.Κ.Α., ως αριθμός που παραμένει αμετάβλητος για να προσδιορίζει με μοναδικό τρόπο το φυσικό πρόσωπο μέχρι τον θάνατό του, «θέτει εκτός πληρώματος Εκκλησίας κατά τους ιερούς Κανόνες» και δημιουργεί σοβαρότατα συνειδησιακά προβλήματα στους αιτούντες, οι οποίοι τον αντιλαμβάνονται ως το «σφράγισμα του αντίχριστου» που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του ευαγγελιστή Ιωάννη.

11. Επειδή, το άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζει στη μεν παράγραφο 1 ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός», στη δε παράγραφο 4 ότι «Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερη δε έκφανση του δικαιώματος τούτου, το οποίο υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, αποτελεί η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία κατοχυρώνεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 13 και με την οποία προστατεύεται, προεχόντως, το ενδιάθετο φρόνημα του προσώπου αναφορικά με το θείο έναντι κάθε κρατικής επέμβασης. Η ελευθερία αυτή διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη μόνο στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου (ΣτΕ 2281/2001 Ολομ.). Ουδείς όμως δύναται, επικαλούμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, να αρνηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή τη συμμόρφωσή του προς τους νόμους γενικής εφαρμογής, ειδικά δε προς τους νόμους που δεν αφορούν θέματα σχετικά με την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων του (ΣτΕ 2706/1977 Ολομ.). Εν προκειμένω, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις που προβάλλουν ότι έχουν ο πρώτος και ο τέταρτος αιτών δεν θεμελιώνουν δικαίωμα εξαίρεσής τους από τη γενική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 153 του ν. 3655/ 2008, οι οποίες θεσπίσθηκαν για τον λόγο δημοσίου συμφέροντος που αναφέρεται στη σκέψη 8 και δεν σχετίζονται με θέματα θρησκευτικής συνείδησης (πρβλ. ΣτΕ 582/2011). Συνεπώς, ο ως άνω λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

12. Επειδή, προβάλλεται ότι με τον Α.Μ.Κ.Α. κάθε άνθρωπος καθίσταται υποχρεωτικά αναγνωρίσιμος «μόνο ως ένας αριθμός (ουσιαστικά χωρίς όνομα)» και ότι τούτο συνιστά έλλειψη σεβασμού, υποβάθμιση και ευτελισμό του προσώπου και της θρησκείας, καθώς και στέρηση δικαστικής προστασίας, κατά παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 παρ. 1, 8, 13 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 – 3 του Συντάγματος και 1, 6 παρ. 1, 13, 17, 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.). Ο λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένη νομική εκδοχή, διότι ο Α.Μ.Κ.Α. δεν καταργεί το όνομα και το επώνυμο, αλλά είναι πρόσθετο στοιχείο ταυτοποίησης του φυσικού προσώπου, σε ορισμένες έννομες σχέσεις του, για τον λόγο δημοσίου συμφέροντος που αναφέρεται στη σκέψη 8 (πρβλ. ΣτΕ 582/ 2011).

13. Επειδή, προβάλλεται ότι η υποχρεωτική χρήση του Α.Μ.Κ.Α. εμποδίζει την εργασία, την κοινωνική ασφάλιση και, συναφώς, την είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων των εργαζομένων και ασφαλισμένων, κατά παράβαση των άρθρων 17, 22 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι τα δικαιώματα της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως που απορρέουν από εργασία και κοινωνική ασφάλιση, δεν αποκλείεται να ασκούνται υπό την προϋπόθεση της ταυτοποίησης των εργαζομένων και ασφαλισμένων, εφ’ όσον αυτή επιβάλλεται για τον λόγο δημοσίου συμφέροντος που αναφέρεται στην σκέψη 8 και, πάντως, δεν γίνεται με τρόπο που προσβάλλει άλλα δικαιώματά τους.

14. Επειδή, ο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), ο οποίος θεσπίσθηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του νομοθέτη που απορρέει από τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του και της διασφάλισης της ιδιωτικής ζωής (ΣτΕ 3545 / 2002) και σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (L. 281), ορίζει στο άρθρο 2, όπως ισχύει, ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) “Ευαίσθητα δεδομένα”, τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) … δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”) κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή …». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση. δ) …», στο άρθρο 5 ότι «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα …» και στο άρθρο 7 ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις α) … δ) …». Εν προκειμένω, οι αιτούντες προβάλλουν ότι ο Α.Μ.Κ.Α. σχηματίζεται με επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων και ασφαλισμένων, κατά παράβαση των διατάξεων και αρχών του Συντάγματος, του κοινοτικού δικαίου και της Ε.Σ.Δ.Α. που κατοχυρώνουν τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, τη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής και την αναλογικότητα κατά τη λήψη μέτρων που συνεπάγονται περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων, αποτελεί δε «προπομπό» για την έκδοση “smart card” και ηλεκτρονικής κάρτας κοινωνικής ασφάλισης, η οποία θα ενσωματώσει σε ηλεκτρονική μορφή τον Α.Μ.Κ.Α., τα βιομετρικά στοιχεία του φυσικού προσώπου, όλο τον εργασιακό – ασφαλιστικό – ιατροφαρμακευτικό βίο του και θα αποτελέσει, μέσω του “τσιπ” RFID, «προστάδιο για την εμφύτευση τέτοιου “μικροτσίπ”». Ο λόγος είναι εν πρώτοις αβάσιμος, διότι ο Α.Μ.Κ.Α. σχηματίζεται βάσει του χρόνου γέννησης, δηλαδή ενός απλού (όχι “ευαίσθητου” κατά τον ν. 2472/1997) δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, πρόσφορου και αναγκαίου για την ταυτοποίηση, το οποίο δύναται να τύχει επεξεργασίας από δημόσια αρχή ή/και από τρίτο κατ’ ανάθεση δημόσιας αρχής, για τον λόγο δημοσίου συμφέροντος που αναφέρεται στη σκέψη 8. Περαιτέρω, ο λόγος στηρίζεται σε πιθανολογήσεις των αιτούντων για μελλοντικές παραβιάσεις, κατά τους ισχυρισμούς τους, δικαιωμάτων τους και κατά τούτο είναι απαράδεκτος.

 

ΣΕ 1087/2018 : Δικαίωμα του πληροφορείν και δικαίωμα στην πληροφόρηση – περιορισμοί

 

8. Επειδή, το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του καθενός να διαδίδει μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν· βλ. συναφώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των βασικών ελευθεριών – ν.δ. 53/1974, Α’ 256). Εξ άλλου, με το άρθρο 5Α του Συντάγματος κατοχυρώνεται ήδη πλέον ρητώς το δικαίωμα καθενός να ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει (δικαίωμα στην πληροφόρηση). Η άσκηση, πάντως, τόσο του δικαιώματος του πληροφορείν όσο και του δικαιώματος στην πληροφόρηση τελεί, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, μεταξύ άλλων, των κανόνων δικαίου που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, εν όψει και της κατοχυρούμενης στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων (βλ. ΣτΕ 1213/2010 Ολομ.). Τέτοιου είδους περιορισμοί θεσπίζονται, ειδικώς ως προς την μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφιών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών (π.δ. 77/2003). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας που εκτέθηκαν στην τρίτη σκέψη, η μετάδοση πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί με αθέμιτα μέσα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της πληροφορήσεως κατά την άσκησή του μέσω των τηλεοπτικών σταθμών. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η μαγνητοφώνηση τηλεφωνικής συνδιαλέξεως εν αγνοία ενός εκ των συνομιλούντων μερών και η εν συνεχεία μετάδοσή της σε τηλεοπτική εκπομπή χωρίς τη συναίνεση όλων των μερών που συνομιλούν. Η συλλογή και η χρήση πληροφορίας με αυτό τον τρόπο είναι αθέμιτη και κατ’ αρχήν απαγορεύεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας, διότι συνιστά παραβίαση των συνταγματικών κανόνων των άρθρων 9 παρ. 1 και 19 παρ. 1 που κατοχυρώνουν το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής των προσώπων και το απόρρητο της επικοινωνίας τους, αντίστοιχα (βλ. ΣτΕ 5380/2012, 466/2013). Εν όψει, πάντως, και της αρχής της σταθμίσεως, η οποία διέπει την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο δεύτερο του π.δ. 77/2003, η ως άνω απαγόρευση δεν είναι απόλυτη, αλλά είναι δυνατόν να καμφθεί, εάν εκτιμάται ότι το αντικείμενο της δημοσιογραφικής έρευνας αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, το οποίο απασχολεί σοβαρά το ευρύ κοινό, η δε μετάδοση των συγκεκριμένων πληροφοριών συμβάλλει σημαντικά στην σχετική δημόσια συζήτηση, ενώ η συλλογή των πληροφοριών αυτών θα ήταν αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής με άλλα μέσα (βλ. ΣτΕ 5381/2012, 483/2013).

 

ΣΕ 1085/2018 : Κατάχρηση εξουσίας ως λόγος ακύρωσης (48 περ. 4 πδ 18/89) είναι νοητή μόνο επί πράξεων, κατά την έκδοση των οποίων η Διοίκηση ενεργεί με διακριτική ευχέρεια

 

8. Επειδή, προβάλλεται στη συνέχεια ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, διότι ο σκοπός για τον οποίον εκδόθηκε δεν ήταν η γενική και ειδική πρόληψη κατά των υπευθύνων των εταιρειών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα δυνάμει του α.ν. 89/1967 αναφορικά με αδικήματα που διαπράττονται από το προσωπικό τους στο πλαίσιο της προνομιούχου δραστηριότητας των εταιρειών αυτών, αλλά η διεκπεραίωση των εκκρεμοτήτων των εταιρειών αυτών ενόψει της υπαγωγής τους στο νέο καθεστώς του ν. 3427/2005, για την υπαγωγή στο οποίο δεν απαιτείται η κατάθεση εγγυητικής επιστολής. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως ότι προβάλλεται αναποδείκτως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η διοικητική πράξη που διατάσσει την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής αφ’ ης συντρέξει παραβίαση από το προσωπικό ή την εταιρεία των διατάξεων του α.ν. 89/1967 ή όρων της εγκριτικής της εγκατάστασης διοικητικής πράξης είναι πράξη εκδιδόμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα (πρβλ. ΣτΕ 2996/2008, 212/2006), κατάχρηση δε εξουσίας είναι νοητή μόνο επί πράξεων, κατά την έκδοση των οποίων η Διοίκηση ενεργεί με διακριτική ευχέρεια (βλ. ΣτΕ 1985/2013, 2820/2012, 425/2010).

 

ΣΕ 1048/2018 : Ανεξαρτήτως αν διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων τους, παρέχουν εγγυήσεις δομικής αμεροληψίας, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελούν «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., πάντως, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον έλεγχο των ανωτέρω πράξεων πληροί τις τασσόμενες κατά την εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις της «δίκαιης δίκης».

 

10. Επειδή, η απονεμόμενη στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το Σύνταγμα (άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α΄) και τον νόμο (άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, A΄ 8) ευρύτατη εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως (η οποία περιλαμβάνει και τον έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του διαπραχθέντος παραπτώματος και της επιβληθείσης ποινής, τον έλεγχο του τρόπου ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας της Διοικήσεως, αλλά και τον έλεγχο της συνδρομής του σκοπού για τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη) συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά, ώστε το Συμβούλιο της Επικρατείας να χαρακτηρισθεί ως δικαστήριο, το οποίο πληροί τις τασσόμενες από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. προϋποθέσεις, όταν αυτό ελέγχει, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα των πράξεων των αρμοδίων οργάνων της Τράπεζας της Ελλάδος, με τις οποίες επιβάλλoνται διοικητικές κυρώσεις. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν τα όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την άσκηση των σχετικών αρμοδιοτήτων τους, παρέχουν εγγυήσεις δομικής αμεροληψίας, ώστε να δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελούν «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., πάντως, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον έλεγχο των ανωτέρω πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδος πληροί τις τασσόμενες κατά την εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις της «δίκαιης δίκης» (βλ. ΣτΕ 1299/2013, 1862/2014, 2925/2017 πρβλ. ΣτΕ 1361/2013 7μ., 1522/2014, 4880/2014). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ελήφθη, ούτε δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, καθώς και ότι η τήρηση της αρχής της δημοσιότητας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν καλύπτει τυχόν παραβιάσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 20 του Συντάγματος, διότι η αίτηση ακυρώσεως δεν περιλαμβάνει και έλεγχο ουσίας της προσβαλλόμενης πράξης ούτε δύναται να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση αυτής, είναι απορριπτέος. Και τούτο, διότι ο δικαστικός έλεγχος που ασκείται επί των σχετικών πράξεων της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 20 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2925/2017, 1862/2014).

 

ΣΕ 610/2018 : Απαραίτητα στοιχεία του πρακτικού συλλογικού διοικητικού οργάνου κατ’ άρθρο 15 παρ. 4 ΚΔΔιαδ – δικαίωμα του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι – περιορισμοί

 

9. Επειδή, προβάλλεται παράβαση των διατάξεων των παραγράφων 6 εδάφιο γ και 7 του άρθρου 5 του ν. 2863/2000 (που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι «η ψήφος των μελών είναι πάντοτε ονομαστική, φανερή και αιτιολογημένη» και ότι «οι αποφάσεις που εκδίδει το Ε.Σ.Ρ. πρέπει να είναι πλήρως και ειδικά αιτιολογημένες και να τελούν σε πλήρη αντιστοιχία με το περιεχόμενο των πρακτικών που τηρήθηκαν για την αντίστοιχη συνεδρίαση»), 1 και 2 του άρθρου 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) (που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι «η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία …» και ότι « η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής …») και των συναφών διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 16 του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ε.Σ.Ρ., ο οποίος κυρώθηκε με την 20291/Ε/6.9.2002 απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Β΄ 1202/16.9.2002). Και τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, στο πρακτικό της συνεδρίασης της 31.5.2005, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ότι το Συμβούλιο μετά από ψηφοφορία αποφάσισε για την επιβολή της διοικητικής κύρωσης του προστίμου χωρίς όμως να αναφέρεται ότι προηγήθηκε ονομαστική ψηφοφορία. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η μνεία των ανωτέρω στοιχείων στο πρακτικό δεν αποτελεί τυπικό στοιχείο του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβ. Σ.τ.Ε. 4067/2008), δεδομένου, άλλωστε, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Ε.Σ.Ρ. με βάση τα αναφερόμενα ορισμένα στοιχεία και ύστερα από συζήτηση και ψηφοφορία κατέληξε ομοφώνως στην κρίση ότι διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις που αποδίδονται στην πρώτη αιτούσα εταιρία, αιτιολογώντας ειδικώς την κρίση του αυτή από τη βαρύτητα που απέδωσε στις παραβάσεις αυτές, καθώς και ότι για «τις εν λόγω εκτροπές ενδείκνυται όπως επιβληθεί στον τηλεοπτικό σταθμό η διοικητική κύρωση του προστίμου», ενώ ως προς το ζήτημα του ύψους του προστίμου ένα μέλος μειοψήφησε υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να επιβληθεί η διοικητική κύρωση προστίμου 50.000 ευρώ. Δεν χρειαζόταν δε να παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδικότερη αιτιολογία της ψήφου των μελών του (Σ.τ.Ε. 2917/2014, 466/2013, 1927/2012, 1205/2011, 619/2010, 4044, 4054/2008, 4348/2005). Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται ότι από το πρακτικό της συνεδρίασης της 31.5.2005, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν προκύπτουν ποιες συγκεκριμένες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας παραβιάστηκαν, ούτε αν έγινε συζήτηση για τα κριτήρια του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995, όπως ισχύει, τα οποία το Ε.Σ.Ρ. οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιλογή του είδους και την επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων, διότι δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, του ν. 2863/2000 και του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας του Ε.Σ.Ρ. που διέπουν την επίδικη υπόθεση (πρβ. Σ.τ.Ε. 4054/2008). Άλλωστε, στο προοίμιο της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. στοιχείο 3) μνημονεύονται οι διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 και 15 παρ. 2 του Συντάγματος, 8 παρ. 1 του ν.δ. 53/1994, 3 παρ. 1 περίπτ. β του ν. 2328/1995, 4 παρ. 1, 6 παράγραφοι 1 και 2, 7 παρ. 2, 8 παρ. 1 και 9 παρ. 2 του π.δ. 77/2003 και στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σελίδα 11) αναφέρονται τα κριτήρια που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2328/1995, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει, για την επιλογή του είδους και την επιμέτρηση του ένδικου προστίμου. Ο ίδιος δε λόγος, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς τα μέλη του ΕΣΡ να αντικρούσουν τις αιτιάσεις που είχε προβάλει η αιτούσα τόσο κατά την ακρόαση των εκπροσώπων της όσο και με το υπόμνημα που αυτή κατέθεσε, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (βλ. Σ.τ.Ε. 2849/2013).
10. Επειδή, η προβολή σε τηλεοπτική εκπομπή μαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής συνδιάλεξης με αντικείμενο την ερωτική ζωή ενός προσώπου συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.). Εξάλλου, όπως έχει εκτεθεί στη σκέψη 4, η ελευθερία του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι δεν περιλαμβάνει και την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών που ανάγονται στις ερωτικές προτιμήσεις των προσώπων, πεδίο που ανήκει στον πυρήνα της προστατευόμενης και απαραβίαστης από τον οποιονδήποτε τρίτο, σφαίρας της ιδιωτικής ζωής τους. Ζήτημα υποχώρησης της προστασίας της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης του κοινού τίθεται μόνο στην περίπτωση που υφίσταται δικαιολογημένο δημόσιο συμφέρον, το οποίο επιβάλλει τη δημοσιοποίηση των σχετικών πληροφοριών, ενόψει και της ρητώς προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου δευτέρου του π.δ. 77/2003 στάθμισης, η οποία επιβάλλει την έρευνα από το Ε.Σ.Ρ. και τελικώς, από τον ακυρωτικό δικαστή περί του εάν το αντικείμενο της δημοσιογραφικής έρευνας αφορούσε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο απασχόλησε σοβαρώς το ευρύ κοινό, η δε μετάδοση των συγκεκριμένων πληροφοριών συνέβαλε σημαντικά στη σχετική δημόσια συζήτηση. Τούτο δε, διότι η προστασία του ιδιωτικού βίου των προσώπων που κατέχουν δημόσιο αξίωμα, όπως είναι οι Μητροπολίτες και οι λοιποί κληρικοί της Εκκλησίας της Ελλάδας, δεν κατοχυρώνεται σε απόλυτο βαθμό, δεδομένου ότι στο μέτρο που τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται, λόγω της δημόσιας θέσης και ιδιότητάς τους ως θρησκευτικών λειτουργών, σε ιδιαίτερες υποχρεώσεις συμπεριφοράς και στον ιδιωτικό τους βίο, η τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών τους αποτελεί, καταρχήν, αντικείμενο δικαιολογημένου κοινωνικού ενδιαφέροντος. Τούτου έπεται ότι τα όρια της άσκησης των προαναφερόμενων δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι και της συναφούς δημόσιας κριτικής, στην οποία υπόκεινται τα πιο πάνω πρόσωπα, είναι οπωσδήποτε ευρύτερα από εκείνα που ισχύουν για τους απλούς ιδιώτες. Όμως, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η μετάδοση πληροφοριών αναφορικά με δραστηριότητα σχετιζόμενη με την ιδιωτική ζωή, ιδίως δε την ερωτική ζωή και το γενετήσιο προσανατολισμό των εν λόγω προσώπων, υπόκειται σε περιορισμούς που απορρέουν από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας κάθε ανθρώπου. Πρέπει, συνεπώς, εν πάση περιπτώσει η αναφορά στα θέματα αυτά να γίνεται με απλή μετάδοση της σχετικής είδησης ή πληροφορίας, δηλαδή με τρόπο λιτό και όχι δραματοποιημένο, ο οποίος αποβλέπει στην απολύτως αναγκαία πληροφόρηση του κοινού και όχι στον εξευτελισμό και διασυρμό της προσωπικότητας, καθώς και στην προσβολή της αξιοπρέπειας του ανωτέρω προσώπου, η προστασία της οποίας αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας που υλοποιείται με την επιβολή από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης των προβλεπόμενων από το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 διοικητικών κυρώσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 2748/2014, 2848/2013, 1337 – 1339/2013 7μελούς, 5382/2012, 1617/2012 Ολομ., 1213/2010 Ολομ., Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απόφαση της 4.12.2012, υπόθεση VERLAGSGRUPPE NEWS GMBH κατά Αυστρίας, σκέψη 75 επ., κ.ά.).

 

ΣΕ 534/2018 : Πότε πράξεις εκκλησιαστικών οργάνων είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις – Έκδοση διοικητικής πράξης υπό όρο.

 

4. Επειδή, με τις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 56 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίες, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, αποσκοπούν στην για γενικότερους λόγους περιφρούρηση του κύρους της Εκκλησίας και τη διαφύλαξη της τάξης στην Πολιτεία, ορίζονται οι προϋποθέσεις μετακίνησης των κληρικών και μοναχών εκτός της εκκλησιαστικής περιφέρειάς τους ή από την περιφέρεια της Ιεράς Μητρόπολης στην οποία υπάγονται στην περιφέρεια άλλης Ιεράς Μητρόπολης (βλ. ΣτΕ 34/2009). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη του Μητροπολίτη …, με την οποία, αφενός, ανακλήθηκε το υπ’ αριθμ. 177/13.6.1994 απολυτήριο από την Ιερά Μονή …. γράμμα που χορηγήθηκε στην αιτούσα μοναχή, προκειμένου αυτή να εγκαταβιώσει σε ιδιωτική ιερά μονή και αφετέρου, επετράπη σε αυτήν, χάριν διακονίας, να διαμένει στο Μητροπολιτικό Παρεκκλήσιο των Αγίων …, ανήκουσα όμως πνευματικώς και οργανικώς στην Ιερά Μονή …, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία εκδόθηκε κατά την άσκηση των διοικητικών καθηκόντων του Μητροπολίτη, με βάση όχι τους ιερούς κανόνες αλλά διατάξεις νόμου (βλ. ΣτΕ 34/2009, 3291/1976, πρβλ. ΣτΕ 3769/2009, 1441/1993) και, συνεπώς, παραδεκτώς προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του καθ’ ου νομικού προσώπου που προβάλλονται με το από 16.4.2012 έγγραφο απόψεων προς το Δικαστήριο. Δεδομένου δε ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα έχει μόνον την ιδιότητα της μοναχής, η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος, διότι δεν αφορά στην οργάνωση και λειτουργία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1373/2011, 1294/2003).
6. Επειδή, εν προκειμένω, το υπ’ αριθμ. 177/13.6.1994 απολυτήριο γράμμα από την Ιερά Μονή … χορηγήθηκε στην αιτούσα, προκειμένου να εγκαταβιώσει σε ιδιωτική ιερά μονή που επρόκειτο να ιδρύσει, μετά την αγορά ακινήτου και την ανέγερση σε αυτό ιερού ναού και άλλων οικημάτων, κατά τα διαλαμβανόμενα και στη σχετική προς τον Μητροπολίτη … αίτησή της. Συνιστούσε, συνεπώς, κατά το περιεχόμενό του, το απολυτήριο αυτό γράμμα πράξη εκδοθείσα υπό όρο, η οποία μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν έχει τηρηθεί ο τιθέμενος με αυτή όρος (πρβλ. ΣτΕ 3452/2015, 1981/2015, 4098/2005, 2199/2004 κ.ά.). Η ανάκληση για τον λόγο αυτόν δεν εμποδίζεται ούτε από την πάροδο μακρού χρόνου από την έκδοση της πράξεως, ενώ η μη συμμόρφωση του ενδιαφερομένου προς τον τασσόμενο όρο εξετάζεται αντικειμενικώς και ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του. Τυχόν δε ανάκληση δεν προσκρούει στην αρχή της χρηστής διοίκησης ή στην αρχή της προστατευομένης εμπιστοσύνης, εφόσον η εκπλήρωση των όρων που διείπε αρχήθεν την έκδοση της διοικητικής πράξεως αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση διατηρήσεως της ισχύος αυτής.

 

ΣΕ 138/2018 : Διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή, κατά περίπτωση, ουσίας) δεν προκαλεί κάθε πράξη, που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα, αλλά μόνον εκείνη, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την διοικητική δράση, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού – Διαφορά από την αμφισβήτηση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από δημοτική έκταση είναι ιδιωτική ανήκουσα στα πολιτικά δικαστήρια (94 παρ. 2 του Συντάγματος).

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (….), ζητείται η ακύρωση της 178/1.7.2015 απoφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Μουζακίου …. Με την απόφαση αυτή ενεκρίθη η σύνταξη από τον Δήμαρχο … πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής των αιτούντων από δημοτική έκταση.
2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 εδ. α΄ και 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος (όπως το άρθρο 94 ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, Α΄ 84) προκύπτει ότι διοικητική διαφορά (ακυρωτική ή, κατά περίπτωση, ουσίας) δεν προκαλεί κάθε πράξη, που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς πράξεως της Διοικήσεως, από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα, αλλά μόνον εκείνη, η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν την διοικητική δράση, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοικήσεως, όσες δηλαδή στερούνται του λειτουργικού τούτου στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές, οι οποίες ανήκουν στη δικαιοδοσία που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων, εκτός εάν ανήκουν σε κατηγορία ιδιωτικών διαφορών, η εκδίκαση των οποίων, κατά την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 94, έχει ανατεθεί στα διοικητικά δικαστήρια (βλ. ΣτΕ 3776/2012 Ολομ., 468/2013 κ.α.).
3. Επειδή, στο άρθρο 178 του Kώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α΄ 114) ορίζεται ότι «1. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες οφείλουν να διατηρούν, να προστατεύουν και να διαχειρίζονται την κάθε είδους περιουσία τους με τρόπο επιμελή και αποδοτικό. 2. … 4. Η ακίνητη περιουσία των Δήμων και των Κοινοτήτων προστατεύεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί προστασίας της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, όπως κάθε φορά ισχύουν. Επί διοικητικής αποβολής αποφαίνεται το δημοτικό ή κοινοτικό Συμβούλιο, ενώ το σχετικό πρωτόκολλο εκδίδει ο Δήμαρχος ή Πρόεδρος Κοινότητας». Επίσης, στο άρθρο 1 του ν.δ. 31/1968 (Α΄ 281), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 11 του ν. 2307/1995 (Α΄ 113), ορίζεται ότι : «1. Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του α.ν. 1539/1938 (Α΄ 488). 2. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται: α) Δημόσιο, β) διεύθυνση δημοσίων κτημάτων, γ) υπουργός ή Υπουργείο Οικονομικών, δ) οικονομικός έφορος ή οικονομικός υπάλληλος, ε) πρόεδρος νομικού συμβουλίου, νοείται αντίστοιχα: α) οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, β) οικονομική υπηρεσία του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) δήμος ή κοινότητα, δ) δήμαρχος ή πρόεδρος κοινότητας, ε) νόμιμος εκπρόσωπος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης». Εξ άλλου στο άρθρο 2 του α.ν. 263/1968 (Α΄ 12) προβλέπεται ότι «1. Κατά του αυτογνωμόνως επιλαμβανομένου οποιουδήποτε δημοσίου κτήματος συντάσσεται παρά του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου Πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής, κοινοποιούμενον προς τον καθ’ ου απευθύνεται. 2. … 3. Κατά του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής επιτρέπεται άσκησις ανακοπής, ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδίκου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάκοντα (30) ημερών από της κοινοποιήσεως, μη παρατεινομένης …».
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το Δημοτικό Συμβούλιο … επελήφθη κατόπιν καταγγελιών κατοίκων της Τοπικής Κοινότητας … ότι ο πρώτος αιτών μετατόπισε το όριο της ιδιοκτησίας του στη θέση … και συμπεριέλαβε σ’ αυτήν τμήμα αύλακας από τσιμέντο, παράλληλης με τον αγροτικό δρόμο και κατασκευασμένης για την εξυπηρέτηση των αναγκών άρδευσης των κατοίκων και της διευθέτησης των ομβρίων υδάτων, συνολικής εκτάσεως 24,21 τ.μ. Αφού δε έλαβε υπ’ όψιν το υπόμνημα με τις απόψεις και την …/2014 συμβολαιογραφική πράξη γονικής παροχής που προσεκόμισε ο αιτών, προκειμένου να αποδείξει την κυριότητα αυτού και του υιού του, δευτέρου αιτούντος, επί του επίμαχου τμήματος, καθώς και το συνταχθέν τοπογραφικό διάγραμμα και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία ενέκρινε τη σύνταξη από τον Δήμαρχο … πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής των δύο αιτούντων από την εν λόγω, αυθαιρέτως κατεχόμενη, δημοτική έκταση. Ακολούθως εξεδόθη το …/7.7.2015 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, το οποίο, εν συνεχεία, ακυρώθηκε με την …4/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου … κατ’ αποδοχή ανακοπής που άσκησαν οι αιτούντες.
5. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, η …/1.7.2015 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου …  εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 178 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, 1 του ν.δ/τος 31/1968, 3 παρ.11 και 12 του ν. 2307/1995 και 2 του α.ν. 263/1968 περί προστασίας των δημοσίων και δημοτικών κτημάτων και κατατείνει ουσιαστικώς στην προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του δήμου επί δημοτικής εκτάσεως, επί της οποίας προβάλλει δικαίωμα κυριότητας ο αιτών (ΣτΕ 3144/2006, 529/2008, 2030/2014, 3195/2015 σκ.10). Από την ένδικη αμφισβήτησή της προκαλείται, συνεπώς, ιδιωτική διαφορά, υπαγομένη, κατά το άρθρο 94 παρ.2 του Συντάγματος, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, για τον λόγο δε αυτό, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

ΣΕ 133/2018 : Εξετάζεται το ζήτημα του αν α) η ΑΠΔΠΧ συνιστά «δικαστήριο» κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και β) οι ρυθμίσεις του ν. 2472/1997 στοιχειοθετούν άμεση ή έμμεση εξωτερική επιρροή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Α.Π.Δ.Π.Χ. κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της 72/5.6.2013 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.), με την οποία α) διαπιστώθηκε, κατόπιν προσφυγής της Θ.Κ., ότι η αιτούσα εταιρεία παρανόμως αρνήθηκε να ικανοποιήσει αμέσως το δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας σε προσωπικά της δεδομένα (καταγεγραμμένες συνομιλίες) που είχε επεξεργασθεί η αιτούσα, β) απευθύνθηκε αυστηρή προειδοποίηση στην αιτούσα εταιρεία να ικανοποιήσει αμέσως το ανωτέρω δικαίωμα πρόσβασης της προσφεύγουσας με κάθε πρόσφορο μέσο να ενημερώσει σχετικά την Αρχή και γ) απευθύνθηκε αυστηρή προειδοποίηση στην αιτούσα να ικανοποιεί εφεξής το δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων στα προσωπικά τους δεδομένα χωρίς καθυστέρηση και, αν συντρέχουν νόμιμοι λόγοι άρνησης ικανοποιήσεως του δικαιώματος αυτού, να κοινοποιεί την απάντησή της στην Αρχή και να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων ότι μπορούν να προσφύγουν σε αυτήν.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των ανωτέρω υπό στοιχεία α΄ και β΄ σκελών της προσβαλλόμενης πράξης. Απαραδέκτως, όμως, στρέφεται η αίτηση αυτή κατά του τρίτου σκέλους της προσβαλλομένης, η οποία, κατά τούτο, δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με την κατά τ’ ανωτέρω, «αυστηρή προειδοποίηση» απλώς και μόνο επισημαίνεται στην αιτούσα η επιβαλλόμενη από το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 2472/1977 υποχρέωση των υπευθύνων επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων να ικανοποιούν χωρίς καθυστέρηση το δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων των προσωπικών αυτών δεδομένων και, σε περίπτωση άρνησης ικανοποιήσεως του δικαιώματος αυτού, να κοινοποιούν την απάντησή τους στην Α.Π.Δ.Π.Χ. και να ενημερώνουν το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων ότι μπορεί να προσφύγει σε αυτήν (βλ. Σ.Ε. 854/2013 σκ. 7, 2828/2014 σκ. 10, 11, 1019/2002 σκ. 4 κ.ά.).
7. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε από διοικητική αρχή (την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα), η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις πλήρους ανεξαρτησίας που τάσσει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και το άρθρο 28 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, α) λόγω της αρμοδιότητας που παρέχεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης αα) να ασκεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου την πειθαρχική αγωγή κατά του Προέδρου και των μελών της Αρχής (άρθρο 18 παρ. 3 ν. 2472/1997) και ββ) να κινεί τη διαδικασία διαπιστώσεως των, κατά το άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 2472/1997, ασυμβιβάστων των μελών της Αρχής (άρθρο 17 παρ. 3 του ν. 2472/1997) και β) εν όψει του άρθρου 15 παρ. 2 του ν. 2472/1997 που προβλέπει ότι η Αρχή υπάγεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
8. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 3319/2010 σκ. 9), οι διαφορές που προκύπτουν από την προσβολή, εκ μέρους συγκεκριμένου προσώπου, πράξεως εκδοθείσης από όργανο, το οποίο, σύμφωνα με την νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, είναι διοικητική αρχή (και επομένως, συνιστούν, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία διοικητικές διαφορές), θεωρούνται ως ισοδυναμούσες με τις δικαστικές διαφορές, αντικείμενο των οποίων είναι η εκδίκαση υποθέσεως ποινική φύσεως εις βάρος του προσώπου αυτού, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και να πρέπει, συνακόλουθα, και αυτές να εκδικάζονται από «δικαστήριο», παρέχον τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», αν με τις προσβαλλόμενες αυτές διοικητικές πράξεις, επιβάλλονται σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (όπως είναι π.χ. πρόστιμα μεγάλου ύψους), θεσπιθείσες από την εν λόγω εσωτερική διοικητική νομοθεσία για αποτρεπτικό και κατασταλτικό σκοπό (πρβλ. συναφώς ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, της 11.1.2007, Γαρυφάλλου κατά Ελλάδας, 18996/01 της 24.9.1997, Lauko κατά Σλοβακίας, 26138/95, της 2.9.1998, Silvester’ s Horeca Service κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 22-23, Βelilos κατά Ελβετίας, 10328/83, της 29.4.1998, Vastberga Taxi Aktiebolag and Vulic κατά Σουηδίας, 36985/97, της 21.5.2003, κ.ά.). Εν προκειμένω, η αυστηρή προειδοποίηση, την οποία απηύθυνε στην αιτούσα εταιρεία η Α.Π.Δ.Π.Χ. με την προσβαλλόμενη πράξη της (κατά το παραδεκτώς προσβαλλόμενο μέρος της), αποτελεί όλως ελαφρά διοικητική κύρωση και δη την ηπιότερη από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 2472/1997, εν όψει δε τούτου, η επίδικη διαφορά δεν εμπίπτει, κατά τα εκτεθέντα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Σ.Ε. 3744/2011, σκ. 8). Είναι, επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στην παραβίαση της τελευταίας αυτής διατάξεως.
9. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 28 παρ. 1 εδάφιο β΄ της Οδηγίας 95/46/ΕΚ έχει την έννοια ότι οι αρχές ελέγχου που είναι αρμόδιες για την επίβλεψη της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον εκτός του Δημοσίου τομέα πρέπει να απολαύουν ανεξαρτησίας η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς εξωτερική επιρροή. Η ανεξαρτησία αυτή αποκλείει όχι μόνον κάθε εξωτερική επιρροή εκ μέρους των ελεγχομένων οργανισμών, αλλά και κάθε εντολή και κάθε άλλη εξωτερική επιρροή, άμεση ή έμμεση, η οποία θα μπορούσε να διακυβεύσει την εκ μέρους των εν λόγω αρχών εκπλήρωση των καθηκόντων τους που συνίσταται στην επίτευξη της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ της προστασίας του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (βλ. απόφ. Δ.Ε.Ε. Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της 9.3.2010, C-518/07, σκ. 30). Εξ άλλου, από το άρθρο 9Α του Συντάγματος και το συνδυασμό των άρθρων 15 παρ. 2, 16 παρ. 1, 17, 18 παρ. 1 και 19 παρ. 1 του ν. 2472/1997 – ο οποίος εκδόθηκε εν όψει και της ανωτέρω Οδηγίας 95/46/ΕΚ (βλ. Σ.Ε. 3135/2015 σκ. 12, 3545/2002 7μ. σκ. 9) – συνάγεται ότι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αποτελεί ανεξάρτητη διοικητική αρχή, τα μέλη της οποίας απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, έχει δε χαρακτήρα συλλογικού διοικητικού οργάνου, το οποίο υπάγεται κατά κλάδον στον Υπουργό Δικαιοσύνης, χωρίς, όμως, να υπόκεινται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο (Σ.Ε. 1662/2009 Ολομ. σκ. 8, 2683/2010 σκ. 4). Ειδικότερα, την ανεξαρτησία της Α.Π.Δ.Π.Χ. δεν αναιρούν ούτε α) η, κατά το άρθρο 15 παρ. 2 του 2472/1997, κατά κλάδον υπαγωγή της στον Υπουργό Δικαιοσύνης, εφ’ όσον η υπαγωγή αυτή δεν έχει την έννοια της αναθέσεως στον εν λόγω Υπουργό οποιουδήποτε διοικητικού ελέγχου ή εποπτείας, ούτε β) η ανάθεση της κίνησης της διαδικασίας διαπιστώσεως ασυμβιβάστων των μελών της Αρχής (και) στον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατά το άρθρο 17 παρ. 3 του ανωτέρω νόμου, δοθέντος ότι στην διαπίστωση των εν λόγω ασυμβιβάστων προβαίνει, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, η ίδια η Αρχή, ούτε, τέλος, γ) η, κατά το άρθρο 18 παρ. 3 του ως άνω νόμου, αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να ασκεί πειθαρχική αγωγή κατά του Προέδρου και των μελών της Αρχής για παραβάσεις των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το ν. 2472/1997, και τούτο διότι για την πειθαρχική ευθύνη των εν λόγω προσώπων κρίνει τελικώς σύμφωνα με το εδάφιο γ΄ της ως άνω παρ. 3, το Πειθαρχικό Συμβούλιο που συγκροτείται από έναν Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν Αρεοπαγίτη, έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο καθηγητές Α.Ε.Ι. σε γνωστικό αντικείμενο του δικαίου. Αντίστοιχη, άλλωστε, ρύθμιση (για αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης να εγείρει πειθαρχική αγωγή) θεσπίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β΄ και 3) και ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαμβάνουν ευθέως από το Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1) λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Οι ανωτέρω, συνεπώς, ρυθμίσεις του ν. 2472/1997, τις οποίες επικαλείται η αιτούσα εταιρεία, δεν στοιχειοθετούν καμία άμεση ή έμμεση εξωτερική επιρροή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Α.Π.Δ.Π.Χ. κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 28 παρ. 1 εδαφ. β΄ της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Είναι, επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στην παραβίαση της τελευταίας αυτής διατάξεως.

 

ΣΕ 81/2018 : Διοικητική πράξη μη ισχύουσα κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης ακύρωσης απαραδέκτως προσβάλλεται (45 παρ. 1 πδ 18/89) – δεν τίθεται στην περίπτωση αυτή ζήτημα συνέχισης της δίκης κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 πδ 18/89.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες, ιατροί – μέλη του Ιατρικού Συλλόγου … , ζητούν την ακύρωση της από …. (1η Συνεδρίαση/θέμα 3ο) αποφάσεως της Γενικής Συνέλευσης του εν λόγω Συλλόγου. Με την πράξη αυτή αποφασίσθηκε η αναστολή, για το χρονικό διάστημα από 12.9.2011 έως 12.10.2011, των συμβάσεων που είχαν συνάψει οι ιδιώτες ιατροί – μέλη τού καθ’ ου με τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.). Στην ίδια ως άνω πράξη διαλαμβάνεται, περαιτέρω, ότι «επιπλέον εβδομήντα δύο (72) μέλη ψήφισαν υπέρ της περαιτέρω προσφυγής στη Δικαιοσύνη, μετά τη λήξη της αναστολής, [για] τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων που […] οφείλει ο Ο.Π.Α.Δ.».

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη του Ιατρικού Συλλόγου …, κατά το πρώτο σκέλος της, με το οποίο αποφασίσθηκε η αναστολή των συμβάσεων των ιατρών – μελών του με τον Ο.Π.Α.Δ, από 12.9.2011 έως 12.10.2011, είναι πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (άρθρο 2 παρ. 2 του β.δ/τος της 11.10/7.11.1957 «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί Ιατρικών Συλλόγων και των Πειθαρχικών Συμβουλίων διατάξεων του Α.Ν. 1565/1939», Α΄ 228). Περαιτέρω, η απόφαση αυτή συνάπτεται προς την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος και του κατά το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος δικαιώματος προστασίας της υγείας, έχει δε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους ιατρούς που αφορά, ενώ η μη τήρησή της από αυτούς δύναται να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους (βλ. άρθρο 11 παρ. 2 περ. 6 εδ. β του ανωτέρω β.δ/τος: «Αι αποφάσεις των Ιατρικών Συλλόγων είναι υποχρεωτικαί δια τα μέλη αυτών, πάσα δε παράβασις αυτών αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα»). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη, ως προς το ανωτέρω πρώτο σκέλος της, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, προσβάλλεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Ολ ΣτΕ 2512/1997, σκ. 8). Αντιθέτως, η ίδια πράξη, κατά το δεύτερο σκέλος της, όπως προκύπτει από το επί λέξει παρατιθέμενο στην προηγούμενη σκέψη περιεχόμενό της, δεν έχει την έννοια ότι επιβάλλει στους ιατρούς – μέλη του καθ’ ου Συλλόγου την υποχρέωση, επί ποινή επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων, να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων από τον Ο.Π.Α.Δ. δεδουλευμένων, ούτε περιλαμβάνει και σκέλος, με το οποίο «υποχρεώνει τα εν λόγω μέλη να προβούν σε καταγγελία των … συμβάσεων», όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αιτούντες, αλλά ενέχει απλώς εξαγγελία των προθέσεων του Συλλόγου, ή πάντως απλή υπόδειξη προς τα μέλη του, για προσφυγή στη Δικαιοσύνη, στο πλαίσιο των κινητοποιήσεων του Συλλόγου για τη διεκδίκηση των αιτημάτων του και την αντιμετώπιση των προβλημάτων με τον Ο.Π.Α.Δ.. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το σκέλος αυτό, δεν επάγεται έννομες συνέπειες για τους αιτούντες και, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλεται ως στερούμενη, κατά τούτο, εκτελεστού χαρακτήρα, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

4. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μόνο εκτελεστό σκέλος της, με το οποίο αποφασίσθηκε η αναστολή, από 12.9.2011 έως 12.10.2011, των συμβάσεων των ιατρών – μελών τού Ιατρικού Συλλόγου … με τον Ο.Π.Α.Δ., είχε οπωσδήποτε λήξει κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως (η οποία κατετέθη στο Διοικητικό Πρωτοδικείο …. την 31η.10.2011), δεδομένου και του ότι ούτε οι αιτούντες επικαλούνται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η εκτέλεση της εν λόγω πράξεως είχε, κατά το μέρος τούτο, διοικητικώς ή δικαστικώς, ανασταλεί. Το γεγονός δε της παύσεως της ισχύος της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το εξεταζόμενο σκέλος της συνομολογείται και από τους ίδιους τους αιτούντες (βλ. σελ. 5 του υπομνήματος που κατατέθηκε εντός της χορηγηθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας), οι οποίοι, άλλωστε, δεν υπέβαλαν αίτημα συνεχίσεως της δίκης, κατά το άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), επικαλούμενοι τυχόν απόφαση περί παρατάσεως της εν λόγω αποφάσεως ως προς το σκέλος αυτό. Εν όψει τούτων και λαμβανομένου υπ’ όψη ότι, κατά το άρθρο 45 του π.δ/τος 18/1989, αίτηση ακυρώσεως δεν χωρεί κατά διοικητικής πράξεως, η οποία δεν ισχύει κατά τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου τούτου βοηθήματος (βλ, ιδίως, ΣτΕ 2157/1998 Ολομ., 4364/1997 Ολομ., 2300/1997 Ολομ, 1461/1990 Ολομ.), η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατά πράξεως, η οποία κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως είχε ήδη αποβάλει την ισχύ της (βλ. ΣτΕ 2797/2009 7μ., 808/2008, 2925, 2719/2007, 910/2004, 1593/2004, 2086/2003, 614/2002 Ολομ., 1372/2001, 1384/2001). Δεν τίθεται δε, εν προκειμένω, ζήτημα ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, κατά την οποία η δίκη καταργείται αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλεσθεί ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, διότι η διάταξη αυτή, όπως ρητώς ορίζει, εφαρμόζεται μόνο όταν η ισχύς της πράξεως λήγει μετά και όχι πριν από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. τις μνημονευθείσες ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας, καθώς και ΣτΕ 2797/2009 7μ., 608/2008, 1593/2004, 3061/2001 κ.λπ.). Συνεπώς, δεν ασκούν επιρροή από της απόψεως αυτής οι ισχυρισμοί των αιτούντων ότι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν προς την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, κατόπιν τούτου, τους κοινοποιήθηκε το υπ’ αριθμ. πρωτ. 829/21.9.2011 έγγραφο του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου …, με το οποίο ζητείται η πειθαρχική τους δίωξη, διότι η μη συμμόρφωσή τους στην ένδικη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ι.Σ. … συνιστά απείθεια, άσκηση αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των συναδέλφων τους, διασπαστική ενέργεια ως προς τη συνοχή του Ιατρικού Σώματος και αντιδεοντολογική συμπεριφορά, καθώς και ότι στο από 14.10.2011 έγγραφο του εισηγητή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διαλαμβάνεται ότι οι ανωτέρω ιατροί τέλεσαν αξιόποινες πράξεις και ενέργειες και, ειδικότερα, ότι δεν συμμετείχαν και δεν συμμορφώθηκαν στις αποφάσεις της Γ.Σ. και του Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου …, επιδεικνύοντας απείθεια, ασέβεια, ανυπακοή, απρέπεια, άρνηση, ότι επέδειξαν αντιδεοντολογική και αντισυναδελφική συμπεριφορά, αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος των συναδέλφων τους, που συμμορφώθηκαν στην απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ιατρικού Συλλόγου διεκδικώντας τα δίκαια και νόμιμα αιτήματά τους από τον Ο.Π.Α.Δ., και ότι, οι ενέργειές τους αυτές υπονομεύουν και διασπούν τη συνοχή των μελών του Συλλόγου. Για τον ίδιο ως άνω λόγο δεν τίθεται ζήτημα ειδικού εννόμου συμφέροντος για τη συνέχιση της δίκης ούτε εκ του ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με το πρακτικό 2-13/16.12.2011 του Πειθαρχικού Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση Ιατρικού Συλλόγου αποφασίσθηκε οι αιτούντες «να κριθούν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο» (δηλαδή για τη μη συμμόρφωσή τους προς τη ληφθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη απόφαση για αναστολή των συμβάσεων των ιατρών με τον Ο.Π.Α.Δ. από 12.9.2011 έως 12.10.2011) και επιβλήθηκε, στον καθέναν από αυτούς, η ποινή του χρηματικού προστίμου ύψους 650 ευρώ. Εξ άλλου, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το δεύτερο σκέλος της, με το οποίο αποφασίσθηκε η περαιτέρω προσφυγή στη Δικαιοσύνη και η διεκδίκηση των δεδουλευμένων από τον Ο.Π.Α.Δ., δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, προσβάλλεται απαραδέκτως, καθώς και του ότι, όπως προελέχθη, η πράξη αυτή δεν περιλαμβάνει και σκέλος, με το οποίο επιβάλλεται η υποχρέωση στους ιατρούς να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους με τον Ο.Π.Α.Δ., είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς οι διαλαμβανόμενοι στο υπόμνημα ισχυρισμοί των αιτούντων ότι η προσβαλλόμενη πράξη «ουδέποτε έπαψε να ισχύει ως προς τα κεφάλαια β΄ [καταγγελία των συμβάσεων με τον ΟΠΑΔ] και γ΄ [προσφυγή στη Δικαιοσύνη για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων]».

 

ΣΕ επταμ. 70/2018 : Έκδοση νεότερου νόμου κατά την εκκρεμοδικία που καταλαμβάνει πλήρως το ρυθμιστικό πεδίο του προγενέστερου συνεπάγεται την παύση ισχύος της πράξης που εξεδόθη στο πλαίσιο του προγενέστερου – η δίκη καταργείται σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 32 παρ. 2 πδ 18/89.

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ’ αριθ. …2079/28-2-2014 κοινής αποφάσεως του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και των Υφυπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β΄1248), με την οποία καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και οι λεπτομέρειες για τη διακίνηση των πετρελαιοειδών προϊόντων από τους κατόχους αδειών του ν. 3054/2002.
7. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως δημοσιεύθηκε ο ν. 4313/2014 (Α΄261/17-12-2014), με το άρθρο 41 του οποίου αντικαταστάθηκε η προαναφερθείσα παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3887/2010 ως ακολούθως : “Κάθε περιορισμός της ελευθερίας των μεταφορικών επιχειρήσεων και των πελατών τους για τη συμφωνία επί των κομίστρων για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές καταργείται. Τα κόμιστρα αυτά συμφωνούνται ελεύθερα μεταξύ του πελάτη και του μεταφορέα. Η συμφωνία μεταξύ των μεταφορικών επιχειρήσεων και των πελατών τους για τις πάσης φύσεως μεταφορές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου έχει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου και εφαρμόζονται επ’ αυτών οι διατάξεις των άρθρων 97 έως 107 του Εμπορικού Νόμου. Το καταβαλλόμενο αντάλλαγμα πιστοποιείται με διακριτό παραστατικό και καλύπτει τις πάσης φύσεως εύλογες δαπάνες για τη λειτουργία και συντήρηση του Φορτηγού Δημόσιας Χρήσης (Φ.Δ.Χ.) οχήματος και επιπλέον εύλογο ποσό για την απόσβεση του δεσμευμένου κεφαλαίου του ιδιοκτήτη του Φ.Δ.Χ. οχήματος, πέραν ευλόγου κέρδους. Το κόστος των διοδίων των πάσης φύσεως αυτοκινητοδρόμων που απαιτείται για τη συγκεκριμένη διαδρομή θα καταβάλλεται υποχρεωτικά πλέον των συμφωνημένων κομίστρων από αυτόν που έχει την υποχρέωση πληρωμής του κομίστρου και θα αναγράφονται χωριστά στο παραστατικό πληρωμής των κομίστρων”. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 4313/2014 αποτελούν, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 93 του ν. 4313/2014), τις ισχύουσες ρυθμίσεις σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας επί των κομίστρων που συνάπτουν οι μεταφορικές επιχειρήσεις με τους πελάτες τους για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι οδικές μεταφορές πετρελαιοειδών προϊόντων με Φ.Δ.Χ. (με εξαίρεση τις οδικές μεταφορές καυσίμων που διενεργούνται σε νησιά καθώς και σε απομονωμένες και ορεινές περιοχές για τις οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 του ν. 3887/2010, επιτρέπεται να ορίζεται ανώτατη τιμή με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων). Ως εκ τούτου, η νεώτερη διάταξη του άρθρου 41 εδ. δ΄, ε΄του ν. 4313/2014, με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 3887/2010, καταλαμβάνει πλήρως το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ (υπ’ αριθ. Α8/οικ.26374/2079/28-2-2014 κοινής απόφασης του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και των Υφυπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), στην οποία προβλέπονται οι παράγοντες διαμόρφωσης του ύψους του ανταλλάγματος (κομίστρου) που καταβάλλεται στους μεταφορείς από τους κατόχους άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων για την οδική μεταφορά τους με Φ.Δ.Χ. (εύλογες δαπάνες για τη λειτουργία και συντήρηση του Φ.Δ.Χ., εύλογο ποσό για την απόσβεση του δεσμευμένου κεφαλαίου του ιδιοκτήτη του Φ.Δ.Χ., καθώς και εύλογο κέρδος αυτού). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, κατά το μέρος που αφορά την ανωτέρω ρύθμιση, έπαυσε μεν να ισχύει, όμως, και μετά την παύση ισχύος της, ο ακυρωτικός έλεγχός της από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αναιρείται, καθόσον από το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, παρέχεται στους αιτούντες η δυνατότητα συνέχισης της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι επικαλούνται και αποδεικνύουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για να συνεχισθεί η δίκη, συνιστάμενο στην αποτροπή δυσμενών, διοικητικής φύσης συνεπειών που έχουν επέλθει σε βάρος τους από την προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση, οι οποίες διατηρούνται και μετά την παύση της ισχύος της και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Εν όψει αυτών, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 41 του ν. 4313/2014 δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (πρβλ. ΣτΕ 4362/1997 Ολομ.).
8. Επειδή, με δικόγραφο που κατετέθη στο Δικαστήριο την 28-9-2015, οι αιτούντες, επικαλούμενοι το ανωτέρω άρθρο 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ζητούν τη συνέχιση της δίκης κατά το μέρος που αφορά την προαναφερθείσα ρύθμιση της προσβαλλόμενης ΚΥΑ (άρθρο 2 παρ. 2), ισχυριζόμενοι ότι, σε περίπτωση κατάργησής της, λόγω της παύσης της ισχύος της εν λόγω ρύθμισης, αποστερούνται του δικαιώματος έννομης προστασίας τους, το οποίο κατοχυρώνεται από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τούτο δε διότι η διάταξη του άρθρου 41 του ν. 4313/2014 αντίκειται στο Σύνταγμα, για το λόγο ότι συνιστά επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στην εκκρεμή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη, με συνέπεια οι αιτούντες να στερούνται της δυνατότητας παροχής ισοδύναμης δικαστικής προστασίας προς εκείνη που παρέχεται με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως.
9. Επειδή, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης οφείλεται στο ότι αυτή ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και μετά τη λήξη της εκδόθηκε νεώτερη πράξη ομοίου περιεχομένου, ή στην τροποποίηση ή αντικατάστασή της με πράξη, η οποία εξακολουθεί να είναι δυσμενής για τον αιτούντα. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται πάντως στην περίπτωση κατά την οποία η παύση της ισχύος της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης οφείλεται στο ότι μεταγενέστερη διάταξη τυπικού νόμου ρυθμίζει πλέον το ζήτημα που απετέλεσε το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Κατ’ ακολουθίαν απαραδέκτως ζητείται με το δικόγραφο που ανεφέρθη στην προηγούμενη σκέψη, η συνέχιση της δίκης, κατά το μέρος που αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, βάσει της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 και, επομένως, το εν λόγω δικόγραφο λογίζεται ως υπόμνημα, με το οποίο οι αιτούντες ζητούν τη συνέχιση της δίκης, κατά το προαναφερθέν μέρος, βάσει της διάταξης της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, επικαλούμενοι ότι έχουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για να συνεχισθεί η δίκη.
10. Επειδή, στην περίπτωση που διάταξη τυπικού νόμου επηρεάζει το αντικείμενο της δίκης και τίθεται ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα αυτό χωρίς, κατ’ αρχήν, να ερευνά τη συνταγματικότητα του περιεχομένου της νεώτερης ρυθμίσεως. Η συμφωνία ή μη της τελευταίας αυτής διάταξης προς τα άρθρα 4 παρ. 1, 20παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Συντάγματος εξετάζεται μόνο ως προς το ζήτημα εάν με το νεώτερο νόμο ο νομοθέτης επεμβαίνει προς ρύθμιση, υπέρ της διαδίκου διοικητικής αρχής, διαφοράς που είναι ήδη εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε κυρώνοντας, είτε καταργώντας, αναδρομικώς ή μη, την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση (βλ. ΣτΕ 4755/2012 Ολομ., 522/2015 Ολομ.). Στην προκειμένη περίπτωση, η προαναφερθείσα νεώτερη διάταξη του άρθρου 41 του ν. 4313/2014, ενόψει του περιεχομένου της και της σχετικής εισηγητικής εκθέσεως, δεν αντιβαίνει στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, εφόσον δεν κυρώνει την προσβαλλόμενη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 2 της υπ’ αριθ. Α8/οικ.26374/2079/28-2-2014 κοινής υπουργικής απόφασης, κανένα δε στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο κοινός νομοθέτης θέλησε με την εν λόγω διάταξη να επέμβει στην άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. Τούτο δε διότι η διάταξη αυτή (άρθρο 41 του ν. 4313/2014) δεν απέβλεψε στην άμεση ή έμμεση επίλυση της ένδικης διαφοράς, αλλά με αυτή θεσπίζεται γενικός εξ αντικειμένου κανόνας, ο οποίος ρυθμίζει στο σύνολό του το ζήτημα της καταβολής κομίστρων για τις πάσης φύσεως οδικές εμπορευματικές μεταφορές που διενεργούνται με Φ.Δ.Χ. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων, με τους οποίους προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 41 του ν. 4313/2014 καταλύει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας τους και συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη στο έργο της Δικαιοσύνης κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 26 και 95 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αποβλέποντας στη νομιμοποίηση της προσβαλλόμενης κανονιστικής ρύθμισης, προβαίνει δε σε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη ατομική και όχι γενική ρύθμιση κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Οι ίδιοι δε ισχυρισμοί δεν στοιχειοθετούν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, κατά το μέρος που αυτή αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, καθόσον οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται ότι από την εν λόγω ρύθμιση, κατά το διάστημα που αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ, δημιουργήθηκαν γι’ αυτούς δυσμενείς, διοικητικής φύσης συνέπειες, οι οποίες διατηρούνται και μετά την παύση της ισχύος της και δεν δύνανται να αρθούν παρά μόνο με την ακύρωσή της. Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 2 της προσβαλλόμενης ΚΥΑ δεν έπαυσε να ισχύει και, συνεπώς, η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της κατά το εν λόγω μέρος, διότι με αυτή ρυθμίζεται ειδικό ζήτημα, ήτοι το ζήτημα της μεταφοράς πετρελαιοειδών προϊόντων, ενώ το άρθρο 41 του ν. 4313/2014 αφορά το σύνολο των οδικών εμπορευματικών μεταφορών με Φ.Δ.Χ. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 7, με την ανωτέρω διάταξη ρυθμίζεται το περιεχόμενο των συμφωνιών επί των κομίστρων που συνάπτουν οι μεταφορικές επιχειρήσεις με τους πελάτες τους για το σύνολο των οδικών εμπορευματικών μεταφορών στις οποίες περιλαμβάνονται και οι οδικές μεταφορές των πετρελαιοειδών προϊόντων που διενεργούνται με Φ.Δ.Χ. (με εξαίρεση τις οδικές μεταφορές καυσίμων που διενεργούνται στα νησιά και στις απομονωμένες και ορεινές περιοχές). Τέλος, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που στρέφεται ευθέως κατά του άρθρου 41 του ν. 4313/2014, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι ζητείται η ακύρωση διατάξεως τυπικού νόμου.

 

ΣΕ 1704/2018 : Δικαίωμα του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι – περιορισμοί – τεκμήριο αθωότητας – απαγόρευση της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων ή άλλων στοιχείων που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της 90/27.3.2014 αποφάσεως του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης [ΕΣΡ]. Με την απόφαση αυτή επιβλήθηκε στην αιτούσα ανώνυμη εταιρεία, ιδιοκτήτρια του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού …., η διοικητική κύρωση της συστάσεως να μην δημοσιοποιεί στοιχεία τα οποία γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της προανακριτικής διαδικασίας, λόγω διαπιστώσεως παραβάσεων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, που συνίστανται σε δημοσιοποίηση αυτούσιων τμημάτων ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, με κατηγορούμενους βουλευτές και στελέχη πολιτικού κόμματος.
3. Επειδή, τόσο το συνταγματικώς κατοχυρούμενο δικαίωμα του πληροφορείν (άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος), το οποίο προκειμένου ειδικώς για την ραδιοφωνία και την τηλεόραση ασκείται υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται με το άρθρο 15 του Συντάγματος, όσο και το επίσης συνταγματικώς κατοχυρούμενο δικαίωμα του πληροφορείσθαι (άρθρο 5Α παρ. 1 του Συντάγματος) τελούν, όπως συνάγεται από τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, της τηρήσεως των κανόνων δικαίου που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων, συμπεριλαμβανομένων αφενός μεν των κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία της προσωπικότητας, του ιδιωτικού βίου και των λοιπών συναφών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και εν γένει των εμπλεκομένων σε ποινική υπόθεση προσώπων, αφετέρου δε εκείνων των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων, με τους οποίους επιδιώκεται η διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας (και, συνεπώς, και της αποτελεσματικής λειτουργίας) της δικαστικής εξουσίας, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Επίσης, στο άρθρο 5Α παρ. 1 του Συντάγματος ρητώς ορίζεται ότι είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο περιορισμοί στο δικαίωμα του πληροφορείσθαι για λόγους αναγομένους και στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Η εφαρμογή, επομένως, των σχετικών κανόνων δικαίου μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι παρίστανται οι περιορισμοί αυτοί, εν όψει της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), ως απολύτως αναγκαίοι για την επίτευξη των επιδιωκομένων, θεμιτών κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, σκοπών. Περαιτέρω, το άρθρο 10 παρ. 1 της κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνει το «δικαίωμα εις την ελευθερίαν της εκφράσεως», το οποίο περιλαμβάνει και «την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών», κατά τα οριζόμενα δε στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου 10, η άσκηση των επί μέρους ελευθεριών, που συναπαρτίζουν την ελευθερία εκφράσεως της παραγράφου 1, «συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας», δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν «αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία [ήτοι περιορισμούς κ.λπ. σύμφωνους με την αρχή της αναλογικότητας] διά την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». Κατά τα ήδη δε κριθέντα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), «δυσχερώς συμβιβάζεται με το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης» η γενική και απόλυτη νομοθετική απαγόρευση της δημοσιεύσεως πληροφοριών σχετικών με εκκρεμή ποινική υπόθεση, η οποία (απαγόρευση) δεν επιτρέπει στα αρμόδια εθνικά όργανα να προβούν σε στάθμιση αφενός των, προστατευομένων από την εσωτερική νομοθεσία και αφορώντων την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, εννόμων αγαθών και αφετέρου των συμφερόντων του κοινού προς ενημέρωση επί ζητημάτων γενικού ενδιαφέροντος, τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 28.6.2011, Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, αριθμός προσφυγής 28439/08, σκέψη 40), χωρίς, πάντως, να αντίκειται άνευ ετέρου στην ανωτέρω διάταξη της Διεθνούς Συμβάσεως διάταξη νόμου, με την οποία η δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων της ποινικής διαδικασίας απαγορεύεται, κατά τρόπο που να αποκλείει οποιαδήποτε στάθμιση των εκατέρωθεν διακυβευομένων εννόμων αγαθών από την εθνική αρχή (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση επί του παραδεκτού – decision – της 24.1.2012, Seckerson και Times Newspapers Limited κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθμοί προσφυγών 32844/10 και 33510/10, σκέψεις 42 επ., για την γενική και απόλυτη απαγόρευση της δημοσιεύσεως πληροφοριών σχετικών με την διάσκεψη των ενόρκων, κατά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, από της απόψεως του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Την ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνει, εξ άλλου, και το από 16.12.1966 Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα [κυρωθέν με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25)], στο άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3 του οποίου ορίζονται τα εξής: «2. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζήτησης, της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων κάθε είδους ανεξαρτήτως συνόρων, προφορικά, γραπτά, σε έντυπα, σε κάθε μορφή τέχνης ή με κάθε άλλο μέσο της επιλογής του. 3. Η άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, συνεπάγεται ειδικά καθήκοντα και ευθύνες. Μπορεί, επομένως, να υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, οι οποίοι, όμως, πρέπει να προβλέπονται με σαφήνεια από το νόμο και να είναι απαραίτητοι: α. Για το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της υπόληψης των άλλων. β. Για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών». Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο προπαρατεθέν άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η «διαφύλαξη του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας» δεν συγκαταλέγεται ρητώς μεταξύ των λόγων εκείνων που δικαιολογούν – εφ’ όσον είναι «απαραίτητοι», σύμφωνοι δηλαδή με την αρχή της αναλογικότητας – περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης κατά το ανωτέρω Διεθνές Σύμφωνο. Προκύπτει, περαιτέρω, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συμφώνου ότι, κατά το στάδιο της επεξεργασίας του στα πλαίσια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αποκρούσθηκαν προτάσεις να περιληφθεί στο άρθρο 19 παρ. 3 ειδική αναφορά στην διαφύλαξη της απρόσκοπτης λειτουργίας της δικαιοσύνης, όπως η αντίστοιχη του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Σαφώς συνάγεται, όμως, ότι δεν αντίκεινται στο Διεθνές Σύμφωνο – πάντα υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας – νομοθετικοί περιορισμοί αλλά και απαγορεύσεις της δημοσιοποιήσεως στοιχείων της ποινικής διαδικασίας, οι οποίοι θάλπουν θεμιτούς κατά το ως άνω άρθρο 19 παρ. 3 σκοπούς (όπως λ.χ. ο σεβασμός των δικαιωμάτων ή της υπολήψεως τρίτων και η προστασία της δημόσιας τάξης). Τούτο γίνεται, άλλωστε, δεκτό και από το ειδικώς συσταθέν στην διεθνή έννομη τάξη όργανο με αρμοδιότητα την εξέταση αναφορών περί παραβιάσεως του Συμφώνου από τα συμβαλλόμενα κράτη (Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από 24.1.2004 «διαπιστώσεις» επί της αναφοράς 920/2000, Lovell κατά Αυστραλίας, U.N. Doc. CCPR/C/80/D/920/2000, σχετικά με την απαγόρευση που επιβάλλει η οικεία εθνική νομοθεσία στον διάδικο σε αστική διαφορά να προβεί στην δημοσιοποίηση στοιχείων που του παρασχέθηκαν από τον αντίδικο με την διαδικασία της επίδειξης εγγράφων, αλλά δεν έγιναν εν συνεχεία δεκτά από το δικαστήριο ως αποδεικτικά μέσα· κρίθηκε – σκέψη 9.4 – ότι δικαιολογείται η απαγόρευση αυτή για λόγους προστασίας των λοιπών διαδίκων καθώς και για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης). Τέλος, τόσο η ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 2) όσο και το ως άνω Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (άρθρο 14 παρ. 2) κατοχυρώνουν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου για ποινικό αδίκημα, τεκμήριο το οποίο συνάγεται και από τα άρθρα 6 και 7 του Συντάγματος αλλά αποτελεί και ειδικότερη εκδήλωση της προστασίας της προσωπικότητας και του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα (ΣτΕ 891/2015).

4. Επειδή, κατ’ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 15 του ν. 2328/1995 (Α΄ 159) εκδόθηκε το π.δ. 77/2003 (Α΄ 75), με το οποίο (άρθρο πρώτο) κυρώθηκε ο καταρτισθείς με την απόφαση 73/14.10.2002 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, Κώδικας Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών. Το πεδίο εφαρμογής του Κώδικα προσδιορίζεται στο άρθρο 1 αυτού και καταλαμβάνει τις «ειδησεογραφικές, δημοσιογραφικές και πολιτικές εκπομπές στη δημόσια και την ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση»: ως «δημοσιογραφικές εκπομπές» νοούνται «όλες οι εκπομπές λόγου, που έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που τους προσδίδεται από τον ραδιοφωνικό ή τον τηλεοπτικό φορέα», στις ειδησεογραφικές δε εκπομπές εμπίπτουν τα δελτία ειδήσεων. Το άρθρο 11 του Κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ποινική διαδικασία», ορίζει, στις παραγράφους 1, 5 και 6, τα ακόλουθα: «1. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του γίνεται σεβαστή και συνεπώς δεν προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης ούτε οι κατηγορούμενοι αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, ως ένοχοι. Ο φερόμενος ως δράστης δεν πρέπει να αναφέρεται με απαξιωτικούς για το πρόσωπό του χαρακτηρισμούς, ούτε γίνεται αναφορά σε αυτόν με μοναδικό προσδιορισμό την εθνοτική του καταγωγή ή το θρήσκευμά του. 5. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην εκάστοτε ισχύουσα οικεία νομοθεσία, δεν επιτρέπεται η αναφορά ονομάτων ή άλλων στοιχείων δηλωτικών της ταυτότητας, καθώς και η χρησιμοποίηση εικόνων προσώπων που θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης εγκλημάτων. 6. Δεν δημοσιοποιούνται έγγραφα ή άλλα στοιχεία που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της έκτακτης προανάκρισης και γενικότερα της ποινικής προδικασίας». Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του ως άνω π.δ/τος 77/2003 προβλέπεται ότι, κατά την εφαρμογή του ως άνω Κώδικα Δεοντολογίας, «ισχύει η απορρέουσα από το Σύνταγμα και γενόμενη δεκτή από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αρχή της στάθμισης κατά περίπτωση του τυχόν διακυβευόμενου δημοσίου συμφέροντος».

5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του Κώδικα Δεοντολογίας, αφενός μεν κατοχυρώνεται και κανονιστικώς το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων για ποινικά αδικήματα, το οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, ευρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα και προστατεύεται και με ειδικές διατάξεις των δύο ως άνω διεθνών συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αφετέρου δε επιβάλλεται η απαγόρευση της δημοσιοποιήσεως των εγγράφων ή άλλων στοιχείων που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας. Με την τελευταία αυτή διάταξη δεν απαγορεύεται, βεβαίως, η ενημέρωση του κοινού, στο πλαίσιο ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, επί υποθέσεων που εκκρεμούν στο στάδιο της ποινικής προδικασίας ούτε αποκλείεται κάθε αναφορά ή ο σχολιασμός των σχετικών πράξεων και ενεργειών των αρμοδίων αρχών, τηρουμένων πάντως των λοιπών διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας. Χάριν, όμως, της αποτελεσματικής διεξαγωγής της δικαστικής έρευνας και του ανεπηρεάστου των αρμοδίων δικαστικών αρχών, αλλά και χάριν της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και των λοιπών τυχόν εμπλεκομένων προσώπων, απαγορεύεται ειδικώς η αποκάλυψη και η αναπαραγωγή του περιεχομένου εγγράφων και εν γένει στοιχείων της ποινικής προδικασίας, η οποία, άλλωστε, κατά τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [π.δ. 258/1986 (Α΄ 121), ιδίως άρθρο 241], διενεργείται χωρίς δημοσιότητα. Πρόκειται, συνεπώς, για περιορισμό που προβλέπεται από σαφή διάταξη ουσιαστικού νόμου, με τον οποίο θάλπονται θεμιτοί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, σκοποί (ήτοι η προστασία της υπολήψεως και εν γένει των δικαιωμάτων τρίτων, η παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών καθώς και η διασφάλιση του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, βλ. και ΕΔΔΑ, απόφαση του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως του Δικαστηρίου της 29.3.2016, επί της υποθέσεως Bédat κατά Ελβετίας [αριθμός προσφυγής 56925/08, σκέψεις 44 επομ, με παραπομπές]). Ούτε παρίσταται ο περιορισμός αυτός, που επιβάλλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, ως δυσανάλογος εν όψει της εκτάσεως της σχετικής απαγορεύσεως (βλ. και ΕΔΔΑ απόφαση της 12.4.2006, Tourancheau και July κατά Γαλλίας, αριθμός προσφυγής 53886/00, σκέψη 73) και της αρχής της σταθμίσεως, η οποία διέπει την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο δεύτερο του π.δ/τος 77/2003, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Έχει δε η αρχή αυτή την έννοια ότι η δημοσιοποίηση στοιχείων της ποινικής προδικασίας είναι δυνατόν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεωρηθεί δικαιολογημένη, όταν, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών, κρίνεται αφενός μεν ότι συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι καθιστούν επιτρεπτή την ανακοίνωση των στοιχείων αυτών προς ενημέρωση του κοινού επί ζητήματος ιδιαιτέρως αυξημένου γενικού ενδιαφέροντος, αφετέρου δε ότι με την δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών δεν διακυβεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και των λοιπών εμπλεκομένων προσώπων, αλλά και το συμφέρον της αποτελεσματικής διεξαγωγής της δικαστικής έρευνας (πρβλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις της 10.12.2007 [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], Stoll κατά Ελβετίας, αριθμός προσφυγής 69698/01, σκέψεις 137 – 139, και της 29.3.2016 [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως] επί της υποθέσεως Bédat κατά Ελβετίας [προαναφερθείσα]) (ΣτΕ 891/2015). Επομένως, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1, 5 και 6 του Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών δεν εισάγονται ρυθμίσεις αντικείμενες στα άρθρα 14 παρ. 1 και 5Α του Συντάγματος, 10 της ΕΣΔΑ και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (πρβλ. ΣτΕ 891/2015, 4153/2015, 1432/2014, 1216-1217/2014).

6. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 4 παρ. 1 του προαναφερθέντος νόμου 2328/1995, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2644/1998 (Α΄ 233), ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση παραβίασης: α) των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας, της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου που διέπουν άμεσα ή έμμεσα του ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, β) … γ) των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου αυτού, το ΕΣΡ αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από ερώτημα του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ή καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, την επιβολή μίας ή περισσοτέρων από τις παρακάτω κυρώσεις: αα) σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής λοιπών κυρώσεων, ββ) πρόστιμο … γγ) προσωρινή αναστολή … ή οριστική διακοπή της μετάδοσης συγκεκριμένης εκπομπής του σταθμού, δδ) προσωρινή αναστολή … της μετάδοσης κάθε τηλεοπτικού προγράμματος, εε) ανάκληση της άδειας λειτουργίας του σταθμού και στστ) κυρώσεις ηθικού περιεχομένου … Η επιλογή του είδους και η επιμέτρηση των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου αυτού γίνεται ανάλογα με την βαρύτητα της παραβίασης, την τηλεθέαση που συγκεντρώνει το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου τελέσθηκε η παραβίαση … Η απόφαση του ΕΣΡ για την επιβολή των κυρώσεων της παραγράφου αυτής περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία …».

7. Επειδή, εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη …/27.3.2014 απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης επιβλήθηκε στην αιτούσα εταιρεία, ιδιοκτήτρια του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού …., ως διοικητική κύρωση, η σύσταση «όπως μη δημοσιοποιεί ενόρκους καταθέσεις, έγγραφα ή άλλα στοιχεία που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της έκτακτης προανάκρισης και γενικότερα της προανακριτικής διαδικασίας», με προειδοποίηση επιβολής αυστηρότερων κυρώσεων. Η διοικητική αυτή κύρωση επιβλήθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 παρ. 6 του προαναφερθέντος «Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών», με την αιτιολογία ότι, κατά τη διάρκεια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων το οποίο μεταδόθηκε από τον σταθμό την 11.1.2014, προβλήθηκαν, κατ’ επανάληψη, αυτούσια τμήματα ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων, που αφορούσαν τη διερεύνηση κατηγοριών περί τελέσεως ποινικών αδικημάτων από βουλευτές του πολιτικού κόμματος …. Συγκεκριμένα, όπως δέχεται η προσβαλλομένη, κατά τη διάρκεια του δελτίου ειδήσεων «προβλήθηκαν τμήματα ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων ενώπιον ανακριτικών αρχών. Δεν πρόκειται περί σχολιασμών των τηλεπαρουσιαστών, αλλά περί αυτουσίων τμημάτων των ως άνω ενόρκων καταθέσεων. Τούτο προκύπτει με βεβαιότητα διότι τα αποσπάσματα των καταθέσεων διατυπώνονται σε πρώτο πρόσωπο του καταθέτοντος. Ενδεικτική είναι και η επανειλημμένη προβολή των εν λόγω τμημάτων μαρτυρικών καταθέσεων». Εξ άλλου, από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο του επίμαχου τμήματος του δελτίου ειδήσεων και τις εικόνες-πλάνα που το συνοδεύουν, όπως αυτά καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην …/14.2.2014 εισήγηση της Ειδικής Επιστήμονος του ΕΣΡ, προκύπτει ότι προβλήθηκαν τμήματα ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων, στα οποία οι μάρτυρες φέρονται να καταθέτουν, σε πρώτο πρόσωπο, τα εξής: (α) Κατάθεση προστατευόμενου μάρτυρα, για κατηγορούμενο που φέρεται να είχε κεντρικό ρόλο στην στρατιωτική εκπαίδευση των μελών της ….: «Οι σωματικές δοκιμασίες περιλάμβαναν βασανιστήρια … Στις δοκιμασίες αυτές μας γρονθοκοπούσαν, μας χτύπαγαν με γκλομπς και μας μάθαιναν τακτικές επίθεσης, άμυνας και διάφορες μεθόδους διάπραξης εγκλημάτων (π.χ. πώς να ρίχνουμε μαχαιριές με θανατηφόρο αποτέλεσμα, πως μπορούμε να κάψουμε ανθρώπους ζωντανούς με καπνογόνα … Τελικός κριτής των δοκιμασιών ήταν ο [κατηγορούμενος], ο οποίος έλαβε και την απόφαση για την ένταξή μου στο τάγμα εφόδου. Εμείς τα λέγαμε …». Στο κάτω μέρος δε της οθόνης εμφανίζεται ο τίτλος: «‘Μας μάθαινε να σκοτώνουμε’ καταγγέλλει για τον [κατηγορούμενο] προστατευόμενος μάρτυρας». (β) Κατάθεση προστατευόμενου μάρτυρα, για κατηγορούμενο «ο οποίος σύμφωνα με έγγραφο που έστειλαν οι ανακριτές στη Βουλή … διακινούσε και αποθήκευε οπλισμό, οργάνωνε επιθέσεις εναντίον αλλοδαπών … και πωλούσε προστασία μαζί με στελέχη της … σε μαγαζιά»: «Γνωρίζω ότι ο [κατηγορούμενος] διατηρεί άγνωστο αριθμό πιστολιών … Έχω ακούσει ακόμα για διατήρηση οπλισμού σε κάποιο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι …». (γ) Κατάθεση μάρτυρα, για κατηγορούμενο που φέρεται να είχε σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική εκπαίδευση και κατήχηση νέων μελών: «Υπήρξα οργανωμένο στέλεχος της … μέχρι πρόσφατα. Εντάχθηκα στην οργάνωση σε νεαρή ηλικία. Η πρώτη μου θέση για εκπαίδευση ήταν στα κεντρικά των Αθηνών … Εκεί γνώρισα για πρώτη φορά όλα τα ηγετικά στελέχη της …, πολλά από τα οποία κατέχουν νευραλγικές θέσεις μέχρι και σήμερα. Τότε γνώρισα … [αναφέρονται ονόματα και ιδιότητες προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται και οι κατηγορούμενοι]». Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, στο επίμαχο δελτίο ειδήσεων: (α) αναφέρονται τα ονόματα των κατηγορουμένων και εμφανίζεται η εικόνα τους, (β) γίνεται πολλές φορές αναφορά στο περιεχόμενο των απολογητικών υπομνημάτων των κατηγορουμένων, (γ) σε ορισμένο σημείο του δελτίου ο παρουσιαστής διαβάζει απολογία κατηγορουμένου, σε πρώτο πρόσωπο, η οποία εμφανίζεται στην οθόνη ως εξής: «Ο ισχυρισμός αυτός … κατέρρευσε από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας και συγκεκριμένα από την έκθεση έρευνας και κατάσχεσης που πραγματοποιήθηκε στην οικία μου και διαπιστώθηκε η ύπαρξη μόνο του όπλου για το οποίο είχα νόμιμη άδεια …», και (δ) σε άλλο σημείο του δελτίου, κατά τη συζήτηση του παρουσιαστή με την ανταποκρίτρια του σταθμού στο Εφετείο, ο παρουσιαστής, αναφερόμενος στην πληροφορία ότι οι κατηγορούμενοι «αρνούνται τις κατηγορίες, λένε ότι είναι φτιαχτό το κατηγορητήριο από ψευδομάρτυρες, αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή», εκφράζεται ως εξής: τούτο «προκύπτει και από τα πολυσέλιδα απολογητικά τους υπομνήματα τα οποία έχουν δημοσιοποιηθεί εδώ και λίγη ώρα». Στην προαναφερθείσα …/14.2.2014 εισήγηση της Ειδικής Επιστήμονος του ΕΣΡ, με βάση το καταγραφέν υλικό, διατυπώνεται κατ’ αρχάς η άποψη ότι η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να είναι απόλυτη και για τα δημόσια πρόσωπα, διαλαμβάνονται δε επίσης και οι εξής κρίσεις και εκτιμήσεις: Εν προκειμένω, οι διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ/τος 77/2003 παραβιάσθηκαν, στο μέτρο που, κατ’ επανάληψη, αναφέρθηκαν τα ονόματα τριών βουλευτών του κόμματος … που φέρονται ως δράστες, με την επισήμανση ότι, πάντως, ο σταθμός δεν χαρακτήριζε τους ύποπτους ως ενόχους, αλλά ως κατηγορούμενους. «Σε σχέση με τη δημοσιοποίηση στοιχείων της προδικασίας, όλα σχεδόν όσα μετέδωσε ο σταθμός για το συγκεκριμένο θέμα προέρχονταν από καταθέσεις μαρτύρων στις ανακριτικές αρχές … Κατ’ αρχήν, επομένως, παραβιάσθηκε η σχετική διάταξη. Η προφανής αυτή διαρροή του προανακριτικού υλικού στα ΜΜΕ μπορεί να επηρεάσει την ομαλή εξέλιξη της προανάκρισης και την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Όμως, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εν προκειμένω, ίσως απαιτούν … την παραβίαση της διάταξης αυτής. Διότι, αντικείμενο της προανάκρισης δεν είναι μόνο μία δολοφονία. Ήταν μία -ενδεχόμενα- πολιτική δολοφονία και πλέον είναι και άλλα, ίσως, εγκλήματα … και μάλιστα από ένα πολιτικό κόμμα… Δεν θα μπορούσε, επομένως, να υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ανάγκης παραβίασης της συγκεκριμένης διάταξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Διότι, εάν τα ‘ενδεχόμενα’ αυτά εγκλήματα διαπράχθηκαν ή/και διαπράττονται από ένα πολιτικό κόμμα, ο πολίτης πρέπει να το μάθει το συντομότερο … Δεν θεωρούμε, συνεπώς, παράνομη την αναφορά των προαναφερομένων στοιχείων, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του δελτίου … διότι, ταυτόχρονα, δεν φαίνεται να παρακωλύει την απρόσκοπτη διενέργεια της προανάκρισης. Θα μπορούσε, όμως, ο σταθμός, όσο δύσκολο και να είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση, να σεβασθεί πλήρως το ‘τεκμήριο της αθωότητας’ για τους λόγους που προεκθέσαμε».

8. Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω [βλ. σκέψη 5], οι διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1, 5 και 6 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 77/2003 Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών, με τις οποίες κατοχυρώνεται το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων για ποινικά αδικήματα, επιβάλλεται δε απαγόρευση δημοσιοποιήσεως στοιχείων που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου δεύτερου του ιδίου διατάγματος, η οποία προβλέπει, ρητώς, την αρχή της σταθμίσεως που διέπει την εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας, ώστε, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, να θεωρείται δικαιολογημένη η δημοσιοποίηση στοιχείων της ποινικής προδικασίας, δεν αντίκεινται στα άρθρα 14 παρ.1 και 5Α του Συντάγματος, 10 της ΕΣΔΑ και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ελήφθησαν υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, ήτοι τα αρχεία της υπηρεσίας για την παρακολούθηση των τηλεοπτικών προγραμμάτων, η εισήγηση της Ειδικής Επιστήμονος του ΕΣΡ και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από την αιτούσα κατόπιν της σχετικής κλήσεώς της προς παροχή εξηγήσεων, επιβλήθηκε στην αιτούσα η διοικητική κύρωση της συστάσεως, μόνο για την, κατά παράβαση της παραγράφου 6 του άρθρου 11 του Κώδικα Δεοντολογίας, προβολή αυτούσιων τμημάτων ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων, όχι δε για παραβάσεις των παραγράφων 1 και 5 του ιδίου άρθρου, καίτοι από το προαναφερθέν επίμαχο τμήμα του δελτίου ειδήσεων προκύπτει ότι κατ’ επανάληψη αναφέρθηκαν τα ονόματα των κατηγορουμένων και προβλήθηκε η εικόνα τους, ή για άλλες παραβάσεις της παραγράφου 6, καίτοι παρουσιάσθηκε και τμήμα απολογητικού υπομνήματος, στο οποίο ο κατηγορούμενος εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο. Όπως, δηλαδή, σαφώς συνάγεται από την προσβαλλόμενη και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, το ΕΣΡ δεν επέβαλε κύρωση ούτε σε σχέση με την υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας των κατηγορουμένων ούτε, γενικώς, για δημοσιοποίηση στοιχείων της ποινικής προδικασίας, αλλά, σταθμίζοντας και τις ειδικές περιστάσεις που αναφέρονται και στην ανωτέρω εισήγηση της Ειδικής Επιστήμονος, συγκεκριμένα δε ότι πρόκειται για κατηγορίες που βαρύνουν βουλευτές και στελέχη πολιτικού κόμματος, επέβαλε την πλέον ήπια διοικητική κύρωση της συστάσεως, μόνο για την κατ’ επανάληψη παράθεση αυτούσιων αποσπασμάτων ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων ενώπιον ανακριτικών αρχών, κρίνοντας ότι η δημοσιοποίηση αυτών, ειδικώς, των στοιχείων της ποινικής προδικασίας και με τον συγκεκριμένο τρόπο, με χρήση πρώτου ενικού προσώπου στις καταθέσεις προστατευόμενων μαρτύρων, αφενός, δεν ήταν αναγκαία για να εξυπηρετηθεί το δικαίωμα του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι, καθόσον η ενημέρωση του κοινού θα μπορούσε να επιτευχθεί, χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού του τηλεοπτικού κοινού, με αναφορά και σχολιασμό των δημοσιογραφικών πληροφοριών, ώστε να μην στοιχειοθετείται η επίμαχη παράβαση του άρθρου 11 παρ. 6 του Κώδικα, και, αφετέρου θα ήταν αντικειμενικώς δυνατόν να υπονομεύσει, ενόψει του σταδίου της ποινικής διαδικασίας, την απρόσκοπτη διεξαγωγή της δικαστικής έρευνας και την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης. Με τα δεδομένα αυτά, η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, που βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου, είναι νόμιμη και επαρκής. Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη δεν αιτιολογείται νομίμως, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας: (α) δεν δημοσιοποιήθηκαν, όπως εσφαλμένως υπέλαβε το ΕΣΡ, στοιχεία της ποινικής προδικασίας, αλλά μεταδόθηκαν διασταυρωμένες πληροφορίες της δημοσιογραφικής έρευνας, που συνέπιπταν με το περιεχόμενο των στοιχείων της δικογραφίας, (β) η χρήση πρώτου προσώπου κατά την προβολή των μαρτυρικών καταθέσεων είναι «τεχνική γραφής ώστε να καθίσταται ο λόγος παραστατικός» και δεν τεκμηριώνει εξαγωγή στοιχείων από ποινική δικογραφία, (γ) ενόψει των συμπερασμάτων της εισηγήσεως, έπρεπε να υπάρχει ειδική αιτιολογία για την, κατ’ απόκλιση από την εισήγηση, επιβολή κυρώσεως, (δ) δεν σταθμίσθηκαν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος και (δ) παραβιάσθηκαν τα άρθρα 5, 14 και 15 του Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο δεύτερο του π.δ/τος 77/2003 (πρβλ. ΣτΕ 4153/2015, 891/2015, 2899/2014, 1762/2014, 1432/2014, 1216-1217/2014, 993/2013, 4060/2010).

 

ΣΕ 1388/2018 : Διαχρονικό δικονομικό δίκαιο – Εφαρμοστέες οι διατάξεις που ίσχυαν κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι διατάξεις του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 ισχύουν από την χρονολογία που φέρει το οικείο ΦΕΚ, ανεξαρτήτως του χρόνου πραγματικής κυκλοφορίας του. Εφόσον η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3772/2009, αλλά πριν από την πραγματική κυκλοφορία του ΦΕΚ, αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να μπορέσει η αναιρεσείουσα να διατυπώσει ισχυρισμούς για την άρση του απαραδέκτου

 

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 3499/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας και ακυρώθηκε η …/4.4.2008 απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) Με την απόφαση αυτή της Ε.Ε.Τ.Τ. ελήφθησαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 4 του ν. 3431/2006 (Α΄ 13), σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, με την απειλή επιβολής προστίμου, προσωρινά μέτρα σχετικά με την ικανοποίηση αιτημάτων τηλεπικοινωνιακών παρόχων περί της παροχής σε αυτούς υπηρεσιών Aδεσμοποίητης Πρόσβασης στον Τοπικό Βρόχο (Α.Π.Τ.Β.) καθώς και σχετικά με τη λειτουργικότητα του πληροφοριακού συστήματος “…” της ως άνω εταιρείας.

2. Επειδή, ο ν. 3772/2009 (Α΄ 112/10.7.2009) προβλέπει, στο άρθρο 35, τα ακόλουθα: “1. Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής: “3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ… Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από τα ανωτέρω ποσά, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α) η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.” 2. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου [53] αντικαθίσταται ως εξής: “4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή αφορούν στη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή στη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. Προκειμένου περί διαφορών, που δεν έχουν χρηματικό αντικείμενο, η άσκηση αίτησης αναιρέσεως επιτρέπεται εφόσον με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.” 3. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου [35] δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υποθέσεις.”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 51 εδ. δεύτερο του ως άνω ν. 3772/2009, “Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά”.

3. Επειδή, με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009, θεσπίζεται, ως πάγια ρύθμιση, το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε όλες γενικώς τις υποθέσεις, εφόσον το ποσό της αγομένης ενώπιόν του διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ και, ειδικώς, στις διοικητικές συμβάσεις, κατώτερο από 200.000 ευρώ. Θεσπίζεται, περαιτέρω, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, όταν ο αναιρεσείων προβάλλει, με αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ (ή 200.000 ευρώ), η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αιτήσεως ή ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων (βλ. Σ.τ.Ε. 1138/2015, 1916,4275/2014, 3135/2013, 4245/2012 7μ, 3323-7,3475-6/2011 Ολ.). Εξάλλου, με την ανωτέρω μνημονευόμενη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 3772/2009, ο ως άνω κανόνας του κατ’ αρχήν απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως θεσπίζεται και ως προς τις διαφορές που δεν έχουν άμεσο χρηματικό αντικείμενο, εκτός εάν ο αναιρεσείων προβάλλει, με το εισαγωγικό δικόγραφο, αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περί τιθεμένου σπουδαίου νομικού ζητήματος ή αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων (βλ. Σ.τ.Ε. 1138/2015, 1916, 4275/2014, 3679, 4403/2013, 4245/2012 7μ).

4. Επειδή, περαιτέρω, η γενική διάταξη του άρθρου 77 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 -η οποία αποδίδει γενική δικονομική αρχή που αποτυπώνεται και στο άρθρο 24 παρ. 1 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182, βλ. Σ.τ.Ε. 1146, 1926/2015, 2659/2008 Ολ, 3407/2001 Ολ,654/1993 Ολ.)- ορίζει ότι “Το παραδεκτό των ενδίκων μέσων κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της διοικητικής πράξης ή της δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης”. Ωστόσο, όπως έχει κριθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 3918/2014, 3135/2013, 4686/2012 7μ, 3323-7, 3475-6/2011 Ολ.), κατά την έννοια των ανωτέρω ειδικών διατάξεων του άρθρου 35 του ν. 3772/2009, ερμηνευομένων ενόψει του επιδιωκόμενου με τις εν λόγω διατάξεις, σύμφωνου προς το Σύνταγμα, σκοπού -ο οποίος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, συνίσταται στην αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συνακολούθως, στην εξυπηρέτηση του προορισμού του ως Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, με την επιτάχυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης- και ενόψει του περιεχομένου τους, που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και στους λόγους οι οποίοι, μόνοι, μπορούν να προβληθούν κατ’ αυτής (επίκληση σπουδαίου νομικού ζητήματος, αντίθεση στη νομολογία), οι ως άνω ρυθμίσεις του άρθρου 35 του ν. 3772/2009 εφαρμόζονται, δυνάμει και των οριζομένων στην παρ. 3 του άρθρου αυτού και στο εδ. δεύτερο του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται από την έναρξη ισχύος του, ήτοι από τις 10.7.2009 (και μέχρι την έναρξη ισχύος, την 1.1.2011, του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, Α΄ 213, με το οποίο αντικαταστάθηκαν εκ νέου οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989), ανεξαρτήτως του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (επίσης πρβλ. Σ.τ.Ε. 816, 2401, 2653/2015, 2177/2011 7μ.).

5. Επειδή, όταν ο νόμος ορίζει ότι η ισχύς του αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Ε.τ.Κ.), προσδιορίζει ειδικώς, ως χρόνο έναρξης της (ουσιαστικής) ισχύος του, τη χρονολογία που φέρει το φύλλο της Ε.τ.Κ., στο οποίο αυτός δημοσιεύεται, και καθιστά, ως εκ τούτου, άμεση, από την εν λόγω δημοσίευση, την εφαρμογή του, δηλαδή την επέλευση των εννόμων συνεπειών των ρυθμίσεών του, εξαιρουμένων τυχόν επιμέρους διατάξεών του που περιέχουν διαφορετική, της ανωτέρω, πρόβλεψη. (βλ. Σ.τ.Ε. 3657/2002, 1282/1977 Ολ, πρβλ. Σ.τ.Ε. 2224/2009, 3635/1979, 2485/1978 Ολ., 1166/1951 Ολ.). Η δε χρονολογία της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της Ε.τ.Κ. στο οποίο δημοσιεύεται ο νόμος, και σε περίπτωση που αυτή δεν συμπίπτει με τη χρονολογία του φύλλου της Ε.τ.Κ., δεν ασκεί επιρροή στην, κατά τα ανωτέρω, έναρξη ισχύος του νόμου (Σ.τ.Ε. 710/2015, 3974,4978/2014, 3243/2013). Αντιθέτως, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3469/2006 “Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις” (Α΄ 131), η ημερομηνία της πραγματικής κυκλοφορίας -δηλαδή “της πραγματικής δυνατότητας διάθεσης του οικείου Φ.Ε.Κ. στο κοινό”- θεωρείται κρίσιμη μόνο “για τον καθορισμό των προθεσμιών οι οποίες τάσσονται από την κείμενη νομοθεσία για την άσκηση δικαιώματος”.

6. Επειδή, ο ν. 3772/2009, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 51 εδάφιο δεύτερο, άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν στις επιμέρους διατάξεις ορίζεται διαφορετικά, δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 112 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος Α΄), το οποίο φέρει ως χρονολογία την 10η Ιουλίου 2009. Ωστόσο, η χρονολογία αυτή δεν συμπίπτει με τον χρόνο της πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου, που είναι η 13.7.2009, όπως προκύπτει από την ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου και την Γ51041/2.6.2015 βεβαίωση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Προγραμματισμού Παραγωγής του Εθνικού Τυπογραφείου. Ενόψει όμως των προεκτεθέντων, οι διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 1 και 2 του ίδιου νόμου, δεδομένου ότι δεν ορίζεται διαφορετικά σε αυτές, ισχύουν από τις 10.7.2009, δηλαδή από τη χρονολογία την οποία φέρει το φύλλο της Ε.τ.Κ. στο οποίο δημοσιεύθηκε, όντος αδιαφόρου, από απόψεως ενάρξεως ισχύος του νόμου, του χρόνου πραγματικής κυκλοφορίας του οικείου φύλλου της Ε.τ.Κ. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές του ν. 3772/2009 άρχισαν να ισχύουν μετά το μεσονύκτιο της 9 προς 10.7.2009, δοθέντος ότι εν προκειμένω, μη ορισθέντος άλλως, ισχύει ο πολιτικός υπολογισμός του χρόνου κατά ημέρες (πρβλ. Σ.τ.Ε. 710/2015, 428/2003, 3657/2002, 1812/1969 Ολ.). Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 3 του ως άνω άρθρου 35 του ν. 3772/2009, οι διατάξεις του άρθρου αυτού καταλαμβάνουν τις εφεξής, από 10.7.2009, ασκούμενες αιτήσεις αναιρέσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 3918, 4895/2014, 2224, 3135/2013, 3323-7, 3475-6/2011 Ολ., επίσης βλ. Σ.τ.Ε. σε Συμβούλιο 1193/2014, 829/2012).

7. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, προκειμένου να είναι παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, ασκούμενη στις 10.7.2009 και, ως εκ τούτου, εμπίπτουσα στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 35 παρ. 1 και 2 του ν. 3772/2009 πρέπει, ενόψει των ρυθμίσεων του εν λόγω άρθρου, να προβάλλεται, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ισχυρισμός, με το περιεχόμενο που προβλέπουν οι προαναφερόμενες διατάξεις, περί θεμελιώσεως του παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, επί διαφοράς που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο (ως αφορώσα στη λήψη, σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας …Α.Ε., προσωρινών μέτρων προς εκπλήρωση μη χρηματικών υποχρεώσεων, με την απειλή επιβολής προστίμου), η οποία ασκήθηκε στις 10.7.2009, οπότε άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 3772/2009, ουδείς ισχυρισμός περιλαμβάνεται για το παραδεκτό της αιτήσεως, κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη, η οποία, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αιτήσεως, είναι εφαρμοστέα. Δεδομένου, όμως, ότι η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε μεν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3772/2009 (10.7.2009), αλλά πριν από την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου της Ε.τ.Κ. (13.7.2009) -χωρίς να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα έλαβε κυρωμένο φωτοαντίγραφο του θεωρημένου και εγκεκριμένου δοκιμίου του εν λόγω Φ.Ε.Κ. σε χρόνο προγενέστερο της ως άνω πραγματικής κυκλοφορίας του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 3469/2006-, πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της, κυρωθείσης με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κατοχυρώνουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, και ενόψει του άρθρου 13 παρ. 3 του ν. 3469/2006, αναλόγως εφαρμοζόμενου, να αναβληθεί η οριστική εκδίκαση της επίδικης υπόθεσης για τη δικάσιμο της 16ης Οκτωβρίου 2018, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στην αναιρεσείουσα Ε.Ε.Τ.Τ. να διατυπώσει τυχόν ισχυρισμούς του άρθρου 35 παρ. 2 του ν. 3772/2009, οι οποίοι καθιστούν, κατ’ εξαίρεση, παραδεκτή την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, με υπόμνημα υποβαλλόμενο εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτήν αντιγράφου της παρούσης αποφάσεως, με επιμέλεια της Γραμματείας του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, και κοινοποιούμενο, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, στην αναιρεσίβλητη εταιρεία …Α.Ε., κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 παρ. 1 και 4 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4119/2014, 3657/2002, 4330/2001). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η κοινοποίηση, με επιμέλεια της ως άνω Γραμματείας, αντιγράφου της παρούσης αποφάσεως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία …Α.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.