ΣΕ 63/2018 : Κριτήρια χαρακτηρισμού υπαλλήλου ως ανώτατου – αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που αφορούν ανώτατο υπάλληλο.
5. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 702/1977 που καθορίζουν τις κατηγορίες των υποθέσεων, οι οποίες εξακολουθούν να δικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, ανώτατος υπάλληλος είναι εκείνος μόνον που χαρακτηρίζεται ως ανώτατος από συγκεκριμένη διάταξη νόμου και δεν είναι επιτρεπτή η αναζήτηση άλλων ουσιαστικών κριτηρίων, όπως τα προσόντα για την κατάληψη της θέσεως, το είδος των καθηκόντων, οι καταβαλλόμενες αποδοχές και η συναγωγή από αυτά συμπεράσματος για τον βαθμό ή την βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας, την οποία θεωρείται ότι κατέχει ο υπάλληλος (βλ. Σ.τ.Ε. 112/2012, 1716/2011 επτ., 2467/2010, 3279/2009, 4715/1997, 1388/1996, 1653/1995, 3029/1993, 2921/1987Ολομ.). Στην προκείμενη περίπτωση, σε καμία από τις διατάξεις των ανωτέρω νομοθετημάτων, που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ο προϊστάμενος της ειδικής υπηρεσίας διαχείρισης επιχειρησιακού προγράμματος δεν χαρακτηρίζεται ως ανώτατος υπάλληλος, ούτε προσδιορίζεται με παραπομπή σε άλλες διατάξεις η βαθμίδα της ιεραρχίας του ως ανώτατη. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι η εφεσίβλητη δεν είχε τον βαθμό του γενικού διευθυντή πριν από τη μετακίνησή της, ούτε τον απέκτησε με μόνη τη μετακίνησή της και την τοποθέτησή της ως προϊσταμένης της εν λόγω ειδικής υπηρεσίας σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, αρμοδίως η υπό κρίση διαφορά εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Περαιτέρω, η διαφορά αυτή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως αφορώσα στην υπηρεσιακή κατάσταση μη ανωτάτου υπαλλήλου του Δημοσίου υπάγεται στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του ν. 2944/2001. Για τον λόγο αυτόν, η εκκαλούμενη απόφαση δεν υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με τον καθιερούμενο από τοάρθρο 5Α του ν. 702/1977 κανόνα για τις αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση δεν εκδόθηκε επί διαφοράς που περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που μνημονεύονται στην περίπτωση α΄ του ιδίου άρθρου 5Α του ν. 702/1977, οι επί των οποίων αποφάσεις υπόκεινται, κατ’ εξαίρεση, σε έφεση, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση δεν επέλυσε διαφορά σχετική με την επιλογή Προϊσταμένου Διεύθυνσης, αλλά διαφορά με αντικείμενο την παύση ισχύος της μετακινήσεως της εφεσίβλητης στην Υπηρεσία Διαχείρισης του επιχειρησιακού προγράμματος «Πολιτισμός» και της αναθέσεως σε αυτήν αποκλειστικών καθηκόντων προϊσταμένης της εν λόγω υπηρεσίας, ήτοι διαφορά αφορώσα στη μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης της προαναφερόμενης διοικητικής υπαλλήλου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3666/2013, 4688/2013, 112/2012, 2790/2009 κ.ά). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα.
ΣΕ 254/2018 : Διοικητές – αναπληρωτές διοικητές νοσοκομείων του ΕΣΥ συνιστούν όργανα διοίκησης των νοσοκομείων – δεν διέπονται από τις εγγυήσεις μονιμότητας του Συντάγματος – πρόωρη λήξη θητείας – νόμιμη αιτιολογία των πράξεων περί τερματισμού της θητείας τους – προηγούμενη ακρόαση – πρακτικό τυχόν διενεργούμενης συνέντευξης
5. Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι διοικητές -για την ταυτότητα δε του λόγου και οι αναπληρωτές διοικητές- των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. (με την επιφύλαξη όσων έχουν γίνει δεκτά για τα «ιδρυματικά» νοσοκομεία του άρθρου 13 παρ. 10 του ν. 2889/2001, βλ. ΣτΕ 956/2011 Ολομ.) είναι, μαζί με τα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων, όργανα διοικήσεως και όχι υπάλληλοι αυτών. Δεν έχουν συνεπώς εφαρμογή στους ανωτέρω διοικητές και αναπληρωτές διοικητές οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος περί μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, είναι δε συνταγματικώς επιτρεπτή η πρόωρη λήξη της θητείας τους με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, κατ’ εφαρμογή των μνημονευμένων διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 7 του ν. 3329/2005, είτε για λόγους υποκειμενικούς, οι οποίοι αφορούν συγκεκριμένο διοικητή ή αναπληρωτή διοικητή, είτε για λόγους αντικειμενικούς, οι οποίοι καθιστούν αναγκαία τη μεταβολή της δημόσιας πολιτικής στον τομέα της υγείας. (βλ. ΣτΕ 1303, 698/2017, 3242/2015, 407/2015, 1081, 227-230/2011επτ. κ.ά.). Πρέπει, όμως, η πράξη του Υπουργού περί πρόωρης λήξης της θητείας διοικητή ή αναπληρωτή διοικητή νοσοκομείου να αιτιολογείται, με μνεία είτε στο σώμα της, είτε στα στοιχεία του φακέλου, εκείνων των πραγματικών δεδομένων και στοιχείων, που δικαιολογούν την απομάκρυνση τους, τα οποία μπορεί, κατά τα προεκτεθέντα, να αναφέρονται είτε σε πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων των συγκεκριμένων προσώπων, που στοιχειοθετούν υπαιτιότητα αυτών είτε στην εξ αντικειμένου ανάγκη αποτελεσματικότερης λειτουργίας των νοσοκομείων, που μπορεί να επιβάλει, π.χ. την εισαγωγή νέων μεθόδων οργανώσεως και λειτουργίας για την εξοικονόμηση πόρων ή την βελτίωση της αποδοτικότητάς τους, προκειμένου να διασφαλισθεί η ταχύτερη δυνατή επίτευξη των στόχων, που εκάστοτε θέτει η Πολιτεία ως προς την διαμόρφωση της υγειονομικής πολιτικής της (βλ. ΣτΕ 1303, 693/2017,3242, 407/2015, 387/2013, 227-230/2011 επτ. κ.α.). Η ως άνω αρμοδιότητα του Υπουργού Υγείας να εκδίδει απόφαση πρόωρης λήξης της θητείας του διοικητή ή αναπληρωτή διοικητή νοσοκομείου συμπληρώνεται με τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4052/2012, δηλαδή με την παράλληλη πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας περιοδικής αξιολόγησης της αποδοτικότητας των διοικούντων τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ.Κ.Α., ώστε να είναι δυνατή, βάσει και της αξιολόγησης αυτής, η λήψη αποφάσεως για τη διατήρηση ή την απομάκρυνσή τους (χωρίς να αποκλείεται η λήψη τέτοιας αποφάσεως και κατά τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 7 του ν. 3329/2005, για λόγους εκτός των εξεταζομένων στο πλαίσιο της ετήσιας αξιολόγησης του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4052/2012). Εξ άλλου, πριν από την έκδοση πράξης πρόωρης λήξης της θητείας διοικητή ή αναπληρωτή διοικητή νοσοκομείου κατά τη διαδικασία αξιολόγησης του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 4052/2012, δεν αποκλείεται να διενεργηθεί συνέντευξη των κρινομένων από την αρμόδια Επιτροπή, προκειμένου αφ’ ενός να υπάρξει πληρέστερη διαφώτιση των μελών της και αφ’ ετέρου να παρασχεθεί στον αξιολογούμενο στάδιο ασκήσεως του δικαιώματός του για προηγούμενη ακρόαση (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος) πριν την ενδεχόμενη λήψη σε βάρος του δυσμενούς διοικητικού μέτρου (πρόωρη λήξη θητείας), το οποίο μπορεί να συνδέεται και με υποκειμενική συμπεριφορά του. Εφ’ όσον πάντως, διενεργηθεί τέτοια συνέντευξη, επιβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 4 και 17 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45) και την αρχή του κράτους δικαίου, να καταγράφεται στο οικείο πρακτικό συνεδριάσεως της Επιτροπής, έστω και συνοπτικά, το περιεχόμενο της συνέντευξης, με αναφορά τόσο στα ερωτήματα που τέθηκαν στον κρινόμενο, όσο και στις απαντήσεις που τυχόν έδωσε και στην αξιολόγησή τους από την Επιτροπή, καθώς και να εκφέρεται εξατομικευμένη κρίση για την προσωπικότητα κάθε κρινομένου και την εν γένει ικανότητά του να ασκεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα της θέσης (ΣτΕ 1303/693/2017, πρβλ. ΣτΕ 917/2014 επτ., 252-53/2011, 1644/2010, 3052/2009 Ολομ. κ.α.).
ΣΕ 318/2018 : Εκκλητό αποφάσεων ΔΕΦ επί υποθέσεων που αφορούν την επιβολή του μέτρου της αργίας σε δημόσιο υπάλληλο.
4. Επειδή, η θέση υπαλλήλου σε αργία, είτε αυτοδικαίως, είτε μετά από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, συνεπεία ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης, συνιστά προσωρινό διοικητικό μέτρο, που συνεπάγεται μεν διακοπή της ενεργού ασκήσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της πειθαρχικής ή ποινικής δίκης, δεν επιφέρει όμως ούτε λύση της υπαλληλικής σχέσης ούτε απώλεια της οργανικής θέσης ή του κατεχομένου από τον υπάλληλο βαθμού. Συνεπώς, η επιβολή του μέτρου αυτού δεν ισοδυναμεί από την πλευρά των έννομων αποτελεσμάτων προς απόλυση και, ως εκ τούτου, ενόψει των παρατιθέμενων στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων, οι εκδιδόμενες επί αιτήσεων ακυρώσεως κατά πράξεων περί θέσης σε αργία υπαλλήλων αποφάσεις των διοικητικών εφετείων δεν υπόκεινται σε έφεση (βλ. ΣτΕ (Συμβ) 143/2017, 239/2015, 2121/2013, 44/2011 κ.ά.).
ΣΕ 325/2018 : Κάλυψη μη ριζικών τυπικών πλημμελειών απόφασης πρωτοβάθμιου οργάνου σε περίπτωση που επιληφθεί της υπόθεσης Δευτεροβάθμιο όργανο – Ελευθερία του λόγου και της έκφρασης δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του – Επιβολή πειθαρχικής ποινής
9. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1912/2016, 1087/2014, 1924/2013 7μ., 2037/2011 7μ., αλλά και ΣτΕ 452/2017), από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 66, 68, 77 και 78 του Κώδικα περί Δικηγόρων συνάγεται ότι η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε δικηγόρο, υποβάλλεται με την κατ’ αυτής άσκηση εφέσεως στον έλεγχο του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, το οποίο, κατά τις διατάξεις αυτές, έχει πλήρη δικαιοδοσία να προβεί σε νέα εξέταση όχι μόνο του νομικού αλλά και του πραγματικού μέρους της υποθέσεως. Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του νόμου, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων προβαίνει σε επανεκτίμηση των αποδείξεων, δικαιούμενο να διατάξει νέα ανάκριση και να καλέσει τον τιμωρηθέντα δικηγόρο σε ακρόαση, έχει δε εξουσία να μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση. Εκ τούτου παρέπεται ότι οιαδήποτε πλημμέλεια της συνθέσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου (και όχι της συγκροτήσεως ή της αρμοδιότητας αυτού, ήτοι ριζικών πλημμελειών, οι οποίες, για τον λόγο αυτόν, μπορούν να προβληθούν λυσιτελώς: βλ. ΣτΕ 363 – 4/2017, 1087/2014 κ.ά.) καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.
10. Επειδή, στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης της 4.11.1950 για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με τον.δ. 53/1974 (Α΄ 254), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. … 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία διά την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο δικηγόρος είναι φορέας δημόσιου λειτουργήματος, είναι όμως και φορέας του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, με κεντρική θέση στην απονομή δικαιοσύνης σε μία δημοκρατική κοινωνία. Ειδικότερα, οι δικηγόροι δικαιούνται να σχολιάζουν δημοσίως την απονομή της δικαιοσύνης, υπό την προϋπόθεση ότι η κριτική τους δεν υπερβαίνει ορισμένα όρια. Τα όρια αυτά συνίστανται στους συνήθεις περιορισμούς στη συμπεριφορά των μελών των δικηγορικών συλλόγων, όπως αντανακλώνται στις βασικές αρχές που απαριθμούνται από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE) για τους Ευρωπαίους δικηγόρους, με ιδιαίτερη αναφορά στην “αξιοπρέπεια”, την “τιμή” και την ακεραιότητα” και στον “σεβασμό για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης”. Τέτοιοι κανόνες συμβάλλουν στην προστασία της δικαστικής εξουσίας από αδικαιολόγητες και αβάσιμες επιθέσεις, που μπορεί να καθοδηγούνται αποκλειστικώς από επιθυμία ή στρατηγική να διεξαχθεί η δίκη στα μέσα ενημέρωσης ή να πληγούν οι δικαστές που χειρίζονται συγκεκριμένη υπόθεση. Έτσι, οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων του δικαστηρίου – εντός της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας – δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις τόσο σοβαρές που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση ούτε μπορούν να διατυπώνουν προσβολές (Ε.Δ.Δ.Α. Morice κατά Γαλλίας της 23.4.2015 Ολομ. σκ. 134 – 139, Bono κατά Γαλλίας της 15.12.2015 σκ. 45 και 46, Αλφαντάκης κατά Ελλάδος της 11.2.2010 σκ. 24 – 27, Čeferin κατά Σλοβενίας της 16.1.2018 σκ. 54 και 59). Στην προκειμένη περίπτωση, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων με την προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την κρίση περί του ότι η αιτούσα τέλεσε τη δεύτερη πράξη για την οποία κατηγορήθηκε, με τις απειλές της, διά της Γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά της δικαστή που είχε εκδικάσει την υπόθεσή της, τις οποίες το Πειθαρχικό Συμβούλιο χαρακτήρισε «κυρίως» ως «λεκτικές υπερβολές», ενόψει αρνήσεως της Γραμματέως να παραλάβει και να σφραγίσει ως εμπρόθεσμες τις προτάσεις της, γεγονός που δημιούργησε αναστάτωση και εκνευρισμό αλλά και σοβαρή παρενόχληση του έργου της Γραμματείας. Περαιτέρω, έκρινε ότι οι ως άνω «λεκτικές υπερβολές» αντίκεινται στην εκ της βασικής διατάξεως του άρθρου 45 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων επιβαλλόμενη δικηγορική αξιοπρέπεια. Ο δε δικηγόρος ο οποίος μετέρχεται τέτοιες εκφράσεις και απειλές, έστω ως σχήμα λόγου «οφειλόμεν[ες] στην ένταση και την ψυχολογική αναταραχή της στιγμής», κατά τον χειρισμό δικαστικώς εκκρεμούς υποθέσεως, είναι ελεγκτέος για ανάρμοστη συμπεριφορά. Επομένως, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως και δη η αναφορά της σε «λεκτικές υπερβολές» της αιτούσας παραβιάζει την ελευθερία του λόγου και της εκφράσεως της τελευταίας σε συνδυασμό με την επαγγελματική ελευθερία της ως δικηγόρου (“Σύνταγμα, άρθρο 6 και λοιπά σχετικά της ΕΣΔΑ”), είναι, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, απορριπτέος ως αβάσιμος (ΣτΕ 2057/2014).
ΣΕ 326/2018 : Έννοια «απόταξης» κατ’ άρθρο 5 Α ν. 702/77 – εκκλητό σχετικών υποθέσεων – μη παραβίαση της αρχής της δικονομικής ισότητας από τη διάταξη του άρθρου 5 Α ν. 702/77.
4. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 3400/2017, 3277, 2970/2014, ΣτΕ (Συμβ) 2905/2014 κ.ά.), κατά την έννοια των παρατεθεισών στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων, δεν είναι εκκλητές όλες οι αποφάσεις που αφορούν τη λύση της υπηρεσιακής σχέσης των στρατιωτικών υπαλλήλων, αλλά, σε αντίθεση προς τη ρύθμιση των υποκείμενων σε έφεση αποφάσεων επί διαφορών των λοιπών (πολιτικών και δικαστικών) υπαλλήλων του Δημοσίου, είναι εκκλητές μόνον αυτές που εκδόθηκαν επί διαφορών που αφορούν την απόταξή ή τη μονιμοποίησή τους. Ο όρος δε «απόταξη» έχει την έννοια της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απομάκρυνσης του υπαλλήλου από το στράτευμα. Άλλωστε, ενόψει του εξαιρετικού χαρακτήρα της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 5Α περ. β΄, αυτή είναι στενώς ερμηνευτέα […]
[…] δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας εκ του λόγου ότι όλες οι πράξεις λύσης της υπαλληλικής σχέσης των πολιτικών υπαλλήλων υπόκεινται σε έφεση, ενώ των στρατιωτικών υπαλλήλων δεν υπόκεινται (πλην της περίπτωσης της απόταξης), όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, διότι οι δύο κατηγορίες υπαλλήλων τελούν σε ουσιωδώς διαφορετική κατάσταση, ενόψει, ιδίως, και του ότι οι στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν απολαύουν της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος μονιμότητας, την οποία απολαύουν οι πολιτικοί υπάλληλοι (ΣτΕ 2415/2014). Τέλος, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι, με την ανωτέρω ερμηνεία του όρου «απόταξη», η αρχή της ισότητας παραβιάζεται και για τον λόγο ότι, δυνάμει της περ. γ΄ του άρθρου 5Α του ν. 702/1977, οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι είναι δόκιμοι στρατιωτικοί υπάλληλοι, δύνανται να ασκήσουν έφεση κατά αποφάσεων που αφορούν στην «οριστική απομάκρυνσή τους» από την παραγωγική σχολή για οποιονδήποτε λόγο, ενώ οι μη μονιμοποιηθέντες στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα όταν απομακρύνονται οριστικά από το στράτευμα πριν από την κρίση τους για μονιμοποίηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των Ενόπλων Δυνάμεων τελούν σε ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες από τους στρατιωτικούς υπαλλήλους που δεν είναι (ή δεν είναι πλέον) μαθητές των εν λόγω σχολών, χρήζοντες, κατά τη δικαστικά ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, μείζονος δικαστικής προστασίας.
ΣΕ 423/2018 : Χρόνος στοιχειοθέτησης παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας – απαράδεκτη η πρόωρη προσβολή παράλειψης κατ’ άρθρο 45 παρ. 4 πδ 18/89 – στην περίπτωση αυτή δεν δύναται το δικόγραφο να ερμηνευθεί στρεφόμενο κατά της τυχόν μετέπειτα εκδοθείσης ρητής αρνητικής πράξης.
5. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως υπάρχει όταν ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να ενεργήσει ή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες από την ειδική αυτή διάταξη προϋποθέσεις. Εξάλλου, για να υπάρξει υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε ορισμένη νόμιμη ενέργεια απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης του διοικουμένου ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, συνοδευόμενης από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Εάν τα δικαιολογητικά αυτά δεν υποβληθούν ταυτοχρόνως με την αίτηση ή εάν, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, προς εξέταση του αιτήματος απαιτείται η υποβολή κρίσιμων συμπληρωματικών στοιχείων, αφετηρία του τριμήνου, μετά την άπρακτη παρέλευση του οποίου στοιχειοθετείται παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια, δεν είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης, αλλά η μεταγενέστερη ημερομηνία υποβολής των δικαιολογητικών ή των συμπληρωματικών στοιχείων του φακέλου (βλ. ΣτΕ 1722/2016, 7μ., σκ. 10, 3009/2015, σκ. 4, 812/2013, σκ. 6, 4531/2009, σκ. 5, 3573/2003, 7μ., σκ. 6 κ.ά.). Εξάλλου, από τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του π.δ. 18/1989 ευθέως συνάγεται ότι αίτηση ακυρώσεως, η οποία πλήττει τη σιωπηρή απόρριψη αιτήματος από τη Διοίκηση απαραδέκτως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στρεφόμενη κατά της τυχόν ρητής πράξης που εκδόθηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και με την οποία απορρίφθηκε από τη Διοίκηση το υποβληθέν από τον ενδιαφερόμενο αίτημα (βλ. ΣτΕ 1390/2012, σκ. 5, 2992/2006, σκ. 10, 2477/2003, 7μ., σκ. 4 κ.ά.).
ΣΕ 469/2018 : Αρμοδιότητα εκδίκασης διαφορών που αφορούν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην οργάνωση της παρεχόμενης από το Κράτος ή άλλους φορείς εκπαίδευσης – ΚΥΑ οργάνωσης λειτουργίας και στελέχωσης ΔΥΕΠ (Δομές για την Υποδοχή και την Εκπαίδευση Προσφύγων) – έννομο συμφέρον για την προσβολή των πράξεων αυτών
3. Επειδή, με το άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ. 361/2001 (Α΄ 244) ορίζεται ότι: “Στο Γ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που αφορούν διαφορές οι οποίες προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας για: α) την οργάνωση και λειτουργία της Διοίκησης, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των ιδρυμάτων ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και τη συγκρότηση, εκλογή, διορισμό και μεταβολές όλων των οργάνων αυτών, β) … ε) τους μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους, …”, ενώ με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ΄ του ν. 702/1977 (Α΄ 268) ορίζεται ότι: “η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους υπάγεται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, οι αιτήσεις για την ακύρωση ατομικών διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή την εκπαιδευτικής νομοθεσίας περί μαθητών, φοιτητών, σπουδαστών, υποτρόφων και μετεκπαιδευομένων, υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, εφόσον η ρύθμιση αφορά στην κατάσταση των μαθητών, φοιτητών, σπουδαστών, υποτρόφων και μετεκπαιδευομένων. Αντιθέτως, αν η ρύθμιση αφορά αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην οργάνωση της παρεχόμενης από το Κράτος ή άλλους φορείς εκπαίδευσης, οι σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως υπάγονται στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 2861/1985 Ολομ., 1003/1990 7μ., 4437/1986, 397/1984) και ανήκουν, ειδικότερα, στην αρμοδιότητα του Γ΄ Τμήματος, στην οποία υπάγονται οι διαφορές από την οργάνωση και λειτουργία της Διοίκησης, έστω και αν η ρύθμιση αυτή σχετίζεται και έμμεσα επηρεάζει τη κατάσταση μαθητών, εκπαιδευτικών κ.λπ. (πρβλ. ΣτΕ 1003/1990 7μ., 487/2005).
7. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του πδ. 18/1989 ορίζεται ότι: “Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων τα έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως τόσο κατά ατομικής όσο και κατά κανονιστικής πράξης απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και την σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 4391/2011 7μ.), ειδικότερα δε για την προσβολή κανονιστικής πράξης, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον γεννάται, κατ’ αρχήν, από την έναρξη της ισχύος της, από την οποία επέρχεται μεταβολή στην έννομη τάξη (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 1253/2006 7μ.). Εξάλλου, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 880/2016 7μ., 1844/2013 7μ. κ.ά.), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία, δηλαδή κατά το χρόνο α) της έκδοσης ή δημοσίευσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, β) της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος και γ) της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ύπαρξη δε του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (όπως συμβαίνει επί κανονιστικών πράξεων), από τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ Ολομ. 95, 319/2017, 3317/2014 κ.ά).
[…] Με τα δεδομένα αυτά, τόσο οι αιτούντες σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων όσο και οι λοιποί αιτούντες, φυσικά πρόσωπα, που επικαλούνται και αποδεικνύουν την ιδιότητά τους ως γονέων και κηδεμόνων των μαθητών που φοιτούν κατά το σχολικό έτος 2016-2017, δηλαδή κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, στις σχολικές μονάδες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (1ο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Γοργοποτάμου) και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Μοσχοχωρίου) που είχαν ορισθεί ως δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων με την ανωτέρω απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (α΄ προσβαλλόμενη) στερούνται εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Τούτο δε, διότι ελλείπει ο απαραίτητος σύνδεσμος μεταξύ της ιδιότητάς τους και του αντικειμένου ρύθμισης των προσβαλλομένων πράξεων, με τις οποίες ουδόλως θίγεται το καθεστώς των μαθητών και τέκνων των αιτούντων που φοιτούν ήδη κατά τις πρωινές ώρες στις σχολικές μονάδες που ορίσθηκαν ως δομές υποδοχής για την εκπαίδευση των προσφύγων τόσο σε νομικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο. Πράγματι, η ρύθμιση από το νομοθέτη ζητημάτων οργάνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, τότε μόνο δύναται να αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα, όταν επηρεάζεται η προσωπική τους κατάσταση, στην προκειμένη περίπτωση, η μαθητική τους ζωή, με την έκδοση και εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών πράξεων, αυτό όμως, εν προκειμένω δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αφορούν άμεσα και προσωπικά τους αιτούντες και τα τέκνα τους. Από τις πράξεις δε αυτές που εκδόθηκαν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου και υπό το φως των διεθνών ρυθμίσεων για την ομαλή ένταξη των ανήλικων προσφύγων στις χώρες υποδοχής, που κατ’ εξοχήν επιτυγχάνεται μέσω της εκπαίδευσης, ούτε επηρεάζονται ούτε πολύ περισσότερο θίγονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των αιτούντων και των τέκνων τους, αλλά διατυπώνονται από αυτούς προσωπικές απόψεις και αντιλήψεις, οι οποίες δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Επομένως, τόσο η αίτηση αυτή, όσο και η ασκηθείσα υπέρ των αιτούντων παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
ΣΕ 637/2018 : Επιρροή πράξης αυτοδίκαιης λύσης υπαλληλικής σχέσης του αιτούντος στη δίκη της αίτησης ακύρωσης κατά της παράλειψης επιλογής του θέση Προϊσταμένου – Ιδιαίτερο έννομο συμφέρον κατ’ άρθρο 32 παρ. 2 πδ 18/89.
4. Επειδή, η εκκαλούσα με το από 11.10.2012 υπόμνημά της επικαλέσθηκε ως ειδικότερο έννομο συμφέρον κατά τα άρθρα 32 παρ. 2 και 66 του π.δ. 18/1989 για την εκδίκαση της κρινόμενης έφεσης: α) ηθικό έννομο συμφέρον λόγω της παράλειψης επιλογής της στην επίδικη θέση (ηθική ζημία και απαξίωση της επαγγελματικής της φήμης και υπόστασης έναντι των συναδέλφων της), β) το γεγονός ότι, σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης και, περαιτέρω, ακύρωσης των προσβαλλομένων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου πράξεων παράλειψης επιλογής και τοποθέτησής της στην επίδικη θέση Προϊσταμένης Τμήματος, δύναται να διεκδικήσει με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την, παράνομη κατ’ αυτήν, παράλειψη προαγωγής της στη θέση αυτή, ήτοι τη διαφορά αποδοχών τόσο στο μισθό της ως Προϊσταμένης (μηνιαίο επίδομα ευθύνης άρθρου 13 ν. 3205/2003) όσο και στις ήδη συντάξιμες αποδοχές της, και γ) τις δυσμενείς συνταξιοδοτικής φύσεως συνέπειες, που απορρέουν από την επίδικη παράλειψή της και, συγκεκριμένα, το γεγονός ότι «όπως συνάγεται από το ν. 3620/2007 άρθρο 4 παρ. 4, είναι σαφές ότι το εν λόγω επίδομα [άρθρου 13 ν. 3205/2003] προσαυξάνει και την σύνταξη αναλόγως». Οι ανωτέρω ισχυρισμοί, δεν συνιστούν όμως το απαιτούμενο ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της παρούσας δίκης, καθόσον: α) η παράλειψη επιλογής της εκκαλούσας στην επίδικη θέση Προϊσταμένης, από μόνη της, δεν επάγεται ηθική της μείωση, ενώ και από τις προσβαλλόμενες πράξεις και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει, πάντως, ότι της αποδίδεται οποιαδήποτε μομφή, ευθύνη ή ηθική απαξία (ΣτΕ 2507, 461/2016 κ.ά.), β) η δυνατότητα έγερσης αγωγής αποζημιώσεως από την εκκαλούσα δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να θεμελιώσει ιδιαίτερο λόγο για την εκδίκαση της κρινόμενης έφεσης (ΣτΕ343-2/2005, 2665/2003), ενώ ούτε η επίκληση υψηλότερων αποδοχών, που αυτή απώλεσε λόγω της παράλειψής της να επιλεγεί, οδηγεί σε κρίση περί διατήρησης του εννόμου συμφέροντός της (ΣτΕ 2644/2009 επτ.), διότι η ανόρθωση της τυχόν ζημίας της από την ανωτέρω αιτία μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση των κατάλληλων ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, τα οποία θα κρίνουν παρεμπιπτόντως και περί της νομιμότητας της φερόμενης ως ζημιογόνου πράξης (βλ. ΣτΕ 2732/2017, 2507/2016 κ.ά.), και γ) για τη θεμελίωση ιδιαίτερου εννόμου συμφέροντος δεν αρκεί η επίκληση από την εκκαλούσα δυσμενών εν γένει συνταξιοδοτικών συνεπειών, αλλά έπρεπε να γίνει συγκεκριμένη αναφορά στις νομοθετικές διατάξεις που λαμβάνονται υπ’ όψη στην περίπτωσή της προκειμένου να της χορηγηθεί σύνταξη (βλ. ΣτΕ 2732/2017 κ.ά.)∙ μόνη δε η εν προκειμένω αναφορά του άρθρου 4 παρ. 4 του ν. 3620/2007 δεν αρκεί, καθόσον η διάταξη αυτή [σύμφωνα με την οποία το επίδομα θέσης ευθύνης του άρθρου 13 παρ. 1 του ν. 3205/2003 προσαυξάνει τον μισθό με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη] προστεθείσα στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007, Α΄ 210) από 1.1.2008, δεν ίσχυε κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγεται η επίδικη παράλειψη επιλογής και τοποθέτησής της στην επίδικη θέση (από 22.1.2004 έως και 24.11.2005), ούτε κατά το χρόνο που συζητήθηκε ηένδικη υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο (1.12.2006).
5. Επειδή, κατόπιν αυτών, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, η εκκαλούσα πρέπει, όμως, κατ’ εκτίμηση των συνθηκών της υποθέσεως (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989), να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου Νοσοκομείου.
ΣΕ 695/2018 : Η θέσπιση με υπουργική απόφαση ανώτατου ορίου ηλικίας 45 ετών για την πρόσβαση σε θέση Επιμελητή Β΄ στο ΕΣΥ, είναι μη νόμιμη, διότι εισάγει δυσμενή μεταχείριση συνδεόμενη με την ηλικία, η οποία αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 παρ. 5 της 2000/78 Οδηγίας.
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της …/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία συνεκδικάσθηκαν λόγω συνάφειας και απορρίφθηκαν δύο αιτήσεις ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσης, κατά της …/22.3.2010 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Γ΄…), θεωρηθείσης ως μόνης εκτελεστής πράξεως, με την οποία διορίσθηκε η …. σε θέση επιμελητή Β΄ του κλάδου ιατρών ΕΣΥ, με την ειδικότητα της Ακτινοδιαγνωστικής, στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου «…..» κατά παράλειψη της εκκαλούσης, η οποία δεν έγινε δεκτή προς κρίση διότι είχε υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας της. […]
3. Επειδή, με την παρ. 11 του άρθρου 10 του ν. 3051/2002 (Α΄ 220), που φέρει τον τίτλο «Ειδικά θέματα που σχετίζονται με προσλήψεις», με την οποία ενσωματώθηκε εν μέρει στην εσωτερική έννομη τάξη η Οδηγία 2008/78/ΕΚ, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε από τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του ανωτέρω άρθρου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 3144/2003 (Α΄111) και συμπληρώθηκε εν συνεχεία με την παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3174/2003 (Α΄205), ρυθμίσθηκε το ζήτημα των ορίων ηλικίας προσβάσεως στον δημόσιο τομέα σε συμμόρφωση με τις επιταγές της εν λόγω Οδηγίας, ορίσθηκε δε ότι : «Καταργείται το ανώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης ή διορισμού τακτικού προσωπικού στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού και τα Ν.Π.Ι.Δ. του δημόσιου τομέα της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, όπως αυτό ισχύει, και της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 2527/1997 … Ειδικά όρια ηλικίας που απαιτούνται από τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων των προς πλήρωση θέσεων μπορεί να καθορίζονται με την οικεία προκήρυξη, μετά από γνώμη του οικείου φορέα και απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης». Με βάση τη διάταξη αυτή εκδόθηκε η …./2003 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Β΄….), με την οποία καθορίστηκαν τα όρια ηλικίας διορισμού σε θέσεις του κλάδου ιατρών ΕΣΥ ως εξής : Επιμελητής Β΄ 45ο έτος, Επιμελητής Α΄ 50ο έτος και Διευθυντής 55ο έτος. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση «ο κατά τα ανωτέρω καθορισμός ανωτάτου ορίου ηλικίας διορισμού υπαγορεύεται από την ιδιάζουσα φύση και τα καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού». […]
8. Επειδή, με τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με τον ανωτέρω ν. 3304/2005, σκοπείται η θέσπιση ενός γενικού πλαισίου, προκειμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας με την παροχή αποτελεσματικής προστασίας από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1 της Οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία (αποφάσεις Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2007 C-411/05 Palacios de la Villa, σκέψη 42, της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 C-447/09 Prigge, σκέψη 39, της 13ης Νοεμβρίου 2014 C-416/13 Mario Vital Perez, σκέψη 28 κ.α.). Η απαγόρευση των διακρίσεων ως προς την ηλικία, στην οποία αποβλέπει η εν λόγω Οδηγία που, σύμφωνα με τις αιτιολογικές της σκέψεις, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση, τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα πρόσωπα, στο σύνολο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και έχει αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο ως γενική αρχή του δικαίου της ΄Ενωσης (αποφάσεις ως άνω Mario Vital Perez, σκέψεις 24 και 29, Prigge, σκέψη 38, της 22ας Νοεμβρίου 2005, C-144/04, Mangold, σκέψη 75 κ.α.). Κατά ρητή όμως πρόβλεψη, οι εισαγόμενες ρυθμίσεις ως προς την απαγόρευση των διακρίσεων, λόγω ηλικίας, μεταξύ άλλων, και προκειμένου για τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, δεν θίγουν τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος, τα οποία είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της υγείας (βλ. και απόφαση Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2010 C-341/08 Dominca Petersen, σκέψη 49), ενώ εισάγουν σε πολύ περιορισμένο βαθμό εξαιρέσεις από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή οριοθετείται από τις ρυθμίσεις αυτές. Ειδικότερα, αποκλίσεις από την απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας συγχωρούνται, σε δύο περιπτώσεις: α) στην περίπτωση που, ενόψει της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων και του πλαισίου εντός του οποίου αυτές ασκούνται, οι φυσικές ικανότητες των υποψηφίων αποτελούν χαρακτηριστικό συνδεόμενο με την ηλικία τους, το οποίο αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση, δηλ. χαρακτηριστικό ουσιώδους σημασίας σε σχέση με την ικανότητα ασκήσεως των εν λόγω δραστηριοτήτων και εφόσον η προϋπόθεση αυτή είναι ανάλογη και ο επιδιωκόμενος σκοπός θεμιτός (αποφάσεις Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 2010 C-229/08 Colin Wolf, σκέψεις 35, 36, Mario Vital Perez, σκέψεις 44, 45) και β) στην περίπτωση που στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου εξυπηρετούνται θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής, ιδίως δε σκοποί που συνδέονται με την πολιτική της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής κατάρτισης (αποφάσεις Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 2009, C-388/07, Age Concern England, σκέψη 46, της 18ης Ιουνίου 2009 C-88/08, Hütter, σκέψη 41, Prigge, σκέψεις 80, 81). ΄Οπως έχει γίνει δεκτό, ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση, αν στην εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν διευκρινίζεται ο επιδιωκόμενος σκοπός, δεν αποκλείεται αυτομάτως η δικαιολόγηση του μέτρου, αλλά ο προσδιορισμός αυτού πρέπει να προκύπτει από άλλα στοιχεία του γενικού πλαισίου του συγκεκριμένου μέτρου, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικό έλεγχος ως προς τη νομιμότητά του και ως προς τον πρόσφορο και αναγκαίο χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του (αποφάσεις Δικαστηρίου Petersen σκέψη 40, Mario Vital Perez, σκέψη 62, Palacios de la Villa, σκέψεις 56 και 57, της 6ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-286/12, σκέψη 58). Εξάλλου, σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις θα πρέπει να εξετάζεται πάντοτε αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι πρόσφορα και αναγκαία (αποφάσεις Δικαστηρίου Mario Vital Perez, σκέψη 45, Dominca Petersen, σκέψη 40, Palacios de la Villa, σκέψη 57 κ.α.). Τέλος, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ένα νομοθέτημα είναι κατάλληλο να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν αποσκοπεί πράγματι στην επίτευξή του με συνοχή και συστηματικότητα (αποφάσεις Dominca Petersen, σκέψη 53, της 10ης Μαρτίου 2009 C-169/07 Hartlauer, σκέψη 55 κ.α.).
9. Επειδή, οι σωματικές και πνευματικές ικανότητες κατά τα διδάγματα της επιστήμης αποτελούν χαρακτηριστικό συνδεόμενο με την ηλικία και, συνεπώς, η καλή φυσική και πνευματική κατάσταση μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί «ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση» για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 της Οδηγίας (πρβλ. Αποφάσεις Δικαστηρίου Mario Vital Perez, σκέψη 37, Wolf, σκέψη 41, Prigge σκέψη 67), με γνώμονα και το άρθρο 2 παρ. 5 αυτής, δυνάμει του οποίου δικαιολογείται η εισαγωγή μέτρων που κρίνονται αναγκαία για την προστασία της υγείας των ασθενών, από την άποψη της ικανότητας των ιατρών να ασκούν επαρκώς τα καθήκοντά τους. Κατά τη νομολογία πάντως του Δικαστηρίου, ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση δεν μπορεί να συνιστά αυτός καθ’ εαυτός ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση (όπως π.χ. εν προκειμένω η ηλικία), αλλά ένα χαρακτηριστικό συνδόμενο με τον λόγο αυτόν (αποφάσεις Mario Vital Perez, σκέψη 36, Colin Wolf, σκέψη 35, Prigge, σκέψη 66).
10. Επειδή, με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 10 παρ. 11 του ν. 3051/2002, που ενσωμάτωσε εν μέρει την ως άνω Οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, η οποία επαναλήφθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3304/2005 με τον οποίο μεταφέρθηκε εν συνεχεία στην εσωτερική έννομη τάξη το σύνολο της Οδηγίας, καταργήθηκε κάθε ανώτατο όριο ηλικίας ως όρος για την πρόσβαση στον δημόσιο τομέα, ενώ θεσπίσθηκε η δυνατότητα εξαιρέσεως από την απαγόρευση αυτή. Ο ίδιος ο νομοθέτης, επαναλαμβάνοντας, κατ’ ουσίαν, τις περιλαμβανόμενες στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας αρχές, θεώρησε ως λόγο που θα δικαιολογούσε μια τέτοια εξαίρεση, την περίπτωση που ειδικά όρια ηλικίας απαιτούνται από τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας. Ενόψει της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως, με την ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ.9/5625/2003 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης θεσπίσθηκαν, κατά τα προεκτεθέντα, ως προς την πρόσβαση σε θέσεις του κλάδου ιατρών ΕΣΥ, ανώτατα όρια ηλικίας και, συγκεκριμένα, προκειμένου για τους Επιμελητές Β΄, το όριο ηλικίας των 45 ετών.
11. Επειδή, η ανωτέρω ρύθμιση (της ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ.9/5625/2003 υπουργικής αποφάσεως) συνεπάγεται για ορισμένα άτομα που επιθυμούν να καταλάβουν τέτοια θέση και έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από άλλα άτομα που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, για τον λόγο και μόνον ότι έχουν υπερβεί ορισμένη ηλικία, ενώ συνδέει, άνευ άλλου, την ηλικίαμε τη φύση και τα καθήκοντα των ιατρών που υπηρετούν στο ΕΣΥ. Στα στοιχεία του φακέλου δεν υφίσταται οποιαδήποτε τεκμηρίωση εκ μέρους της Διοικήσεως ως προς τις ειδικότερες απαιτήσεις, τις ιδιαιτερότητες και τις γενικότερες συνθήκες της ασκήσεως, εντός του συστήματος δημόσιας υγείας, του ιατρικού επαγγέλματος. Με την επίμαχη διάταξη δεν προσδιορίζεται, άλλωστε, συγκεκριμένα, πέραν της αόριστης αναφοράς ότι το όριο αυτό ηλικίας για την πρόσβαση στις ανωτέρω θέσεις δικαιολογείται «από την ιδιάζουσα φύση και τα καθήκοντα του εν λόγω προσωπικού», και ο σκοπός που θεραπεύεται με τον καθορισμό, ειδικότερα ως προς τη θέση του Επιμελητή Β΄, του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας, ώστε περαιτέρω να ελεγχθεί δικαστικώς αν το όριο αυτό είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του μέτρου. Ο δικαιολογητικός λόγος θεσπίσεως συγκεκριμένου ορίου ηλικίας για την πρόσβαση σε μόνιμη θέση στο δημόσιο σύστημα υγείας, που ίσχυε ήδη και υπό την ισχύ προγενεστέρων νομοθετημάτων, δεν συνάγεται, ούτε από το μνημονευόμενο στο προοίμιο της ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως Υ10α/Γ.Π.21147/3.3.2003 έγγραφο του Υπουργού Υγείας προς τη Διεύθυνση Προσλήψεων και Προσωπικού του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με το οποίο διατυπώνεται η γνώμη της υπηρεσίας υπέρ της διατηρήσεως, μεταξύ άλλων, του ανωτάτου ορίου ηλικίας του επιμελητή Β΄ στα 40 έτη (και όχι στα 45, όπως τελικά διαμορφώθηκε), ούτε από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, αλλά ούτε και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση των εκάστοτε νόμων για την οργάνωση του ΕΣΥ και των σχετικών αιτιολογικών εκθέσεων των νόμων αυτών. Εντούτοις, από την ερμηνεία της επίμαχης διατάξεως, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 5 της Οδηγίας, μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός για την επιβολή του εν λόγω ορίου ηλικίας (45 έτη) συνίσταται, στη διασφάλιση της υγείας των ασθενών από τους κινδύνους που συνεπάγεται η παροχή υπηρεσιών από μεγαλύτερης ηλικίας ιατρούς. Το μέτρο όμως αυτό διαχρονικά δεν εμφανίζει συνοχή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο αυτό σκοπό, καθόσον α) το ανώτατο όριο ηλικίας για την πρόσληψη στην επίμαχη θέση, ορίσθηκε αρχικά με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 1397/1983, στα 45 έτη, ανήλθε εν συνεχεία με το άρθρο 65 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2071/1992 στα 50 έτη και επανήλθε με το άρθρο 34 παρ. 6 του ν. 2519/1997 στα 45 έτη, στα οποία και παρέμεινε με την κρίσιμη εν προκειμένω υπουργική απόφαση [ήδη δε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4368/2016 (Α΄21) επανήλθε στα 50 έτη], β) οι ιατροί μπορούν να ασκούν το επάγγελμά τους εκτός των δημόσιων νοσηλευτικών ιδρυμάτων και μετά τη συμπλήρωση του ορίου αυτού και μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, γ) όριο ηλικίας δεν εφαρμόζεται προκειμένου για τους ήδη υπηρετούντες στον κλάδο ιατρών του ΕΣΥ που συμμετέχουν στη διαγνωστική διαδικασία, ενδιαφερόμενοι για τον διορισμό τους σε άλλη θέση του εθνικού συστήματος υγείας, δ) οι ιατροί αυτοί μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς όριο ηλικίας προκειμένου για την κατάληψη θέσεως υψηλότερης βαθμίδας μέχρι αποχώρησή τους από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδοτήσεως, ε) ο περιορισμός του ορίου ηλικίας δεν ισχύει για τους ιατρούς που καταλαμβάνουν θέσεις σε περιοχές άγονες και προβληματικές, σύμφωνα με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 34 του ν. 3329/2005, με την οποία προστέθηκε σχετικό εδάφιο γ΄ στην παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 1397/1983 και, τέλος, στ) ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει ούτε για την πρόσληψη των επικουρικών ιατρών στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα. Εξάλλου, και από το συνολικό πλαίσιο των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων εν προκειμένω δεν προκύπτει διαφοροποίηση ή εξειδίκευση των καθηκόντων των υπηρετούντων στο ΕΣΥ ιατρών ανάλογα με τον κατεχόμενο βαθμό (πλην των συντονιστών Διευθυντών που ασκούν επιπροσθέτως και διοικητικά καθήκοντα), παρότι τα όρια ηλικίας για την πρόσβαση στις επί μέρους θέσεις του κλάδου αυτού διαφοροποιούνται, αφού για τους Επιμελητές Α΄ συγχωρείται η πρόσληψή τους με ανώτατο όριο ηλικίας τα 50 έτη, για δε τους Διευθυντές τα 55 έτη [ήδη δε με το μνημονευθέν άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4368/2016 το όριο ηλικίας ανήλθε για τους Επιμελητές Α΄ στα 55 έτη και για τους Διευθυντές στα 60 έτη]. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας, στον βαθμό που επιτρέπει παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, είναι στενά ερμηνευτέο (αποφάσεις Δικαστηρίου Mario Vital Perez, σκέψη 47, Prigge, σκέψη 72), ο καθορισμός εν προκειμένω του ορίου ηλικίας των 45 ετών, για την πρόσβαση, ειδικότερα, σε θέση Επιμελητή Β΄ του ΕΣΥ, που πάντως δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλό, δεν συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για την άσκηση της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, αλλά ούτε και μέτρο πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και, ως εκ τούτου, αναγκαίο για την προστασία της υγείας, κατά την έννοια των διατάξεων των ως άνω άρθρων 4 παρ. 1 και 2 παρ. 5 της Οδηγίας. Συνεπώς, η σχετική ρύθμιση είναι μη νόμιμη, ως αντικείμενη στις διατάξεις αυτές. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3754/2009 (Α΄43/11.3.2009), με τις οποίες αναδιοργανώθηκε το ΕΣΥ και θεσπίσθηκε η εξέλιξη των νοσοκομειακών ιατρών από τον εισαγωγικό βαθμό του Επιμελητή Β΄ μέχρι τον βαθμό του Διευθυντή, χωρίς να τροποποιηθεί το, κατά τα προαναφερθέντα, ανώτατο όριο ηλικίας των 45 ετών για την πρόσβαση σε θέση Επιμελητή Β΄. […]
13. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 11, η θέσπιση, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 10 παρ. 11 του ν. 3051/2002, με την ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ.9/5625/2003 υπουργική απόφαση του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας για την πρόσβαση σε θέση Επιμελητή Β΄ στο ΕΣΥ, είναι μη νόμιμη, διότι εισάγει δυσμενή μεταχείριση συνδεόμενη με την ηλικία, η οποία αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 παρ. 5 της 2000/78 Οδηγίας.
ΣΕ 931/2018 : Η αυτοδίκαιη έκπτωση από το δικηγορικό λειτούργημα λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης δεν συνιστά ποινικής φύσεως κύρωση αλλά απλό διοικητικό μέτρο που εισάγει περιορισμό στην ελευθερία άσκησης επαγγέλματος – δεν έχουν πεδίο εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 4 VII ΠΠ ΕΣΔΑ.
6. Επειδή, όπως έχει κριθεί, το δικηγορικό επάγγελμα είναι μεν ελευθέριο, έχει όμως παραλλήλως και χαρακτήρα δημοσίου λειτουργήματος συνδεομένου με το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, η δε ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, όσον αφορά τους όρους εισόδου, παραμονής και εξόδου από αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, καθώς και τις επιστημονικές και εν γένει διανοητικές ικανότητες του δικηγόρου, ώστε η λειτουργία της Δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα διαπιστωμένης ικανότητας και ηθικής συγκροτήσεως (βλ. ΣτΕ 3516/2013 Ολομ., 413/1993 Ολομ., 1618/1988 Ολομ.). Κινούμενος εντός του πλαισίου αυτού, ο νομοθέτης δεν ανέχεται, με τις μνημονευθείσες διατάξεις του ν. 4194/2013, την άσκηση δικηγορίας από πρόσωπα που δεν διαθέτουν, λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για σοβαρά ποινικά αδικήματα, την απαιτούμενη ηθική συγκρότηση, ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η αναγκαία εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό τους, όσο και η διαφύλαξη του κύρους του δικηγορικού επαγγέλματος γενικά. Συνεπώς, με τις μνημονευθείσες διατάξεις επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης, με την άσκηση της δικηγορίας από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα, θεσπίζεται δε προς τούτο η αρνητική προϋπόθεση της μη αμετάκλητης καταδίκης για τα ανωτέρω ποινικά αδικήματα, η οποία συνάπτεται άμεσα με τον διττό χαρακτήρα της δικηγορίας ως ελευθερίου επαγγέλματος και δημοσίου λειτουργήματος (βλ. ΣτΕ 3999/2015, 2496/2015). Εν όψει των ανωτέρω, η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης δεν συνιστά κύρωση ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα, αλλά διοικητικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται επί της αντικειμενικής βάσεως της ως άνω ποινικής καταδίκης και μόνο, λόγω εκλείψεως νόμιμης προϋποθέσεως για την είσοδο και παραμονή στο δικηγορικό επάγγελμα. Ειδικότερα, κατά την επιβολή του εν λόγω μέτρου δεν επανεξετάζεται το περιεχόμενο της συμπεριφοράς που οδήγησε στην ποινική καταδίκη και επομένως δεν τιμωρείται κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη -με σκοπό τη γενικότερη νομική, ηθική και κοινωνική αποδοκιμασία της συμπεριφοράς του τιμωρουμένου- αλλά εξυπηρετείται αποκλειστικώς το δημόσιο συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Εξ άλλου, εν όψει των ανωτέρω, το επιβαλλόμενο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο ισοδύναμο σε σφοδρότητα με ποινή στερητική της ελευθερίας, αλλά ως σοβαρός, πλην αναγκαίος, περιορισμός της επαγγελματικής ελευθερίας, ο οποίος συνάπτεται άμεσα με τις νόμιμες προϋποθέσεις ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, οι οποίες τίθενται χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Δεν αποτελεί, συνεπώς, το εν λόγω μέτρο, μέτρο ¨ποινικής¨ φύσεως και δεν τυγχάνουν σε αυτό εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 7 παρ. 1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), καθώς και του άρθρου 4 παρ. 1 του εβδόμου (7ου) Πρωτοκόλλου της ανωτέρω Συμβάσεως (ν. 1705/1987, Α΄ 89), με τις οποίες ορίζεται (α) ότι έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξεως και να ορίζει τα στοιχεία της, (β) ότι ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξεως και (γ) ότι κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά για πράξη, για την οποία αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε ήδη με αμετάκλητη απόφαση (αρχή ¨ne bis in idem¨). (Βλ. ΣτΕ 1523/2017, 3999, 2932, 2496/2015, πρβλ. ΣτΕ 1912/2016, 3262/2012, 1536/2007 επτ., πρβλ. επίσης τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 23.8.2011 επί του παραδεκτού, Βαγενάς κατά Ελλάδος, της 19.2.2013, MÜLLER-HARTBURG κατά Αυστρίας, σκέψεις 45 και επόμ., της 8.4.2003 επί του παραδεκτού, MANASSON κατά Σουηδίας, της 7.7.1989, TRE TRAKTÖRER AB κατά Σουηδίας, σκέψεις 45-46). Για τους ίδιους λόγους, δεν τυγχάνουν εφαρμογής διατάξεις ή αρχές ομοίου περιεχομένου προς τις ανωτέρω, οι οποίες εφαρμόζονται, ευθέως ή αναλόγως, σε πειθαρχικές διαδικασίες, όπως, ιδίως, η διάταξη του άρθρου 139 παρ. 7 του ν. 4194/2013, κατά την οποία, αν από την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από δικηγόρο έως την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζονται εκείνοι που είναι ευμενέστεροι για τον διωκόμενο.
7. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε νομίμως, κατ’ εφαρμογή των μνημονευμένων διατάξεων των άρθρων 6 και 7 του ν. 4194/2013, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες ως ισχύουσες κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συνέτρεξε, κατά τα προεκτεθέντα, η αντικειμενική προϋπόθεση της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του αιτούντος (πρβλ. ΣτΕ 3262/2012, 1536/2007 επτ.), δεν ασκεί δε επί του ζητήματος αυτού καμία επιρροή το αν οι αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (άρθρα 26 παρ. 1 και 80 του ν.δ. 3026/1954-Α΄ 235) ήταν ευμενέστερες, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, από τις εφαρμοσθείσες διατάξεις του ν. 4194/2013. Η επιβολή, εξ άλλου, του ανωτέρω διοικητικού μέτρου δεν αποκλειόταν από την αρχή ¨ne bis in idem¨, εφόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν πρόκειται για μέτρο ποινικού ή πειθαρχικού χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται: (α) ότι οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως συνιστούν εγκλήματα κατά την έννοια του ποινικού δικαίου και ότι οι συνέπειες της πράξεως αυτής στο πρόσωπο του αιτούντος έχουν παρόμοια με ποινή ή πειθαρχικό μέτρο κυρωτική λειτουργία, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής η θεμελιώδης αρχή του ποινικού και του πειθαρχικού δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται εν προκειμένω και ρητώς με το άρθρο 139 παρ. 7 του ν. 4194/2013, ότι, σε περίπτωση ισχύος περισσότερων διατάξεων μεταξύ της τελέσεως του αδικήματος και της αμετάκλητης αποφάσεως, εφαρμοστέες είναι οι ευμενέστερες για τον διωκόμενο· (β) ότι, εν όψει των ανωτέρω, η προσβαλλομένη όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων, οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο διαπράξεως των μνημονευμένων ποινικών αδικημάτων και ήταν, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος, ευμενέστερες από τις εφαρμοσθείσες διατάξεις του ν. 4194/2013· (γ) ότι, σε κάθε περίπτωση, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής ¨ne bis in idem¨, δεδομένου ότι η απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας αποτελεί συνέπεια αδιαμφισβήτητης βαρύτητας, με τεράστιες επιπτώσεις οικονομικής, επαγγελματικής και ηθικής φύσεως· και (δ) ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει νόμιμη αιτιολογία.
ΣΕ 967/2018 : Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης εννόμου συμφέροντος για την προσβολή πράξεων που ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία Νοσοκομείου
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της …/10.4.2012 (Β΄ 1147) κοινής αποφάσεως των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία εγκρίθηκε ο Οργανισμός του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών ‘ΠΑΝ. ΚΑΙ ΑΓΛΑΪΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ’, κατά το μέρος που με αυτόν καταργούνται συγκεκριμένα τμήματα και μονάδες του Νοσοκομείου αυτού.
3. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής: “Αίτηση δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων τα έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον κάθε πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας κατά την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας, αλλά απαιτείται ιδιαίτερο, άμεσο και ενεστώς και όχι μελλοντικό και ενδεχόμενο έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν ο αιτών δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως, από τον σύνδεσμο μεταξύ των εννόμων συνεπειών της πράξεως αυτής και της συγκεκριμένης νομικής καταστάσεως ή ιδιότητας, στην οποία ευρίσκεται ή την οποία επικαλείται, πρέπει δε να συντρέχει στο πρόσωπο του αιτούντος σωρευτικά κατά την έκδοση της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ 3058/2009 Ολομ., 2216/2016 7μ.).
4. Επειδή, από τα υφιστάμενα στη δικογραφία στοιχεία προκύπτει ότι με την …/22.6.2010 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (φ. …/τ. …/22.6.2010) οι αιτούντες είχαν διορισθεί, με θητεία δύο ετών, ως τακτικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Αθηνών “ΠΑΝ ΚΑΙ ΑΓΛΑΪΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ”, ο μεν πρώτος ως αιρετός εκπρόσωπος του λοιπού, πλην ιατρών, προσωπικού του Νοσοκομείου, ο δε δεύτερος ως αιρετός εκπρόσωπος των ιατρών και των ειδικευόμενων ιατρών του Νοσοκομείου, υπό την ιδιότητά τους δε αυτή ασκούν την κρινόμενη αίτηση. Η θητεία των αιτούντων ανανεώθηκε με την .…../24.8.2012 απόφαση του Υπουργού Υγείας (φ. …/ τ. …./4.9.2012) για δύο έτη και ο μεν πρώτος διατήρησε την ίδια ιδιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο του ανωτέρω Νοσοκομείου, ο δε δεύτερος διορίσθηκε ως αιρετός αναπληρωτής εκπρόσωπος των ιατρών και των ειδικευόμενων ιατρών του Νοσοκομείου. Στη συνέχεια, με την …../11.1.2013 απόφαση του Υπουργού Υγείας (τ…./φ. …/28.2.2013) τροποποιήθηκε η τελευταία απόφαση του ως άνω Υπουργού και ο δεύτερος των αιτούντων διορίσθηκε ως αιρετός εκπρόσωπος των ιατρών και των ειδικευόμενων ιατρών του προσωπικού του Νοσοκομείου, η δε θητεία του μαζί με το υπόλοιπο της θητείας των άλλων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο πρώτος των αιτούντων, έληξε στις 24.8.2014. Μετά την ημερομηνία αυτή, επακολούθησαν οι …… αποφάσεις του Υπουργού Υγείας, από τις οποίες δεν προκύπτει ανανέωση της θητείας των αιτούντων ως αιρετών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, ενώ δεν αποδεικνύεται με βάση στοιχεία του φακέλου ή προσκομισθέντα από τους αιτούντες στοιχεία, τα οποία συνοδεύουν το παραδεκτώς κατατεθέν στις 5.12.2017 υπόμνημα, η ιδιότητα τους αυτή, η οποία να τους προσδίδει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως σε όλα τα χρονικά σημεία που αυτό πρέπει να συντρέχει, δηλαδή έως και κατά την τελευταία συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΣτΕ 2844/2016). Περαιτέρω, ούτε η ιδιότητα του πρώτου αιτούντος ως υπαλλήλου του ανωτέρω Νοσοκομείου ούτε του δεύτερου αιτούντος ως Διευθυντή Παιδιατρικού Τμήματος του Νοσοκομείου αυτού θα ήταν δυνατόν να προσδώσουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως (ΣτΕ 2216/2016 7μ.), δεδομένου μάλιστα του ότι δεν προβάλλονται ειδικότεροι ισχυρισμοί συνδέοντες τις έννομες συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξεως με την υπηρεσιακή και εργασιακή κατάσταση αυτών (πρβλ. ΣτΕ 2396/2002 7μ., 4904/1995). Τέλος, αορίστως, εν πάση περιπτώσει, οι αιτούντες προβάλλουν ότι … «η επιχειρούμενη … κατάργηση σημαντικών τμημάτων θα προκαλέσει προβλήματα στην περίθαλψη των παιδιών και ιδίως στις περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών, ενώ είναι αυθαίρετη και δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα».
ΣΕ 1021/2018 : Διοικητικές οι πράξεις επιβολής πειθαρχικής ποινής σε προσωπικό του Δημοσίου με έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου μετά την ισχύ του ν. 4057/2012 – Ειδική διοικητική διαδικασία – αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών το ΔΕΦ κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ’ ν. 702/77 – δεν τυγχάνει εφαρμογής για την κατηγορία αυτή προσωπικού η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 Συντ. και συνεπώς οι εν λόγω διαφορές άγονται με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης – η εκδίκαση της ως άνω διαφοράς ως ακυρωτικής από το Διοικητικό Εφετείο, δεν θέτει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α
6. Επειδή, όπως παγίως δεχόταν η νομολογία κατά την ερμηνεία των διατάξεων του π.δ. 410/1988, η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από το προσωπικό με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ., που κατέχει οργανικές θέσεις, δεν συνδεόταν με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, παρά μόνον στις περιπτώσεις που επιβαλλόταν έγγραφη επίπληξη ή πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, αλλά εντασσόταν, μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της οικείας υπηρεσίας του προσωπικού αυτού, στη διαδικασία καταγγελίας της σύμβασης, η δε αναφυόμενη από την καταγγελία διαφορά διεπόταν από τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια για την επίλυσή της ήταν τα πολιτικά δικαστήρια (βλ. ιδίως ΣΕ 1122/2011, 1444/2008 7μ., 2126/2008). Όπως κρίθηκε δε με την ΣΕ 3098/2017 7μ., με τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 4057/2012 και προκειμένου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το νέο πειθαρχικό δίκαιο να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες υπαλλήλων, προβλέφθηκε, το πρώτον, η αναλογική εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου των μονίμων υπαλλήλων στο προσωπικό του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου που κατέχει οργανικές θέσεις και, συγκεκριμένα, των διατάξεων που αφορούν τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές (βλ. Τμήμα Α΄ του Μέρους Ε΄ του Υπαλληλικού Κώδικα – άρθρα 106 έως 121)· δηλαδή, σε αντίθεση με τις προϊσχύουσες και ήδη καταργηθείσες (βλ. άρθρο όγδοο του ν. 4057/2012) διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 του π.δ. 410/1988, σύμφωνα με τις οποίες οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονταν στο προσωπικό αυτό ήταν μόνον η έγγραφη επίπληξη και το πρόστιμο μέχρι τις αποδοχές ενός μήνα, για τα πειθαρχικά παραπτώματα του προσωπικού αυτού, που ορίζονται στο άρθρο 107 του Υπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται πλέον η επιβολή των πειθαρχικών ποινών που ορίζονται στο άρθρο 109 παρ. 1 του αυτού Κώδικα -μεταξύ των οποίων ο υποβιβασμός έως δύο βαθμούς (περ. στ΄) και η, σοβαρότερη όλων, οριστική παύση (περ. η΄)- από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, που έχουν αρμοδιότητα επί των μονίμων υπαλλήλων (βλ. άρθρο τέταρτο παρ. 2 του ν. 4057/2012). Συνεπώς, το πειθαρχικό καθεστώς του προσωπικού αυτού έχει μεταβληθεί σε σχέση με αυτό που ίσχυε βάσει του π.δ. 410/1988. Και τούτο διότι στο προσωπικό αυτό επιβάλλονται πλέον οι οριζόμενες στο άρθρο 109 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα πειθαρχικές ποινές, οι οποίες θίγουν την υπηρεσιακή του κατάσταση και δεν διαφέρουν ως προς την εκτελεστότητά τους από τις αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται, δυνάμει των αυτών διατάξεων, στους μονίμους υπαλλήλους, εφόσον αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ήτοι στην άσκηση κρατικής πειθαρχικής εξουσίας και εκδίδονται, κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας, από τα ίδια πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα, συγκροτούνται με πράξη του αρμοδίου Υπουργού και στα οποία συμμετέχουν πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία (δικαστικοί λειτουργοί και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους) και παρέχουν εχέγγυα ορθής διεξαγωγής της διαδικασίας και επαρκούς αντιμετώπισης των υποθέσεων (βλ. εισηγητική έκθεση). Η δε απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε υπάλληλο που ανήκει στο προσωπικό αυτό, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται σε αυτοτελή και ευθεία δικαστική προσβολή (σε στάδιο πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας) και η διαφορά που αναφύεται από την έκδοση της πράξης αυτής είναι διοικητική. Παγίως, εξάλλου, το Δικαστήριο δέχεται ότι αναφύεται διοικητική διαφορά από την έκδοση πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο ή με τα ν.π.δ.δ. με σχέση που ανήκει καταρχήν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον οι πράξεις αυτές αποκλίνουν από το ιδιωτικό δίκαιο, διότι εκδίδονται με ειδική διοικητική διαδικασία και εξυπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., καθώς και ΣΕ 1849/2015 7μ., 3167/2007 7μ., 4126/2005 7μ., 2548/2001 7μ., 3507/1995, 1501, 728/1986, 4848/1984 Ολομ. κ.ά., πρβλ. ΣΕ 22/2007 Ολομ., 3669/2006 Ολομ., 1239/2007 7μ., 1785/2001 7μ. κ.ά.). […]
7. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα με την ΣΕ 3098/2017 7μ., στο Συμβούλιο της Επικρατείας υπάγεται η εκδίκαση προσφυγών κατά πειθαρχικών αποφάσεων που προβλέπονται στο Σύνταγμα ή την κείμενη νομοθεσία (βλ. και άρθρο 3 παρ. 2 του π.δ. 361/2001 – Α΄ 244, που αναθέτει την εκδίκαση των διαφορών αυτών στο Γ΄ Τμήμα). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, με τις οποίες επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού στους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 2357/2008 7μ., 1183/2006, 3482/2002 7μ., 1871/1989 κ.ά.). Αποδίδοντας τη συνταγματική αυτή διάταξη, ο Υπαλληλικός Κώδικας, με τις διατάξεις των άρθρων 141 παρ. 8 και 142 παρ. 1, παρέχει το δικαίωμα αυτό στους μόνιμους υπαλλήλους. Οι ως άνω διατάξεις δεν ανήκουν σε αυτές που, δυνάμει του άρθρου τέταρτου παρ. 1 του ν. 4057/2012, εφαρμόζονται αναλογικά στο προσωπικό που υπηρετεί στους παραπάνω δημοσίους φορείς και κατέχει οργανικές θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εφόσον η αναλογική αυτή εφαρμογή περιορίζεται σε ζητήματα πειθαρχικών παραπτωμάτων και πειθαρχικών ποινών και δεν αφορά σε ζητήματα άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που επιβάλλουν τις πειθαρχικές αυτές ποινές (βλ. κατ’ αντιδιαστολή, την διάταξη του άρθρου πέμπτου παρ. 1 του ν. 4057/2012 που αναφέρεται στο μόνιμο προσωπικό των δήμων και των ν.π.δ.δ. και παραπέμπει, εκτός των διατάξεων που αναφέρονται σε πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές, και «στις διαδικαστικής φύσεως διατάξεις»). Συνεπώς, εφόσον ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε κάποια άλλη διάταξη υπάρχει σχετική ρύθμιση, κατά της απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού σε υπηρετούντα στο Δημόσιο ή σε ν.π.δ.δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δεν προβλέπεται άσκηση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα, το κρινόμενο ένδικο μέσο, στρεφόμενο κατά αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού (το οποίο έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 146Β του Υ.Κ., όπως ισχύει μετά τον ν. 4057/2012), με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό σε υπαλλήλους που υπηρετούσαν σε αυτή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δεν έχει χαρακτήρα προσφυγής, η εκδίκαση της οποίας ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν δύναται δε να ασκήσει επιρροή, από την άποψη αυτή, η μνεία στην ως άνω απόφαση ότι κατ’ αυτής χωρεί προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον τόσο το ένδικο βοήθημα κατά διοικητικής πράξης όσο και το αρμόδιο για την εκδίκασή του δικαστήριο ορίζονται από τον νόμο και όχι από τη Διοίκηση (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., πρβλ. ΣΕ 1400/2009, εν Συμβ. 511/2009).
8. Επειδή, κατά της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία επιβλήθηκε στους αιτούντες η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού κατά ένα βαθμό προβλέπεται η άσκηση του κατά το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος γενικού ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ακυρώσεως. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αυτής είναι, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 702/1977, το Διοικητικό Εφετείο, εφόσον αυτή αφορά την κατάσταση προσωπικού του Δημοσίου που συνδέεται με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ. καθώς και ΣΕ 3482/2002 7μ., 4333, 2848/2000, 2151/1999, 295/1998, 4719, 4295/1997, 3761, 548/1992, 475/1991, 1566/1984 σε συμβούλιο 539/2014, πρβλ. Σ.τ.Ε. 3066/1997). Η εκδίκαση της ως άνω διαφοράς ως ακυρωτικής από το Διοικητικό Εφετείο, δεν θέτει ζήτημα αντίθεσης προς το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο, διότι, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία θίγει δικαιώματα «αστικής φύσεως» των αιτούντων (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., καθώς και ΣΕ 3003/2014 Ολομ., 189/2007 Ολομ., πρβλ. ΣΕ 1900/2014 Ολομ. και τις μνημονευόμενες σε αυτές παραπομπές σε αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α.) αφενός έχει εκδοθεί από το πειθαρχικό συμβούλιο του άρθρου 146Β του Υπαλληλικού Κώδικα, το οποίο, ναι μεν δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον δεν προβλέπεται η δημοσίευση των αποφάσεών του, καλύπτεται όμως, από πλέγμα διαδικαστικών εγγυήσεων (όπως η απολογία του διωκομένου, η δυνατότητα παράστασης με δικηγόρο σε δημόσια διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου, ο πάγιος και όχι περιστασιακός ή ad hoc χαρακτήρας του Συμβουλίου, η έκδοση δεσμευτικών αποφάσεων, κατόπιν έρευνας του νομικού και πραγματικού μέρους της υπόθεσης και η μη σύνδεσή του με τη δημόσια υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος, αλλά η συμμετοχή σε αυτό προσώπων ξένων προς αυτήν, ήτοι, ως προέδρου, ενός δικαστικού λειτουργού και ως μελών, ενός μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ενός μόνιμου υπαλλήλου, ο οποίος δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του συμβουλίου)· αφετέρου, η ως άνω πράξη υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια της ως άνω διάταξης της Ε.Σ.Δ.Α., ενόψει της παρεχόμενης σ’ αυτό από το Σύνταγμα και τον νόμο (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 702/1977 για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 18/1989 που ισχύουν για το Συμβούλιο της Επικρατείας) εξουσίας να εξετάζει αφενός το σύνολο των προβαλλομένων αιτιάσεων, αφετέρου το σύνολο των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, περαιτέρω δε της δυνατότητάς του να ελέγξει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και, τέλος, να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει την πράξη αυτή για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων την πλάνη περί τα πράγματα ή τη μη νόμιμη και ανεπαρκή αιτιολογία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι δεν έχει εξουσία να προβεί σε μεταρρύθμιση της πράξης (βλ. ΣΕ 3098/2017 7μ., καθώς και ΣΕ 3003/2014 Ολομ., πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Sigma Radio Television Ltd κατά Κύπρου 21.7.2011 σκέψεις 151 – 157).
ΣΕ 1148/2018 : Πράξεις ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης οι πράξεις προαγωγής στο βαθμό του Πρέσβεως – δεν ελέγχονται εξ επόψεως αιτιολογίας παρά μόνο αν υπάρχει κατάδηλη υπεροχή παραλειφθέντος υποψηφίου
2. Επειδή ο Κώδικας για τον Οργανισμό του Υπουργείου Εξωτερικών (ν. 3566/2007-Α΄117) ορίζει στο άρθρο 93 ότι για την προαγωγή των υπαλλήλων του Διπλωματικού Κλάδου από τον βαθμό του Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄ στον βαθμό του Πρέσβεως, που είναι ο καταληκτικός βαθμός της ιεραρχίας των υπαλλήλων αυτών, απαιτείται συνολική οκταετής υπηρεσία στους βαθμούς του Πληρεξουσίου Υπουργού Β΄ και Α΄, από την οποία τρία έτη τουλάχιστον στον τελευταίο. Η εν λόγω προαγωγή ενεργείται, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών (άρθρο 93 παρ. 1 περ. η΄ και παρ. 2 περ. ζ΄ του Οργανισμού). Κατά το άρθρο 94 του ίδιου Οργανισμού, ως προακτέοι στους διαφόρους βαθμούς της ιεραρχίας του Διπλωματικού Κλάδου κρίνονται υπάλληλοι που έχουν σε πολύ καλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα του ήθους, του χαρακτήρα, της αφοσιώσεως στο καθήκον, της επιστημονικής και υπηρεσιακής καταρτίσεως, της διοικητικής ικανότητας, της γνώσεως του αντικειμένου τους, της πρωτοβουλίας, δραστηριότητας και αποτελεσματικότητας, καθώς και της ετοιμότητας στην αντιμετώπιση κάθε υπηρεσιακού θέματος με ταχύτητα και ευστοχία, ώστε να ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας για την άσκηση των καθηκόντων του ανωτέρου βαθμού. Ειδικά οι προαγωγές από τον βαθμό του Πληρεξουσίου Υπουργού Α΄ στον βαθμό του Πρέσβεως ενεργούνται κατ’ απόλυτη εκλογή και απαιτείται αιτιολογία για τις προαγωγές αυτές μόνο σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής υποψηφίου που παραλείπεται (άρθρο 94 παρ. 2 και 4 του Οργανισμού). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι προαγωγές στον βαθμό του Πρέσβεως διενεργούνται μεν κατ’ απόλυτη εκλογή, απαιτείται όμως σε κάθε περίπτωση σύγκριση όλων των υπαλλήλων, ώστε να προκρίνονται οι ικανότεροι. Προκειμένου να γίνεται η σύγκριση αυτή, πρέπει να τίθενται υπόψιν του αρμοδίου Υπουργού όλα τα αναγκαία υπηρεσιακά στοιχεία των κρινομένων, όπως προκύπτουν από τους οικείους υπηρεσιακούς φακέλους. Έτσι, αν στην πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών για την έκδοση του περί προαγωγής διατάγματος ή σε άλλα έγγραφα της Διοικήσεως, στα οποία η πρόταση παραπέμπει, δεν παρατίθενται τα ανωτέρω στοιχεία, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι έγινε η απαραίτητη σύγκριση, η επιλογή είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Αν, πάντως, προκύπτει ότι προηγήθηκε η εν λόγω σύγκριση, τότε η επιλογή των προαγομένων γίνεται με ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως και δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία, παρά μόνον αν υπάρχει κατάδηλη υπεροχή παραλειφθέντος υποψηφίου (βλ. ΣτΕ 476/2018, 2668/2017, 985/2007 επτ. κ.ά.).
ΣΕ 1152/2018 : Η πράξη ορισμού των μελών νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αποτελεί πράξη συγκρότησης συλλογικού οργάνου της διοίκησης και δεν εντάσσεται στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας – Στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος για την παραδεκτή προσβολή της
4. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η προσβαλλόμενη πράξη ορισμού των μελών νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία έχει ως αντικείμενο την σύνταξη προσχεδίου νομοθετικής ρύθμισης προς υποβολή στον έχοντα τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία Υπουργό, αποτελεί πράξη συγκρότησης συλλογικού οργάνου της διοίκησης και δεν εντάσσεται στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, εφόσον ανάγεται σε στάδιο πριν την ανάληψη της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 759-762/2013, 694/2010 σε συμβ.). Συνεπώς, η πράξη αυτή είναι εκτελεστή και παραδεκτώς, από την άποψη αυτή, προσβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει δε να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του καθ’ ου Υπουργού.
5. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 ορίζεται: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής εξουσίας ούτε συμφέρον μελλοντικό ή απλώς ενδεχόμενο (ΣτΕ 97-95/2017 Ολομ., 529/2016, 4391, 329/2011 7μ., 2446/1992 7μ.). Εξ άλλου, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά (ΣτΕ 97-95/2017 Ολομ. 880/2016 7μ., 1844/2013 7μ., 4391/2011 7μ., 4331/2011, 3153/2003, 2484/2000 7μ. κ.ά.), το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικώς σε τρία χρονικά σημεία, ήτοι κατά τον χρόνο α) της τελείωσης (έκδοσης ή δημοσίευσης) της προσβαλλομένης διοικητικής πράξης, β) της άσκησης του ενδίκου βοηθήματος και γ) και της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.
6. Επειδή, την αίτηση αυτή ασκούν το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων», στο καταστατικό του οποίου ορίζεται ότι «Σκοπός της Ενώσεως είναι … η συμβολή … εις την επιδίωξιν της Πολιτείας προς σύγχρονον οργάνωσιν και λειτουργίαν των Υποθηκοφυλακείων της Χώρας», καθώς και φυσικά πρόσωπα που φέρονται ως άμισθοι υποθηκοφύλακες και μέλη του σωματείου αυτού. Προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποσκοπεί στην αναδιοργάνωση των υποθηκοφυλακείων και ότι βλάπτονται απ’ αυτήν διότι η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που καλείται να μεταρρυθμίσει το επάγγελμά τους δεν έχει ως μέλος εκπρόσωπο των υποθηκοφυλάκων, αμίσθων ή εμμίσθων. Από τα παραπάνω, όμως, δεν προκύπτει ότι οι αιτούντες θίγονται από την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά η τυχόν βλάβη τους ενδεχομένως να προκύψει στο μέλλον από άλλες πράξεις, οι οποίες πιθανόν να εκδοθούν, σε περίπτωση που προταθούν από την εν λόγω νομοπαρασκευαστική επιτροπή βλαπτικές προς τα έννομα συμφέροντά τους ρυθμίσεις και αυτές αποτελέσουν σχέδιο νόμου, το οποίο θα εισαχθεί από τον Υπουργό στην Βουλή και ψηφισθεί από αυτήν. Περαιτέρω, δεν προκύπτει από την κείμενη νομοθεσία ούτε συνάγεται από γενική αρχή ότι είναι υποχρεωτική η συμμετοχή στην εν λόγω νομοπαρασκευαστική επιτροπή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών φορέων των υποθηκοφυλάκων, αμίσθων ή εμμίσθων, ώστε να τίθεται ζήτημα μη νομίμου αποκλεισμού τους από αυτήν. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο οικ. 39561/25.9.2017 έγγραφο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας προς το Δικαστήριο, οι ενδιαφερόμενοι φορείς, μεταξύ των οποίων και το πρώτο εκ των αιτούντων σωματείο, κλήθηκαν να διατυπώσουν τις θέσεις τους επί του αντικειμένου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ενώ η υποβολή παρατηρήσεων επί της σχεδιαζόμενης ρύθμισης πριν την τυχόν ανάληψη της νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι, σε κάθε περίπτωση, δυνατή κατά το στάδιο της διαβούλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4048/2012. Με τα δεδομένα αυτά, οι αιτούντες δεν έχουν το απαιτούμενο από το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία, για τον λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΣΕ 1279/2018 : Παύση ισχύος πράξης πρόωρης λήξης θητείας οργάνου διοίκησης κατά την ημερομηνία κανονικής λήξης της θητείας – ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης
4. Επειδή στο άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 ορίζονται τα εξής: “Καταργείται … η δίκη αν μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης”. Με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνεται ο δικονομικός κανόνας της καταργήσεως της δίκης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, έχει παύσει να ισχύει η προσβληθείσα με την αίτηση ακυρώσεως πράξη ή παράλειψη. Δεδομένου όμως ότι στις περιπτώσεις αυτές η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη δεν ανατρέπεται εξ υπαρχής, αλλά παύει να ισχύει για το μέλλον, με την ανωτέρω διάταξη προβλέπεται ότι οι τυχόν βλαπτικές για τον αιτούντα διοικητικής φύ σεως συνέπειες, που δημιουργήθηκαν κατά τον χρόνο ισχύος της και που διατηρούνται, συνιστούν λόγο συνεχίσεως της δίκης, εάν ο αιτών τις επικαλεσθεί και τις αποδείξει, προκειμένου να επιτύχει δια της ακυρώσεως της πράξεως την άρση των εν λόγω συνεπειών. Εν όψει τούτων, κατά τα ήδη κριθέντα, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, με την οποία επιδιώκεται η αποτροπή της διεξαγωγής δικών που δεν έχουν πλέον αντικείμενο, είναι αφ’ ενός σύμφωνη με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, και αφ’ ετέρου, ορθώς εφαρμοζόμενη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), προκειμένου περί ακυρωτικών διαφορών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως (βλ. ΣτΕ 1740/2015 ολομ., 2149/2011, 556/2011 επτ. κ.ά.).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η τριετής θητεία για την οποία η αιτούσα …. (εφεξής: “αιτούσα”), ως προς την οποία εκδικάζεται η αίτηση, είχε διορισθεί ως αναπληρώτρια διοικήτρια του Γ.Ν.Θ. “Γ. …” με σχετική υπουργική απόφαση δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 13.12.2013 (απόφαση …./5.12.2013 – ….), θα έληγε στις 13.12.2016, πριν δηλαδή την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 15.12.2016 (μετά τη συζήτηση αυτήν εκδόθηκε η …./2017 αναβλητική απόφαση). Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση πρόωρης παύσεως της αιτούσης απέβαλε την ισχύ της κατά την ημερομηνία κανονικής λήξεως της θητείας της (13.12.2016), δηλαδή μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και πριν την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως. Συντρέχει, ως εκ τούτου, λόγος καταργήσεως της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989. Και ναι μεν η πρόωρη παύση της αιτούσης εχώρησε κατόπιν υπηρεσιακής αξιολογήσεώς της κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 4052/2012, η οποία απέβη αρνητική, από οποιαδήποτε όμως αρνητική αξιολόγηση δεν γεννάται, άνευ ετέρου, ηθικό έννομο συμφέρον, το οποίο να δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, παρά μόνο αν αποδίδεται στον θιγόμενο και ηθική απαξία για πράξεις ή παραλείψεις του(πρβλ. ΣτΕ 1740/2015 ολομ., 556/2011 επτ.). Η προϋπόθεση, ωστόσο, αυτή δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι ούτε από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξεως ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι αποδόθηκε στην αιτούσα ηθική απαξία αναγόμενη στον τρόπο ασκήσεως των καθηκόντων της. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την από 14.12.2016 δήλωση των αιτούντων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, δοθέντος άλλωστε ότι ούτε με τη δήλωση αυτή γίνεται επίκληση ειδικότερων δεδομένων, από τα οποία να προκύπτει η απόδοση στην αιτούσα ηθικής απαξίας για συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις. Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί, ούτε η αόριστη επίκληση συνταξιοδοτικών συνεπειών, χωρίς παράλληλη αναφορά στις σχετικές διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, αρκεί για τη θεμελίωση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ 3495/2015, 1991/2015, 669/2015 κ.ά.) ούτε η επίκληση γεγονότων που αφορούν τον προσδιορισμό ή την αναβολή της δικασίμου ασκεί επιρροή στην εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον η παύση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως ανάγεται σε αντικειμενικούς λόγους, όπως η παρέλευση της νόμιμης διάρκειας της θητείας διοικητικού οργάνου (πρβλ. ΣτΕ 1672-3/2009, 67/2009 ολομ. κ.ά.). Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί με την ανωτέρω γραπτή δήλωση είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΣΕ 1281/2018 : Οι διοικητές και οι αναπληρωτές διοικητές νοσοκομείων του ΕΣΥ μη “ιδρυματικού” χαρακτήρα, είναι διοικητικά όργανα και όχι υπάλληλοι – δεν καλύπτονται από τις εγγυήσεις μονιμότητας του Συντάγματος
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι διοικητές και οι αναπληρωτές διοικητές νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, όπως αυτό στο οποίο είχε διορισθεί ο αιτών, τα οποία δεν είναι “ιδρυματικού” χαρακτήρα, είναι (μαζί με τα διοικητικά συμβούλια των νοσοκομείων) διοικητικά όργανα και όχι υπάλληλοι. Για τον λόγο αυτόν, δεν απολαύουν μονιμότητας κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η πρόωρη λήξη της οποίας με νομίμως αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου από μονίμους υπαλλήλους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 699/2017, 227/2011 επτ. κ.ά.). Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΣΕ 1405/2018 : Συνταγματικότητα μεταφοράς κατηγοριών ακυρωτικών διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια – εκκλητό των μεταφερόμενων διαφορών – συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 5 Α ν. 702/77.
2. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του άρθρου αυτούμε το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84), ορίζεται ότι:”Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει”. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπωςαντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112) και στη συνέχεια με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2944/2001 (Α΄ 222) ορίζεται ότι “Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν: α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β)…”. Στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζεται ότι “Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν: α) το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των δικαστικών λειτουργών και των ανωτάτων υπαλλήλων, β) …”. Περαιτέρω, στο άρθρο 5Α του ν. 702/1977, που είχε προστεθεί με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001 και, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 3900/2010, ορίζεται ότι “Οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, ια΄ και ιγ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται και υπόκεινται σε έφεση οι διαφορές που αφορούν: α) το διορισμό με διαδικασία μη υποκείμενη στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., τη μετάταξη, την προαγωγή σε βαθμό που χαρακτηρίζεται ανώτατος από διάταξη νόμου και τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων (πολιτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των Οργανσμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, β) …”.
3. Επειδή, η μεταφορά στα διοικητικά δικαστήρια κατηγοριών ακυρωτικών διαφορών, εν προκειμένω δε των διαφορών που αφορούν το διορισμό και την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ήταν επιτρεπτή με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του άρθρου αυτού με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, είχε δε θεσπιστεί ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 2721/1999 (Α΄ 112), με το οποίο τροποποιήθηκε για πρώτη φορά το άρθρο 1 του ν. 702/1977. Η ως άνω συνταγματική αναθεώρηση επέτρεψε να εξαιρεθούν από την έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφεξής, ήτοι μετά τη θέση σε ισχύ του από 6.4.2001 Ψηφίσματος της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των ως άνω ακυρωτικών διαφορών, εφόσον πρόκειται για κατηγορίες υποθέσεων ήσσονος σημασίας (βλ. ΣτΕ 2659/2008 Ολομ., Πρακτικά Ολομελείας ΣτΕ 4/2001, 6/2000, ΣτΕ 1077/2016 7μελούς, ΣτΕ 852/2013). Περαιτέρω, από τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ν. 702/1977 προκύπτει, ότι απόφαση διοικητικού εφετείου η οποία έκρινε περί την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση υπαλλήλου του Δημοσίου και ειδικότερα μετάθεση δημόσιου υπαλλήλου μη ανωτάτου, που υπάγεται δηλαδή στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όχι όμως και σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5Α΄ του ίδιου νόμου, δεν υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με τον κανόνα που καθιερώνεται από τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του ως άνω άρθρου (βλ. ΣτΕ 3364/2015, 4055/2011, εν συμβουλίω ΣτΕ 425/2007, πρβλ. ΣτΕ 370/2013). Η ρύθμιση αυτή, ενόψει του σκοπού της απαλλαγής του Συμβουλίου της Επικρατείας, χάριν του γενικότερου συμφέροντος της Δικαιοσύνης, από τον φόρτο των ήσσονος σημασίας υπαλληλικών υποθέσεων δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 2659/2009 Ολομ, ΣτΕ 1077/2016 7μελούς, 1806/2009 7μελούς, 1405/2007 7μελούς, ΣτΕ 852/2013 κ.ά.), ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει μεν την παροχή δικαστικής προστασίας αλλά δεν καθιερώνει ένδικα μέσα κατά δικαστικών αποφάσεων, ούτε τέλος στη διάταξη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) (βλ. ΣτΕ 1077/2016 7μελούς, 1806/2009 7μελ., 1405/2007 7μελ., 1852/2015, 3682/2014 κ.ά.). Περαιτέρω, η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα στις διατάξεις 4 (παρ. 1) και 25 (παρ. 1) αντιστοίχως, δεδομένου ότι ο αποκλεισμός του δικαιώματος της εφέσεως στην παραπάνω κατηγορία διαφορών, αφενός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος αφετέρου έχει θεσπισθεί βάσει πρόσφορων και αντικειμενικών κριτηρίων (πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2368, 2367/2014 7μελ., ΣτΕ 4824/2014). Εξάλλου, για τους ίδιους, αντίστοιχα, λόγους, η προαναφερθείσα διάταξη περί του ανεκκλήτου δεν παραβιάζει τις διατάξεις του κυρωθέντος με το ν. 2462/1997 (Α΄ 25) Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής Δ.Σ.Α.Π.Δ.) και ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 26 που αναφέρονται στην ισότητα είτε του άρθρου 14 που αναφέρεται στο δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει δικαστικής προστασίας και ισότιμης μεταχείρισης ενώπιον των δικαστηρίων (πρβλ ΣτΕ 1667/2005 7μελ, 1252/2008 7μελ., και ΣτΕ 1780/2016, 4010/2014, 3238/2007). Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως του ανεκκλήτου δεν ασκεί επιρροή ο χαρακτήρας ή η βαρύτητα της πλημμέλειας που προσάπτεται στην προσβληθείσα με την έφεση δικαστική απόφαση (ΣτΕ 693/2014 Ολομ., 1077/2016 7μελούς, 2111/2009).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα ζήτησε την ακύρωση των αναφερομένων στη σκέψη 1 ατομικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημά της να μετατεθεί ως εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στα …. Σχολεία των ….. Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αίτηση ακυρώσεως, έχει εκδοθεί επί διαφοράς που αφορά μετάθεση μη ανωτάτου δημοσίου υπαλλήλου, ήτοι ανήκει σε κατηγορία (ακυρωτικών) διαφορών των οποίων οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα διοικητικά εφετεία έχουν καταστεί ανέκκλητες κατά τα προαναφερθέντα. Με την υπό κρίση έφεση, το δικόγραφο προσθέτων λόγων και το από 15.6.2017 υπόμνημα, που κατατέθηκε εντός της χορηγηθείσης από την Πρόεδρο προθεσμίας, προβάλλεται ότι η ανωτέρω διάταξη περί του ανεκκλήτου δεν πρέπει να εφαρμοσθεί εν προκειμένω διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 20 (παρ. 1), 25 (παρ. 1) και 95 (παρ. 1 και 3) του Συντάγματος, 6 (παρ. 1) της ΕΣΔΑ, 2, 14, 25 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατά τα αναφερόμενα στη σκέψη 3. Εξάλλου, απορριπτομένου του λόγου περί αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 5Α του ν. 702/1977 προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος περί αντίθεσης της διατάξεως αυτής προς το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Τούτο διότι, η διάταξη του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται μόνο σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις της ΕΣΔΑ που καθιερώνουν συγκεκριμένα δικαιώματα (βλ. ΣτΕ 1677/2005 7μελούς, και απόφαση ΕΔΔΑ Κ.SCHMIDT κατά Γερμανίας της 16ης Ιουλίου 1994, INZE κατά Αυστρίας της 28ης Οκτωβρίου 1987), η δε εκκαλούσα δεν επικαλείται παράβαση άλλης διάταξης της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει συγκεκριμένο δικαίωμα (βλ. ΣτΕ 1252/2008). Περαιτέρω, ενόψει του ότι η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως άλλωστε ρητά ορίζεται στο άρθρο 165 της ΣΛΕΕ, η κρινόμενη υπόθεση δεν εμφανίζει οποιοδήποτε συνδετικό στοιχείο με το ενωσιακό δίκαιο και, προεχόντως, για το λόγο αυτό, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι η ρύθμιση περί του ανεκκλήτου αντίκειται στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. ΣτΕ 2945/2015, 4824/2014). Για τον ίδιο λόγο απορριπτέο είναι και το υποβληθέν, με το από 15.6.2017 υπόμνημα, συναφές αίτημα για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ) με αντικείμενο εάν η επίμαχη ρύθμιση περί του ανεκκλήτου της κρινόμενης υποθέσεως που αφορά απόρριψη αιτήματος μεταθέσεως εκπαιδευτικού λόγω ελλείψεως απαραίτητου χρόνου προϋπηρεσίας, αντίκειται στο άρθρο 47 του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε., στις διατάξεις της οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου καθώς και στην αναφερόμενη στο δικόγραφο αυτό νομολογία του ΔΕΕ (βλ. ΣτΕ 3508/2013 7μελ., 4824/2014). Τέλος, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη υπόθεση δεν πρέπει να στερηθεί το δεύτερο βαθμό κρίσεως με το επιχείρημα ότι τα νομικά ζητήματα τα οποία θέτουν οι λόγοι εφέσεως είναι μείζονος σημασίας ως έχοντα σχέση με έλεγχο συνταγματικότητας διατάξεων νόμου κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκαν οι διοικητικές πράξεις από την αμφισβήτηση των οποίων προέκυψε η επίδικη διαφορά. Τούτο διότι, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ανέκκλητο των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων καταλαμβάνει όλες αδιακρίτως τις σχετικές αποφάσεις των συγκεκριμένων κατηγοριών ασχέτως των προβαλλομένων αιτιάσεων (βλ. ΣτΕ 2111/2009), ενώ, περαιτέρω, η εξαίρεση από τον δευτεροβάθμιο ακυρωτικό έλεγχο γίνεται ανελέγκτως από τον κοινό νομοθέτη κατόπιν σταθμίσεως του συνολικού φόρτου των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του γενικότερου συμφέροντος της Δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ 1094/2011, πρβλ. ΣτΕ 1805/2009).
ΣΕ 1406/2018 : Η βαθμολόγηση γραπτού ως αντικείμενο του ακυρωτικού ελέγχου
4.Επειδή, η επιλογή των τιθέμενων ερωτήσεων και ο καθορισμός των ορθών απαντήσεων με τη μέθοδο πολλαπλών επιλογών και, συνακόλουθα, η βαθμολόγηση του περιεχομένου των γραπτών δοκιμίων από την άποψη του ορθού ή μη των απαντήσεων που δίδονται από τους διαγωνιζόμενους στον επίδικο διαγωνισμό, η οποία μπορεί να γίνεται με χρήση μέσων ηλεκτρονικής τεχνολογίας (αυτόματη βαθμολόγηση), συνιστά, από τη φύση τους, τεχνική-επιστημονική κρίση της διοικήσεως, η οποία διενεργείται βάσει επιστημονικών γνώσεων που προσιδιάζουν στο αντικείμενο του εξεταζόμενου κάθε φορά μαθήματος. Συνεπώς, ο έλεγχος της βαθμολογίας των διαγωνιζομένων λαμβανομένου υπόψη ότι με την επιλογή του συστήματος πολλαπλών επιλογών δεν καταλείπεται στάδιο διακριτικής ευχέρειας στον εξεταστή, εκφεύγει καταρχήν του ακυρωτικού ελέγχου, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα, εάν δηλαδή προκύπτει ότι ο καθορισμός των εκάστοτε απαντήσεων ως ορθών ενέχει πρόδηλο σφάλμα διότι έγινε βάσει ανύπαρκτων ή ανακριβών στοιχείων (βλ. ΣτΕ 3506/2013, πρβλ. ΣτΕ 2267/1992 7μελ., και ΣτΕ 3064/2011, 1305/2001, 1902/1994, κ.ά.).
ΣΕ 1410/2018 : Νομίμως εκδίδεται ενιαία απόφαση επί περισσοτέρων πειθαρχικών παραπτωμάτων του αυτού διωκομένου
10. Επειδή, η συνεκδίκαση με έκδοση ενιαίας οριστικής απόφασης περισσότερων παραπτωμάτων του αυτού διωκομένου, και επιβολή ενιαίας ποινής, όχι μόνον δεν αντίκειται σε διάταξη νόμου ή σε κάποια αρχή δικαίου, αλλά αντιθέτως μπορεί να επιβάλλεται για λόγους οικονομίας της πειθαρχικής δίκης και σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης (πρβλ. ΣτΕ946/1989, 1475, 3323/1988, 2329, 1499/1985). Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ότι μη νομίμως και κατά παράβαση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε μία ποινή συνολικά με βάση τρεις διαφορετικές πειθαρχικές διώξεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΣΕ 1414/2018 : Η συγκρότηση συλλογικών οργάνων της Διοίκησης πρέπει να λαμβάνει χώρα κατ’ ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών ως μέτρο που αποσκοπεί στην προώθηση της πραγματικής ισότητας των φύλων στον χώρο της απασχόλησης – έννομο συμφέρον προσβολής πράξης συγκρότησης συλλογικού οργάνου
5. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκεί την υπό κρίση αίτηση η πρώτη αιτούσα, …., ισχυριζόμενη ότι μη νομίμως ορίσθηκε αναπληρωματικό και όχι τακτικό μέλος του εν λόγω Υπηρεσιακού Συμβουλίου (πρβλ. ΣτΕ2359/2008, 3539/2003). Επίσης, με έννομο συμφέρον ασκεί την αίτηση αυτή και ο δεύτερος αιτών, …., μόνιμος υπάλληλος του Κλάδου ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο οποίος έχει εκλεγεί αιρετό τακτικό μέλος του εν λόγω Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ενόψει του εύλογου ενδιαφέροντός του για τη νομιμότητα της συγκρότησης και λειτουργίας του συλλογικού αυτού οργάνου, λόγω της υποχρέωσης συμμετοχής του στις συνεδριάσεις και στη λήψη αποφάσεων αυτού (βλ. ΣτΕ 2216/2016, πρβλ. ΣτΕ 808/2011, 1303/2009, 4/1991, 2697, 1718/1990). […]
6. Επειδή, με την αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 161 του Υπαλληλικού Κώδικα επιδιώκεται η ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στα υπηρεσιακά συμβούλια ως μέτρο που αποσκοπεί στην προώθηση της πραγματικής ισότητας των φύλων στον χώρο της απασχόλησης, όπως αυτήκατοχυρώνεται σε επίπεδο εθνικό (βλ. άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος), ενωσιακό (βλ. άρθρα 153 παρ. 1 εδαφ. θ’ και 157 Σ.Λ.Ε.Ε., άρθρο 23 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οδηγία 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, ΕΕ L 204, όπως επίσης και την σύσταση του Συμβουλίου 96/694/ΕΚ για την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ΕΕ L 319) και διεθνές (βλ. Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών, κυρωθείσα με τον ν. 1342/1983, Α΄ 39, Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 111 για τη διάκριση στην απασχόληση και στο επάγγελμα, κυρωθείσα με τον ν. 1423/1984, Α΄ 29, όπως επίσης και τηνσύσταση της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2003)3/12.5.2003 για την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στη λήψη πολιτικών και δημόσιων αποφάσεων). Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός και να δοθεί η δυνατότητα έμπρακτης συμμετοχής και των δύο φύλων στην διαδικασία λήψης αποφάσεων από τα υπηρεσιακά συμβούλια, το κάθε φύλο πρέπει να εκπροσωπείται σε επίπεδο τακτικού μέλους με ψήφο κατά το οριζόμενο ποσοστό (1/3 επί του συνόλου των μελών του Συμβουλίου). Δηλαδή, στα πενταμελή υπηρεσιακά συμβούλια που προβλέπονται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 3 ν. 4369/2016 και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρο 161 του Υπαλληλικού Κώδικα, δύο μέλη πρέπει να ανήκουν στο ένα φύλο και τρία στο άλλο (5Χ1/3=1,66). Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, θα πρέπει το ένα τουλάχιστον από τα τακτικά μέλη με ψήφο να ανήκει στο υποεκπροσωπούμενο φύλο και μόνο εάν ούτε αυτό είναι εφικτό, είναι νόμιμη η συγκρότηση του συλλογικού αυτού οργάνου μόνο με τακτικά μέλη που ανήκουν όλα στο ίδιο φύλο (βλ. ΣτΕ 4400/2011, πρβλ. ΣτΕ 2977/2014, 1721/2009 επί της παρόμοιας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 2839/2000, Α΄ 196, καθώς και τις εγκυκλίους του Υπουργείου Εσωτερικών ΔΙΔΑΔ/Φ.35.14/916/οικ. 4084/15.2.2007 και ΔΙΔΑΔ/Φ.37.19/ 1152/οικ.18242/5.7.2016).
7. Επειδή, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 161 του Υπαλληλικού Κώδικα, η πρώτη αιτούσα ορίσθηκε αναπληρωματικό και όχι τακτικό μέλος του εν λόγω Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ο λόγος αυτός προβάλλεται βασίμως, διότι, ενόψει της προεκτεθείσας ερμηνείας της διάταξης αυτής, η πρώτη αιτούσα, ως μόνη γυναίκα του εν λόγω Υπηρεσιακού Συμβουλίου, έπρεπε να ορισθεί τακτικό μέλος με ψήφο.
ΣΕ 1474/2018 : Αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου – Εκπρόθεσμη προσκόμιση δικαιολογητικού
4. Επειδή, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 2190/1994 και της προκήρυξης, ερμηνευόμενων ενόψει των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης δεν αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη από την Διοίκηση ακόμη και καθ’ υπέρβαση της σχετικώς οριζόμενης προθεσμίας, δικαιολογητικά και πιστοποιητικά προς απόδειξη βαθμολογούμενου κριτηρίου κατάταξης υποψηφίου, όλως εξαιρετικώς, στην περίπτωση κατά την οποία ο υποψήφιος έχει, πάντως, συνυποβάλει με την αίτηση συμμετοχής του στην προκηρυχθείσα διαδικασία, εμπροθέσμως και καλοπίστως, πιστοποιητικά και δικαιολογητικά που παρουσιάζουν ελλείψεις, σφάλματα ή πλημμέλειες, οι οποίες οφείλονται αποκλειστικά σε πταίσμα του οργάνου που τα εξέδωσε (βλ. ΣτΕ 1471/2007 7μ., 139/2016, 2939, 3772/2015, 4484, 4344/2014, 411/2012, 1000/2009). Περαιτέρω, στην περίπτωση αυτή, δεν τίθεται ζήτημα εσφαλμένης συμπληρώσεως της αιτήσεως – υπεύθυνης δηλώσεως συμμετοχής και αποκλεισμού του υποψηφίου εξ αυτού του λόγου εφόσον η καταχώρηση των εσφαλμένων στοιχείων στην αίτηση συμμετοχής δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υποψηφίου αλλά, κατά τα προαναφερθέντα, σε σφάλμα του διοικητικού οργάνου, εξαιτίας του οποίου ο υποψήφιος περιήλθε σε αδυναμία να τηρήσει την υποχρέωσή του για ορθή συμπλήρωση της αιτήσεως αυτής (πρβλ. ΣτΕ 372/2013).
ΣΕ 1483/2018 : Τρόπος υπολογισμού παραγραφής σε πειθαρχικό αδίκημα τελούμενο κατ’ εξακολούθηση
9. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 112 του ν. 3528/2007, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012, «1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν… 2. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. … . 3. Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος παραγραφής ως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη … 4. …». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 1885/2017, 1306/2017, 153/2016, 3618, 3875/2015, 1264, 1390/2014 κ.ά.), επί πειθαρχικών αδικημάτων που τελούνται με περισσότερες από μία πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες αποτελούν εκδήλωση και συνέχεια (εξακολούθηση) του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος, όπως εν προκειμένω, ο χρόνος της παραγραφής δεν αρχίζει να υπολογίζεται πριν από την συντέλεση της συνιστώσας το οικείο πειθαρχικό παράπτωμα τελευταίας πράξεως ή παραλείψεως, δηλαδή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να τελείται το κατ’ εξακολούθηση πειθαρχικό αδίκημα εκτός αν το πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί και αξιόποινη πράξη, οπότε δεν παραγράφεται πριν από τη συμπλήρωση της υπό του οικείου ποινικού νόμου οριζόμενης παραγραφής (ΣτΕ 4055/2013).
ΣΕ 1485/2018 : Ουσιώδης τύπος έκδοσης πειθαρχικής απόφασης σε βάρος μέλους ΔΕΠ – Παραπεμπτήριο έγγραφο – Συμπληρωματικό παραπεμπτήριο έγγραφο
8. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 249/1976 και του άρθρου 5 του από 12/26.7.1933 προεδρικού διατάγματος, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ δεν επιτρέπεται να προβεί σε πειθαρχικό κολασμό μέλους του ΔΕΠ χωρίς την έκδοση και αποστολή σε αυτό του παραπεμπτηρίου εγγράφου, δηλαδή του εγγράφου με το οποίο ασκείται η πειθαρχική δίωξη και το μέλος του ΔΕΠ παραπέμπεται στο ανωτέρω πειθαρχικό συμβούλιο, ή για αδίκημα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο παραπεμπτήριο έγγραφο. Επίσης, στο παραπεμπτήριο έγγραφο πρέπει να μνημονεύονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, για το οποίο ασκείται η πειθαρχική δίωξη και να προσδιορίζονται αυτά κατά τόπο και κατά χρόνο, καθώς και να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η ενοχή του διωκόμενου, η περιγραφή δε αυτή αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του παραπεμπτηρίου εγγράφου, με συνέπεια η παράλειψή της να καθιστά άκυρο το παραπεμπτήριο έγγραφο και μη νόμιμη την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία. Περαιτέρω, η περιγραφή των στοιχείων που προαναφέρθηκαν μπορεί να γίνει και με την αναφορά στο παραπεμπτήριο άλλου εγγράφου, από το οποίο να προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, ο χρόνος και ο τόπος τέλεσής του, καθώς και τα στοιχεία της τυχόν ενοχής του μέλους του ΔΕΠ των ΑΕΙ, με την προϋπόθεση, πάντως, ότι το τελευταίο αυτό έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο μαζί με το παραπεμπτήριο ή προκύπτει ότι περιήλθε σε πλήρη γνώση του εγκαίρως (ΣτΕ 198/2012, πρβλ. ΣτΕ 153/2016, 2164/2014 7μ.). Η μη τήρηση του ανωτέρω ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ήτοι η μη έκδοση παραπεμπτηρίου εγγράφου ή η μη έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου εγγράφου, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και άγει σε ακύρωση της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον αυτό επέβαλε πειθαρχική ποινή, χωρίς την έκδοση παραπεμπτηρίου, ή αποδίδοντας στον διωκόμενο την τέλεση πειθαρχικού αδικήματος, το οποίο αφορά πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο παραπεμπτήριο έγγραφο (ΣτΕ 4055/2013, 198/2012). Στην περίπτωση, όμως, που διενεργηθεί κατά το άρθρο 6 του από 12/26.7.1933 προεδρικού διατάγματος περαιτέρω ανάκριση, από την οποία προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά που συμπληρώνουν τις κατηγορίες που αποδόθηκαν αρχικώς στον διωκόμενο με το παραπεμπτήριο έγγραφο, η μη έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου καλύπτεται, αν αυτός λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου του πορίσματος της ανάκρισης και, στη συνέχεια, απολογηθεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τις νέες κατηγορίες, χωρίς να προβάλλει ένσταση σχετικά με την μη έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου (ΣτΕ153/2016, 2164/2014 7μ.).