ΣΕ Ολομ. 1943/2018 : Παραπομπή στην Ολομέλεια ζητήματος κατ’ άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. και ν. 2479/1997) – Ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι συγκεκριμένος και περιορίζεται στο πλαίσιο του αντικειμένου της δίκης όπως αυτό προσδιορίζεται με το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης, την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη και τους προβαλλόμενους λόγους – μειοψηφία – Ο δια νόμου περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή προσώπων, που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα.

 

[…] 4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου … τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». […]

7. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως έχει αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, κατά το μέρος που περιορίζει τη δυνατότητα του υποψηφίου δικαστικού επιμελητή να δηλώσει προτίμηση για δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων (εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας), αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, διότι επιτρέπει τον διορισμό υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι, ενώ έχουν εξετασθεί στα ίδια μαθήματα, στο πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού και έχουν λάβει υψηλότερη βαθμολογία, παραμένουν αδιόριστοι, λόγω του τυχαίου και συμπτωματικού γεγονότος ότι επέλεξαν θέση, για την οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται βαθμολογία υψηλότερη (από αυτή την οποία έχουν λάβει οι ίδιοι, καθώς και από την απαιτούμενη για τον διορισμό σε άλλες θέσεις της ίδιας εφετειακής περιφέρειας).

8. Επειδή, κατά την κρίση της Ολομελείας, ο έλεγχος της συνταγματικότητας της ως άνω παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρέπει να περιορισθεί στα πλαίσια του προβαλλομένου με την αίτηση ακυρώσεως λόγου, ο οποίος αφορά ρητώς μόνον στον δι’ αυτής επιβαλλόμενο περιορισμό δήλωσης προτίμησης για τις περιφέρειες δύο το πολύ πρωτοδικείων, και όχι στον, διαφορετικού περιεχομένου, εμβέλειας, αλλά και εννόμων αποτελεσμάτων, περιορισμό δήλωσης προτίμησης μόνο για μία περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας (από τον οποίο ο αιτών δεν υποστηρίζει ότι υπέστη βλάβη). Τούτο επιβάλλεται από τα πλαίσια του ακυρωτικού αιτήματος, όπως προσδιορίζεται στο δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία στρέφεται ευθέως (α) κατά της προκήρυξης του διαγωνισμού, μόνον κατά το μέρος που επιβάλλει, κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης του ν. 2318/1995, περιορισμό υποβολής προτίμησης για δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων και (β) κατά της κατάστασης επιτυχόντων της Περιφέρειας του Συλλόγου Δικαστικών επιμελητών Εφετείων Λάρισας – Δυτικής Μακεδονίας, για την οποία ο αιτών είχε δηλώσει προτίμηση, καθ’ ο μέρος περιελήφθη στην κατάσταση αυτή, κατά παράλειψή του, η …., στοχεύει δε, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, στην ακύρωση της παράλειψης διορισμού του αιτούντος σε μία από τις προκηρυχθείσες κενές θέσεις δικαστικών επιμελητών της Περιφέρειας του Συλλόγου Δικαστικών επιμελητών Εφετείων Λάρισας – Δυτικής Μακεδονίας, όπως εκδηλώθηκε με τον διορισμό της … στην περιφέρεια του (υπαγομένου στην ως άνω εφετειακή περιφέρεια) Πρωτοδικείου Κοζάνης. Ενδεχόμενη διάγνωση, κατ’ ενάσκηση αυτεπαγγέλτου, κατά το μέρος αυτό, ελέγχου, της αντισυνταγματικότητας της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995 και ως προς τον περιορισμό υποβολής προτίμησης για μία μόνο περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, δηλαδή ως προς μέρος διάταξης νόμου, του οποίου η εφαρμογή δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της προκειμένης διαφοράς, θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται, κατά τα ανωτέρω, από τις προσβαλλόμενες πράξεις και το αίτημα, που διατυπώνεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, κατά παράβαση της αρχής περί παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, θα μπορούσε δε να οδηγήσει και σε ακύρωση υπερακοντίζουσα ή και παραβλάπτουσα τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος (πρβλ. ΣΕ 966/2008, 798/2014 7μ.). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι της Επικρατείας Ε. Νίκα, Σπ. Μαρκάτης, Η. Μάζος, Α.-Μ. Παπαδημητρίου και Π. Τσούκας, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι η συνταγματικότητα της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πρέπει να εξετασθεί ενιαίως, διότι οι δι’ αυτής τιθέμενοι περιορισμοί -οι οποίοι επιτρέπουν, αμφότεροι, τον διορισμό υποψηφίων με βαθμολογία χαμηλότερη από εκείνη που έχουν λάβει άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι παραμένουν αδιόριστοι, υπαγορεύονται δε, κατά τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και των παρεμβαινόντων, από τον ίδιο δικαιολογητικό σκοπό (βλ. κατωτ. σκ. 10)- αλληλοσυνδέονται στενότατα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, υπό την έννοια ότι ο περιορισμός του υποψηφίου δικαστικού επιμελητή να δηλώσει προτίμηση για δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων, υπαγομένων στην αυτή περιφέρεια συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων, αυτονοήτως ενέχει και προϋποθέτει τον περιορισμό αυτού να δηλώσει προτίμηση για μία το πολύ εφετειακή περιφέρεια της Χώρας. Είναι, επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή άποψη, λογικά συνεπές και επιβεβλημένο να ελεγχθεί εν προκειμένω η συνταγματικότητα αμφοτέρων των, τιθεμένων με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, όπως ίσχυε εν προκειμένω, περιορισμών, οι οποίοι αποτελούν, κατά τα ανωτέρω, ενιαίο λειτουργικό σύνολο, περιοριζομένης, πάντως, της τυχόν αποδοχής της αιτήσεως στα πλαίσια του διατυπουμένου στο εισαγωγικό δικόγραφο ακυρωτικού αιτήματος.

9. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το ανωτέρω εκτεθέν άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣΕ 2396/2004 Ολομ., 3052, 3058/2009 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣΕ 2216/1975, 170/1988, 4064/1990). Εξάλλου, με το ως άνω άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Στην ελευθερία δε αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί εφ’ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος (ΣΕ 1621/2012 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Όταν δε ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά στην πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής αυτού για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού (ΣΕ 1621/2012 Ολομ., 3340, 3516/2013 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Ειδικότερα, για το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή, που έχει χαρακτήρα ελευθέρου επαγγέλματος, συμβάλλει, όμως, συνάμα στο έργο της απονομής της δικαιοσύνης, έστω και με επικουρικό χαρακτήρα, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη ως προς τους όρους και τη διαδικασία εισόδου σε αυτό πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις, που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση και τις εν γένει ικανότητες του υποψηφίου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης (πρβλ. ΣΕ 413/1993, 3177/2007 Ολομ., 1621/2012 Ολομ.).

10. Επειδή, ο περιορισμός των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας, που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή προσώπων, που διαθέτουν τα νόμιμα προσόντα. Τούτο διότι επιτρέπει, κατ’ αποτέλεσμα, τον διορισμό υποψηφίων με βαθμολογία χαμηλότερη από εκείνη συνυποψηφίων τους, οι οποίοι, αν και διαγωνίσθηκαν στα ίδια θέματα και επέτυχαν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι επειδή, στα πλαίσια του ως άνω περιορισμού, είχαν δηλώσει προτίμηση διορισμού σε περιφέρειες πρωτοδικείων, για τις οποίες αποδεικνύεται εκ των υστέρων ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία από αυτή, την οποία επέτυχαν (πρβλ. ΣΕ 2369/2005 Ολομ., 959/2015 Ολομ.). Στην εισηγητική έκθεση του ν. 2318/1995, με την παρ. 1 του άρθρου 7 του οποίου προβλεπόταν αρχικά (προ της αντικατάστασής της με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003) δυνατότητα των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού για μία μόνον περιφέρεια πρωτοδικείου, αναφέρεται ως μία εκ των βασικών κατευθύνσεων του νόμου η «καθιέρωση όρων που θα αποτρέπουν το ενδεχόμενο να υπάρξει σημείο της χώρας, που να στερείται οργάνων εκτελέσεως έστω και προσωρινά», ενώ στην εισηγητική έκθεση του ν. 3160/2003 αναφέρεται ότι με την ως άνω παρ. 15 του άρθρου 59 «δίνεται η δυνατότητα στους υποψήφιους με υψηλό βαθμό που δεν επέτυχαν την πρώτη επιλογή τους να καταλάβουν θέση στο πρωτοδικείο της δεύτερης προτίμησής τους». Το Δημόσιο και οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι οι τιθέμενοι με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2318/1995, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 15 του άρθρου 59 του ν. 3160/2003, περιορισμοί ως προς τις προτιμήσεις διορισμού των υποψηφίων είναι συνταγματικώς ανεκτοί ως υπαγορευόμενοι από λόγους δημοσίου συμφέροντος, διότι αποβλέπουν στην ορθολογική κατανομή των δικαστικών επιμελητών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και στη στελέχωση και των πιο απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών με δικαστικούς επιμελητές, που έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν σε αυτές. Δεν διαπιστώνεται, όμως, κατά τρόπο εμφανή η προσφορότητα και αναγκαιότητα της επίδικης ρύθμισης για την εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣΕ 1621/2012 Ολομ.), δεδομένου ότι είναι άδηλο τόσο το πώς επηρεάζονται οι επιλογές των υποψηφίων από την επιβολή τέτοιου είδους περιορισμών -εάν δηλαδή ωθούνται εξ αυτών στη δήλωση προτίμησης για μικρές και δυσπρόσιτες περιφέρειες με λίγες θέσεις και χαμηλή ζήτηση, ή, αντιθέτως, για μεγάλες, κεντρικές περιφέρειες με πολλές θέσεις και υψηλή ζήτηση-, όσο και το εάν πράγματι εξασφαλίζεται, με τη θέσπιση του συγκεκριμένου περιορισμού, η δήλωση προτίμησης των υποψηφίων για θέσεις, στις οποίες έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν επί μακρόν, εν όψει, άλλωστε, του ότι η αυτή νομοθεσία επιτρέπει την, σχετικώς ευχερή, μετάθεση δικαστικών επιμελητών σε άλλη πρωτοδικειακή περιφέρεια. Εν πάση δε περιπτώσει ο νομοθέτης δύναται να επιδιώξει με άλλους τρόπους, μη θίγοντες τις αρχές της αξιοκρατίας και της ελευθερίας πρόσβασης στο επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή των εχόντων τα νόμιμα προσόντα, την εξασφάλιση της σταθερής στελέχωσης, με δικαστικούς επιμελητές, όλων των περιφερειών της Χώρας, όπως π.χ. με την παροχή κινήτρων για την επιλογή των μικρών και δυσπρόσιτων περιφερειών ή/και τη θέσπιση αυστηροτέρων, σε σχέση με τις ήδη ισχύουσες (βλ. ανωτ. άρθρο 42 του ν. 2318/1995), προϋποθέσεων για την αποδοχή αιτήσεων μετάθεσης των δικαστικών επιμελητών. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο προβαλλόμενος λόγος περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2318/1995, όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, καθ’ ο μέρος θεσπίζει περιορισμό των υποψηφίων δικαστικών επιμελητών να δηλώσουν προτίμηση διορισμού σε δύο το πολύ περιφέρειες πρωτοδικείων (εντός της αυτής περιφέρειας συλλόγου δικαστικών επιμελητών εφετείου/ων της Χώρας), κατ’ εφαρμογήν του οποίου διενεργήθηκε ο επίδικος διαγωνισμός, να ακυρωθεί δε, για τον λόγο αυτό, η παράλειψη διορισμού του αιτούντος (τρίτου κατά σειρά βαθμολογίας στην Περιφέρεια του Συλλόγου Δικαστικών επιμελητών Εφετείων Λάρισας – Δυτικής Μακεδονίας) σε θέση δικαστικού επιμελητή, όπως εκδηλώθηκε με τον διορισμό της … (τέταρτης κατά σειρά βαθμολογίας στην εν λόγω εφετειακή περιφέρεια) στην περιφέρεια του -υπαγομένου στην ως άνω εφετειακή περιφέρεια- Πρωτοδικείου Κοζάνης.

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 926/2018 : Με την εν λόγω απόφαση κρίνεται ότι οι ρυθμίσεις της Υπουργικής απόφασης που οργανώνει το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στις τάξεις του Γενικού Λυκείου αντίκειται α) στην διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι, με το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει φαλκιδεύεται ο σκοπός που επιβάλλεται  εκ του συντάγματος, ήτοι η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) στην διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι  κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) στην διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία, όπως έχει εκτεθεί, προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα – Μειοψηφία 

 

6. Επειδή, οι τέσσερις πρώτοι των αιτούντων, γονείς μαθητών και μαθητριών του Λυκείου, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα σχετικά δικαιολογητικά, μετ’ εννόμου συμφέροντος ασκούν την κρινόμενη αίτηση τόσο ατομικώς όσο και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, νομιμοποιούνται δε στην άσκησή της διορίζοντας από κοινού με συμβολαιογραφική πράξη ως πληρεξούσιο τον παραστάντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως δικηγόρο.

7. Επειδή, η κρινομένη αίτηση καθ’ ό μέρος ασκείται από τον πέμπτο των αιτούντων εκπαιδευτικό, κατ’ επίκληση της ιδιότητός του ως θεολόγου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι από τα προσκομισθέντα από αυτόν στοιχεία δεν αποδεικνύεται η ιδιότητά του ως θεολόγου, την οποία επικαλείται προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του για την άσκησή της.

8. Επειδή, το έκτο των αιτούντων Σωματείο προβάλλει ότι η προάσπιση του ορθοδόξου χαρακτήρος του μαθήματος των Θρησκευτικών, που τόσο βάναυσα πλήσσεται με την προσβαλλομένη απόφαση, αποτελεί μέρος του σκοπού του και ως εκ τούτου έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως. Ειδικότερα προβάλλει ότι μεταξύ των καταστατικών του σκοπών (βλ. το προσκομισθέν από αυτό καταστατικό) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο πλήρης και ηθικός διαφωτισμός της νεότητος, η προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως και η έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας. Με τα δεδομένα αυτά το ως άνω Σωματείο έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως.

9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, όλοι οι ως άνω αιτούντες, πλην του πέμπτου εξ αυτών, ως προς τον οποίο η κρινόμενη αίτηση είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, απορριπτέα ως απαράδεκτη, μετ’ εννόμου συμφέροντος ασκούν την κρινόμενη αίτηση και παραδεκτώς ομοδικούν προβάλλοντες λόγους ακυρώσεως που στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. Κατά την γνώμη όμως του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, οι αιτούντες φυσικά πρόσωπα δεν έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως διότι δεν προσκόμισαν συναίνεση της συζύγου, από κοινού με την οποία ασκείται κατά νόμο η επιμέλεια του τέκνου, που περιλαμβάνει και την αγωγή τους, ούτε η απαραίτητη κατά τις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος που παρατίθενται κατωτέρω συναίνεση του παιδιού, το οποίο είναι το κατ’ εξοχήν υποκείμενο του δικαιώματος εκπαίδευσης κατά τις αυτές διατάξεις. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, οι λοιποί αιτούντες δεν ομοδικούν παραδεκτώς με τα αιτούντα φυσικά πρόσωπα καθ’ ό μέρος αυτά επικαλούνται προσβολή των δικαιωμάτων των γονέων επί της αγωγής των τέκνων τους, διότι οι σχετικοί λόγοι προβάλλονται εκ συμφέροντος τρίτου.

10. Επειδή, στο προοίμιο του ισχύοντος Συντάγματος γίνεται επίκληση της Αγίας Τριάδος («Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς»), στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, το οποίο εντάσσεται στο Α΄ Τμήμα του Μέρους Πρώτου αυτού, ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εν συνεχεία, στο άρθρο 3, το οποίο εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ αυτού (με τίτλο: «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας») του Μέρους Πρώτου του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. H Oρθόδoξη Eκκλησία της Eλλάδας, πoυ γνωρίζει κεφαλή της τoν Kύριo ημών Iησoύ Xριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δoγματικά με τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινoύπoλης και με κάθε άλλη oμόδoξη Eκκλησία τoυ Xριστoύ· τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τoυς ιερoύς απoστoλικoύς και συνoδικoύς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Eίναι αυτoκέφαλη, διoικείται από την Iερά Σύνoδo των εν ενεργεία Aρχιερέων και από τη Διαρκή Iερά Σύνoδo πoυ πρoέρχεται από αυτή και συγκρoτείται όπως oρίζει ο Kαταστατικός Xάρτης της Eκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων τoυ Πατριαρχικoύ Tόμoυ της κθ΄ (29) Ioυνίoυ 1850 και της Συνoδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίoυ 1928. 2. To εκκλησιαστικό καθεστώς πoυ υπάρχει σε oρισμένες περιoχές τoυ Kράτoυς δεν αντίκειται στις διατάξεις της πρoηγoύμενης παραγράφoυ. 3. To κείμενo της Aγίας Γραφής τηρείται αναλλoίωτo. H επίσημη μετάφρασή τoυ σε άλλo γλωσσικό τύπo απαγoρεύεται χωρίς την έγκριση της Aυτoκέφαλης Eκκλησίας της Eλλάδας και της Mεγάλης τoυ Xριστoύ Eκκλησίας στην Kωνσταντινoύπoλη». Περαιτέρω, στο Μέρος Δεύτερο του Συντάγματος με τίτλο: «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» ορίζεται, στο μεν άρθρο 5 αυτού, ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. 2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο … 3. … 4. … 5. …», στο δε άρθρο 13 αυτού ορίζεται ότι: «1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατoμικών και πoλιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεπoιθήσεις καθενός. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελoύνται ανεμπόδιστα υπό την πρoστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να πρoσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O πρoσηλυτισμός απαγoρεύεται. 3. … 4. Kανένας δεν μπoρεί, εξαιτίας των θρησκευτικών τoυ πεπoιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υπoχρεώσεων πρoς τo Kράτoς ή να αρνηθεί να συμμoρφωθεί πρoς τoυς νόμoυς. 5. …”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ. 3, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η κατάσχεση εφημερίδων ή άλλων εντύπων, μεταξύ άλλων για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Εξ άλλου, στο άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. … 2. H παιδεία απoτελεί βασική απoστoλή τoυ Kράτoυς και έχει σκoπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τoυς σε ελεύθερoυς και υπεύθυνoυς πoλίτες. 3. Tα έτη υπoχρεωτικής φoίτησης δεν μπoρεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4. …. 5. …», στο δε άρθρο 21 αυτού ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους …. και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 3. … 4. … 5. … 6. …». Σύμφωνα δε με το άρθρο 110 (παρ. 1) δεν υπόκεινται, μεταξύ άλλων, σε αναθεώρηση και οι ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 αυτού.

11. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 (Α΄ 68) και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) εγγυάται, στην παρ. 1, την ελευθερία της θρησκείας ενώ στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου προβλέπονται οι περιορισμοί του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα το άρθρο 9 ορίζει ότι: «Πάν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων». Περαιτέρω στο άρθρο 14 αυτής ορίζεται ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Εξ άλλου, το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΔΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εκπαίδευση, ορίζει δε ειδικότερα ότι: «Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Πάν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».

12. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως “επικρατούσης” στην Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της Χώρας. Η αναφορά αυτή -όπως άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος, της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (παραβ. και Ολομ. ΣΕ 100/2017). Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Σ/τος, η οποία αναγορεύει την παιδεία ως βασική αποστολή του Κράτους, συγκαταλέγει μεταξύ των σκοπών της την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, για τον λόγο αυτόν δε η ανάπτυξη τόσο της εθνικής όσο και της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, αποτελεί και μέρος της αποστολής του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του Οργανισμού του Υπουργείου αυτού, π.δ. 114/2014, Α΄ 181). Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως, εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. Ολομ. ΣΕ 460/2013), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣΕ 3356/1995, 2176/1998), εν όψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα», αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεξετέθη, ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Στην ανάπτυξη, άλλωστε, της θρησκευτικής συνειδήσεως των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι -αποτελούντες την κατά τα άνω πλειοψηφία- γονείς των, αντλώντας από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Συμβάσεως της ΕΣΔΑ, να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογενείας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Σ/τος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και με τη διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, συνάγεται ότι ως «ανάπτυξη» της κατά τα ανωτέρω ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως νοείται η, δια της διδασκαλίας των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών και, ως εκ τούτου, αφορά αποκλειστικώς στους μαθητές, οι οποίοι ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, το κυριότερο δε μέσον, δια του οποίου -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Συνεπώς, στις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αντίκεινται ρυθμίσεις νόμων ή κανονιστικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες, μέσω, κυρίως, των προγραμμάτων διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών, για τους ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού μαθητάς, δεν υπηρετείται ο ως άνω συνταγματικός σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως, αλλά επιχειρείται ο κλονισμός ή και η μεταβολή αυτής. Ειδικότερα, σχολική διδασκαλία που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή ή την αλλοίωση της θρησκευτικής αυτής συνειδήσεως των μαθητών, όπως αυτή διαμορφώνεται στο πλαίσιο της οικογενείας, θα συνιστούσε μορφή ομαδικού προσηλυτισμού ιδιαιτέρως σοβαρή, ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών που δεν διαθέτουν την κριτική αντίληψη και ωριμότητα των ενηλίκων, κατά παράβαση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ως αποστολή της Παιδείας, η, υπό την προεκτεθείσα έννοια «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, επιτελείται δε κυρίως, όπως προεξετέθη, με τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο για να υπηρετεί τον εν λόγω σκοπό, πρέπει να διδάσκεται επί ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995) και να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργεί αμφιβολίες ως προς τα εν λόγω στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλεί σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών. Η διδασκαλία των ανωτέρω στοιχείων, η οποία καθιστά το μάθημα των θρησκευτικών «ομολογιακό», είναι απολύτως συμβατή με την, καθιερούμενη στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ/τος, απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, διότι δεν συνιστά επιβολή πίστεως προς την επικρατούσα θρησκεία, αφού το μάθημα αυτό, μέσω του οποίου πραγματώνεται ως σκοπός της παιδείας η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως» υπό το προεκτεθέν κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος περιεχόμενο (ήτοι η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως), απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του ανωτέρω περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους. Τούτο δε εν όψει και του ότι οι τελευταίοι (ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι, άθεοι), απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ/τος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς καμμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους υποβάλουν αξιόπιστη δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι, να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο, χωρίς η δήλωση αυτή να παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Σ/τος, εφ’ όσον γίνεται χάριν απαλλαγής (των τέκνων τους) από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού (βλ. ΣΕ 2176/1998, 3356/1995, βλ. επίσης ΣΕ Ολομ. 2280/2001, σκ. 9, παραβ. επίσης εν σχέσει προς την ΕΣΔΑ και την απόφαση του ΕΔΔΑ της 26/9/2007 Folgero σκ. 98). Πέραν δε τούτου, μάλιστα, για ετεροδόξους ή αλλοθρήσκους μαθητάς -ιδίως τους μαθητάς του καθολικού δόγματος ή της εβραϊκής θρησκείας ή της μουσουλμανικής μειονότητος της Δυτικής Θράκης- ο νομοθέτης έχει ρητώς προβλέψει δυνατότητα διδασκαλίας του οικείου δόγματος ή θρησκείας από πρόσωπα προτεινόμενα από την οικεία θρησκευτική κοινότητα, προκειμένου δε περί της μουσουλμανικής μειονότητος από μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό (βλ. άρθρα 19 παρ. 1 του ν. 3379/1955, 85 παρ. 4 του ν. 1566/1985, 55 παρ. 5 του ν. 4386/2016 και 7 παρ. 1 του ν. 694/1977). Περαιτέρω, εφόσον διασφαλίζεται η συνταγματική υποχρέωση του Κράτους για την ανάπτυξη, κατά τα άνω, της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών εκείνων, οι οποίοι ανήκοντες στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων ή, πάντως, διδασκαλίας απολύτως διακριτής απευθυνομένης στο σύνολο των μαθητών (ανεξαρτήτως δηλαδή της θρησκευτικής τους εντάξεως), και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρος με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό», έτσι ώστε να σέβεται τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων τους. (βλ. από ΕΔΔΑ 29/6/2007 Folgero σκ. 84 h, 88, 7/12/1976 Kjeldsen σκ. 53). Τέλος, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ/τος) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ και της παρ. 1 του ΠΠΠ αυτής, το Κράτος δεν μπορεί ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητάς που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες,να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών). Κατά την γνώμη του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου και Μ. Σωτηροπούλου από τους ανωτέρω συνταγματικούς ορισμούς – τις διατάξεις και την εν πρoοιμίω επίκληση και την συνδυασμένη ερμηνεία τους κατά το γράμμα και τον σκοπό τους, τόσο στην ιστορική τους καταγωγή όσο και στην εξέλιξή τους κατά την παρούσα συγκυρία, ενόψει δε της τυπικής τους ισοδυναμίας, καθώς και της αντίληψης του νοήματός τους σε αρμονία και με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της ΕΣΔΑ, συνάγονται τα ακόλουθα: Ο απώτερος σκοπός της παιδείας, ως «βασικής αποστολής του Κράτους» είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών.». Η “αγωγή των Ελλήνων”, η οποία παρέχεται προς τον σκοπό αυτό, οφείλει, μεταξύ των άλλων, να συμβάλλει στην “ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής τους συνείδησης”. Ως “συμβάλλουσα” δε στην “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων”, νοείται η αγωγή εκείνη που έχει ως αντικείμενο να εισαγάγει τους μαθητές και να τους εξοικειώσει με την έννοια του ιερού ως έγκυρης πρότασης νοηματοδότησης του βίου. Και δη, όπως η πρόταση αυτή έχει διαμορφωθεί από την χριστιανική ορθοδοξία, και αναδειχθεί ιστορικά στην Ελλάδα ως το “επικρατέστερο”, τουτέστιν το αμεσότερα ψηλαφητό, συλλογικό θρησκευτικό βίωμα. Κατά την αντίληψη δηλαδή του συνταγματικού νομοθέτη, η κατά τα ανωτέρω θρησκευτική αγωγή, από την μία μεν πλευρά δεν επιτρέπεται να υπερβεί τον χαρακτήρα της ως “έγκυρης” μεν, αλλά, πάντως, “πρότασης” για την συγκρότηση ελεύθερων συνειδήσεων, ικανών για τις δικές τους προσωπικές επιλογές και, επομένως, δεν είναι επιτρεπτό να μεταβάλλεται σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση. από την άλλη όμως οφείλει να διατηρεί ως προέχουσα και κύρια μέριμνα όχι την παροχή πληροφοριών ή την επεξεργασία γνώσεων ή την ανάπτυξη προβληματισμών ιστορικής, θρησκευτικής ή κοινωνιολογικής φύσεως (αντικείμενο άλλωστε και άλλων μαθημάτων), αλλά την καλλιέργεια των κατάλληλων προϋποθέσεων ώστε να μπορεί να μεταδοθεί το βίωμα της ιερότητας, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί -και είναι, άλλωστε, ως εκ τούτου, πρόσφορη η μετάδοσή του- στην λειτουργική ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας και την παράδοση της ορθοδοξίας, με τις πολλαπλές εκφάνσεις τους στον πολιτισμό της χώρας. Κατά τα λοιπά, είναι ασφαλώς ελεύθερη η Πολιτεία να επιλέγει και να καθορίζει κανονιστικά το περιεχόμενο της σχετικής αγωγής κατά την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και τα πορίσματα της παιδαγωγικής επιστήμης, μη ελεγχόμενη δικαστικά στις επιλογές της αυτές παρά μόνον ως προς την τήρηση των πιο πάνω συνταγματικών υποχρεώσεων. Μειοψήφισαν οι Σύμβουλοι Ι. Μαντζουράνης, Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος και Α.-Μ. Παπαδημητρίου, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη άποψη: Όπως έχει κριθεί (ΣΕ 194/1987), με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως που είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας (άρθρ. 5 του Συντ.). Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος. Το δεύτερο εξ άλλου εδάφιο της παραπάνω συνταγματικής διατάξεως κατοχυρώνει την θρησκευτική ισότητα, έκφραση της οποίας είναι το δικαίωμα του καθενός να απολαύει, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του το σύνολο των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη και μάλιστα όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα παιδείας. Περαιτέρω, με τις αποφάσεις 2280-2285/2001 της πλήρους Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 13 του Συντάγματος, οι οποίες είναι θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες σε αναθεώρηση, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 αυτού, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, είναι απαραβίαστη και υπόκειται μόνο στους περιορισμούς της παρ. 4 του άρθρου αυτού, περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Επομένως, κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Διάφορο δε είναι το ζήτημα της οικειοθελούς προς τις κρατικές αρχές γνωστοποιήσεως του θρησκεύματος του ατόμου, για την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας (π.χ. η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους αντιρρήσεων συνειδήσεως, η απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασμός και η ομαδική προσευχή, κλπ., σκ. 9-10). Περαιτέρω, το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο υπόκειται σε αναθεώρηση κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 αυτού, αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, περιλαμβανόμενο δε στα ελληνικά συντάγματα από την Επανάσταση και εξής ετέθη και στο Σύνταγμα του 1975 κυρίως για λόγους ιστορικούς (βλ. Πρακτ. Ολομ. Συντ., σ. 402). Η διάταξη αυτή έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο συνάπτεται ιδίως με τον καθορισμό επίσημων θρησκευτικών αργιών για τη διευκόλυνση της ασκήσεως θρησκευτικών καθηκόντων των ενδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 100/2017 Ολομ.) κλπ. Όπως όμως έχει κριθεί με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 2280-2285/2001 της πλήρους Ολομελείας του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή του άρθρου 3, το οποίο άλλωστε εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν επηρεάζει την άσκηση του κατοχυρούμενου με το άρθρο 13 ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος με αντικείμενο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 13, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις (σκ. 10). Ομοίως δεν επηρεάζει την άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα η φράση «Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς» στην προμετωπίδα του Συντάγματος, η οποία τέθηκε ομοίως για ιστορικούς λόγους και έχει περιορισμένη κανονιστική επιρροή, αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 3 παράγρ. 1 (πρβλ. απόφαση της 26.9.1990 του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας, BGE 116 Ia S 252, 258, σκ. 5, το Σύνταγμα της οποίας περιλαμβάνει αντίστοιχη προμετωπίδα). Εξ άλλου, όπως έχει κρίνει παγίως το ΕΔΔΑ, η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας που κατοχυρώνει το άρθρο 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, είναι ένα από τα θεμέλια μιας «δημοκρατικής κοινωνίας» κατά την έννοια της Συμβάσεως. «Όσον αφορά την θρησκευτική της διάσταση, είναι ένα από τα ζωτικότερα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή, αλλά είναι επίσης ένα πολύτιμο στοιχείο για τους άθεους, τους αγνωστικιστές, τους σκεπτικιστές και τους αδιάφορους. Είναι προϊόν του πλουραλισμού, ο οποίος κατακτήθηκε ακριβά ανά τους αιώνες, που δεν μπορεί να διαχωρισθεί από μια τέτοια κοινωνία. Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, ιδίως, την ελευθερία ενός προσώπου να ασπάζεται ή όχι μία θρησκεία και την ελευθερία να ασκεί ή όχι τα θρησκευτικά του καθήκοντα» (βλ. απόφ. ΕΔΔΑ της 3.10.2010, Π.Δ. κατά Ελλάδος, σκ. 76, της 25.3.1993, Κοκκινάκης κατά Ελλάδος, σκ. 31, της 18.2.1999, Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου, σκ. 34 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την αυτή γνώμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των μη υποκειμένων σε αναθεώρηση άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 13 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 16 παρ. 2 αυτού, και των άρθρων 2 του 1ου προσθέτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 18 παρ. 1-3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), το οποίο κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 (Α΄ 25), και 14 παρ. 1-3 της Διεθνούς Συμβάσεως για τα δικαιώματα του παιδιού (ΔΣΔΠ), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2101/1992 (Α΄ 192), συνάγεται ότι υποκείμενο του δικαιώματος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι τόσο οι Έλληνες, ήτοι οι κεκτημένοι την ελληνική ιθαγένεια (βλ. ΣΕ 3317/2014 Ολομ.), όσο και οι νομίμως ευρισκόμενοι στην Ελλάδα αλλοδαποί, στο πλαίσιο των υπαρχουσών εκπαιδευτικών δομών και των διατιθέμενων μέσων (ΕΔΔΑ 23.7.1968, Affaire linguistique Belge, σκ. Β.3). Ως «ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης» νοείται η συνειδητοποίηση της συμμετοχής στην εθνική κοινότητα που προσδιορίζεται διαχρονικά ως ελληνική, με πολιτιστικά και γλωσσικά κριτήρια, ενώ ως «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» νοείται η εξοικείωση των μαθητών με το θρησκευτικό φαινόμενο στην ιστορική του πορεία και στη σύγχρονη πραγματικότητα, με έμφαση πάντως στην παρουσίαση των διδαγμάτων και των αρχών της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της “επικρατούσας” θρησκείας με την προεκτεθείσα έννοια. Κατά ταύτα η ανάπτυξη «εθνικής συνειδήσεως» κατά το Σύνταγμα δεν εξαρτάται από την καλλιέργεια «θρησκευτικής συνειδήσεως» ούτε από την πίστη σε συγκεκριμένο θρήσκευμα, διότι ελληνική εθνική συνείδηση απολύτως θεμιτώς μπορεί να έχουν και όσοι ασπάζονται διαφορετικό ή δεν ασπάζονται κανένα θρήσκευμα. Η κατά τα ανωτέρω «ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως» επιτυγχάνεται μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια βάσει του οικείου προγράμματος σπουδών. Για τη διαμόρφωση του εν λόγω προγράμματος και την επιλογή της διδακτέας ύλης, που αποτελούν αμιγώς κρατικές αρμοδιότητες, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οριοθετείται από τις προαναφερθείσες αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που καθορίζουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων προέχων είναι η «διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών» (άρθ. 16 παρ. 2 Συντ.), και κατοχυρώνουν την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, φορέας της οποίας είναι αυτοτελώς και το παιδί, καθώς και το δικαίωμα των γονέων να “φροντίζουν” για την θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους (άρθ. 18 παρ. 4 ΔΣΑΠΔ) και να “καθοδηγούν” το παιδί στην άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων του προς το σκοπό της αναπτύξεως των ικανοτήτων του (άρθ. 18 παρ. 2 ΔΣΔΠ). Οι διατάξεις όμως αυτές δεν παρέχουν στους γονείς δικαίωμα να αξιώνουν από το Κράτος την οργάνωση διδασκαλίας συγκεκριμένου περιεχομένου (ΕΔΔΑ 10.1.2017, Osmanoglu, σκ. 92-95), σε περίπτωση δε συγκρούσεως των δικαιωμάτων του παιδιού και των γονέων υπερτερεί το δικαίωμα του παιδιού (ibidem, σκ. 95, 97, 105, 18.12.1996, Βαλσάμης σκ. 37, 18.12.1986, Johnston, σκ. 63). Από αυτά παρέπεται ότι το Κράτος κατά την παροχή της εκπαίδευσης, περιλαμβανομένου του μαθήματος των θρησκευτικών, που απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και όχι μόνο “σε βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς”, δεν επιτρέπεται να επιβάλλει συγκεκριμένη κοσμοθεωρία ως την μόνη αποδεκτή ή αληθινή, αλλά οφείλει, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε οι μαθητές να διαμορφώσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να επιλέξουν κριτικά την κοσμοαντίληψη της αρεσκείας τους. Ειδικότερα, το πρόγραμμα θρησκευτικής εκπαίδευσης μπορεί μεν να περιλαμβάνει “πληροφορίες ή γνώσεις θρησκευτικού χαρακτήρα”, πλην η μετάδοσή τους πρέπει να είναι “αντικειμενική, κριτική και πλουραλιστική” και “να μην επιδιώκει κατηχητικό σκοπό” (ΕΔΔΑ 7.12.1976, Kjeldsen σκ. 53, 29.6.2007, Folgero σκ. 84). Εν όψει τούτων, κατά τη γνώμη αυτή, το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις που προαναφέρθηκαν ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε όχι με “ανάπτυξη” θρησκευτικής συνείδησης με την προεκτεθείσα έννοια, αλλά με “επιβολή” θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου, όπερ αντίκειται στις αρχές της θρησκευτικής ουδετερότητας και της πολυφωνίας που διέπουν την παροχή της εκπαίδευσης από το Κράτος και θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα του μαθητή να επιλέξει και να διαμορφώσει κριτικά ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητάς του και της αντίληψής του για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Και ναι μεν οι κείμενες διατάξεις παρέχουν τη δυνατότητα εξαίρεσης του μαθητή από μάθημα που αντίκειται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις αυτού ή των γονέων του, πλην η άσκηση της δυνατότητας αυτής αποτελεί έσχατο μέσο διότι δημιουργεί στεγανά μεταξύ των μαθητών και ενισχύει το αίσθημα του αποκλεισμού εις βάρος του ομαδικού πνεύματος που πρέπει να καλλιεργεί το σχολείο, της ενσωμάτωσης στο σχολικό περιβάλλον και της κοινωνικοποίησης του παιδιού (ΕΔΔΑ προαναφερθείσα απόφαση Osmanoglu, σκ. 103). Ακριβώς δε αυτόν το σκοπό υπηρετεί ένα μάθημα θρησκευτικών πολυφωνικό και αξιολογικά ουδέτερο κατά τα εκτεθέντα. Οίκοθεν εξ άλλου νοείται ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους και την θρησκευτική αγωγή τους εκτός σχολείου, όπως στην οικογενειακή εστία, ή στο κατηχητικό κ.λπ. (βλ. προαναφερθείσες αποφάσεις ΕΔΔΑ Folgero, σκ. 88-89, Kjeldsen, σκ. 50-53 κ.ά.). Συνεπώς, κατά την αυτή γνώμη, δύναται ο νομοθέτης, κατά τη σχετική διακριτική ευχέρεια που του παρέχει το Σύνταγμα, να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών θρησκειολογικό περιεχόμενο, με την κατάλληλη έμφαση στην ιστορία, το ρόλο και τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας, ή και να το εμπλουτίσει με στοιχεία λογοτεχνικά, κοινωνιολογικά, λαογραφικά, φιλοσοφικά καθώς και ιστορίας της τέχνης, για την οποία η θρησκευτικότητα αποτέλεσε ανέκαθεν σημαντική πηγή έμπνευσης. Το περιεχόμενο μάλιστα αυτό ανταποκρίνεται πληρέστερα προς τις επιταγές που απορρέουν από τα άρθρα 5 παρ. 1, 13 παρ. 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που προαναφέρθηκαν (ΠΕ 347/2002).

15. Επειδή, από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για το Λύκειο, φαλκιδεύεται ο σκοπός τον οποίο επιβάλλεται να διασφαλίζει κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί, από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού “αναστοχασμό” των εφήβων μαθητών, η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν ακόμη την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους, γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία, όπως έχει εκτεθεί, προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα. Κατά δε την ειδικότερη και συγκλίνουσα ως προς το αποτέλεσμα γνώμη του Αντιπροέδρου Ι. Γράβαρη και των Συμβούλων Μ. Γκορτζολίδου και Μ. Σωτηροπούλου, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής απόφασης είναι ανίσχυρες, διότι από το περιεχόμενό τους, όπως έχει περιγραφεί, προκύπτει ότι η σχετική διδακτέα ύλη, απευθυνόμενη σε όλους εν γένει τους μαθητές, είναι τέτοια κατά το είδος και την έκτασή της, ώστε να κυριαρχεί η παροχή και επεξεργασία πληροφοριών και γνώσεων αναφορικά με το περιεχόμενο της θρησκείας εν γένει, των επί μέρους εκφάνσεών του στα διάφορα θρησκεύματα και των σχετικών συγκριτικών και γενικότερων προβληματισμών, σε τρόπο που να παραβιάζεται η, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, συνταγματική υποχρέωση της διαμόρφωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης των Ελλήνων έτσι, ώστε να αποβλέπει προεχόντως στην μετάδοση του βιώματος του ιερού, αντλούμενου, κατά πρόσφορο τρόπο, από την χριστιανική ορθοδοξία. Αντιθέτως, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, την οποία υποστηρίζουν οι Σύμβουλοι Ι. Μαντζουράνης, Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Μ. Πικραμένος και Α.Μ. Παπαδημητρίου, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, και αφού ακούσθηκαν οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις. Επομένως οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ η περαιτέρω αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως και των παιδαγωγικών επιλογών της Διοικήσεως είναι απαράδεκτη και εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, ο οποίος εν προκειμένω είναι οριακός.

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 873/2018 : Κριτήρια διοικητικότητας διαφοράς κατ’ άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος – Τεκμήριο γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του ΣΕ κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος – Απαράδεκτη η ευθεία προσβολή διάταξης τυπικού νόμου – δικαστική προστασία βλαπτόμενου έναντι διάταξης νόμου εισάγουσας ατομική ρύθμιση έννομης σχέσης ή κατάστασης, εξαντλητικού περιεχομένου, μη καταλείπουσας στην εκτελεστική λειτουργία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων. 

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: “α) της, διά του ν. 4482/2017, ιδίως δε, διά των άρθρων 22 και 23 αυτού, συστάσεως της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Οργανισμός Συγκοινωνιακού Έργου Θεσσαλονίκης Ανώνυμη Εταιρεία (Ο.Σ.Ε.Θ. Α.Ε.)” και ακολούθως της θυγατρικής αυτής Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “Αστικές Συγκοινωνίες Θεσσαλονίκης Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Σ.Υ.Θ. Α.Ε.)”, λύσεως της από 30.4.2001 συμβάσεως μεταξύ του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης [Ο.Α.Σ.Θ.] και Ελληνικού Δημοσίου, διαλύσεως και εξαγοράς του Ο.Α.Σ.Θ. και θέσεως αυτού σε εκκαθάριση, ανακλήσεως και αφαιρέσεως από τον Ο.Α.Σ.Θ. του παραχωρηθέντος προνομίου αποκλειστικής εκτελέσεως του αστικού συγκοινωνιακού έργου στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης και παραχωρήσεως του προνομίου τούτου στην Α.Σ.Υ.Θ. Α.Ε.», β) της δια των άρθρων 23 παρ. 4 και 27 παρ. 1 του ν. 4482/2017 θέσεως του Ο.Α.Σ.Θ. σε ειδική εκκαθάριση εν λειτουργία και ορισμού των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου, που διορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 4482/2017, ως εκκαθαριστής του Ο.Α.Σ.Θ., γ) της εμπεριεχόμενης στα άρθρα 25 παρ. 1 και 27 παρ. 7 του ν. 4482/2017 ανάθεσης σε ιδιώτη του έργου της απογραφής και αποτίμησης της αξίας της αναγκαστικώς εξαγοραζόμενης από το ελληνικό Δημόσιο επιχείρησης, ο οποίος θα επιλεγεί με διαγωνιστική διαδικασία από το Διοικητικό Συμβούλιο που θα διορισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 4482/2017 καθώς και δ) της αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών [και Μεταφορών], ως μελών της Γενικής Συνελεύσεως του Ο.Α.Σ.Θ., με την οποία οι δύο Υπουργοί, ως εκπρόσωποι του μοναδικού μετόχου του Ο.Α.Σ.Θ. – Ελληνικού Δημοσίου και μοναδικά πλέον μέλη της Γενικής Συνελεύσεως αυτού, διόρισαν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τον Γενικό Διευθυντή και τον ορκωτό λογιστή – ελεγκτή του Ο.Α.Σ.Θ. και καθόρισαν τις αμοιβές αυτών, καθώς και κάθε ζήτημα δαπάνης από την άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ με την απόφαση αυτήν τέθηκε ο Ο.Α.Σ.Θ. σε εκκαθάριση εν λειτουργία σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4482/2017 και ορίσθηκε η προσωρινή συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως κατά την εκκαθάριση, για την εκτέλεση του μεταβατικού συγκοινωνιακού έργου σύμφωνα με τους σκοπούς του νόμου τούτου”. [,,,]

9. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η εκτέλεση του κοινής ωφέλειας συγκοινωνιακού έργου δια λεωφορείων δημοσίας χρήσεως στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει αναχθεί από το νομοθέτη σε αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική (ουσιαστική) έννοια, είχε παραχωρηθεί στον Ο.Α.Σ.Θ. ως αποκλειστικό προνόμιο. Επομένως, η ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας δεν ήταν αποτέλεσμα της συνταγματικώς κατοχυρωμένης, ως ατομικού δικαιώματος, οικονομικής ελευθερίας και ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας από επιχειρήσεις που μπορούσαν να ιδρυθούν ελευθέρως με οποιαδήποτε νομική μορφή προς ενάσκηση του έργου αυτού ως επιχειρηματικής δραστηριότητας (βλ. ειδικώς ως προς τον Ο.Α.Σ.Θ. ΣτΕ 2984/2008, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3818-3822/1997). Ακολούθως,μεταβλήθηκαν οι αντιλήψεις του νομοθέτη ως προς το καλύτερο, για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, τρόπο εκτέλεσης του συγκοινωνιακού έργου στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, και με τις διατάξεις του ν. 4482/2017 αφαιρέθηκε το παραχωρηθέν, δημοσίας φύσεως, προνόμιο της αποκλειστικής εκτέλεσης του έργου αυτού από τον Ο.Α.Σ.Θ. δια της λύσεως της συμβάσεως μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ο.Α.Σ.Θ. και της εξαγοράς του τελευταίου από το Δημόσιο, ταυτοχρόνως δε με τις διατάξεις του ίδιου νόμου, ανατέθηκε το συγκοινωνιακό έργο που εκτελούσε ο Ο.Α.Σ.Θ. σε κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Α.ΣΥ.Θ. Α.Ε.) (ΣτΕ Ολομ 3818-3822/1997). Η κατά τα ανωτέρω αφαίρεση του κατά παραχώρηση ασκουμένου από ιδιωτικό φορέα προνομίου της αποκλειστικής εκμετάλλευσης συγκοινωνιακού έργου και η ανάθεση του έργου αυτού σε κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου αφορά στην οργάνωση και λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας υπό ουσιαστική έννοια, έχουν δε, ως εκ τούτου, οι σχετικές ρυθμίσεις κανονιστικό χαρακτήρα(πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 179/1931, 690/1957).

10. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ανωτέρω άρθρο 31 του ν. 4482/2017, ερμηνευόμενο ενόψει του άρθρου 95 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας στις ακυρωτικές διαφορές, έχει την έννοια ότι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών είναι αρμόδιο για τις διαφορές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου Δ’ του νόμου αυτού και ειδικότερα κατά την εξαγορά του Ο.Α.Σ.Θ. από το Ελληνικό Δημόσιο. Ως εκ τούτου η διαφορά που έχει αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την κρινόμενη αίτηση, δια των προσβαλλομένων υπό στοιχ. α΄, β΄ και γ΄, αφορώσα την οργάνωση και λειτουργία δημόσιας υπηρεσίας, με την αφαίρεση από τον Ο.Α.Σ.Θ. του παραχωρηθέντος, δημοσίας φύσεως, προνομίου της αποκλειστικής εκτέλεσης του συγκοινωνιακού έργου στην πόλη της Θεσσαλονίκης και την ανάθεση του έργου αυτού σε κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έχει ακυρωτικό χαρακτήρα και ανήκει στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο Σύμβουλος Ηλ. Μάζος διατύπωσε την ειδικότερη γνώμη ότι αρμοδίως επιλαμβάνεται της κρινομένης αιτήσεως το Συμβούλιο της Επικρατείας διότι το άρθρο 31 του ν. 4482/2017, ερμηνευόμενο εν όψει του άρθρου 94 παρ. 2 του Συντάγματος, έχει την έννοια το Τριμελές Εφετείο Αθηνών είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου Δ΄ του νόμου αυτού, και δεν καταλαμβάνει και ένδικα βοηθήματα, τα οποία, όπως εν προκειμένω, ασκούνται ως “αιτήσεις ακυρώσεως” και στρέφονται ευθέως κατά ρυθμίσεων τυπικού νόμου, υπολαμβάνοντας ότι συνιστούν ατομικές διοικητικές πράξεις. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: Πριν κριθεί η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της κρινομένης διαφοράς πρέπει να ερευνηθεί αν υφίσταται εν προκειμένω αντικείμενο ακυρωτικής διαφοράς. Για να υπάρχει αντικείμενο ακυρωτικής διαφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 και 4 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), πρέπει με την αίτηση ακυρώσεως να προσβάλλεται ως παράνομη εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και να ζητείται η ακύρωσή τους προκειμένου να προστατευθεί δικαστικώς κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος έννομο συμφέρον ή δικαίωμα του αιτούντος. Στην προκειμένη όμως περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως προσβάλλονται ρυθμίσεις του νόμου. Εν προκειμένω όλα τα έννομα αποτελέσματα επέρχονται από και διά του νόμου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση κάποιας διοικητικής πράξης, οι δε φερόμενες ως «διοικητικές πράξεις» εξαγοράς του Ο.Α.Σ.Θ. κ.λπ., αποτελούν διατάξεις τυπικού νόμου, οι οποίες δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 2801/2015, 372/2005). Ενώ, και η υπό στοιχείο (δ) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, με την οποία ως μέλη της Γ.Σ. του Ο.Α.Σ.Θ., διόρισαν τα μέλη του Δ.Σ. και τον ορκωτό λογιστή – ελεγκτή του Ο.Α.Σ.Θ. , δεν αποτελεί έκφραση δημόσιας εξουσίας, αλλά κινείται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου και γεννά διαφορά, η επίλυση της οποίας ανήκει κατά το Σύνταγμα στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και όχι του ΣτΕ. Με τα ως άνω δεδομένα δεν υφίσταται εν προκειμένω αντικείμενο ακυρωτικής διαφοράς και περαιτέρω δεν γεννάται αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενώ, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 31 του ν. 4482/2017 «Όλες οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Δ΄ και κάθε άλλη διαφορά μεταξύ των πρώην μετόχων του Ο.Α.Σ.Θ. και του Ελληνικού Δημοσίου επιλύονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κατά την τακτική διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας”.

11. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 24 του ν. 4482/2017, νομιμοποιείται παθητικώς μόνον το Ελληνικό Δημόσιο στις διαφορές που τυχόν θα ανακύψουν, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, από τη λύση της σύμβασης και την εξαγορά του Ο.Α.Σ.Θ. από το Ελληνικό Δημόσιο. Επομένως, ο Ο.Α.Σ.Θ. νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, εφόσον με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως προσβάλλεται η υπό στοιχ. δ΄ πράξη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Α.Σ.Θ., εκδοθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 4482/2017.

12. Επειδή, κατά τα άρθρα 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το Σύνταγμα προβλέποντας με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ τον ακυρωτικό έλεγχο των πράξεων των διοικητικών αρχών μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως, αποκλείει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας. Ο αποκλεισμός του ακυρωτικού ελέγχου των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας ισχύει και στην περίπτωση του τυπικού απλώς νόμου, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία ο νόμος δεν θεσπίζει γενικούς κανόνες δικαίου, αλλά εισάγει ατομικές ρυθμίσεις, μη κωλυόμενος σε τούτο από το Σύνταγμα. Ακόμα δε και όταν η εκ του νόμου ατομική ρύθμιση έννομης σχέσης ή κατάστασης είναι εξαντλητική και δεν καταλείπεται στην εκτελεστική λειτουργία αρμοδιότητα για την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, ο ακυρωτικός δικαστής τηρώντας τον κανόνα του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος αδυνατεί να ελέγξει ευθέως την υπό μορφή τυπικού νόμου, ατομική ρύθμιση. Δύναται, όμως, στην περίπτωση αυτή, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, εκδήλωση της οποίας είναι και ο κατά το άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ του Συντάγματος ακυρωτικός έλεγχος, να δέχεται ως προσβλητή ενώπιον του κάθε πράξη οργάνου της Διοίκησης η οποία εκδίδεται προς εκτέλεση των οριζομένων στο νόμο, έστω και αν η έκδοσή της δεν προβλέπεται ρητώς σ’ αυτόν. Τούτο δε διότι, άλλως, ο θιγόμενος από την ατομική ρύθμιση του νόμου και μη δυνάμενος να ζητήσει ευθέως την ακύρωσή της θα στερείτο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η δε, κατά το Σύνταγμα, εξουσία του νομοθέτη να θεσπίζει ατομικές ρυθμίσεις δεν παρέχεται ανεξαρτήτως των συνεπειών που μπορεί να έχει στην πραγμάτωση των συνταγματικών επιταγών και, επομένως, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας. Πάντως, στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των θιγομένων από ατομικές ρυθμίσεις νόμου και μη δυναμένων να ζητήσουν ευθέως την ακύρωσή τους, δεν υφίσταται, αν ο νόμος, πέραν των ατομικών αυτών ρυθμίσεων , προβλέπει την έκδοση, συναφών προς τις ρυθμίσεις αυτές εκτελεστών διοικητικών πράξεων, των οποίων οι θιγόμενοι δύνανται να ζητήσουν παραδεκτώς την ακύρωση και μέσω της προσβολής των οποίων μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως η προς το Σύνταγμα και τους υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου συμφωνία των ατομικών ρυθμίσεων του νόμου ( ΣτΕ Ολομ. 215/2016, 2154/2015, 3982, 3976/2009).

13. Επειδή, οι προσβαλλόμενες διατάξεις των άρθρων 22, 23, 25 παρ. 1 και 27 παρ. 1 και 7 του ν. 4482/2017, δεν συνιστούν ούτε υποκρύπτουν, κατά το ουσιαστικό περιεχόμενό τους, ατομικές διοικητικές πράξεις, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες. Συναπαρτίζουν, από κοινού με άλλες διατάξεις του νόμου αυτού (και ιδίως τα άρθρα 1 επ. και 14 επ. περί συστάσεως της Ο.Σ.Ε.Θ. Α.Ε. και της Α.Σ.Υ.Θ. Α.Ε., αντιστοίχως, καθώς και το άρθρο 26 παρ. 1 περί της προσωρινής ασκήσεως του επίμαχου συγκοινωνιακού έργου) ενιαίο σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων, με τις οποίες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οργανώνεται, επί νέας βάσεως κατόπιν μεταβολής των αντιλήψεων του νομοθέτη, η δημόσια υπηρεσία παροχής συγκοινωνιακού έργου στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, με την αφαίρεση του παραχωρηθέντος, δημοσίας φύσεως, προνομίου της αποκλειστικής εκμετάλλευσης του έργου αυτού από τον Ο.Α.Σ.Θ. και την ανάθεσή του σε κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, απαραδέκτως προσβάλλονται οι εν λόγω διατάξεις με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.

14. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 95 παρ. 1 στοιχ. α΄ και 94 παρ. 3 του Συντάγματος, που χαράζουν το σύνορο μεταξύ της γενικής ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της γενικής αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων (στις ιδιωτικές διαφορές) προκύπτει ότι, ακυρωτική διαφορά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν προκαλεί κάθε πράξη που φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξης από την οποία παράγονται έννομα αποτελέσματα, αλλά μόνο εκείνη από τις πράξεις αυτές, η οποία στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη δημόσια διοικητική δράση, επιδιώκει δημόσιο σκοπό. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοίκησης, όσες, δηλαδή, είναι αμέτοχες του λειτουργικού αυτού στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές που ανήκουν στη γενική, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δικαιοδοσία που έχουν τα πολιτικά δικαστήρια στις περιπτώσεις προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων. Σε αυτή την έννοια της εκτελεστής πράξης, στην έννοια, δηλαδή, που προκύπτει από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, αναφέρεται και το π.δ. 18/1989 για το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν ορίζει στο άρθρο 45 παρ.1 ότι η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά των “εκτελεστών πράξεων” των διοικητικών αρχών (ΣτΕ Ολομ. 1562/1986, βλ. επίσης ΣτΕ 2860/2016, 844/2010, 1422/2002 κ.ά.).

15. Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις ο Ο.Α.Σ.Θ. ο οποίος ιδρύθηκε με το ν.δ. 3721/1957, προς εξυπηρέτηση των συγκοινωνιακών αναγκών της αστικής περιοχής Θεσσαλονίκης, οργανώνεται και λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Εν προκειμένω με την τέταρτη προσβαλλόμενη πράξη οι Υπουργοί Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, ως μέλη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Α.Σ.Θ. και εκπρόσωποι του μοναδικού πλέον μετόχου του Ο.Α.Σ.Θ., Ελληνικού Δημοσίου, διόρισαν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τον ορκωτό λογιστή – ελεγκτή του Ο.Α.Σ.Θ. και καθόρισαν τις αμοιβές αυτών, περαιτέρω δε έθεσαν τον Ο.Α.Σ.Θ. σε εκκαθάριση εν λειτουργία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4482/2017, και όρισαν την προσωρινή συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την εκκαθάριση για την εκτέλεση του μεταβατικού συγκοινωνιακού έργου. Ως εκ τούτου η ως άνω πράξη κατά το μέρος που ορίζει τα, κατά την κρίση των αρμόδιων υπουργών, κατάλληλα πρόσωπα να διοικήσουν τον Ο.Α.Σ.Θ. και θέτει τον οργανισμό αυτό σε εκκαθάριση, δεν συνιστά άσκηση κατά νόμο διοικητικής αρμοδιότητας οργάνου κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της οργάνωσης και δράσης νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΣτΕ 1526/1999, 6333/1996, 3588/1987). Περαιτέρω, η ως άνω πράξη και κατά το μέρος που προβλέπει την προσωρινή συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την εκκαθάριση για την εκτέλεση του μεταβατικού συγκοινωνιακού έργου, αφορά αποκλειστικά στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του Ο.Α.Σ.Θ. (προσδιορίζει ειδικότερα το αντικείμενο των εργασιών του Οργανισμού, ως νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης) και δεν παράγει διοικητικής φύσεως έννομες συνέπειες για τους παρόχους και τους χρήστες της δημόσιας υπηρεσίας παροχής συγκοινωνιακού έργου, δεδομένου ότι η προσωρινή ανάθεση στον Ο.Α.Σ.Θ. του συγκοινωνιακού έργου για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο, και πάντως όχι μετά τις 3.12.2019, ορίζεται ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του ν. 4482/2017, επί τη βάσει δε αυτής της διάταξης έχουν εκδοθεί οι αναφερθείσες στη σκέψη 8 κοινές υπουργικές αποφάσεις περί προσωρινής αναθέσεως του συγκοινωνιακού έργου στον Ο.Α.Σ.Θ., σύμφωνα με τους όρους της από 30.4.2001 οικονομικής συμφωνίας, με καταβολή εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ορισμένου ποσού ετησίως. Επομένως, η ως άνω πράξη, ως προς όλα τα σκέλη της, δεν αποτελεί έκφραση της δημόσιας διοικητικής δράσης, δημιουργούσα διοικητική διαφορά που ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά κινείται σε κύκλο σχέσεων ιδιωτικού δικαίου και γεννά διαφορές η επίλυση των οποίων ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της ως άνω πράξης. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεσή του, σκοπός του Νόμου 4482/2017 είναι η αναδιοργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας των δημόσιων επιβατικών αστικών συγκοινωνιών στην περιφερειακή ενότητα της Θεσσαλονίκης, μέσω της ιδρύσεως και λειτουργίας δύο νέων φορέων (Ο.Σ.Ε.Θ. Α.Ε. και Α.ΣΥ.Θ. Α.Ε.), της λύσεως της οικονομικής συμφωνίας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Α.Σ.Θ., της (αναγκαστικής) εξαγοράς του τελευταίου από το Δημόσιο και της ομαλής αναλήψεως, το αργότερον έως τις 3.12.2019, από την Α.ΣΥ.Θ. Α.Ε. της εκτελέσεως του (μέχρι τώρα ασκούμενου από τον Ο.Α.Σ.Θ.) συγκοινωνιακού έργου. Στο πλαίσιο της παραπάνω αναδιοργανώσεως, ο Ν. 4482/2017 προβλέπει, μεταξύ άλλων (άρθρο 23 παρ. 3 και 4), ότι η Γενική Συνέλευση του (εξαγορασθέντος και μη εισέτι εξοφληθέντος από το Δημόσιο) Ο.Α.Σ.Θ., η οποία απαρτίζεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, ως εκπροσώπους του Δημοσίου, εκδίδει απόφαση με την οποία, αφενός, τίθεται ο Ο.Α.Σ.Θ. σε εκκαθάριση εν λειτουργία και, αφετέρου, «ορίζεται η προσωρινή συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης [του Ο.Α.Σ.Θ.] κατά την εκκαθάριση, για την εκτέλεση του μεταβατικού συγκοινωνιακού έργου σύμφωνα με τους σκοπούς του παρόντος νόμου», μέχρι την ανάθεση του συγκοινωνιακού έργου στην Α.ΣΥ.Θ. (άρθρο 26 παρ. 2). Η απόφαση αυτή των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών, κατά το δεύτερο σκέλος της (περί εκτελέσεως από τον Ο.Α.Σ.Θ. του συγκοινωνιακού έργου, κατά τη μεταβατική περίοδο, μέχρι την ανάθεσή του στην Α.ΣΥ.Θ. Α.Ε.) δεν αφορά στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του Ο.Α.Σ.Θ., αλλά σε αυτή καθεαυτή την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας δημόσιων επιβατικών αστικών συγκοινωνιών στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και, ως τέτοια, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και παράγει διοικητικής φύσεως έννομες συνέπειες, τόσο για τους παρόχους όσο και για τους χρήστες της υπηρεσίας που ρυθμίζει, με συνέπεια να αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, δυναμένη να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. Tribunal des Conflits 11.1.2016, Comité d’établissement de I’Unité “Clients et Fournisseurs Ile-de-France”).

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 759/2018 : Δυνατότητα ανάκλησης της πράξης της τριμελούς Επιτροπής περί εισαγωγής υπόθεσης σε Πιλοτική δίκη κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3900/2010 – Κατάσχεση του Δημοσίου εις χείρας τρίτου χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη του έναντι τρίτου – Δικαιοδοσία εκδίκασης της διαφοράς που αναφύεται από την προσβολή της πράξης εκτέλεσης του Δημοσίου – κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας είναι η φύση της απαίτησης του οφειλέτη του Δημοσίου κατά του τρίτου που κατάσχεται, ενώ δεν ασκεί επιρροή η φύση της αποτελούσας το θεμέλιο της εκτέλεσης έννομης σχέσης που συνδέει το Δημόσιο με τον οφειλέτη του.

 

1. Επειδή, με την υπό κρίση ανακοπή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (4153743, 4153744/2016 ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται η ακύρωση της από … ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κοζάνης ποσού 25.140,46 ευρώ, η οποία εκδόθηκε σε βάρος της αιτούσας Τράπεζας ως τρίτης για χρέη του καταθέτη της …. προς το Δημόσιο από Φ.Π.Α., τέλη κυκλοφορίας κ.λπ. ποσού 2.120.212,54 ευρώ. Το ως άνω ποσό, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση, αντιστοιχεί σε αναδρομικώς καταβληθείσες συντάξεις του ανωτέρω καταθέτη αναγόμενες στην τετραετία 2012 έως 2016.2. Επειδή, η κρινόμενη ανακοπή, η οποία κατατέθηκε, αρχικώς, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) κατόπιν της 11/5.12.2016 πράξης της οικείας Επιτροπής του Δικαστηρίου. Με την πράξη αυτή έγινε δεκτό το από 14.7.2016 αίτημα της ανακόπτουσας Τράπεζας για την εκδίκαση της υπόθεσης σε πιλοτική δίκη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω πράξη στην υπό κρίση ανακοπή τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, το οποίο έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, της ερμηνείας των άρθρων 31 και 33 του Κ.Ε.Δ.Ε. αναφορικά με τις προϋποθέσεις επιβολής κατάσχεσης από το Δημόσιο εις χείρας Τράπεζας ως τρίτης επί τραπεζικού λογαριασμού περιέχοντος καταθέσεις από μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης του Δημοσίου δεν έχει προηγουμένως δηλώσει τον λογαριασμό του ως ακατάσχετο και στην, συνεπεία τούτου, βεβαίωση της οφειλής κατά της Τράπεζας. Εξάλλου, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δυνάμει της από 5.12.2016 πράξης του Προέδρου του λόγω σπουδαιότητας των τιθέμενων σ’ αυτήν ζητημάτων, έχουν διενεργηθεί οι κατά νόμο δημοσιεύσεις (άρθρο 1 παρ. 1 εδάφιο τρίτο του ν. 3900/2010, όπως ισχύει) καθώς και οι νόμιμες κοινοποιήσεις.4. Επειδή, με το θεσμό της πιλοτικής δίκης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, παρέχεται η δυνατότητα σε διάδικο, ο οποίος έχει ασκήσει ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, να λάβει άδεια από τριμελή Επιτροπή αποτελούμενη από τον Πρόεδρο και δύο Αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ώστε η υπόθεσή του να εκδικαστεί απευθείας από το Ανώτατο Δικαστήριο, εφόσον σ’ αυτή τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, στο διάδικο δικονομικό δικαίωμα, το οποίο προϋποθέτει τη χορήγηση άδειας από την ως άνω Επιτροπή, έχει δε ως αποτέλεσμα να μεταβληθούν ειδικώς για την υπόθεσή του οι πάγιοι κανόνες της αρμοδιότητας με εκδίκασή της απευθείας από το Συμβούλιο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας του δικαίου σε υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορούν ευρύ κύκλο προσώπων και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (βλ. Σ.τ.Ε.  734/2016, Ολομ., 601/2012 Ολομ. κ.ά.). Εν όψει των ανωτέρω, κατά την έννοια των κρίσιμων διατάξεων, μετά την έκδοση της πράξης της ως άνω Επιτροπής, με την οποία γίνεται δεκτό το σχετικό αίτημα του διαδίκου και αποφασίζεται η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν χωρεί παραίτηση από το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι η αποδοχή του εν λόγω αιτήματος χωρεί, προεχόντως, για τους προεκτεθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος και όχι κυρίως χάριν του διαδίκου που το υπέβαλε, η αναγνώριση δε τέτοιας δυνατότητας παραίτησης θα συνεπαγόταν κατάργηση της πράξης της Επιτροπής και επάνοδο της υπόθεσης στο αρχικώς και κατά τις πάγιες διατάξεις αρμόδιο δικαστήριο με μόνη τη (μεταβληθείσα) βούληση του διαδίκου. Μειοψήφησε οΣύμβουλοςΓ. Ποταμιάς, κατά τη γνώμη του οποίου, με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος». Η αρχή δε του νόμιμου δικαστή δεν αποτελεί μόνο ατομικό δικαίωμα αλλά και θεσμική εγγύηση λειτουργίας των Δικαστηρίων (βλ. Σ.τ.Ε. 2152/1993 Ολομ.). Ενώ, στο άρθρο 8 του Κώδικα Διοικητικής Δικαιοσύνης ορίζεται ότι «το δικαστήριο που είναι αρμόδιο όταν ασκείται το ένδικο βοήθημα ή μέσο διατηρεί την αρμοδιότητά του ως την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν στο μεταξύ μεταβληθεί η αρμοδιότητά του». Τέλος, στο άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «η παραίτηση από το δικόγραφο ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης, επιτρέπεται έως τη συζήτηση της υπόθεσης…». Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας περιέρχεται με τη διαδικαστική πράξη της Τριμελούς Επιτροπής, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, η κρίση μόνο ως προς το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, ενώ κατά τα λοιπά νόμιμος δικαστής της διαφοράς παραμένει το διοικητικό δικαστήριο στο οποίο ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Δεν προκύπτει δε από το άρθρο 1 του ν. 3900/2010 ότι η διαδικαστική πράξη της Τριμελούς Επιτροπής, ως πράξη της προδικασίας, είναι οριστική και αμετάκλητη και ότι δεν δύναται η Τριμελής Επιτροπή να επανέλθει μέχρι τη συζήτηση της υποθέσεως στο Συμβουλίου της Επικρατείας και εάν, εξαιτίας επιγενομένου γεγονότος ή λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως εξέλιπε το τιθέμενο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, να ανακαλέσει την πρώτη διαδικαστική της πράξη. Στην περίπτωση όμως που ο διάδικος, με πρωτοβουλία του οποίου εκδόθηκε η διαδικαστική πράξη της Τριμελούς Επιτροπής περί εισαγωγής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο Συμβουλίου της Επικρατείας, υποβάλει παραίτηση από το δικονομικό δικαίωμα η υπόθεσή του να κριθεί από το Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το τιθέμενο γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, τότε το ένδικο βοήθημα ή μέσο επανέρχεται καθ’ ολοκληρίαν στο νόμιμο δικαστή, δηλαδή στο διοικητικό δικαστήριο, στο οποίο ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Αντίθετη εκδοχή, ότι παρά την παραίτηση του διαδίκου παραμένει αμετακλήτως ισχυρά η πρώτη διαδικαστική πράξη της Τριμελούς Επιτροπής αντίκειται στην αρχή του νόμιμου δικαστή, που κατά τα ανωτέρω, δεν αποτελεί μόνο ατομικό δικαίωμα αλλά και θεσμική εγγύηση λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η επίκληση δε του δημοσίου συμφέροντος δεν δύναται να κατισχύσει ρητής συνταγματικής διατάξεως ούτε να καταστούν ανενεργές οι δεσμεύσεις που απορρέουν κατά τα ανωτέρω για το νομοθέτη και τον δικαστή.

5. Επειδή, το αίτημα της ανακόπτουσας Τράπεζας για εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό, κατά τα προεκτεθέντα, με την 11/20.10.2016 πράξη της Επιτροπής. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 7.3.2017, η Τράπεζα υπέβαλε παραίτηση από το εν λόγω αίτημα. Σύμφωνα, όμως, με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η παραίτηση αυτή δεν είναι ληπτέα υπ’ όψιν. Κατά τη γνώμη, όμως, που μειοψήφησε, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η παραίτηση, ακολούθως, δε, η υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί για εκδίκαση στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο.

6. […] Όπως γίνεται παγίως δεκτό, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται οι διαφορές που είναι από τη φύση τους ιδιωτικές, εκτός αν κατ’ εξαίρεση υπαχθούν με νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπό τις προϋποθέσεις της διάταξης της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 94. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 94 και των παρ. 1 και 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ανατίθενται διοικητικές διαφορές ουσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις (βλ. Σ.τ.Ε. 3919/2010 Ολομ., 48/2014 επταμ. κ.ά., βλ. και Α.Ε.Δ. 10/1989, 39/1989, 1/1991 κ.ά.).

7. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται κατά την παρ. 2 περ. ια΄ του ίδιου άρθρου και εκείνες που αναφύονται από την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ν.δ. 356/74, Α΄ 90). Ως διοικητικές δε διαφορές αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων νοούνται εκείνες που δημιουργούνται από μονομερείς πράξεις ή ενέργειες διοικητικού οργάνου και η υποκείμενη σχέση είναι σχέση δημοσίου δικαίου (βλ. Σ.τ.Ε. 3841/2009 Ολομ., 48/2014 επταμ., βλ. και Α.Ε.Δ. 5/1989, 10/1989 κ.ά.). Εξάλλου, στο άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίστηκαν τα εξής: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2. Ανακοπή, επίσης, χωρεί κατά: α) της αρνητικής δήλωσης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΕΔΕ, εφόσον και η υποχρέωση του τρίτου είναι δημοσίου δικαίου, β) …. 3………». Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων, οι εν λόγω διαφορές, που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, άγονται ως διαφορές ουσίας με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εκτός από αυτές, οι οποίες δημιουργούνται από μονομερείς πράξεις οργάνων της Διοίκησης που συνιστούν νόμιμο τίτλο, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 περ. α΄ του Κ.Ε.Δ.Ε., κατά των οποίων, μετά, την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ., ειδικώς δε της διάταξης του άρθρου 217 αυτού, ασκείται αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο η άσκηση άλλου ενδίκου βοηθήματος, από το οποίο θα αναφυόταν διοικητική διαφορά ουσίας (βλ. Σ.τ.Ε. 48/2014 επταμ., 3841/2009 Ολομ. κ.ά.).

8. Επειδή, εξάλλου, ο Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) ορίζει στο άρθρο 30 ότι: «1. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου … 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα … υπ’ αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον …», στο άρθρο 32 ότι: «1. Εάν ο τρίτος ουδέν οφείλει ή δεν οφείλει όλα τα αναφερόμενα εις το κατασχετήριον έγγραφον του Δημοσίου Ταμείου χρήματα ως και άλλα πράγματα ή δεν υποχρεούται εις την άμεσον απόδοσιν αυτών, ένεκα των υφισταμένων μεταξύ αυτού και του οφειλέτου συμφωνιών ή εξ άλλου νομίμου λόγου, … οφείλει να δηλώση τούτο εντός οκτώ ημερών από της επιδόσεως του κατασχετηρίου … Η δήλωσις γίνεται εγγράφως δι’ αναφοράς επιδιδομένης διά δικαστικού κλητήρος εις τον εκδόντα το κατασχετήριον έγγραφον Διευθυντήν του Δημοσίου Ταμείου ή προφορικώς ενώπιον του Ειρηνοδίκου …», στο άρθρο 33, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 67 του ν. 3842/2010, Α΄ 58, ορίζεται ότι: «Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθ’ ου ή ότι η οφειλή είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι το ύψος της οφειλής του, κατά περίπτωση» και στο άρθρο 34 ότι: «Ανακοπήν κατά της δηλώσεως ασκεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της δηλώσεως ή από της περιελεύσεως αυτώ της εκθέσεως της ενώπιον του Ειρηνοδίκου γενομένης δηλώσεως. …».

9. Επειδή, στις ανωτέρω διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. προβλέπεται ότι το Δημόσιο για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του κατά οφειλέτη του μπορεί να κατάσχει εις χείρας τρίτου χρηματική απαίτηση του οφειλέτη του έναντι του τρίτου. Εξάλλου, η ανακοπή του τρίτου, η οποία στρέφεται κατά πράξης ταμειακής βεβαίωσης εκδοθείσης σε βάρος του στα πλαίσια της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης, εκδικάζεται από τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η κατασχεθείσα αξίωση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τούτο δε διότι κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας στην προκειμένη περίπτωση είναι η φύση της απαίτησης του οφειλέτη του Δημοσίου κατά του τρίτου που κατάσχεται, ενώ δεν ασκεί επιρροή η φύση της αποτελούσας το θεμέλιο της εκτέλεσης έννομης σχέσης που συνδέει το Δημόσιο με τον οφειλέτη του (βλ. Σ.τ.Ε. 48/2014 επταμ., 3778/2015, πρβ. Σ.τ.Ε. 743/1993 επταμ., 1490/1993 επταμ., βλ. Α.Π. 1182/2009 κ.ά., πρβ. Α.Π. 325/2008 κ.ά., πρβ. Α.Ε.Δ. 1/1991). […]

11. Επειδή, η χρηματική απαίτηση του οφειλέτη του Δημοσίου έναντι της ανακόπτουσας …Τράπεζας …, που κατασχέθηκε, έχει το χαρακτήρα αξίωσης ιδιωτικού δικαίου, διότι προέρχεται από τραπεζική κατάθεση, η οποία συνιστά σύμβαση διεπόμενη από το ιδιωτικό δίκαιο (σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, άρθρο 830 του Αστικού Κώδικα, βλ. Σ.τ.Ε. 48/2014 επταμ., Α.Π. 854/2017 κ.ά.). Επομένως, εφόσον η κατασχεθείσα απαίτηση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ένατη σκέψη, η υπό κρίση ανακοπή, με την οποία ζητείται η ακύρωση της ως άνω πράξης ταμειακής βεβαίωσης εκδοθείσης στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως της φύσης της σχέσης βάσει της οποίας εκδόθηκε ο νόμιμος τίτλος, με τον οποίο επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας.

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 704/2018 : Απαράδεκτη η ευθεία προσβολή διατάξεων τυπικού νόμου – Μη αντίθεση στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το ενωσιακό δίκαιο 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της Υ1/Γ.Π/οικ 93828/2011 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης “Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων για τη λειτουργία χώρων καπνιζόντων εντός των καζίνο και των κέντρων διασκέδασης, με μουσική, άνω των 300 τ.μ.” (Β΄ 2026/12.09.2011), στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4419/2016 για την επέκταση της εφαρμογής της και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, β) του άρθρου 3 της Γ.Π. οικ. 104720/2010 αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Προστασίας του Πολίτη, Πολιτισμού και Τουρισμού “Καθορισμός των οργάνων, της διαδικασίας ελέγχου πιστοποίησης των παραβάσεων και επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων, καθώς και των κριτηρίων προσδιορισμού του ύψους του προστίμου, της διαδικασίας είσπραξης των προστίμων καθώς και κάθε άλλης αναγκαίας λεπτομέρειας για την εφαρμογή του Νόμου 3868/2010 (ΦΕΚ 129Α΄/3.8.2010)” (Β΄ 1315/ 25.08.2010), στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του ν. 4419/2016 για την επέκταση της εφαρμογής της και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, γ) των άρθρων 3 – 5 της Υ1/Γ.Π. οικ. 81348/2005 αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Επικρατείας “Διαφήμιση και χορηγία προϊόντων καπνού σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2003/33/ΕΚ (EEL 152/20.6.2003) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου” (Β΄ 1075/29.07.2005), στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 4419/2016 για την επέκταση της εφαρμογής της και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο και δ) των στοιχείων Ια, ΙΙΙ, IV εδ. γ της Υγειονομικής Διατάξεως Υ1/Γ.Π./οικ.76017/2002 του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας “Απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, μεταφορικά μέσα και μονάδες παροχής Υπηρεσιών Υγείας” (Β΄ 1001/1.08.2002), στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4419/2016 για την επέκταση της εφαρμογής της και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο.5. Επειδή, με τις υπουργικές αποφάσεις, στις οποίες παραπέμπουν οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 4419/2016 και των οποίων η ακύρωση ζητείται με την κρινόμενη αίτηση, εισάγονται περιορισμοί και απαγορεύσεις στην διαφήμιση, πώληση και χρήση του συμβατικού τσιγάρου στην εγχώρια αγορά και προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων εις βάρος των παραβατών των σχετικών ρυθμίσεων. Επομένως, δια της παραπομπής αυτής με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 4419/2016, εξομοιώνεται πλήρως το καθεστώς διαφημίσεως, πωλήσεως και χρήσεως του ηλεκτρονικού τσιγάρου, μεταξύ άλλων, στην εγχώρια αγορά με εκείνο του συμβατικού τσιγάρου, με τους αυτούς περιορισμούς και απαγορεύσεις και τις αυτές κυρώσεις. Όπως ήδη εκτέθηκε στην σκέψη 3, τα ζητήματα αυτά, δηλαδή οι εγχώριες διευθετήσεις σχετικά με την πώληση και διαφήμιση των προϊόντων καπνού, του ηλεκτρονικού τσιγάρου και των φυτικών προϊόντων για κάπνισμα και την χρήση αυτών σε διάφορους χώρους δεν αποτελούν κατά την Οδηγία 2014/40 αντικείμενο εναρμονίσεως της νομοθεσίας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. […]

6. Επειδή, ο αιτών Σύνδεσμος ζητεί την ακύρωση των ως άνω υπουργικών αποφάσεων λόγω των δυσμενών οικονομικών συνεπειών που προκαλεί στα μέλη του, ήτοι στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά του ηλεκτρονικού τσιγάρου, η επιβολή περιορισμών και απαγορεύσεων στη διαφήμιση, πώληση και χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου κατόπιν της πλήρους εξομοιώσεώς του στα θέματα αυτά με το συμβατικό τσιγάρο. Ισχυριζόμενος δε ότι από τις επιστημονικές ενδείξεις και τις εκπονούμενες έρευνες δεν προκύπτει η ταύτιση της επικινδυνότητας για την ανθρώπινη υγεία του ηλεκτρονικού και του συμβατικού τσιγάρου, ώστε να δικαιολογείται η ταυτότητα των προβλεπόμενων μέσων προλήψεως και καταστολής, αλλά, αντιθέτως, προκύπτει (αν και δεν έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως μέθοδος) η αποφασιστική συμβολή του ηλεκτρονικού τσιγάρου στη διακοπή του καπνίσματος ή στον δραστικό περιορισμό του, και κατ’ επέκταση, στην προστασία της υγείας, δημόσιας και ιδιωτικής, καθώς και ότι, ακόμη και αν δεν γίνει δεκτή, λόγω επιστημονικών αμφιβολιών, η συμβολή του ηλεκτρονικού τσιγάρου στη διακοπή ή στον περιορισμό του καπνίσματος, τα περιοριστικά – απαγορευτικά μέτρα για το ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν πρέπει να ταυτίζονται με εκείνα που ισχύουν για το συμβατικό τσιγάρο, διότι πρόκειται περί απολύτως διαφορετικών προϊόντων ως προς τον βαθμό επικινδυνότητάς τους για την ανθρώπινη υγεία, προβάλλει, ως λόγους ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, ότι η νομοθετική και κανονιστική εξομοίωση του ηλεκτρονικού τσιγάρου με το συμβατικό περιορίζει υπέρμετρα την οικονομική ελευθερία όσων δραστηριοποιούνται στην αγορά του ηλεκτρονικού τσιγάρου και συνιστά παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας, παραβιάζει δε την κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, διότι ηλεκτρονικό και συμβατικό τσιγάρο διαφέρουν ως προς την επικινδυνότητα για την ανθρώπινη υγεία.

7. Επειδή, η ως άνω βλάβη των μελών του αιτούντος Συνδέσμου δεν προκαλείται από τις προσβαλλόμενες κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν το καθεστώς διαφημίσεως, πωλήσεως και χρήσεως του συμβατικού τσιγάρου, αλλά από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ν. 4419/2016, οι οποίες επιβάλλουν την ισχύ του καθεστώτος αυτού και στο ηλεκτρονικό τσιγάρο. Τούτο, διότι με την παραπομπή στις διατάξεις αυτές οι εν λόγω κανονιστικές αποφάσεις καθίστανται περιεχόμενο του τυπικού νόμου. Η δε, δια της παραπομπής σε αυτές, ρύθμιση με τον νόμο του καθεστώτος διαφημίσεως, πωλήσεως και χρήσεως του ηλεκτρονικού τσιγάρου δεν μεταβάλλει την φύση της ως ρυθμίσεως τυπικού νόμου. Πράγματι, τυχόν αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως για τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως ή για ορισμένους εξ αυτών δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων, οι οποίες ουδόλως αφορούν τα μέλη του αιτούντος συνδέσμου, αλλά την ακύρωση, ολική ή μερική, της επεκτάσεως της ισχύος των διατάξεων αυτών στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, δηλαδή του συνόλου ή μέρους των ίδιων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 4419/2016. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως στρέφεται κατά των πράξεων αυτών. […]

8. Επειδή, κατά τα άρθρα 95 παρ. 1 στοιχ. α του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η αίτηση ακυρώσεως ασκείται κατά των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το Σύνταγμα, προβλέποντας, με την διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 στοιχ. α, τον ακυρωτικό έλεγχο των πράξεων των διοικητικών αρχών μέσω του ενδίκου βοηθήματος της αιτήσεως ακυρώσεως, αποκλείει την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά των πράξεων της νομοθετικής λειτουργίας (ΣτΕ 3976-3982/2009 Ολομ.) και, δη, κατά διατάξεων τυπικού νόμου κανονιστικού περιεχομένου (ΣτΕ 1618/2012 Ολομ., 215/2016 Ολομ.). Συνεπώς, και αν θεωρηθεί ως στρεφόμενη, κατ’ ουσίαν, ευθέως κατά των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 4419/2016, η κρινόμενη αίτηση ασκείται απαραδέκτως. Με το από 16.5.2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων προβάλλεται ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως παραδεκτώς ασκηθείσα, διότι, άλλως, το απαράδεκτο της ασκήσεως αυτής για τους εκτεθέντες λόγους καθιστά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 του ν. 4419/2016 αντίθετες στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, καθώς και στο δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά το ενωσιακό δίκαιο, καθ’ όσον με τον τρόπο που επέλεξε ο νομοθέτης να ρυθμίσει το καθεστώς διαφημίσεως, πωλήσεως και χρήσεως του ηλεκτρονικού τσιγάρου ο αιτών σύνδεσμος και τα μέλη του στερούνται δικαστικής προστασίας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ο κατά το άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. α του Συντάγματος ακυρωτικός έλεγχος από το Συμβούλιο της Επικρατείας συνιστά μία μόνο από τις μορφές της δικαστικής προστασίας, την οποία κατοχυρώνει ως δικαίωμα το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Τα μέλη του αιτούντος Συνδέσμου μπορούν να επιτύχουν την αξιούμενη από αυτά έννομη προστασία από άλλα δικαστήρια της αυτής ή άλλης δικαιοδοσίας, τα οποία, αν συντρέχει νόμιμη περίπτωση και εφ’ όσον πληρούνται οι αντίστοιχες δικονομικές προϋποθέσεις, θα μπορούν να εξετάσουν και την συνταγματικότητα των επίμαχων ρυθμίσεων του τυπικού νόμου, όπως επιδιώκεται με την κρινόμενη αίτηση. Ειδικότερα, τα σχετικά ζητήματα μπορούν να εξετασθούν από τα δικαστήρια που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων για παράβαση των εν λόγω διατάξεων ή από τα ποινικά δικαστήρια κατά το στάδιο εξετάσεως του ζητήματος τυχόν επιβολής κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά των παραβατών των διατάξεων αυτών. Θα έχουν δε τα μέλη του αιτούντος Συνδέσμου, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 105 ΕΙΣΝΑΚ, την αξίωση να ζητήσουν, κατά το άρθρο αυτό, την ανόρθωση της χρηματικής ζημίας (και χρηματική ικανοποίηση ενδεχομένως λόγω ηθικής βλάβης), η οποία τυχόν προκαλείται σ’ αυτά από την θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του ν. 4419/2016, με την έγερση αγωγής αποζημιώσεως λόγω θεσπίσεως νομοθετικών ρυθμίσεων αντιθέτων σε υπερκείμενους κανόνες δικαίου (ΣτΕ 1038/2006 επτ. κ.ά. πρβλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολομ.), η οποία συνεπάγεται τον υποχρεωτικό, κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, παρεμπίπτοντα δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου. Η ανόρθωση δε της τυχόν χρηματικής ζημίας μέσω της αγωγής αποζημιώσεως συνιστά αποτελεσματική κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαστική προστασία των μελών του αιτούντος Συνδέσμου, διότι είναι ισοδύναμη της δικαστικής προστασίας (αποτροπή της οικονομικής βλάβης) την οποία θα παρείχε σ’ αυτά ο ευθύς ακυρωτικός έλεγχος για το πληττόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του ν. 4419/2016 έννομο συμφέρον τους, το οποίο εν προκειμένω έχει οικονομικό μόνο χαρακτήρα. Εξ άλλου, και αν ακόμη τα στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως καλούσαν σε εφαρμογή το ενωσιακό δίκαιο, ο κατά το Σύνταγμα αποκλεισμός του ακυρωτικού ελέγχου των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του ν. 4419/2016 δεν θα έθετε υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά το δίκαιο αυτό, λόγω της δυνατότητας του παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου της συμφωνίας του νόμου με το ενωσιακό δίκαιο μέσω της αγωγής αποζημιώσεως του άρθρου 105 ΕΙΣΝΑΚ (ΔΕΚ 13.3.2007, C 432/05 Unibet, σκ. 36 – 59). Τα ανωτέρω δε συμπορεύονται και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο όχι ως απόλυτο αλλά ως υποκείμενο σε περιορισμούς που δεν αναιρούν την ουσία του (ΕΔΔΑ 16.4.2009, 28803/07, Βλαστός κατά Ελλάδος, ΕΔΔΑ 12.12.2002, 59021/00 Καλογερόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος, ΕΔΔΑ 11.2. 2010, 24895/07, Συγγελίδης κατά Ελλάδος).

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 686/2018 : Η παρούσα απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης κατόπιν παραπομπής (ΣΕ 7μ 1442/2017) των τιθέμενων ζητημάτων στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Τα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα που ετέθησαν ήταν : α) Εάν η εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας αποτελεί κριτήριο πρόσφορο, προκειμένου το σύστημα εισαγωγής στις ιατρικές σχολές να ανταποκρίνεται στις επιταγές των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, β) εάν ο νομοθέτης, κατά την παρεχόμενη στο άρθρο 4 του ν. 4327/2015 εξουσιοδότηση, όφειλε, με βάση τις προπαρατιθέμενες συνταγματικές διατάξεις, να προβλέψει σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με συντελεστές βαρύτητας για όλα τα εξεταζόμενα μαθήματα, και, πάντως, με τέτοιο καθορισμό συντελεστών βαρύτητας ώστε να αναδεικνύονται περισσότερο τα μαθήματα προσανατολισμού και να μειώνεται η βαρύτητα του μαθήματος γενικής παιδείας, γ) εάν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι διατάξεις: αα) των άρθρων 4 και 42 του ν. 4186/2013 (Α΄ 193), 2 του ν. 2525/1997 (A΄ 188) και της ΥΑ Φ 253.1/44654/Α5/2016 (Β΄ 685/15-3-2016), κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες και ββ) του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 (Α΄ 121), κατά το μέρος που προβλέπουν ως προνόμιο υπέρ των αθλητών που έχουν διακριθεί την κατά παρέκκλιση εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση των πινάκων αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων των Γενικών Λυκείων έτους 2016 για την εισαγωγή στα Τμήματα και τις Σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και, ειδικότερα, της υπ’ αριθ. Φ.253/136095/Α5/24.8.2016 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων «Κύρωση πινάκων εισαγομένων στα Τμήματα/Εισαγωγικές Κατευθύνσεις και στις Σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017, των υποψηφίων οι οποίοι συμμετείχαν στις πανελλαδικές εξετάσεις των Γενικών Λυκείων 2016 με το νέο σύστημα εισαγωγής του Ν. 4186/2013 (ΦΕΚ 193Α), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει», κατά το μέρος που δεν έχει συμπεριληφθεί ο αιτών στους εισαγομένους στις Ιατρικές Σχολές της χώρας, όπως και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης. […]

4. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Εξ άλλου, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε συγκεκριμένες θέσεις γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ Ολομ. 2396/2004, 3052, 3058/2009). Και μπορεί μεν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 959/2015 Ολομ. πρβλ. ΣτΕ 4064/1990, 170/1988, 2216/1975). Περαιτέρω, οι προστατευτικές της παιδείας διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος ανάγουν την παιδεία σε αποστολή του κράτους και κατοχυρώνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα στην παιδεία (ΣτΕ 1582/1992) που περιλαμβάνει και το δικαίωμα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εφ’ όσον συγκεντρώνουν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Από τον συνδυασμό όλων των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων συνάγεται, τέλος, ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας μέσω συστήματος εισαγωγής, το οποίο στηρίζεται σε γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και είναι σύμφωνο με τις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σταδιοδρομίας εκάστου ανάλογα με την προσωπική αξία και ικανότητά του (βλ. ΣτΕ 3351/2000 Ολ., ΣτΕ 2411/2012 Ολ.), δεδομένου, άλλωστε, και ότι μόνο υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατή η επίτευξη της αποστολής των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΣτΕ 3328/2000 Ολ., 2467/2001) και η εύρυθμη λειτουργία τους (ΣτΕ 673/1987, 4137/1990, 987, 988/2014 Ολομ.). Η διάταξη, εξ άλλου, του άρθρου 16 παρ. 4 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα των Ελλήνων να τύχουν δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια, δεν αποκλείει στο νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα διοίκηση να καθορίζουν τους ειδικότερους όρους και τις προϋποθέσεις εισαγωγής στις σχολές του Κράτους ή τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΣΕ 1832/1998, 2214/1991, 3140/1980 κ.ά.). Τέλος, ο κοινός νομοθέτης, κατά την μέριμνά του γενικά για την προαγωγή της Ανωτάτης Παιδείας και την διασφάλιση ίσων ευκαιριών εισόδου σε αυτήν οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, μπορεί να τροποποιεί και να μεταρρυθμίζει το σύστημα επιλογής των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δυνάμενος να καθιστά και αυστηρότερες τις προϋποθέσεις πρόσβασης σε αυτήν, εφ’ όσον σε κάθε περίπτωση διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών εισόδου σε αυτήν οποιουδήποτε ενδιαφερομένου και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων (ΟλΣΕ 2811-2827/2002, ΣΕ 681/2008 7μ.).

Ως προς το 1οκαι 2ο ζήτημα :

10. Επειδή, η διδασκαλία του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας αποβλέπει στην ανάπτυξη της εκφραστικής ικανότητας και της γλωσσικής παιδείας του μαθητή και, μέσω αυτής, στην καλλιέργεια της σκέψης και των πνευματικών ικανοτήτων του. Ως εκ του αντικειμένου της δε, που περιγράφεται ανωτέρω, η εξέταση του μαθήματος αυτού αφορά στον έλεγχο των γλωσσικών δεξιοτήτων των υποψηφίων και της δυνατότητάς τους για κριτική σκέψη, ανάλυση και τεκμηρίωση, προσόντων δηλ. που συναρτώνται άμεσα προς την ικανότητα των υποψηφίων για παρακολούθηση των σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εν γένει. Η αξιολόγηση, επομένως, μέσω της εξέτασης του εν λόγω μαθήματος, του επιπέδου της γλωσσικής επάρκειας των υποψηφίων αποβλέπει στη διακρίβωση της ικανότητάς τους για αποτελεσματική παρακολούθηση της διδασκαλίας των μαθημάτων κάθε ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος και πρόσληψη των μέσω αυτής μεταδιδομένων γνώσεων ανεξαρτήτως ειδικότερου γνωστικού αντικειμένου∙ δεδομένου ότι η επαρκής γλωσσική κατάρτιση και υποδομή αποτελεί προϋπόθεση για την κατάκτηση κάθε είδους γνώσης, πολύ δε περισσότερο της πανεπιστημιακού επιπέδου μόρφωσης η οποία παρέχεται στα ανωτέρω ιδρύματα (πρβλ. ΣτΕ 1696/1994). Ενόψει αυτών, το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας δεν εμφανίζει μεν, ως μάθημα Γενικής Παιδείας που δεν χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, ειδικότερη συνάφεια προς συγκεκριμένο γνωστικό πεδίο, συνιστά όμως, κατά τα ανωτέρω, ένα σύνολο γνώσεων και ικανοτήτων απαραίτητων σε κάθε υποψήφιο για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και, υπό την έννοια αυτή, είναι συναφές προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στις ανώτατες σχολές, τόσο θεωρητικής όσο και θετικής κατεύθυνσης. Η εξέτασή του, επομένως, η οποία, άλλωστε, εκτός από πάγια διαχρονική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, αποτελεί και διεθνή πρακτική (βλ. κατωτέρω αναφερόμενη έκθεση Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων), αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων όλων των ανωτάτων σχολών, μεταξύ των οποίων και των ιατρικών, δεδομένου μάλιστα ότι η ακρίβεια της έκφρασης στην ιατρική επιστήμη απαιτεί καλή γνώση της νεοελληνικής γλώσσας. Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4327/2015 που προβλέπει τον καθορισμό αυξημένων συντελεστών βαρύτητας για δύο μαθήματα ανά εισαγωγική κατεύθυνση, χωρίς να προβλέπει ταυτόχρονα μειωτικό συντελεστή για τη βαθμολόγηση του μαθήματος γενικής παιδείας της Νεοελληνικής Γλώσσας, με αποτέλεσμα να αποδίδεται ίδια βαρύτητα στην εξέταση του μαθήματος αυτού με την εξέταση ενός μαθήματος της Ομάδας Προσανατολισμού, όπως εν προκειμένω της Φυσικής, ουδόλως υπερβαίνει τα όρια ευχέρειας που έχει ο νομοθέτης προς καθορισμό του τρόπου βαθμολόγησης των υποψηφίων σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ούτε αποτελεί ρύθμιση απρόσφορη για την επιλογή, ειδικότερα, των καταλληλότερων υποψηφίων προς εισαγωγή στις ιατρικές σχολές της χώρας. Αντίθετα δε, επιβάλλεται εν όψει της σπουδαιότητας, κατά τα ανωτέρω, του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και της συνάφειας αυτού, υπό την ανωτέρω έννοια, προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εξάλλου, με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται, πάντως, αυξημένη επίδραση επί του συνολικού βαθμού εισαγωγής (συντελεστής βαρύτητας), σε δύο μαθήματα, εκ των πλέον βασικών κατά την εκτίμηση του κανονιστικού νομοθέτη, ανά σχολή, τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση, προκειμένου να ενισχύονται οι υποψήφιοι που έχουν καλύτερη επίδοση σε αυτά. Με την τελευταία αυτή ρύθμιση -η οποία υλοποιήθηκε εν προκειμένω με την επακολουθήσασα πρόβλεψη του κανονιστικού νομοθέτη περί καθορισμού συντελεστών βαρύτητας σε δύο από τα βασικά μαθήματα της οικείας Ομάδας Προσανατολισμού (Βιολογία και Χημεία)- επιτυγχάνεται η πρόσβαση στις ανώτατες σχολές να κρίνεται, σε μεγάλο βαθμό, με βάση τις επιδόσεις του υποψηφίου στα ειδικότερα συναφή προς τις επιδιωκόμενες σπουδές αντικείμενα, η σχετική δε επιλογή εμπίπτει εντός των συνταγματικών ορίων εκτιμήσεως του κοινού νομοθέτη. Τα προβαλλόμενα, εξ άλλου, περί υποκειμενικής βαθμολόγησης του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας, αναγόμενα στη φύση του μαθήματος αυτού, δεν καθιστούν δυσανάλογη τη βαρύτητα του εν λόγω μαθήματος εν σχέσει προς το μάθημα της Φυσικής, ούτε αποτελούν λόγο εφαρμογής συντελεστή μειωτικής βαρύτητας στο μάθημα αυτό, δεδομένου ότι, αφ’ ενός μεν, όπως εκτέθηκε ήδη (σκέψη 9), η βαθμολόγηση του μαθήματος γίνεται σε περισσότερα επί μέρους θέματα (περίληψη, κατανόηση, σύνταξη κειμένου, σημασιολογικά στοιχεία κ.λπ.), για καθένα από τα οποία, ανάλογα με τη βαρύτητά του, έχει τεθεί εκ των προτέρων αντίστοιχο βαθμολογικό πλαίσιο το οποίο είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει ο βαθμολογητής, αφετέρου δε, προβλέπεται, όπως και στα λοιπά μαθήματα, αναβαθμολόγηση των γραπτών και του μαθήματος αυτού σε περίπτωση διαφοράς μεγαλύτερης των δώδεκα μονάδων μεταξύ των δύο βαθμολογητών (βλ. άρθρο 8 της ανωτέρω υπ’ αριθ. Φ.251/37802/Α5/3.3.2016 υπουργικής απόφασης). Τέλος, ούτε το γεγονός ότι ο αριθμός των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων κατά τις εξετάσεις για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε τέσσερα καθιστά το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της συνολικής βαθμολογίας των υποψηφίων, δεδομένου ότι με την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση του ανωτέρω άρθρου και τον βάσει αυτής τρόπο υπολογισμού της βαθμολογίας κάθε υποψηφίου, κανένα μάθημα δεν είναι από μόνο του, χωρίς τη συμμετοχή των λοιπών, κεντρικής σημασίας για τον καθορισμό της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων προς εισαγωγή στη τριτοβάθμια εκπαίδευση και, συγκεκριμένα, στα επίδικα τμήματα ιατρικής. […]

 Ως προς το 3ο ζήτημα (και ειδικότερα το σκέλος που αφορά τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες)

12. Επειδή, οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας επιβάλλουν να είναι, κατ’ αρχήν, όμοια και κοινή η διαδικασία των εξετάσεων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για όλους όσους λαμβάνουν μέρος στις εξετάσεις αυτές, οι οποίοι αποτελούν ενιαία, κατ’ αρχήν, κατηγορία υποψηφίων προς κατάληψη συγκεκριμένων θέσεων∙ η υποχρέωση, όμως, αυτή δύναται να καμφθεί όταν τη διαφοροποίηση της εξέτασης επιβάλλουν λόγοι γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος ή όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους ισότητας μεταξύ των υποψηφίων, υπό τη γενική, πάντως, επιφύλαξη ότι κατά τη επιλογή και θέσπιση των διαφοροποιήσεων τηρούνται τα ακραία όρια της σχετικής ευχέρειας του νομοθέτη και η αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, ο επιβαλλόμενος με τις ανωτέρω διατάξεις προφορικός τρόπος εξέτασης των υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν σχετικής διαγνώσεως από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, συνιστά τρόπο εξέτασης προσαρμοσμένο στις ανάγκες της οικείας κατηγορίας υποψηφίων, ώστε να καθίσταται αντικειμενικώς δυνατή η επίδοσή τους στις εξετάσεις με ίσους όρους προς τους λοιπούς υποψηφίους και να τους παρέχεται έτσι ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας εκάστου, ενόψει και όσων ορίζονται ανωτέρω στο άρθρο 16 παρ. 4 του συντάγματος 9 (σκ.11). Εξάλλου, πέραν της μεθόδου εξέτασης (προφορική) και εν συνεχεία βαθμολόγησης (επιτόπια), η δοκιμασία όλων των υποψηφίων από άποψη ύλης και θεμάτων είναι κοινή. Ειδικότερα, τα θέματα της προφορικής εξέτασης είναι τα ίδια όπως στην γραπτή εξέταση και τίθενται από τη κεντρική επιτροπή εξετάσεων, ώστε ο θέτων τα θέματα δεν συμπίπτει με τον βαθμολογητή. Λόγω δε του είδους της εξέτασης, σε βαθμολόγηση προβαίνουν όσοι διενεργούν την εξέταση, χωρίς τούτο να θέτει ζητήματα αντικειμενικότητας, εφόσον πάντως οι βαθμολογητές είναι δύο, προβλέπεται δε αναβαθμολόγηση σε περίπτωση απόκλισης των δύο βαθμολογιών άνω των 12 βαθμών. Με τα δεδομένα αυτά, η μη πρόβλεψη από το νομοθέτη χωριστών θέσεων στις ανώτατες σχολές για τους υποψηφίους με μαθησιακές δυσκολίες, δεν παραβιάζει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώσει κατά τρόπο αξιοκρατικό το σύστημα επιλογής των σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, συνεπώς, δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, λαμβανομένου ιδίως υπ’ όψη ότι τα θέματα στα οποία εξετάζονται προφορικώς οι υποψήφιοι είναι κοινά με αυτά στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι της γενικής κατηγορίας και, συνεπώς, δεν πρόκειται για εξετάσεις μειωμένης δυσκολίας. […].

Ως προς το 3ο ζήτημα (και ειδικότερα το σκέλος που αφορά τo προνόμιο υπέρ των αθλητών)

Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος δεν αποκλείεται η πρόβλεψη από το νομοθέτη ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους αθλητές που έχουν επιτύχει εξαιρετικές αγωνιστικές διακρίσεις σε σημαντικές αθλητικές διοργανώσεις, όπως η θέσπιση ενός συστήματος πριμοδότησης βαθμολογίας για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση· και μάλιστα όχι μόνο σε συναφείς με τον αθλητισμό σχολές (π.χ. ΤΕΦΑΑ), αλλά και στα λοιπά ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας προκειμένου οι υποψήφιοι αυτοί, λόγω της απαιτούμενης για την επίτευξη των ως άνω διακρίσεων έντονης ενασχόλησής τους με τον αθλητισμό, να μην βρεθούν σε ήσσονα μοίρα, έναντι των λοιπών υποψηφίων, σχετικά με την επιλογή των σπουδών τους και τις βάσει αυτών περαιτέρω επαγγελματικές τους επιδιώξεις. Ο καθορισμός των κατηγοριών διακεκριμένων αθλητών, στους οποίους παρέχεται το σχετικό ευεργέτημα ανήκει, εξ άλλου, στην ευχέρεια του νομοθέτη και υπόκειται σε έλεγχο ορίων από τα δικαστήρια, όπως και οι θεσπιζόμενες σχετικές ευνοϊκές ρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει, πάντως, να τελούν σε αρμονία προς την κατά τα ανωτέρω (σκ. 8) υποχρέωση του νομοθέτη να εξασφαλίζει την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προσώπων κεκτημένων τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ώστε να επιτυγχάνεται η αποστολή των ιδρυμάτων αυτών και η εύρυθμη λειτουργία τους. Ενόψει αυτών, η διάκριση που θεσπίζει η ανωτέρω διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις, (καθιέρωση συστήματος προσαύξησης της βαθμολογίας τους ποσοστιαίως, ανάλογα με την επιτευχθείσα αγωνιστική διάκριση), αναφερόμενη σε κατηγορίες υποψηφίων που προσδιορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή∙ εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις σχολές των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., καθόσον το καθοριζόμενο από αυτήν ποσοστό υπέρ της ως άνω κατηγορίας υποψηφίων τίθεται καθ’ υπέρβαση του ολικού αριθμού εισακτέων για κάθε σχολή ή τμήμα σχολής των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. Περαιτέρω, όμως, οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 34 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο ενόψει και του πάγιου χαρακτήρα της ρύθμισης αυτής, η οποία δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε επίκαιρη εκτίμηση της δυνατότητας μιας σχολής για απορρόφηση σπουδαστών, και γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις. Τούτο δε, διότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ’ ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται. Συνεπώς, η επίμαχη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι εν λόγω ρυθμίσεις υπερβαίνουν, κατά τα ανωτέρω, τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο από τη διάταξη αυτή προνόμιο εμφανίζεται δικαιολογημένο και επιτρεπτό συνταγματικώς.

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 662/2018 : Νομοθετική μεταβολή που επέρχεται μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης καθιστά την προσβολή των πράξεων αλυσιτελή 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη στην Ολομέλεια, λόγω σπουδαιότητας, με την από 12.11.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση μετά την αναβλητική απόφαση 2084/2015 της Ολομελείας, κατά τα εκτιθέμενα σε επόμενη σκέψη, ζητείται η ακύρωση της 143/43399/4.9.2014 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Τουρισμού (Β΄ 2424/11.9.2014). Με την απόφαση αυτή παραχωρούνται κατ’ άρθρο 16 παρ. 2 και 3 του ν. 4146/2013 χωρίς αντάλλαγμα στην εταιρία «… Α.Ε» κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή τα περιγραφόμενα στην ίδια απόφαση ακίνητα, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου ή του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ), εξαιρέσει των αιγιαλών, οι οποίοι παραχωρούνται στην εταιρία κατά διοίκηση και διαχείριση. Η ακύρωση ζητείται ειδικότερα καθ’ ο μέρος περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή τα υπό στοιχεία Α, Β, Ζ, Η, Θ και ΙΑ ακίνητα, τα οποία ευρίσκονται εντός της εδαφικής περιφέρειας του Δήμου Σαρωνικού. […]

9. Επειδή, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 6.2.2015, δημοσιεύθηκε ο ν. 4321/2015 (Α΄ 32/21.3.2015), ο οποίος στο άρθρο 24 παράγρ. 1 ορίζει τα εξής: «1. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “…. Α.Ε.”, που συνεστήθη με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4146/2013, απορροφάται ως σύνολο ενεργητικού και παθητικού από την ΕΤΑΔ ΑΕ και μεταφέρεται το σύνολο του προσωπικού από την επομένη της δημοσίευσης του παρόντος. Με κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και Οικονομικών ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την ολοκλήρωση της απορρόφησης του προηγούμενου εδαφίου. Περαιτέρω, στις παραγρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυαν πριν καταργηθούν με το άρθρο 214 παράγρ. 4 του ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.7.2016), ορίσθηκε ότι: «2.Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρία” (ΕΤΑΔ ΑΕ), που συνεστήθη με την κοινή υπουργική απόφαση … Δ6Α 1162069 ΕΞ 2011, κατ’ επίκληση του άρθρου 14Β του ν. 3429/2005, απορροφάται από τον φορέα της επομένης παραγράφου μετά την ίδρυσή του. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα και οι λεπτομέρειες της απορροφήσεως. 3. Ο φορέας που πρόκειται να δημιουργηθεί θα έχει σκοπό την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Τα έσοδα που θα προκύπτουν θα αξιοποιούνται κυρίως για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους και τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης, όπως ειδικότερα θα προβλέπεται στον ιδρυτικό του νόμο. …». Εξ άλλου, με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού – Οικονομικών 41082/15.4.2015 (Β΄ 626/16.4.2015), η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση του ανωτέρω άρθρου 16 του ν. 4146/2013, ορίσθηκε ότι η ΕΤΑΔ ΑΕ, η οποία απορρόφησε την ΑΕ … δυνάμει του άρθ. 24 παρ. 1 του ν. 4321/2015, υποκαθίσταται αυτοδικαίως, από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της απορροφώμενης εταιρείας, ως καθολικός διάδοχος αυτής, και ότι εκκρεμείς δίκες της απορροφώμενης εταιρείας συνεχίζονται χωρίς άλλη διατύπωση από την ΕΤΑΔ ΑΕ (άρθρο 1 παράγρ. 1 και 3, αντιστοίχως), ρυθμίσθηκαν δε περαιτέρω η διαδικασία της απορροφήσεως (άρθρο 2) και τα της μεταφοράς του προσωπικού (άρθρο 3).

10. Επειδή, εν όψει της ανωτέρω μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, με την προαναφερθείσα απόφαση 2084/2015 της Ολομελείας η εκδίκαση της υποθέσεως ανεβλήθη προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος της επιρροής των ως άνω νομοθετικών ρυθμίσεων επ’ αυτής.

11. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως της Ολομελείας επήλθε νέα μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος με την ψήφιση του ν. 4389/2016 “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων … κλπ” (Α΄ 94/27-05-2016), ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Άρθρο 184. 1. Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.». …. 2. H Εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώριση του Καταστατικού της στο Γ.Ε.ΜΗ. της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου….. Άρθρο 185. 1. Η Εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Συστήνεται για να εξυπηρετεί ειδικό δημόσιο σκοπό. Ειδικότερα, η Εταιρεία διαχειρίζεται και αξιοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να: (α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και β) συμβάλλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το ν. 4336/2015 (A΄ 94). …. Άρθρο 188. 1. Από την απόκτηση της νομικής προσωπικότητας της Εταιρείας τα κατωτέρω νομικά πρόσωπα, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ή οι τίτλοι που το ενσωματώνουν μεταβιβάζονται στην Εταιρεία ή συστήνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, θεωρούνται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου άμεσες θυγατρικές (οι «άμεσες θυγατρικές»): α. …, β. …, γ. Η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ του ν. 2636/1998 (Α΄ 198) («ΕΤΑΔ»), δ. … 7. Η πλήρης κυριότητα, νομή και κατοχή του συνόλου των μετοχών της ΕΤΑΔ μεταβιβάζεται από το Ελληνικό Δημόσιο άνευ ανταλλάγματος στην Εταιρεία δυνάμει του παρόντος νόμου. Η ΕΤΑΔ εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2636/1998 (Α΄198). …. Άρθρο 196 Διατάξεις σχετικά με την ΕΤΑΔ 1. Σκοπός της ΕΤΑΔ είναι να αξιοποιεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, με κάθε πρόσφορο μέσο, τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στην κυριότητά της δυνάμει του παρόντος νόμου, τα περιουσιακά στοιχεία τη διαχείριση των οποίων έχει αναλάβει από άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και από δημόσιες επιχειρήσεις το μετοχικό κεφάλαιο των οποίων κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το Ελληνικό Δημόσιο. … 4. [όπως η παραγρ. 4 τροποποιήθηκε με το άρθρο δέκατο παρ. 3 του ν. 4393/2016 (Α΄ 106/6.6.2016)] Η κυριότητα και νομή όλων των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο και τον EOT και τα διαχειρίζεται η ΕΤΑΔ σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, μεταβιβάζονται αυτομάτως στην ΕΤΑΔ χωρίς αντάλλαγμα, με τις κατωτέρω εξαιρέσεις: α. Αιγιαλοί, παραλίες και παρόχθιες εκτάσεις, υδρότοποι, β. περιοχές Ramsar, γ. περιοχές Natura, δ. αρχαιολογικοί χώροι, ε. αμιγώς δασικές εκτάσεις, και λοιπά πράγματα εκτός συναλλαγής. Σε περίπτωση που μέρος ακινήτου εμπίπτει σε μία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, η κυριότητα του μέρους του ακινήτου που δεν εμπίπτει σε μία από τις ανωτέρω εξαιρέσεις μεταβιβάζεται στην ΕΤΑΔ σύμφωνα με τα ανωτέρω. 5. [όπως η παράγρ. 5 τροποποιήθηκε με το άρθρο όγδοο του ν. 4393/2016) H ETAΔ εξακολουθεί να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, υπό την επιφύλαξη υφιστάμενου δικαιώματος οποιουδήποτε νομικού προσώπου, εκτός του Ελληνικού Δημοσίου και του EOT, το οποίο νομικό πρόσωπο έχει αναθέσει τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων στην ΕΤΑΔ, να ανακαλέσει τη σχετική ανάθεση. ….”

12. Επειδή, εν όψει της επελθούσης μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, και ιδίως της ρυθμίσεως του άρθρου 196 παράγρ. 4 του ν. 4389/2016, όπως ισχύει, σύμφωνα με την οποία η μεταβίβαση της κυριότητας και νομής περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου ή του ΕΟΤ στην ΕΤΑΔ ΑΕ δεν αφορά πάντως ακίνητα που εμπίπτουν στις κατηγορίες των περιπτ. α-δ της παραγρ. αυτής (αιγιαλοί, παραλίες, υγρότοποι, δασικές εκτάσεις, αρχαιολογικοί χώροι και λοιπά εν πράγματα εκτός συναλλαγής), η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως, με την οποία παραχωρούνται ακίνητα του Δημοσίου και του ΕΟΤ στην εταιρεία …. ΑΕ, η οποία έχει απορροφηθεί ήδη από την ΕΤΑΔ ΑΕ, παρίσταται ως αλυσιτελής. Και τούτο διότι μετά την επάνοδο των επίδικων ακινήτων στο Δημόσιο και στον ΕΟΤ συνεπεία της ακυρώσεως, τα εν λόγω ακίνητα θα περιήρχοντο και πάλι, κατά τις κείμενες, διατάξεις στην ΕΤΑΔ ΑΕ, υπό τις αυτές προϋποθέσεις του άρθρου 196 του ανωτέρω ν. 4389/2016, οι οποίες, όπως εκτέθηκε, εξαιρούν από την αυτόματη μεταβίβαση προς την ΕΤΑΔ ΑΕ τα ακίνητα του Δημοσίου και του ΕΟΤ που εμπίπτουν στις κατηγορίες α-δ της παραγρ. 4 του άρθρου 196. Συνεπώς, και δεδομένου ότι οι αιτούντες δεν διατύπωσαν άλλη άποψη ως προς την επιρροή της μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος επί της υποθέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 482/2018 : Στον ΟΓΑ, και ειδικότερα, επί των αξιώσεων περί παροχής των επιδομάτων του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 έναντι του Ο.Γ.Α., εφαρμόζονται τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου, όπως οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2362/1995 για την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (άρθρα 90 επ.) –  Κατ’ άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου – Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής – Η διάταξη δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ – Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, η οποία περιέχει για τα ν.π.δ.δ. ομοίου περιεχομένου ρύθμιση με αυτή του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

 

8. Επειδή, από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961 προκύπτει ότι στον ΟΓΑ εφαρμόζονται τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου.Η έννοια όμως της ως άνω διατάξεως δεν ήταν σαφής εξαρχής ως προς το εάν ενέπιπταν στα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου που αναφέρονται στη διάταξη αυτή και τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου. Η ασάφεια της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961 ως προς το ανωτέρω ζήτημα καταδεικνύεται αφενός από τη διακύμανση της νομολογίας του Αρείου Πάγου, ο οποίος αρχικά απέδωσε στην ως άνω διάταξη την έννοια ότι δεν περιλαμβάνονται στα δικαστικά (δικονομικά) προνόμια και τα ουσιαστικά προνόμια (βλ. ΑΠ 115/2004, 231/2005,1831/2006) για να καταλήξει μεταγενέστερα ότι περιλαμβάνονται (βλ. ΑΠ 1 και 2/2014 αποφάσεις της Πλήρους Ολομελείας, κατόπιν παραπομπής του ζητήματος με την 1536/2006 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος πρώτα στην Τακτική Ολομέλεια και στη συνέχεια με τις 21 και 22/2008 αποφάσεις της Τακτικής Ολομελείας στην Πλήρη Ολομέλεια), αφετέρου δε από την αντίθεση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. κατωτέρω) προς την προπαρατεθείσα μεταγενέστερη νομολογία του Αρείου Πάγου και τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. ΕΣ Ολομ. 2925/2015, 1998/2016). Με τα δεδομένα αυτά συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις για αυθεντική ερμηνεία της ως άνω διατάξεως και, επομένως, η νεότερη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 3232/2004 είναι γνησίως ερμηνευτική, όπως προκύπτει και από τη γραμματική της διατύπωση, διότι τέθηκε με σκοπό να άρει τις αμφιβολίες ως προς την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 4169/1961, έχει δε, κατ’ άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος, αναδρομική ισχύ, ανατρέχοντας στον χρόνο ενάρξεως ισχύος της διατάξεως που ερμηνεύεται αυθεντικά (βλ. ΑΠ 1,2/2014 Πλήρους Ολομελείας, ΕΣ 1998/2016 Ολομ.). Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, στον ΟΓΑ, και ειδικότερα, επί των αξιώσεων περί παροχής των επιδομάτων του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 έναντι του Ο.Γ.Α., εφαρμόζονται τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου, όπως οι ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2362/1995 για την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (άρθρα 90 επ.), και, συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 1 που προβλέπει πενταετή παραγραφή και όχι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 5 που προβλέπει διετή παραγραφή, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως. Στις εφαρμοστέες δε διατάξεις του ν. 2362/1995 ορίζεται ρητώς (άρθρο 94) ότι η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια. […].

9. Επειδή, στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ορίζεται ότι: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Με την 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου επιλύθηκε το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα και κρίθηκε ότι η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Ακολούθως, με την 2114/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 21 δεν παραβιάζει τα άρθρα 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εξάλλου, με την 2115/2014 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (Α΄ 204), η οποία περιέχει για τα ν.π.δ.δ. ομοίου περιεχομένου ρύθμιση με αυτή του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

10. Επειδή, για το ποσοστό του νόμιμου και του τόκου υπερημερίας που καταβάλλει ο ΟΓΑ για τις οφειλές επιδομάτων του ν. 1892/1990, όπως η ένδικη, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 1 της Γ1α/440/1991 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄90) και της παρ. 4 του άρθρου 51 του π.δ. 78/1998 (Α΄ 72). Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη το ποσοστό του νόμιμου και του τόκου υπερημερίας ορίζεται το ίδιο με αυτό του Δημοσίου, όπως εκάστοτε ισχύει, το ποσοστό δε αυτό, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, ανέρχεται σε 6% ετησίως (Σ.τ.Ε. 1359/2011, 3334, 3339, 3340, 3722, 4117/2014, 952/2015, 1317-20/2016). Συνεπώς, για τις οφειλές από τις ως άνω παροχές του Ο.Γ.Α. ισχύει ποσοστό επιτοκίου 6%. Η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε διότι συνιστά επιτρεπτή υπέρ νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, ειδικότερα δε Οργανισμού Κοινωνικής Ασφαλίσεως, προνομιακή μεταχείριση, αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφυλάξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια (και εν τέλει ειδικώς και της περιουσίας του Δημοσίου, δεδομένου ότι -κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 και 2 εδ. 2 και 3 της ως άνω υπουργικής αποφάσεως- το Δημόσιο επιχορηγεί το ανεξάρτητο τμήμα του προϋπολογισμού του Ο.Γ.Α., που σχηματίσθηκε για τη καταβολή των οικείων -μεταξύ των οποίων και των ένδικων- παροχών). Για τον ίδιο λόγο, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997, Α΄ 25), με το οποίο καθιερώνεται η ισότητα ενώπιον του νόμου. Περαιτέρω, η ένδικη ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος. Εφόσον δε η επίδικη ρύθμιση του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη, από τη διαφοροποίηση του οριζόμενου με αυτήν επιτοκίου σε σχέση με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο για τις οφειλές των ιδιωτών δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 περ. α΄, β΄ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, καθόσον με την ανωτέρω ρύθμιση ο Ο.Γ.Α. δεν εξοπλίζεται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου. Εξάλλου, η επίδικη ρύθμιση δεν αντίκειται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρoσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπού επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια, η ζημία δε που υφίστανται οι ιδιώτες από την καταβολή των υποχρεώσεων του Ο.Γ.Α. με επιτόκιο 6%, αντί του καταρχήν γενικώς ισχύοντος ανώτερου επιτοκίου, δεν είναι τέτοιας εκτάσεως, ώστε να θίγει τον πυρήνα της αξιώσεως. Τέλος, με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (Σ.τ.Ε.3334, 3339, 3340, 3722, 4117/2014, 315, 952/2015, 478-80, 1317-20/2016 κ.ά).

 

**************************

 

ΣΕ Ολομ. 481/2018 : Διατάξεις περί περικοπής αποδοχών μελών του εκπαιδευτικού προσωπικού ΤΕΙ – αντίθεση στις διατάξεις των άρθρων 16, 4 και 25 παρ. 1 και του Συντάγματος – Περιορισμός του αναδρομικού αποτέλεσματος της απόφασης  

 

5. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, άπαντες μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) Αθηνών, η πρώτη από αυτούς της βαθμίδας του Καθηγητή Εφαρμογών και η δεύτερη και ο τρίτος από αυτούς της βαθμίδας του Επίκουρου Καθηγητή, προσωποπαγών θέσεων, ζητούν, α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου και του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) Αθηνών να καταβάλουν, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας, σε καθένα από αυτούς, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε ακαθάριστες αποδοχές τους, χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 30.4.2015, που περιεκόπησαν, όπως υποστηρίζουν, βάσει των προαναφερομένων διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 6, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, από τα ως άνω ποσά που ζητούν οι ενάγοντες, να καταβάλουν, σε καθένα από αυτούς, το ποσό των 6.000 ευρώ (όπως το αίτημα των εναγόντων μετετράπη από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό, για το ποσό αυτό, με δήλωσή τους, που υποβλήθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, ενώπιον του Στ΄ Τμήματος, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – ν. 2717/1999, Α΄ 97). […]

8. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013 επταμ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου, αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 450/2013 επταμ., 2773/2010 επταμ., 3093/2009, 1038/2006 επταμ.). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 4100/2012, 3124/2011).

10. Επειδή, στο άρθρο 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες. H ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3. … 4. … 5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους… 6. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων. Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει το όριο της ηλικίας των καθηγητών των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει το ακαδημαϊκό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. 7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές. 8. … 9. …».

11. Επειδή, με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 1, , 6 και 7 του Συντάγματος ) κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της επιστήμης, ως θεμελιώδης σκοπός του Κράτους, και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή της ανώτατης εκπαίδευσης, για την οποία θεσπίζονται συγκεκριμένα οργανωτικά και λειτουργικά πλαίσια που οριοθετούν τη δράση όχι μόνο της διοίκησης, αλλά και του κοινού νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση από αυτόν των σχετικών θεμάτων. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, η ανώτατη εκπαίδευση, σκοπός της οποίας είναι η προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία, παρέχεται από αυτοτελή ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σύμφωνα αφενός με την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας και αφετέρου την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων αυτών. Ειδικότερα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, αποτελεί δε ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, ασκούμενο ως οργανωμένη δραστηριότητα, στο πλαίσιο της λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (πρβλ. ΣτΕ 41/2013 Ολομ., 2786-2798/1984 Ολομ., 982/2012, 2303/2011, 7μ, 338/2011, 7μ., 1672/2009, 411/2008 7μ.). Προς εκπλήρωση των σκοπών αυτών το Κράτος υποχρεούται να εξασφαλίζει την αναγκαία υποδομή, να διαθέτει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα και να διασφαλίζει τις εν γένει προϋποθέσεις για την ακώλυτη άσκηση από τα μέλη του προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της διδακτικής και ερευνητικής τους δραστηριότητας, όπως ρητά ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος, καθιερώνοντας «δικαίωμα» των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να ενισχύονται οικονομικά από το Κράτος (πρβλ. ΣτΕ 4009/2000 7μ., 4006/2000 7μ., 3913/2000 7μ., 3914/2000 7μ., 3904/2000 7μ.). Εξάλλου, για την πραγματοποίηση της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας μέσα στο πλαίσιο των αρχών της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της αυτοδιοίκησης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, τα μέλη του οποίου αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς εγγυώμενο την προσωπική και λειτουργική τους ανεξαρτησία (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 41/2013 Ολομ., 2786/1984 Ολ., 3201/2013, 3764/2012, 2303/2011, 7μ., 338/2011, 7μ.). Μεταξύ δε των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την, κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος, φύση των καθηκόντων τους και της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών καθώς και λόγω των ηυξημένων τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την άσκηση του έργου τους, προεχόντως δε ο καθορισμός αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους και ύψους αναλόγου προς αυτό, που αφενός μεν να τους επιτρέπει να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους αφετέρου δε να καθιστά τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ελκυστικά για νέο υψηλής στάθμης επιστημονικό προσωπικό. Οίκοθεν νοείται ότι οι υποχρεώσεις αυτές του Κράτους συσχετίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις οικονομικές δυνατότητες εκάστης περιόδου (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.).

12. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. … 3. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Περαιτέρω, στο άρθρο 79 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος…» και στο άρθρο 106 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι: «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας…». Από τον συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 2192-2196/2014 Ολομ., 668/2012 Ολομ.). Επί πλέον δε όρια στην εξουσία του νομοθέτη να περιστέλλει δαπάνες και συναφώς να μειώνει αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος σχετικές με τις θιγόμενες ομάδες του πληθυσμού (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ.). […]

14. Επειδή, η υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι. αποτέλεσε αντικείμενο συνεχών νομοθετικών ρυθμίσεων και μεταβολών. Με τον ν. 1404/1983, όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2916/2001, είχε προβλεφθεί ότι τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι. είναι φορείς της ακαδημαϊκής ελευθερίας που κατοχυρωνόταν με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Στο άρθρο 15 του ιδίου νόμου προβλεπόταν ότι το κύριο διδακτικό έργο ασκείται από το εκπαιδευτικό προσωπικό (Ε.Π.), το οποίο ανήκει σε μία από τις βαθμίδες: καθηγητών, επικούρων καθηγητών ή καθηγητών εφαρμογών (παρ. 1), ότι τα μέλη Ε.Π. ασκούν δημόσιο λειτούργημα και ότι η υπηρεσιακή τους κατάσταση ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 1404/1983 και του εσωτερικού κανονισμού του Τ.Ε.Ι., στο οποίο ανήκουν (παρ. 2), ενώ με τις λοιπές διατάξεις του ίδιου άρθρου καθορίζονταν τα προσόντα για την εκλογή σε θέση Ε.Π. και με τις διατάξεις του άρθρου 16 ρυθμιζόταν λεπτομερώς η διαδικασία εκλογής και πλήρωσης των αντίστοιχων θέσεων. Με το άρθρο 7 του ν. 2530/1997 (Α΄ 218), ορίσθηκε ότι τα μέλη Ε.Π. είναι δημόσιοι λειτουργοί και απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των διδακτικών και ερευνητικών καθηκόντων τους (παρ. 1) και ότι έχουν την υποχρέωση να παρέχουν διδακτικό, ερευνητικό – επιστημονικό και διοικητικό έργο (παρ. 2). Ακολούθως, με τον ν. 2916/2001, για τη στελέχωση των Τ.Ε.Ι. με τις απαραίτητες για τη λειτουργία τους θέσεις κύριου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, ο νομοθέτης προέβλεψε τη σύσταση τακτικών θέσεων καθηγητών και τη μετατροπή των κενών οργανικών θέσεων καθηγητών και επίκουρων καθηγητών των προ του ν. 2916/2001 Τ.Ε.Ι. σε τακτικές θέσεις αναπληρωτών και επίκουρων καθηγητών. Για την ομαλή, εξάλλου, μετάβαση από το παλαιό στο νέο οργανωτικό καθεστώς λειτουργίας των Τ.Ε.Ι., ο νομοθέτης προέβλεψε, παραλλήλως, μεταβατική περίοδο αρχικά, (με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2916/2001), μέχρι τις 31.8.2008, και στη συνέχεια, (με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3404/2005, Α΄ 260), μέχρι τις 31.8.2014, για την υποβολή αιτήσεων μετατροπής σε τακτικές θέσεις των προσωποπαγών θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού, παρέχοντας τη δυνατότητα στο προ του ν. 2916/2001 εκπαιδευτικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι., το οποίο εντάσσεται στις θέσεις αυτές και ασκεί διδακτικό και ερευνητικό έργο, να κριθεί από εκλεκτορικά σώματα βάσει των νέων αυξημένων προσόντων για να καταλάβει τακτικές θέσεις της ίδιας ή της επόμενης βαθμίδας. Με τις ίδιες διατάξεις, οι θέσεις των καθηγητών, επίκουρων καθηγητών ή καθηγητών εφαρμογών Τ.Ε.Ι., που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2916/2001 ή που επρόκειτο να διορισθούν ύστερα από εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες, μετατράπηκαν αυτοδικαίως σε προσωποπαγείς θέσεις αναπληρωτών καθηγητών, επίκουρων καθηγητών ή καθηγητών εφαρμογών αντίστοιχα (βλ. άρθρο 6 παρ. 1). Με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2916/2001 εισήχθη σαφής διάκριση των μελών του εκπαιδευτικού προσωπικού των ιδρυόμενων με τον νεότερο νόμο Τ.Ε.Ι. σε κατόχους τακτικών θέσεων και σε κατόχους προσωποπαγών θέσεων, ενώ προβλέφθηκαν τέσσερις βαθμίδες εκπαιδευτικού προσωπικού (καθηγητή, αναπληρωτή καθηγητή, επικούρου καθηγητή και καθηγητή εφαρμογών) αντί των τριών που προέβλεπαν οι προϊσχύουσες διατάξεις (βλ. άρθρο 15 του ν. 1404/1983). Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του νόμου αυτού, με τις οποίες τροποποιήθηκαν τα άρθρα 15, 16 και 17 του ν. 1404/1983, αντιστοίχως, στην πρώτη κατηγορία, σ’ εκείνη, δηλαδή, των κατόχων τακτικών θέσεων, ανήκουν τα μέλη που αναδεικνύονται κατά την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του νέου αυτού νόμου διαδικασία από εκλεκτορικά σώματα των ίδιων των Τ.Ε.Ι. με ακαδημαϊκά κριτήρια βάσει των νέων, αυξημένων, σε σχέση με τις προϊσχύουσες διατάξεις, προσόντων. Τα μέλη της κατηγορίας αυτής ασκούν το διδακτικό και ερευνητικό έργο, μετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα προς ανάδειξη των νέων τακτικών μελών και έχουν δικαίωμα να εκλέγονται σε θέσεις διοίκησης των αντίστοιχων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (θέσεις Προέδρου, Αντιπροέδρου, Διευθυντή Σχολής, Προϊσταμένου Τμήματος και Υπευθύνου Τομέα). Στη δεύτερη κατηγορία, στην κατηγορία, δηλαδή, όσων κατέχουν προσωποπαγή θέση, ανήκουν τα προ του ν. 2916/2001 μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι., τα οποία δεν έχουν αναδειχθεί από όργανα απαρτιζόμενα από μέλη ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά εντάσσονται στις θέσεις αυτές δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 2916/2001. Τα μέλη αυτά ασκούν, επίσης, διδακτικό – ερευνητικό έργο, μετέχουν στις γενικές συνελεύσεις των αντίστοιχων τμημάτων, (άρθρο 6 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 2916/2001, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 33 του ν. 3027/2002, Α΄ 152), μετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης (άρθρο 6 παρ. 4 εδ. β΄), δεν έχουν, όμως, δικαίωμα συμμετοχής στα εκλεκτορικά σώματα για την ανάδειξη των νέων τακτικών μελών εκπαιδευτικού προσωπικού (άρθρο 6 παρ. 4 εδ. α΄) και δεν έχουν δικαίωμα να εκλέγονται στα όργανα διοίκησης των Τ.Ε.Ι. (άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄). Όπως έχει κριθεί τα, μέχρι και την ψήφιση του ν. 2916/2001, μέλη του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τ.Ε.Ι. όλων των βαθμίδων ήσαν μη ανώτατοι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 523/2010, 495/2008, 3990/2006, 1705/1996, 694/1994, 4128/1990 κ.ά.). Υπό την ισχύ, αντιθέτως, του νεότερου νόμου, τα μέλη του Ε.Π., που κατέχουν τακτικές θέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1404/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 2916/2001, είναι δημόσιοι λειτουργοί, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος, ενώ τα μέλη του Ε.Π. που κατέχουν προσωποπαγείς θέσεις εξακολουθούν να είναι μη ανώτατοι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι δεν κατέστησαν, με τις μεταβατικές ρυθμίσεις του ν. 2916/2001, δημόσιοι λειτουργοί, κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος (ΣτΕ 2855/2014 7μ., 24/2014, 193/2012, 3432-3/2011 7μ., 2719/2003 7μ., 2515/2003 7μ. κ.ά.). […]

16. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι οι εισαχθείσες, με το άρθρο 6 του ν. 2916/2001, ρυθμίσεις εντάσσονται στο πλαίσιο μείζονος σημασίας θεσμικής μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία αναδιοργανώθηκε πλήρως, περιλαμβάνοντας πλέον δύο τομείς, τον πανεπιστημιακό τομέα, στον οποίο υπήχθη το σύνολο των λειτουργούντων, κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και τον τεχνολογικό τομέα, στον οποίο υπήχθησαν, μεταξύ άλλων, τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.). Η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση επικυρώθηκε, εν συνεχεία, με τον ν. 3549/2007 και με τον ν. 4009/2011 που διατήρησε την ίδια δομή, εισάγοντας, μάλιστα, ενιαίες ρυθμίσεις που ίσχυαν ανεξαιρέτως και για τους δύο τομείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα νεοϊδρυθέντα ιδρύματα στελεχώθηκαν, αρχικά, με το εκπαιδευτικό προσωπικό που υπηρετούσε σ’ αυτά, το οποίο εντάχθηκε σε προσωποπαγείς θέσεις ως ειδική κατηγορία εκπαιδευτικού προσωπικού. Η, κατά τα ανωτέρω, ένταξη των προσώπων αυτών στην οργανωτική δομή της ανώτατης εκπαίδευσης έγινε αυτοδικαίως εκ του νόμου. Με τις ίδιες διατάξεις παρασχέθηκε στα μέλη της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας η δυνατότητα να καταλάβουν τακτικές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού μετά από μετατροπή των προσωποπαγών θέσεων που κατείχαν σε τακτικές θέσεις της ίδιας ή ανώτερης βαθμίδας. Προς τούτο, ο νομοθέτης κατέστρωσε ειδική διοικητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας διεξάγεται αυτοτελής κρίση των ενδιαφερομένων επί τη βάσει των νέων αυξημένων προσόντων του ν. 2916/2001 και μετά από συνεκτίμηση της προσφοράς τους στην εν γένει ανάπτυξη του ιδρύματος ή των ιδρυμάτων, στα οποία υπηρέτησαν. Προς τον σκοπό δε της ομαλής μετάβασης από το προηγούμενο στο νέο οργανωτικό καθεστώς λειτουργίας των Τ.Ε.Ι., ο νομοθέτης ανέθεσε την άσκηση διδακτικού και ερευνητικού έργου και στους κατέχοντες προσωποπαγή θέση, οι οποίοι εντάχθηκαν στο Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. οι μεν προ της ισχύος του ν. 2916/2001 καθηγητές ως αναπληρωτές καθηγητές, οι δε επίκουροι καθηγητές και οι καθηγητές εφαρμογών στις αντίστοιχες βαθμίδες ως επίκουροι καθηγητές και ως καθηγητές εφαρμογών με προσωποπαγή θέση. […]

18. Επειδή, από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις συνάγεται η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., ανάλογη με εκείνη των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι., την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νομοθέτης, εκπληρώνοντας την απορρέουσα από την, κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους ως δημοσίων λειτουργών και της αποστολής τους ως ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών, υποχρέωση εξασφάλισης των απαραίτητων προϋποθέσεων για την άσκηση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας, δηλαδή η υποχρέωση εξασφάλισης στους λειτουργούς αυτούς αποδοχών ειδικώς προβλεπομένων γι’ αυτούς, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς τη σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος, που να τους επιτρέπει να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντα τους, λαμβανομένων βεβαίως υπ’ όψιν των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων του Κράτους. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν είναι ανάλογη με εκείνη των αμέσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, στη συνέχεια, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, το οποίο επιτάσσει τη χορήγηση σ’ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους και τουλάχιστον ίσων προς τις αποδοχές των αντιστοίχων προς τους δικαστικούς λειτουργούς οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών. Η ιδιαίτερη, όμως, μισθολογική τους μεταχείριση αποτελεί εγγύηση της ακαδημαϊκής τους ελευθερίας και απορρέει εμμέσως εκ της, εκ του Συντάγματος (άρθρο 16) αναγνώρισης της ιδιαίτερης σημασίας της αποστολής τους που αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Κράτους, ήτοι της προαγωγής και μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης με την έρευνα και τη διδασκαλία στην ανώτατη εκπαίδευση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 2916/2001, «Τα μέλη του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. είναι δημόσιοι λειτουργοί και απολαμβάνουν τις εγγυήσεις του άρθρου 16 παρ. 6 του Συντάγματος», προβλέπεται δε ρητά στις διατάξεις του άρθρου 25 (παρ. 1) του ν. 4009/2011 (Α΄ 195), στις οποίες ορίζεται ότι: «Οι αποδοχές των καθηγητών είναι ανάλογες του λειτουργήματος που επιτελούν, της βαθμίδας που κατέχουν και του είδους απασχόλησής τους στο ίδρυμα και καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), όπως εκάστοτε ισχύει». Συνεπώς, η υποχρέωση τήρησης από τον κοινό νομοθέτη της απορρέουσας από το άρθρο 16 του Συντάγματος αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής τους, αλλά και δικαίωμα για την κάλυψη των αναγκών τους, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους. […]

26. Επειδή, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε έλεγχο ορίων εκ μέρους του δικαστή (πρβλ. ΣτΕ Ολομέλεια 4741/2014, 3404/2014, 3406/2014, 3177/2014, 2192-2196/2014, 668/2012, ΣτΕ 1031/2015, 1372-1373/2012, 2672/2009 κ.ά.). Η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο εθνικός νομοθέτης σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το οποίο παγίως δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, όμως, με τις διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.4.2007, Eskelinen κατά Φινλανδίας, απόφαση της 20.3.2012, Panfile κατά Ρουμανίας, ΣτΕ Ολομέλεια 2192-6/2014, 3177/2014, 3404/2014, 3406/2014 πρβλ. και ΣτΕ 3616/2008, 3502/2008, 3151/2008), εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του προσφεύγοντος (ΣτΕ Ολομέλεια 668 και 1283/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ενόψει της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να επιβαρύνει πάντοτε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών. Και ναι μεν ο νομοθέτης δύναται να λαμβάνει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών σε βάρος όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος, η εξουσία του όμως αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Εξάλλου, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτούμενων από το δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Εξάλλου, αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε, συλλήβδην, ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Έτσι, κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στους βασικούς μισθούς του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Π.) των Τ.Ε.Ι., επί τη βάσει του μισθού των Καθηγητών Εφαρμογών και των συντελεστών που εφαρμόζονται επ’ αυτού για τον υπολογισμό των βασικών μισθών των λοιπών βαθμών (Επίκουρου Καθηγητή, Αναπληρωτή Καθηγητή και Καθηγητή), καθώς και στα χορηγούμενα σ’ αυτούς επιδόματα και αποζημιώσεις (επιδόματα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης εντός των Τ.Ε.Ι., πάγια αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια, ειδικό ερευνητικό επίδομα τεχνολογικής έρευνας, έξοδα παράστασης, προσαύξηση των ανωτέρω επιδομάτων και πάγιας αποζημίωσης λόγω συμπλήρωσης 25 ετών υπηρεσίας). Ειδικότερα δε, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων μελών του Ε.Π., μειώσεις στις αποδοχές των Καθηγητών. Κατά συνέπεια, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., ως δημοσίων λειτουργών, η οποία απορρέει από το άρθρο 16 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, υπό τη δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση δε αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των μελών του Ε.Π., λόγω της φύσης των καθηκόντων τους και της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαιτέρως αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά τους προσόντα, για την απόκτηση των οποίων απαιτούνται μακροχρόνιες μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς επίσης και τη συναρτώμενη με τα ως άνω στοιχεία μέριμνα για την προσέλκυση στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Χώρας (Πανεπιστημιακά και Τεχνολογικά) νέου, υψηλής επιστημονικής επάρκειας, στελεχιακού δυναμικού (πρβλ. και την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 14.2.2012, 2BvL 4/10, σχετική με τις μισθολογικές ανακατατάξεις των πανεπιστημιακών λειτουργών). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (περίπτ. 21, υποπαραγρ. Γ.1, παραγρ. Γ, άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012), στο μισθολόγιο των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα αμέσως ανωτέρω στοιχεία. Δεν εξετάσθηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012 οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το ανωτέρω καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθηκαν διαδοχικά επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και πρόσθετων αμοιβών (ν. 3833/2010 μείωση 12% και ν. 3845/2010 μείωση 8%, ν. 4002/2011 μείωση 20% ειδικού ερευνητικού επιδόματος), καθώς και άλλες μειώσεις του εισοδήματός τους με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσης (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, Α΄ 152, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι.. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι οι διατάξεις της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις των αποδοχών των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. (μείωση του βασικού μισθού του Καθηγητή Εφαρμογών που αποτελεί βάση υπολογισμού των υπόλοιπων βασικών μισθών αυτών, μείωση των συντελεστών υπολογισμού των βασικών μισθών των υπόλοιπων βαθμίδων, μείωση των ειδικών επιδομάτων και αποζημιώσεών τους), καθώς και οι διατάξεις της υπ’ αριθμ. οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Τέλος, η υπ’ αριθμ. 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13.3.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπλήρωσης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερομένων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ.). Ο δε προβαλλόμενος, με το από 13-1-2017 υπόμνημα του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ισχυρισμός ότι, με τον ν. 2916/2001 και τον μεταγενέστερο αυτού ν. 3549/2007, τα Τ.Ε.Ι. εντάχθηκαν, επανιδρυόμενα ως ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στη βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης, εξακολουθούν, όμως, να διαφοροποιούνται από τα ιδρύματα του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης ως προς τον ρόλο, τον σκοπό και την αποστολή τους και ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, τη μη εξομοίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων των Τ.Ε.Ι. με αυτά των πτυχιούχων των πανεπιστημίων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως αμφισβητείται η ανωτέρω διαφοροποίηση των Τ.Ε.Ι. από τα Α.Ε.Ι., αλλ’ ούτε αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης η συνταγματικότητα ή μη των διατάξεων των νόμων 2916/2001 και 3549/2007 και της τυχόν εξομοίωσης, με τους νόμους αυτούς, των Τ.Ε.Ι με τα ήδη υπάρχοντα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ούτε τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων τους, αλλά μόνον η αντίθεση των διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις των αποδοχών των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., προς το άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρα 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι, λόγω της ανωτέρω διαφοροποίησης των Α.Ε.Ι. από τα Τ.Ε.Ι., δεν ισχύουν τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό της 4741/2014 απόφασης της Ολομελείας του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένης της διαφορετικής μισθολογικής μεταχείρισης των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. (άρθρο 37 ν. 3205/2003) σε σχέση με τα μέλη του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. (άρθρο 36 ν. 3205/2003), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι ναι μεν για τα μέλη του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι προβλέπεται διαφορετικό «ειδικό μισθολόγιο» και, συνεπώς, δικαιολογείται η διαφορετική αντιμετώπιση από τον νομοθέτη εκάστου «ειδικού μισθολογίου», στην προκείμενη περίπτωση όμως, (ανεξάρτητα από τη διαγνωσθείσα, με την προαναφερόμενη απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, αντισυνταγματικότητα των διατάξεων της περίπτωσης 17, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που αφορά στις μειώσεις των αποδοχών των μελών του Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι.), διαπιστώνεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αντίθεση και των διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ιδίου νόμου, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις του «ειδικού μισθολογίου» των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., προς τα άρθρα 16, 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλεται με το ανωτέρω υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου και το από 13.1.2017 υπόμνημα του Τ.Ε.Ι. Αθηνών ότι οι κατέχοντες προσωποπαγείς θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι. δεν κατέστησαν μετά την ισχύ του ν. 2916/2001 δημόσιοι λειτουργοί, κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος, αλλά φέρουν την ιδιότητα του μη ανώτατου υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και επομένως δεν γεννάται ζήτημα αντίθεσης της επίμαχης νομοθετικής ρύθμισης, ως προς αυτούς, προς τις συνταγματικές αρχές και επιταγές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι θέσεις των καθηγητών, επίκουρων καθηγητών ή καθηγητών εφαρμογών Τ.Ε.Ι., που υπηρετούσαν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2916/2001, μετατράπηκαν αυτοδικαίως σε προσωποπαγείς θέσεις αναπληρωτών καθηγητών, επίκουρων καθηγητών ή καθηγητών εφαρμογών αντίστοιχα (βλ. άρθρο 6 παρ. 1), οι οποίοι εντάχθηκαν στο εκπαιδευτικό προσωπικό των νεοϊδρυθέντων, ως ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, Τ.Ε.Ι. και αμείβονται με το ίδιο «ειδικό μισθολόγιο» που ισχύει για το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι., υπέστησαν δε σωρευτικά τις αυτές μισθολογικές περικοπές και φορολογικές επιβαρύνσεις, καθ’ υπέρβαση των αρχών της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5). Και ναι μεν στα στελέχη αυτά, τα οποία δεν έχουν τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα με τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού που κατέχουν τακτικές θέσεις, δεν αναγνωρίζεται η ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού κατά την έννοια του άρθρου 16 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα η, κατά τα ανωτέρω, ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση που και, προ του ν. 2916/2001, απολάμβαναν να μην ευρίσκει ευθέως συνταγματικό έρεισμα, όμως, το προσωπικό της κατηγορίας αυτής, εντασσόμενο πλήρως στην οργάνωση και την κύρια λειτουργία των Τ.Ε.Ι., συμβάλλει σημαντικά στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής αποστολής των Τ.Ε.Ι., πλήρως, δηλαδή, αυτοδιοικούμενων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που εντάσσονται στην ανώτατη εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να είναι, εξ αυτού του λόγου, και οι κατέχοντες προσωποπαγείς θέσεις φορείς του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Το γεγονός αυτό καθιστά, άλλωστε, συνταγματικώς ανεκτή την υπαγωγή τους στο υπηρεσιακό καθεστώς, από το οποίο διέπονται τα μέλη του τακτικού εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι (βλ. και άρθρο 6 παρ. 1 περ. ζ΄ του ν. 2916/2001). Εξάλλου, οι διαφοροποιήσεις που εισήχθησαν, με τον ν. 2916/2001, στο υπηρεσιακό καθεστώς των δύο κατηγοριών του εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι. (απαγόρευση συμμετοχής σε εκλεκτορικά σώματα για την ανάδειξη των νέων τακτικών μελών εκπαιδευτικού προσωπικού και εκλογής σε θέσεις διοικήσεως των Τ.Ε.Ι.), δεν αρκούν για τη διαφοροποίηση της μισθολογικής τους κατάστασης, εφόσον και ο νομοθέτης, τελώντας εν επιγνώσει της διαφοροποίησης αυτής, προέβη, παρά ταύτα, σε πλήρη και χωρίς εξαιρέσεις εξομοίωση του μισθολογικού τους καθεστώτος με αυτό των κατόχων τακτικών θέσεων εκπαιδευτικού προσωπικού, εκκινώντας από την αντίληψη ότι οι κάτοχοι προσωποπαγών θέσεων εμπίπτουν στην έννοια του «λοιπού διδακτικού προσωπικού», που, κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη (βλ. άρθρο 16 παρ. 6 β΄ εδ. του Συντ.), επιτελεί «δημόσιο λειτούργημα». Κατά συνέπεια, η αντίθεση και των διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες προβλέπονται νέες μειώσεις του «ειδικού μισθολογίου» των μελών του Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., προς τα άρθρα 16, 25 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος περιλαμβάνει και τους κατέχοντες προσωποπαγείς θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού των Τ.Ε.Ι.. Τα αυτά ισχύουν, αντίθετα με όσα αβάσιμα υποστηρίζει το Τ.Ε.Ι. Αθήνας με το από 13.1.2017 υπόμνημά του και για τους καθηγητές εφαρμογών, οι οποίοι έχουν ενταχθεί πλήρως στο εκπαιδευτικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι. και συμβάλλουν σημαντικά στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής αποστολής των Τ.Ε.Ι., ο βασικός μισθός των οποίων αποτελεί, άλλωστε, τη βάση υπολογισμού των βασικών μισθών των καθηγητών των άλλων βαθμίδων. Ενόψει τούτων, λόγω του ανίσχυρου των ως άνω διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, και της ερειδόμενης σε αυτές υπ’ αριθμ. οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, κατά το μέρος που προβλέπουν αναδρομική μείωση των αποδοχών των μελών Ε.Π των Τ.Ε.Ι. από 1.8.2012, θεμελιώνεται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση των εναγόντων, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση, με τα αρμόδια όργανά της, διατάξεων αντικειμένων στις μνημονευθείσες συνταγματικές προβλέψεις, καθώς και ευθύνη του Τ.Ε.Ι. Αθηνών που εφάρμοσε τις εν λόγω διατάξεις, κατά την καταβολή των αποδοχών των εναγόντων, χρονικής περιόδου από 1.8.2012 έως 30.4.2015.

27. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 95 του Συντάγματος του 1975 ορίζεται ότι: «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών… β)… γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ)…». 2. … 3. … 4. Οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει. 5…». Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (σκέψεις 2 και 3), με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α΄ 213), προβλέφθηκε και ρυθμίσθηκε ο θεσμός της πρότυπης η «πιλοτικής» δίκης, η οποία αφορά πάσης φύσεως διαφορές, ακυρωτικές η ουσίας. Εξάλλου, η δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμιζόταν παγίως με ειδικά νομοθετήματα, περιορισμένης εκτάσεως, συμπληρωνόταν δε με παραδοχές μιάς ευέλικτης νομολογίας. Ειδικώς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως αποτέλεσε αντικείμενο του άρθρου 50 του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (φ. Α΄ 273), το οποίο όριζε στην παρ. 1: «Η δεχομένη την αίτησιν απόφασις απαγγέλλει την ακύρωσιν της προσβαλλομένης πράξεως, επαγομένη νόμιμον αυτής κατάργησιν έναντι πάντων…». Με όμοιο περιεχόμενο και σε ταυτάριθμο άρθρο επαναλαμβάνεται η ρύθμιση στο ν.δ. 170/1973 και εν συνεχεία και στο ισχύον άρθρο 50 του π.δ. 18/1989, το οποίο ορίζει στην παρ. 1: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την παρατεθείσα διάταξη του άρθρου αυτού, την οποία το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφήρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (φ. Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης…». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακύρωσης και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επέλευσης των συνεπειών της ακύρωσης. Τα αυτά και για τους ίδιους λόγους, (υπό το φως και το πνεύμα της ανωτέρω διάταξης) δέον αναλογικώς να ισχύσουν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και επί αγωγών και άλλων διαφορών ουσίας, που άγονται προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω του νέου δικονομικού θεσμού της πρότυπης δίκης (βλ. 4741/2014 Ολομ.,πρβλ. ΔΕΚ C43/75 της 8.4.1976 Defrenne κατά Sabena και C-262/78 της 17.5.1990 Barber).

28. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και η συνεπεία αυτής αναδρομική ακύρωση της υπ’ αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012) θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των αποδοχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνο στους ενάγοντες, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Ενόψει των δεδομένων τούτων, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, πρέπει να ορισθεί ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Οίκοθεν νοείται ότι για τους ενάγοντες και όσους άλλους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων μελών του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των Τ.Ε.Ι., που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της απόφασης. Όπως δε έχει κριθεί (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 2287-88/2015 Ολομ.), η άποψη αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της αξιώσεως δικαστικής προστασίας, αλλ’ ούτε και με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, διότι αφενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης, αφετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος.

29. Επειδή, μετά την επίλυση των ζητημάτων αντίθεσης των διατάξεων της περίπτωσης 21 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που αφορούν σε μισθολογικές περικοπές του εκπαιδευτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων του Τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, προς τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 6, 25 παρ. 1 (αρχή αναλογικότητας) και 4 παρ. 5 (αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη) του Συντάγματος, πρέπει, η κρινόμενη αγωγή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, να παραπεμφθεί προς εκδίκαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτής, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Επιλύει το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων της περίπτωσης 21 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 , σύμφωνα με το σκεπτικό.

Ορίζει ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας της περίπτωσης 21, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.